Πηγή: Sofokleous 10
Το άνοιγμα της διαφοράς αποδόσεων των κρατικών ομολόγων της ευρωπαϊκής περιφέρειας την περασμένη βδομάδα και τα αποτελέσματα των τεστ αντοχής των ιρλανδικών τραπεζών μας θύμισαν πως η Ευρωζώνη δεν έχει καταγράψει καμία πραγματική πρόοδο στην αντιμετώπιση της παρούσας κρίσης – παρά την πολυδιαφημισμένη της Μεγάλη Συμφωνία.
Η παρούσα κρίση αντιπροσωπεύει την πιο σκληρή πρόκληση που έχει αντιμετωπίσει η Ευρωπαϊκή Ένωση στην ιστορία της, η δε τελική έκβασή της θα εξαρτηθεί από μια πολύπλοκη αλληλεπίδραση ανάμεσα στην πολιτική, τη χρηματοοικονομία και τα οικονομικά.
Ας εστιάσουμε σήμερα στις πολιτικές διαστάσεις της αντιμετώπισης της κρίσης, πηγαίνοντας πέρα από το πολύ γνωστό γεγονός ότι σε χώρες όπως η Γερμανία και η Φιλανδία υπάρχει έντονη αντίθεση σε καθεστώτα διάσωσης μεγάλης κλίμακας. Η αντίθεση αυτή είναι σοβαρή, όμως ακόμα κι αυτές οι χώρες αντιμετωπίζουν ισχυρούς πολιτικούς καταναγκασμούς που τις ωθούν προς την αντίθετη κατεύθυνση. Διακατέχονται, για παράδειγμα, εξίσου από μια σφοδρή επιθυμία να αποφύγουν ένα καταστροφικό χρεοστάσιο. Κατά συνέπεια οι χώρες αυτές είναι διχασμένες ανάμεσα σε δύο αλληλοσυγκρουόμενες θέσεις: την αποφυγή ενός χρεοστασίου από τη μια και την αποφυγή μιας διάσωσης από την άλλη.
Είναι εντελώς σαφές γιατί η Γερμανία και η Φιλανδία δεν θέλουν μια διάσωση. Αλλά γιατί φοβούνται τόσο πολύ το χρεοστάσιο; Πιθανώς για τρεις λόγους. Ο πρώτος έχει να κάνει με την αποφυγή του ασύμμετρου κινδύνου. Αν αποφασίσεις να επιβάλλεις ζημιές στους κατόχους ομολόγων, κατηγορείσαι εσύ προσωπικά αν κάτι πάει στραβά. Και οι Ευρωπαίοι πολιτικοί δεν θέλουν να καταλήξουν σαν τον Χανκ Πόλσον, που ως επικεφαλής του αμερικανικού Υπουργείου Οικονομικών έφερε τον πλανήτη στα όρια της καρδιακής προσβολής.
Το δεύτερο επιχείρημα έχει να κάνει με την πιθανή μόλυνση εκτός συνόρων. Υπάρχει ένα όριο στα πολλαπλά χρεοστάσια πέρα από το οποίο το ευρωπαϊκό χρηματοπιστωτικό σύστημα δεν μπορεί να αντέξει. Οι ευρωπαϊκές τράπεζες και ασφαλιστικές έχουν μεγάλη έκθεση σε χρεόγραφα άλλων κρατών της Ευρωζώνης. Μια στάση πληρωμών θα απαιτήσει την άμεση και ίσως συντριπτική αποκατάσταση της κεφαλαιακής βάσης του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα.
Τέλος, μια αναδιάρθρωση χρεών πριν το 2013 θα οδηγήσει σε δημοσιονομικές μεταβιβάσεις δια μέσου των εθνικών συνόρων στο πλαίσιο των κανόνων του σημερινού μηχανισμού, κάτι που ορισμένοι πολιτικοί ηγέτες θέλουν απελπισμένα να αποφύγουν. Θα επρόκειτο για το χειρότερο δυνατό ενδεχόμενο: χρεοστάσιο και διάσωση σε ένα ενιαίο καθόλου ελκυστικό πακέτο. Δεν έχουν προετοιμάσει ακόμη το εκλογικό τους σώμα για το ενδεχόμενο εκροής χρημάτων από τη χώρα.
Θα μπορούσε να υποστηρίξει κανείς πως όλοι αυτοί οι κίνδυνοι στερούνται βάσης. Ίσως να είναι έτσι. Το ζήτημα όμως δεν είναι αν το χρηματοπιστωτικό σύστημα μπορεί να αντέξει το σοκ μιας αναδιάρθρωσης χρέους, αλλά αν το πολιτικό σύστημα είναι έτοιμο να αποδεχτεί τους ενδεχόμενους κινδύνους ενός μεγάλου ατυχήματος. Κατά πάσα πιθανότητα δεν είναι.
Συν τοις άλλοις, όλα αυτά δεν είναι πολύ πιθανό να αλλάξουν μετά το 2013. Η Γερμανίδα καγκελάριος Αγγέλα Μέρκελ είναι απίθανο να αναλάβει νέους κινδύνους σε χρονιά εκλογών. Αλλά ούτε διαφαίνεται μια νέα γενιά Ευρωπαίων ηγετών έτοιμη να αναλάβει ρίσκα που οι προκάτοχοί της φοβήθηκαν να πάρουν. Κι από τη στιγμή που οι περισσότερες χώρες δεν κάνουν τίποτα για την αναδιάρθρωση των τραπεζών τους, μετά από 2 χρόνια το σύστημα θα είναι ακόμη τόσο εύθραυστο όσο είναι σήμερα. Και η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα εξακολουθήσει μάλλον να έχει μεγάλη έκθεση στον κίνδυνο των περιφερειακών ομολόγων και θα εκδίδει τις ίδιες ζοφερές προειδοποιήσεις ενάντια σε στάση πληρωμών.
Ο πιο κατηγορηματικός αντίμαχος ενός χρεοστασίου στο Εκτελεστικό Συμβούλιο της ΕΚΤ είναι ο Λορέντζο Μπίνι Σμάγκι. Όταν ερωτήθηκε πρόσφατα αν η θέσπιση του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας – με το ανώτατο πιστοληπτικό του καθεστώς – θα αυξήσει την πιθανότητα ενός χρεοστασίου απάντησε όχι. Οι κυβερνήσεις έχουν ακόμη κίνητρα για να μην προχωρήσουν σε κάτι τέτοιο. Δεν συμφωνεί κανείς κατ’ ανάγκην μαζί τους σε ό,τι αφορά τα επιχειρήματά τους, αλλά είτε αυτά είναι σωστά είτε λάθος, εφόσον αυτή είναι η εκτίμησή τους, αυτό είναι το πιθανότερο να κάνουν. Τα χρεοστάσια μάλλον δεν θα επιτραπούν.
Αυτό σημαίνει πως η Ελλάδα, η Ιρλανδία και ενδεχομένως η Πορτογαλία θα παραμείνουν στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής ομπρέλας ασφαλείας για πολύ - πολύ καιρό. Τα σημερινά δανειοδοτικά προγράμματα θα αντικατασταθούν με νέα. Ο χρόνος αποπληρωμής θα επιμηκυνθεί, τα επιτόκια θα μειωθούν και η μέρα του λογαριασμού θα αναβληθεί. Ίσως στο τέλος ο Ευρωπαϊκός Μηχανισμός Σταθερότητας, με τη βοήθεια της ΕΚΤ, να συγκεντρώσει το συνολικό χρέος αυτών των χωρών και να μην απομείνουν ιδιώτες πιστωτές που να πρέπει να συμβάλουν με απώλεια μέρους του κεφαλαίου τους. Ή ίσως κάποια στιγμή το σύστημα να καταρρεύσει και να πρέπει να πληρώσουν το συνολικό κόστος οι μέτοχοι του Ευρωπαϊκού Μηχανισμού. Ή ίσως να κηρύξουν κι αυτοί στάση πληρωμών.
Σε κάθε περίπτωση πάντως παράγεται ένα οξύ δίλημμα: ανάμεσα στην πλήρη διάσωση και το πλήρες χρεοστάσιο, ανάμεσα στη διάρρηξη της Ευρωζώνης και το ενιαίο ευρωομόλογο με δημοσιονομική ένωση. Η αντίθεση της Γερμανίας και της Φιλανδίας στέρησε τον Ευρωπαϊκό Μηχανισμό από όλα εκείνα τα χρήσιμα εργαλεία, όπως είναι οι αγορές ομολόγων στη δευτερογενή αγορά, που θα του επέτρεψαν να εφαρμόσει ενδιάμεσες λύσεις – για παράδειγμα να βοηθήσει σε μια μερική στάση πληρωμών μέσω μιας ανταλλαγής χρέους.
Το οξύ δίλημμα τραβά την προσοχή της κοινής γνώμης. Αλλά πρόκειται για ένα επικίνδυνο παιχνίδι. Κινήματα ενάντια στο ευρώ με διαφορετικούς βαθμούς σοβαρότητας κερδίζουν έδαφος σε όλες τις χώρες που διαθέτουν την ανώτατη πιστοληπτική αξιολόγηση. Στην κορυφή των δημοσκοπήσεων για την γαλλική προεδρία φέρεται η ηγέτιδα του Εθνικού Μετώπου Μαρίν Λεπέν. Οι ευρωσκεπτικιστές ενισχύονται παντού. Μπορεί να μην έλθουν στην εξουσία, ωστόσο επηρεάζουν τους όρους της δημόσιας συζήτησης. Ας θυμηθούμε τη συζήτηση των ευρωσκεπτικιστών στη Βρετανία κατά τη διάρκεια της δεκαετίας του 1990.
Δεν πρέπει να τρέφουμε αυταπάτες για τη δυνατότητα των πολιτικών να επιλύσουν την κρίση. Καθώς ο καιρός θα προχωρά η φύση της κρίσης θα αλλάζει κι αυτό θα έχει με τη σειρά του αντίκτυπο στην πολιτική για την αντιμετώπισή της.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου