ΠΗΓΗ: ΘΕΣΕΙΣ τ. 114
Editorial
1. Κοινωνικό αναμορφωτήριο
Από την πρώτη στιγμή που ανέλαβε η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ δεν άφησε περιθώρια για παρερμηνείες ως προς τον πυρήνα της αποστολής που αναλάμβανε. Είχε έρθει η στιγμή να σημάνει πανηγυρικά «το τέλος της μεταπολίτευσης», και συνάμα όλων των κοινωνικών συμβολαίων με τις κυριαρχούμενες τάξεις που είχαν υπογράψει οι καθεστωτικές δυνάμεις υπό το κλίμα των ανακατατάξεων που έφερε στην κοινωνική δυναμική η κατάρρευση του καθεστώτος έκτακτης ανάγκης της χούντας. Δείγματα γραφής για τις προθέσεις του είχε δώσει βεβαίως αρκετά νωρίτερα ο εκλεκτός των εκσυγχρονιστών νέος πρωθυπουργός, τουλάχιστον από τη στιγμή που ανακήρυσσε τον φιλελευθερισμό των Αδριανόπουλου-Μάνου σύμμαχο στη «αναμόρφωση» της ελληνικής κοινωνίας. Όμως κανείς δεν είχε τολμήσει να διανοηθεί το μέγεθος των ανατροπών που κυοφορούντο στη μακρά περίοδο «αντιπολιτευτικής» θητείας του ΠΑΣΟΚ.
Η προσπάθεια καινοφανών ανατροπών που εγκαινιάστηκε με τη νέα κυβερνητική θητεία του ΠΑΣΟΚ δεν είχε καν διαφανεί στην προεκλογική εκστρατεία: εκεί κυριαρχούσε η επίκληση της «κακοδιαχείρισης» της ΝΔ, της «αλόγιστης σπατάλης» υπέρ των εχόντων, με κορωνίδα το ιστορικό ρητό «λεφτά υπάρχουν». Μόνο που ξεχάστηκε αμέσως μετά τις εκλογές, μιας και το κοινωνικό συμβόλαιο με τις διάφορες μερίδες του κεφαλαίου αποτρέπει έστω και την απλή σκέψη για τον εντοπισμό και ανάκτησή τους. Τα 30 δις ευρώ προεκλογικών επικλήσεων αποδείχθηκαν μέσα σε ένα χρόνο «ανύπαρκτα», μιας και με περισσή θρασύτητα προτάθηκαν πρακτικά προς διαγραφή στο πρόσφατο Σχέδιο Νόμου για τις περικοπές μισθών στις ΔΕΚΟ, χωρίς καν να υπάρχει η παραμικρή μέριμνα για αποτροπή των προφανών συσχετίσεων. Η συγκυρία έχει τόσο αλλάξει μέσα σε αυτό τον εξαιρετικά μακρύ χρόνο από τις εκλογές του 2009!
Αν στην πρώτη περίοδο μετά τις εκλογές το «φύλλο συκής» των προεκλογικών «δεσμεύσεων» του ΠΑΣΟΚ επέβαλε το «επίδομα φτώχειας», ήρθε στη συνέχεια η αδήριτη λογική των «οικονομικών περιορισμών» για να πάρει πίσω από τους ίδιους αποδέκτες το πολλαπλάσιο: περικοπές μισθών, συντάξεων, δώρων, όλων των «χαριστικών» εσόδων που μέχρι σήμερα είχε η εργασία στον «αντιπαραγωγικό» δημόσιο τομέα. Και να δώσει το πρόσταγμα για την αντίστοιχη εφαρμογή των μέτρων στον ιδιωτικό τομέα, όπου βέβαια αυτός ο ρόλος δεν είχε ήδη ανατεθεί στην καλπάζουσα ανεργία. Τι κι αν το πρόβλημα της Δημόσιας Διοίκησης δεν είναι ούτε το υπεράριθμο, ούτε οι υψηλές αμοιβές, αλλά η ίδια η οργάνωση της εργασίας, που είτε έχει αποσαθρωθεί πλήρως από τις διαδοχικές «επιδρομές» των κομμάτων εξουσίας και των κρατικών συνδικαλιστών, είτε έχει εναποτεθεί στη «διαφάνεια» του opengov και των αυτοσχεδιασμών, που άφησαν ακέφαλες και αποδιοργανωμένες πλήθος υπηρεσίες για πολλούς μήνες μετά τις εκλογές.
Αλλά αν η Δημόσια Διοίκηση παρέμεινε αδρανής, δεν ισχύει το ίδιο για εκείνους που δρομολόγησαν (συνειδητά ή ασυνείδητα, λίγο ενδιαφέρει) τη μεγαλύτερη ανατροπή των συσχετισμών στη σύγχρονη ελληνική πολιτική ιστορία. Από τους πειραματισμούς με το «πραγματικό έλλειμμα» και τα παιχνίδια με τις αγορές, έως την αδυναμία δανεισμού και την εκ των έξω «πειθάρχηση» που έφερε το Μνημόνιο. Το οποίο άλλωστε λειτούργησε ως πρόσχημα για την επιβολή μέτρων που ούτε προβλέπονταν ούτε «αναγκαία» ήταν, αν και πολιτικά ήταν πολλαπλώς «χρήσιμα».
Και στο φόντο όλων αυτών η συνεχής ροή παραπληροφόρησης και ψευδών που αναιρούντο σχεδόν τη στιγμή που εκστομίζονταν. Από την «προστασία του λαϊκού εισοδήματος» έως τη μη χρεία του μηχανισμού στήριξης, οι ψευδείς διαβεβαιώσεις διαδέχονταν η μια την άλλη σε καταιγιστικό ρυθμό που διαρκεί και επιτείνεται έως τις μέρες μας, επισφραγιζόμενες από τις διαρκείς κυλιόμενες «αναθεωρήσεις» της δανειακής σύμβασης, που όμοιά της δεν πρέπει να έχει υπάρξει στα τελευταία χρόνια.
Και όλα στο φόντο μιας εντεινόμενης ύφεσης που πλέον δε ξορκίζεται με λόγια και υποσχέσεις, αλλά έχει εγκαθιδρυθεί ως βασικός μηχανισμός άσκησης της πολιτικής της εκκαθάρισης.
2. Ζήτω η κρίση! Με αυτή την πολιτική ως πυξίδα πλεύσης προκύπτει η επίσημη πλέον ρητορική των διαχειριστών περί «δραστικής μείωσης του ελλείμματος και του δημοσίου χρέους, συνέχισης της υλοποίησης των διαρθρωτικών αλλαγών για τη διασφάλιση της βιωσιμότητας της δημοσιονομικής σταθερότητας και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και της ανάπτυξης της χώρας». Αν πάλι υπάρχει αμφιβολία για τον τρόπο με τον οποίο θα επιτευχθεί αυτός ο στόχος, έρχονται να μας διαβεβαιώσουν ότι «η υλοποίηση του σκέλους των δαπανών του Προϋπολογισμού … αποτελεί κομβικό σημείο της δημοσιονομικής διαχείρισης και απαραίτητη προϋπόθεση για την επίτευξη των στόχων». Και αυτό στο φόντο του πρόσφατου δημοσιονομικού εκτροχιασμού του 2009, στον οποίο η κατάρρευση των εσόδων συνέβαλε κατά 80% στο τρέχον έλλειμμα, που με τη δημιουργική λογιστική τους είναι ικανοί να το ανεβάσουν πολύ περισσότερο από τον τελευταίο (προσωρινό;) σταθμό του 15,6%.
Και έτσι καταλήγουμε στον πλέον απροκάλυπτο Προϋπολογισμό, αυτόν του 2011, στον οποίο για πρώτη φορά εδώ και δεκαετίες τα προβλεπόμενα δημόσια έσοδα από άμεσους φόρους (21,1 δις ευρώ) θα είναι μικρότερα όχι μόνο από τα προϋπολογισθέντα (23,7 δις ευρώ), αλλά και από τις εκτιμώμενες πραγματοποιήσεις κατά το τρέχον έτος (21,4 δις ευρώ). Είναι αποκαλυπτικό ότι στον Προϋπολογισμό 2011 ο «κομβικός» ρόλος των δαπανών επιβεβαιώνεται χαρακτηριστικά από την εκπληκτική στοχοπροσήλωση στην «εξοικονόμηση» μερικών εκατοντάδων εκατομμυρίων από συντάξεις και μισθούς στη Δημόσια Διοίκηση και τις ΔΕΚΟ, όταν παράλληλα «προβλέπεται» μείωση εσόδων κυρίως από τη συρρίκνωση των άμεσων φόρων που πληρώνουν οι επιχειρήσεις, από τις εκτιμώμενες πραγματοποιήσεις 3,3 δις ευρώ το 2010 σε 2,7 δις ευρώ (στον Προϋπολογισμό 2011)! Αυτά βλέπουν μερικοί «αμετανόητοι» και ισχυρίζονται ότι αυτή η κυβέρνηση καταργεί τους νόμους της «κοινωνικής θερμοδυναμικής» και πραγματοποιεί την «αδύνατη» αναδιανομή: από τους μη έχοντες στους κατέχοντες.
Σε πλήρη αρμονία με το κοινωνικό συμβόλαιο που έχει συνάψει ο συλλογικός με τον ατομικό κεφαλαιοκράτη, εφαρμόζεται με πρόφαση και αφορμή την κρίση μια απροκάλυπτα ταξική οικονομική πολιτική, η οποία τιμά τις δεσμεύσεις της για νόμιμη φοροαπαλλαγή του κεφαλαίου (όλων των μερίδων και όχι μόνο του «μεγάλου»), συλλέγει ολοένα λιγότερα έσοδα από έμμεσους φόρους μειώνοντας δραστικά το λαϊκό εισόδημα, το οποίο έρχεται στη συνέχεια να αποδυναμώσει ακόμη περισσότερο περιορίζοντας τον κοινωνικό μισθό, αποδομώντας το κοινωνικό κράτος, βυθίζοντας την πλειοψηφία της κοινωνίας στην ανασφάλεια και την ανέχεια με όπλο τη διόγκωση της ανεργίας, ώστε να εκκαθαριστεί η «κοινωνική καθυστέρηση» και να ξεκινήσει ο νέος κύκλος κεφαλαιακής συσσώρευσης χωρίς τα βαρίδια του παρελθόντος.
Στο βάθος του τούνελ πίσω από τη στρατιά των εξαθλιωμένων ξεπροβάλει μαζί με το φως και η ανάπτυξη!
3. Δεξιό Ευρώ, Αριστερή Δραχμή; Η λειτουργία της κρίσης ως μηχανισμού ανατροπής των κοινωνικών συσχετισμών ενισχύθηκε σημαντικά από μια συγκεκριμένη γενεαλογία που την εγκλωβίζει στη «χώρα», στα «πρότυπα συσσώρευσης» και τις παθολογίες τους, αναζητώντας τα αίτια και την πηγή της κακοδαιμονίας σε φαινομενολογίες της «ελληνικής ιδιαιτερότητας». Εδώ θα συναντήσουμε όλο το φάσμα κοινοτοπιών και προφανών ιδεολογημάτων που υπερσυγκυριακά «ερμηνεύουν» τα φαινόμενα, έως και τις επιστημονίζουσες εκδοχές τους που αναλύουν, υποτίθεται, τους μηχανισμούς κίνησης των εξελίξεων. Οι ιδεολογίες αυτές συνήθως εμφανίζονται με τη μορφή διπόλου, σχηματοποιώντας τις αντιφάσεις και ανιχνεύοντας τις λύσεις που ανατρέπουν με τρόπο σχεδόν μαγικό τα αρνητικά συμφραζόμενα.
Υπάρχουν οι συντηρητικές εκδοχές του διπόλου που θεωρούν την κρίση ως «ευκαιρία» για να προσαρμοστεί το «στρεβλό» ελληνικό πρότυπο σε ορθολογικά δεδομένα: να μην καταναλώνουμε περισσότερα από όσα παράγουμε, να γίνει η χώρα ανταγωνιστική, να αποκτήσει εξωστρέφεια, να προσαρμόσει τις «αναχρονιστικές» κοινωνικές δομές της. Και φυσικά «αντιπαρατίθενται» με τις «προοδευτικές», που κατά βάση αξιοποιούν την ίδια οπτική περί της χώρας: εδώ βρίσκουμε την Ευρωζώνη που «καταδυναστεύει» τις ασθενείς χώρες της «περιφέρειας», οπότε η κρίση είναι και πάλι «ευκαιρία» για την έξοδο από αυτήν, για μια αλλαγή πορείας με έμφαση στην αξιοποίηση των εργαλείων νομισματικής πολιτικής, μαζί με τους αναγκαίους «κοινωνικούς μετασχηματισμούς» που θα επιτρέψουν να γίνουν όλα όσα ο «ευρωπαϊκός καταναγκασμός» συνεχώς αποτρέπει.
Για τους πρώτους λειτουργεί ως πρότυπο η Γερμανία, που ανταποκρίνεται πλήρως στα τρέχοντα ιδεολογικά κελεύσματα του νεοφιλελευθερισμού: πολιτική σκληρού νομίσματος, μεγάλα κέρδη που οδηγούν σε συρρίκνωση της μερίδας των μισθών στο κοινωνικό προϊόν, υψηλή ανεργία και μερική απασχόληση, έμφαση στη μεταποίηση και όχι στις υπηρεσίες, εξαγωγικός προσανατολισμός που έρχεται να καλύψει την ελλείπουσα εσωτερική ζήτηση. Ονειρεύονται την Ελλάδα των «διαρθρωτικών αλλαγών», που δεν είναι τίποτε άλλο από τη δομική καταστατική παρουσία της ανεργίας σε ποσοστά 15-20%, ώστε να προσαρμοστούν οι μισθοί σε «λογικά» επίπεδα και οι κοινωνικές παροχές σε ακόμη «λογικότερα», με δυναμικό «επιχειρείν», που θα αξιοποιεί τις ευκαιρίες σε ένα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον συνεπικουρούμενο από το μηχανισμό της εσωτερικής υποτίμησης. Η κρίση που επιτάθηκε από την αρχιτεκτονική της νομισματικής ένωσης και την πολιτική των δημοσιονομικών προσαρμογών είναι ευλογία και το ευρώ ο μηχανισμός ανατροπής των «κοινωνικών αναχρονισμών».
Για τους θιασώτες της «εξόδου» τα πράγματα βρίσκονται στον φαινομενικό αντίποδα. Στη σημερινή συγκυρία κρίσης του δημόσιου χρέους, υπάρχει «εθνική λύση» που συμπυκνώνεται στην έξοδο από το ευρώ και την ΕΕ. Το σκεπτικό στηρίζεται στην παραδοχή ότι η ένταξη στην ΕΕ και ιδίως στο ευρώ ζημίωσε τη «χώρα» και αντλεί επιχειρήματα κυρίως από τη διεύρυνση του ελλείμματος στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, ενώ η έξοδος από το ευρώ και η επιστροφή στη δραχμή θα δώσει δυνατότητες άσκησης νομισματικής πολιτικής, που με την υποτίμηση θα επαναφέρει την ανάπτυξη μέσω της αυξημένης εξαγωγικής ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, ενώ καίριες διαρθρωτικές «προοδευτικές» παρεμβάσεις (κρατικοποίηση τραπεζών, περιορισμοί και αυστηροί έλεγχοι στις διεθνείς κινήσεις κεφαλαίου) θα επιτρέψουν τη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου των εργαζομένων. Λίγο απέχει αυτή η οπτική από την υιοθέτηση προσφιλών «αριστερών» ιδεολογημάτων που ερμηνεύουν την πάλη των τάξεων ως «πάλη των εθνών», με τους «ξένους» να επιβουλεύονται το «ελληνικό έθνος». Επιτέλους, ως πότε θα κυνηγάει η καθεστωτική Αριστερά την επιστροφή της στις αγκάλες του εθνικού κορμού;
Πόσο πραγματικά είναι όμως αυτά τα δυο συμπληρωματικά ιδεολογήματα;
4. Γερμανική πειθαρχία; Προβάλλει λοιπόν η Γερμανία ως παράδειγμα προς μίμηση. Και η πεποίθηση αυτή εδράζεται στα οικονομικά μεγέθη (3,5% μεγέθυνση το 2010 έναντι 1% στην Ευρωζώνη), εμπορικά πλεονάσματα, οικονομική ευρωστία, διεθνή ανταγωνιστικότητα. Όμως ο εξαγωγικός πρωταθλητισμός (7% του ΑΕΠ κατά μέσο όρο από το 2002) είναι αποσταθεροποιητικός παράγων στην Ευρωζώνη όπου εξάγεται το 60% του πλεονάσματος (με άλλο ένα 25% να κατευθύνεται προς τις άλλες χώρες της ΕΕ). Αν όλες οι χώρες της Ευρωζώνης χαρακτηρίζονταν από την ίδια «επιτυχία» τότε ενδεχομένως θα έπρεπε να εντοπιστούν στο διεθνές εμπόριο μερικές ακόμη αγορές του μεγέθους των ΗΠΑ ώστε να μπορέσουν να απορροφηθούν τα αντίστοιχα εμπορικά πλεονάσματα.
Δεν είναι όμως δυνατόν να υιοθετείται αυτή η οπτική ως οικονομική ratio για την έξοδο από την κρίση. Η προφανής αδυναμία του επιχειρήματος μόλις αυτό έρθει αντιμέτωπο με τις τάσεις και τα δεδομένα της παγκόσμιας αγοράς δείχνει τα όρια και τους περιορισμούς της λογικής αυτής της προσέγγισης. Οπότε δεν είναι το αμιγώς οικονομικό επιχείρημα που κάνει τη Γερμανία ελκυστική και παράδειγμα προς μίμηση: είναι κατά κύριο λόγο το «κοινωνικό μέρισμα» της επιτυχίας που ελκύει, ή μάλλον η ολοκληρωτική απουσία του.
Στη Γερμανία υπήρξε ανισομερής ανάπτυξη της παραγωγικότητας κυρίως στον εκτεθειμένο στο διεθνή ανταγωνισμό τομέα της μεταποίησης: από το 2002 έως το 2007 η παραγωγικότητα αυξήθηκε κατά 19%, ενώ στους λοιπούς τομείς έμεινε στάσιμη.1 Η διαφορά αυτή ελλείψει συναλλαγματικών διακυμάνσεων θα μπορούσε να οδηγήσει σε αύξηση του μεριδίου της εργασίας στο μέρισμα παραγωγικότητας. Αντ’ αυτού και ελλείψει του τελευταίου οδήγησε σε δραματικές ανισορροπίες σε όλη την Ευρωζώνη.
Όμως η προηγούμενη διατύπωση αφήνει την εντύπωση μιας τεχνικής διάστασης της «ανισορροπίας», ενώ η πραγματικότητα είναι εντελώς άλλη, κοινωνική και πολιτική: Οι μισθοί στη Γερμανία δεν ακολούθησαν την παραγωγικότητα, αλλά ειδικά στη μεταποίηση έπεσαν την ίδια περίοδο 2002-2007 κατά 14,5%: δεν πρόκειται για φυσικό φαινόμενο αλλά για ίχνος των ταξικών συσχετισμών δύναμης. Γενικότερα οι μισθοί στη Γερμανία μειώθηκαν συγκριτικά με τους εμπορικούς εταίρους της κατά 10% την περίοδο αυτή, τάση που ίσχυσε και στις τιμές ως αποτέλεσμα του θετικού σχετικού διαφορικού πληθωρισμού των εμπορικών εταίρων της Ευρωζώνης, όταν στη Γερμανία ίσχυε καθεστώς σχεδόν μηδενικού πληθωρισμού.
Το γερμανικό θαύμα δεν είναι λοιπόν ούτε «παραγωγικό», ούτε «τεχνολογικό», πολύ δε περισσότερο ζήτημα «πειθαρχίας» και δημοσιονομικής αυστηρότητας. Είναι πρωτίστως κοινωνικό, μιας και το άρχον συγκρότημα μερίμνησε για τη διαρκή αιμορραγία της εργασίας, την αναδιανομή εισοδήματος και την εμπέδωση της κοινωνικής υπεροπλίας του κεφαλαίου με όλα τα πολιτικά μέσα.
Αυτή τη δόξα εζήλωσαν οι ακραίοι «μεταρρυθμιστές» της αναδιάρθρωσης μέσω του Μνημονίου.
5. Εθνική αναδίπλωση; Αναρωτιέται λοιπόν κανείς αν είναι ολότελα χωρίς αντικείμενο η «διέξοδος» προς τη δραχμή, η επιστροφή στην εθνοκεντρική ρύθμιση. Μια εξήγηση κατ’ αρχάς: η εθνοκεντρική ρύθμιση ουδέποτε ακυρώθηκε, ούτε έπαυσε ποτέ να ισχύει. Μπορεί η διαχειριστική «αδυναμία» της να απαίτησε την «εξωτερική βοήθεια» για την «αποφυγή της χρεοκοπίας», αλλά το παιχνίδι ήταν και παραμένει εσωτερικό. Τα ελλείμματα και το χρέος δεν παρήχθησαν από το εξωτερικό: οφείλονται σε νεοφιλελεύθερες πολιτικές της τελευταίας εικοσιπενταετίας που συνόδευσαν μια πρωτοφανή μεγέθυνση του ΑΕΠ (πολύ μεγαλύτερη από της Γερμανίας) με μείωση των εσόδων και δραματική διόγκωση του χρέους. Πρόκειται για μια συνεπή πολιτική που εγκαινιάστηκε πριν τη νομισματική ένωση, συνεχίστηκε με αυτήν και εντείνεται μέσα στην κρίση.
Αναρωτιέται λοιπόν κανείς τι είναι αυτό που μια επιστροφή στη δραχμή θα αλλάξει στα σημερινά δεδομένα.
Τι είναι αυτό που θα αλλάξει η «κρατικοποίηση» όλων των τραπεζών, μιας και ήδη σήμερα με τη μεταβίβαση των πολλαπλών πακέτων στήριξης, την παροχή ρευστότητας από την ΕΚΤ, με την αγορά των κρατικών τίτλων και την κρατική ασπίδα απέναντι στη χρεοκοπία δεν φαίνεται να ισχύει κάποιο ολότελα διαφορετικό καθεστώς. Οι τράπεζες είναι ήδη σήμερα «κρατικά ελεγχόμενες», μόνο που το κράτος δεν είναι κάποιο εργαλείο που κάποιοι το έχουν εκτρέψει από τη θεόπεμπτη αποστολή του, αλλά ο συλλογικός κεφαλαιοκράτης που εκπροσωπεί τα μακροπρόθεσμα συμφέροντα της σχέσης του κεφαλαίου.
Τι «αλλαγές» θα επιφέρει η «ανασυγκρότηση» του παραγωγικού ιστού της χώρας με την υποτίμηση; Μήπως θα γίνει επιτέλους πραγματικότητα ο διακαής πόθος παραγωγής «εργαλειομηχανών» ώστε να προσεγγίσουμε έστω και υπό τις σημερινές συνθήκες το αξιοθαύμαστο «σοβιετικό» πρότυπο ισόρροπης ανάπτυξης;
Μήπως θα αρχίσουν να προβάλλουν και σε αυτές τις συνθήκες διάφορα «λογικά» επιχειρήματα περί «εθνικής» ανασυγκρότησης, πρωταρχικότητας του «κοινού καλού» έναντι των συντεχνιακών διεκδικήσεων μιας εργασίας που έχει κακοσυνηθίσει να ζητάει «μέρισμα ευημερίας»; Διότι σε μια «εθνική προσπάθεια» περιττεύουν οι «εγωισμοί» και προέχει η «σωτηρία της χώρας από τη χρεοκοπία»!
Μήπως αυτός ο λόγος δεν είναι και τόσο ξένος με όσα μας βομβαρδίζουν καθημερινά οι διαχειριστές της μεγαλύτερης στην ιστορία της Ελλάδας προσπάθειας αναδιανομής εισοδήματος υπέρ των ισχυρών;
6. Η πολιτική του αδιεξόδου Διπλή προσκόλληση λοιπόν. Οι αξιωματούχοι του κεφαλαίου αξιοποιούν τους διεθνείς μηχανισμούς παραγωγής υπεραξίας αλλά προβάλλουν συγκεκριμένα έθνη ως παράδειγμα προς μίμηση για την αναβάθμιση στο διεθνή καταμερισμό εργασίας. Οι «φίλοι του λαού» πάλι, στο έθνος καταφεύγουν για να διαμορφώσουν τη δική τους διέξοδο από την κρίση. Εύλογο λοιπόν το ερώτημα: Πώς και εξακολουθεί να αποτελεί την καταστατική βάση ετερόκλητων πολιτικών η έννοια του έθνους, όταν έχει προκύψει εντελώς ανάγλυφα η (έστω μερική) ανεπάρκειά της μέσα στη συγκυρία; Τι καθιστά το έθνος απαραίτητο εργαλείο για την άσκηση πολιτικής (των «από πάνω» αλλά και των «από κάτω»), παρά τις φθορές που έχει υποστεί από την πρωτοκαθεδρία των αγορών και την παγκοσμιοποίηση;
Το κράτος-έθνος παραμένει καταστατικά ο χώρος άσκησης της κυριαρχίας του κεφαλαίου μέσα από την ηγεμονία και την επιβολή του στον κοινωνικό σχηματισμό. Η κυριαρχία αυτή συμπυκνώνεται στη λειτουργία του καπιταλιστικού κράτους που δημιουργεί τους όρους διευρυμένης αναπαραγωγής των σχέσεων εξουσίας, εντάσσοντάς τις στο μακροπρόθεσμο συμφέρον του συνολικού - κοινωνικού κεφαλαίου και επιβάλλοντάς τις ως το «κοινό συμφέρον» όλης της κοινωνίας, το «εθνικό συμφέρον». Το «εθνικό συμφέρον» αποδιοργανώσει πολιτικά την εργατική τάξη, οργανώνει την κοινωνική συναίνεση στις ασκούμενες πολιτικές και διασφαλίζει τη συνοχή του αστικού μπλοκ παρά τις επιμέρους αντιθέσεις.
Έτσι και σήμερα διαπιστώνουμε από τα ίδια τα πράγματα ότι ηγεμονική παραμένει η πολιτική της άνευ όρων εκκαθάρισης: Παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ εφαρμόζει τη σκληρότερη έως σήμερα πολιτική αναδιανομής υπέρ του κεφαλαίου και συνολικής απαξίωσης της εργασίας, αντέχει, παρά τη σχετική φθορά, αλλά κυρίως ελλείψει αντίπαλου δέους, όπως άλλωστε φάνηκε από τις πρόσφατες περιφερειακές εκλογές. Ενώ παράλληλα, η ΝΔ δεν φαίνεται να καταγράφει ανάκαμψη, παρά την περί την «ανάπτυξη» φιλολογία, άλλη μια ένδειξη ότι η εκκαθάριση έχει πολύ δρόμο να διανύσει ακόμη. Και στο φόντο των πολιτικών καπιταλιστικής αναδιάρθρωσης για τη «σωτηρία της πατρίδας» προβάλλει ένα εκρηκτικό μείγμα «συλλογικής ενοχής» για το παρελθόν, και ανεξέλεγκτου φόβου για το μέλλον. Ιδανικό μείγμα για συντηρητική αναδίπλωση προστασίας των «κεκτημένων» σε όλα τα επίπεδα της κοινωνικής ιεραρχίας, ακόμη και εκεί που το ίχνος τους είναι πλέον δυσανάγνωστο στη συγκυρία.
Πώς οργανώνει όμως το κράτος τη συναίνεση στην κοινωνική λοβοτομή; Παθητικά, με την καλλιέργεια του αδιεξόδου και ενεργητικά με την επίκληση του «εθνικού συμφέροντος». Η απουσία ενεργού ρύθμισης ως έκφανση του πρώτου επιτείνει τη συνεκτική λειτουργία του δεύτερου: το αδιέξοδο στην κρατική διαχείριση παράγει ελλείμματα, που με τη σειρά τους παράγουν πρόβλημα με τους δανειστές, ώστε η «σωτηρία της χώρας» να εκμαιεύσει τις αναγκαίες περικοπές, μιας και το κοινωνικό συμβόλαιο της νόμιμης φοροαπαλλαγής παράγει ένα νέο αδιέξοδο στην πλευρά των εσόδων. Καθημερινή πρακτική που ασκείται πλέον γυμνή υπό τη σκέπη του παντοδύναμου κράτους-έθνους.
Είναι λοιπόν αποτελεσματικό (αν όχι ευφυές) η (όποια) Αριστερά να γυρίζει στον τόπο του εγκλήματος, αναζητώντας την προστασία των αυτουργών;
7. Ευρωπαϊκές προνομίες Απέναντι σε αυτό το ατελέσφορο «εθνικό» εγχείρημα υπάρχει άλλη λύση, κάποια διέξοδος που να μην σημαδεύεται από τους ίδιους ασφυκτικούς περιορισμούς και δεσμεύσεις; Αν το «έθνος» στους συγκεκριμένους συσχετισμούς αποκαλύπτεται φενάκη, υπάρχει άλλο πλαίσιο στο οποίο η πάλη μπορεί να διεξαχθεί με ευνοϊκότερους όρους;
Και εδώ μπορεί να αντικρίσει κανείς το ευρωπαϊκό οικοδόμημα ως αυτό που πραγματικά είναι: μια κοινή αγορά με κοινό νόμισμα αλλά χωρίς ενιαία οικονομική πολιτική, χωρίς ενιαία πολιτική δομή, μια αγορά στην οποία οι αντιθέσεις δεν καλύπτονται ακόμη κάτω από το πέπλο του ενός συλλογικού ευρωπαϊκού κεφαλαιοκράτη, ενός «κοινού ευρωπαϊκού συμφέροντος», μιας κοινής κρατικής δομής που ενοποιεί διαμεσολαβώντας τις αντιφάσεις. Εδώ πρυτανεύει ο ανταγωνισμός και η σύγκρουση συμφερόντων, έστω υπό τη μορφή εθνικών ανταγωνισμών, κυρίως όμως ως ανταγωνισμός κεφαλαίων στην ευρωπαϊκή και την παγκόσμια αγορά.
Και όπου ο κοινωνικός ανταγωνισμός προβάλλει χωρίς την «εθνική» επικάλυψη, η Αριστερά μπορεί –υπό προϋποθέσεις– να φέρει το μήνυμά της στις εργαζόμενες τάξεις, απελευθερωμένο από τις προσμίξεις του «εθνικού συμφέροντος», την υπεράσπιση «του λαού και του τόπου», ως θέσεις στον ταξικό ανταγωνισμό που δεν γνωρίζει σύνορα και «εθνική αλληλεγγύη», αλλά μόνο το πολιτικά διαμεσολαβημένο συμφέρον της εργατικής τάξης και των συμμάχων της μέσα στη συγκυρία. Προβάλλοντας και το όραμα μιας κοινωνικής ολοκλήρωσης στην οποία το κράτος-έθνος θα αποψιλωθεί από την κυρίαρχη για την αναπαραγωγή της σχέσης του κεφαλαίου θέση του.
Ο δρόμος αυτός δίνει διέξοδο. Με αυτόν η Αριστερά μπορεί να ξεφύγει από τη αθλιότητα των «πατριωτικών» δεσμεύσεων και της εναγώνιας προσπάθειας να εγκλειστεί σε ένα «έθνος», από το οποίο ουδείς στην πραγματικότητα την είχε αποκλείσει γιατί απλούστατα αποτελεί το καταλληλότερο πλαίσιο για τον πολιτικό και ιδεολογικό παροπλισμό της.
1 Sergio de Nardis, German imbalance and European tensions, Vox Research-based policy analysis and commentary from leading economists
3 σχόλια:
Η Αριστερά της σύγχυσης, της παραίτησης, της ήττας.
Με τόσο αρνητικό CA (τρεχουσών συναλλαγών) τολμάτε να γράφετε ότι τα ελλείμματα και το χρέος δεν προήλθαν από το εξωτερικό?? Πλάκα μας κάνετε? Με συνεχές αρνητικό CA αν δεν δανειζόταν υπέρμετρα ο δημόσιος θα δανειζόταν πιο πολύ ο ιδιωτικός τομέας!!! Αυτό είναι ταυτολογία. Ελεος, τι γράφετε?? Το χρέος είδατε πως μετατράπηκε από εσωτερικό σε εξωτερικό ή δεν πήρατε πρέφα?
Και καλά πες ότι με την πολιτική ιδεολογία που έχει κάποιος δεν βλέπει καμία διαφορά αν χρηματοδοτεί με ρευστότητα η τράπεζα ελλάδος από την ΕΚΤ (αν είναι δυνατόν να μη βλέπεις διαφορά, τώρα και με τη συνταγματική αναθεώρηση και το forever μνημόνιο θα δεις εσύ!!!!), αυτό με το χρέος τι το θέλετε??? Ελεος πια τέτοια φοβία μην σου βγει το όνομα του εθνικιστή! Με αποτέλεσμα να γράφονται τέτοιες ανακρίβειες
Ετσι όπως πάμε, θα πάθει η αριστερά ότι έπαθε και στην Ιταλία.
Δεν είναι ότι αγνοούν (οι Θέσεις) ή δεν πέρνουν υπόψη τους κάποια πράγματα Ψ-στέργιε είναι ότι δεν χωράνε στα προαποφασισμένα από αυτούς γιατί τότε θα έπεφτε το οικοδόμημα.
Τον ορισμό για το πως λέγεται αυτό δώστον εσύ ή όποιος άλλος
Δημοσίευση σχολίου