Πηγή: Καθημερινή 22/7
Του Πετρου Παπακωνσταντινου
Την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές, δεν είχαν οριστικοποιηθεί οι αποφάσεις της χθεσινής, κρίσιμης συνόδου κορυφής των Βρυξελλών. Ως επικρατέστερη εκδοχή διαγραφόταν ένας συμβιβασμός μεταξύ Γερμανίας, Γαλλίας και μεγάλων ευρωπαϊκών τραπεζών, ο οποίος θα εξασφάλιζε μόνο προσωρινή εκτόνωση της κρίσης, παραπέμποντας τις καίριες αποφάσεις για το φθινόπωρο, χωρίς να αποκλείεται και η «επιλεκτική χρεοκοπία» της χώρας.
Αυτό που μέχρι χθες αρνούνταν πεισματικά να παραδεχτούν οι ιθύνοντες της Ε.Ε. αποτελεί σήμερα κοινό τόπο: το θεμελιώδες πρόβλημα δεν είναι η κρίση χρέους της μικρής Ελλάδας, αλλά η δομική κρίση του ίδιου του ευρώ. Η Ενιαία Ευρωπαϊκή Πράξη του 1986 και η συνθήκη του Μάαστριχτ του 1992 δρομολόγησαν μια θεμελιώδη μετάλλαξη της ευρωπαϊκής ενοποίησης: Η υπόσχεση μιας σοσιαλδημοκρατικού τύπου «κοινωνικής Ευρώπης», ανεξάρτητης από ΗΠΑ και ΕΣΣΔ, με σύγκλιση των πιο καθυστερημένων με τις πιο ανεπτυγμένες χώρες, έδωσε τη θέση της σε μια Ε.Ε - περιφερειακό υποσύνολο της νεοφιλελεύθερης παγκοσμιοποίησης, υπό την ηγεμονία του χρηματιστικού κεφαλαίου.
Αυτή η στροφή οδήγησε στη δομική πόλωση της Ευρωζώνης μεταξύ πυρηνικών και περιφερειακών χωρών, καθώς οι τελευταίες, στερημένες από τα δύο παραδοσιακά, αμυντικά τους όπλα, τους τελωνειακούς δασμούς και τον έλεγχο του νομίσματος, είδαν την παραγωγική τους βάση να συρρικνώνεται. Ως αντάλλαγμα, οι πυρηνικές χώρες προσέφεραν φθηνό δανεισμό των τραπεζών τους από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, πράγμα που επέτρεψε τη γιγάντωση της πίστωσης και την άνοδο της κατανάλωσης, προς όφελος των ισχυρών, εξαγωγικών κρατών. Η πραγματικότητα αυτή καταρρίπτει την υποκριτική ηθικολογία της Γερμανίας και άλλων προτεσταντικών κρατών εναντίον των «άσωτων» Νοτίων: Οσο αμαρτωλός είναι αυτός που δανείζεται αλόγιστα και συσσωρεύει ελλείμματα, είναι και αυτός που τον δανείζει εν γνώσει της κατάστασής του, συσσωρεύοντας πλεονάσματα. Και όπως λένε οι Αργεντίνοι: «Υπάρχουν δύο είδη τρελών, εκείνοι που δανείζουν κι εκείνοι που τα επιστρέφουν».
Με τον παγκόσμιο κλονισμό του 2008, οι στοιχειακές δυνάμεις της οικονομίας που απελευθερώθηκαν αρχίζουν να εκδικούνται, καθώς η κρίση απειλεί να περάσει από την περιφέρεια, στις πυρηνικές χώρες και τις τράπεζές τους. Η κατάσταση επιδεινώνεται από την πολιτική παράλυση της Γερμανίας, η οποία ίσως δεν θα έπρεπε να αποδοθεί τόσο στον «εθνικό εγωισμό» που καταλογίζει, όχι αβάσιμα, ο Νικολά Σαρκοζί στην Αγκελα Μέρκελ, αλλά στα γιγαντιαίων διαστάσεων διλήμματα που ορθώνονται μπροστά της.
Η ενοποιημένη Γερμανία είναι η μόνη ευρωπαϊκή χώρα που μπορεί να ζήσει ως παγκόσμια οικονομική υπερδύναμη και χωρίς την Ε.Ε. Εχοντας κατακτήσει, χάρη στην αξιοθαύμαστη εφαρμογή της επιστήμης και της τεχνολογίας στη βιομηχανία, μονοπωλιακές θέσεις στους πιο στρατηγικούς, εξαγωγικούς τομείς (μηχανοκατασκευές, χημική βιομηχανία κ.ά.) εδώ και έναν αιώνα, εξάγει προϊόντα υψηλής προστιθέμενης αξίας σε όλο τον κόσμο, από τη Βραζιλία μέχρι την Κίνα, και όχι μόνο στην Ευρωζώνη. Είναι η κατ’ εξοχήν χώρα όπου το χρηματιστικό και το βιομηχανικό κεφάλαιο έχουν σφυρηλατήσει ιστορικά μια συμβιωτική σχέση, πράγμα που επιτρέπει στις εξαγωγές της να συντηρούνται ακόμη και με το υπερβολικά «σκληρό» ευρώ. Η μετατροπή της κεντρικής και ανατολικής Ευρώπης σε οικονομική ενδοχώρα της και οι προνομιακές ενεργειακές σχέσεις με τη Ρωσία ενισχύουν τα συγκριτικά της πλεονεκτήματα.
Το βασικό πρόβλημα της Γερμανίας δεν είναι οικονομικό, αλλά πολιτικό. Χωρίς την Ε.Ε. και τη συμμαχία με Γαλλία και Βρετανία, με δεδομένο και το φορτίο του ιστορικού παρελθόντος, η Γερμανία θα αποτελεί διεθνώς έναν οικονομικό γίγαντα, αλλά πολιτικό νάνο, σαν την Ιαπωνία. Η κοινή λογική λέει ότι το μακροπρόθεσμο συμφέρον της Γερμανίας θα ήταν να εκμεταλλευθεί τη δυνατότητα που της προσφέρει η κρίση για να «σώσει» την Ευρωζώνη, εδραιώνοντας την οικονομική και πολιτική ηγεμονία της. Υπό αυτό το πρίσμα, πρέπει να δει κανείς την όχι και τόσο ανιδιοτελή εμμονή του κ. Σόιμπλε να επωμισθούν οι τράπεζες μέρος του ελληνικού χρέους. Αν σκεφτεί κανείς ότι η Εθνική βαρύνεται με ελληνικά ομόλογα ύψους 13 δισ., η Eurobank 9 δισ., η Πειραιώς 8 δισ. και η Deutsche Bank (η οποία ξεφόρτωσε τα δικά της στην ΕΚΤ) μόλις 1.8 δισ., αντιλαμβάνεται ότι αποτέλεσμα αυτής της λύσης θα είναι, πιθανότατα, η επέλαση των Γερμανών στο ελληνικό (και όχι μόνο) τραπεζικό σύστημα. Ακόμη και το ευρωομόλογο θα μπορούσε να αποδεχθεί η Γερμανία, εφ’ όσον αυτό θα ανοίξει τον δρόμο για έναν (Γερμανό ή γερμανικής αποδοχής) Ευρωπαίο υπουργό Οικονομικών και δραστικό περιορισμό της εθνικής κυριαρχίας των αδύνατων εταίρων της.
Δυστυχώς, η ελληνική κυβέρνηση προσήλθε στη χθεσινή, τόσο κρίσιμη σύνοδο χωρίς να έχει διευκρινίσει τι ακριβώς διαπραγματεύεται, ποιες είναι οι κόκκινες γραμμές και οι συμμαχίες της, ποια από σενάρια που κυκλοφορούν θεωρεί επιθυμητά και ποια επιβλαβή για τη χώρα. Δίνει έτσι την εντύπωση ότι σύρεται, δεμένη με την αλυσίδα του χρέους, έτοιμη να δεχθεί οτιδήποτε αποφασιστεί, κάτι που αρμόζει μόνο σε κράτη που μόλις έχουν υποστεί συντριπτική στρατιωτική ήττα. Με αυτά τα δεδομένα, το μόνο που μπορεί να κάνει κανείς είναι να απεύχεται το χειρότερο
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου