Κυριακή 2 Ιανουαρίου 2011

Για τις ανθρωπιστικές σπουδές της αντίστασης



ΠΗΓΗ: ΕΠΟΧΗ
Του
Κώστα Δουζίνα*

Συνειδητοποίησα για πρώτη φορά ότι υπάρχει κάτι παράξενο γύρω από τον όρο «ανθρωπιστικές σπουδές»1 κατά την πρώτη συνάντηση που αποσκοπούσε στην ίδρυση μιας Ευρωπαϊκής Κοινοπραξίας Κέντρων Ανθρωπιστικών Σπουδών. Εκτός από το Κέντρο της Ουτρέχτης που μας φιλοξενούσε και το δικό μου, τα υπόλοιπα επίδοξα ιδρυτικά μέλη προέρχονταν από σχολές με διακριτά επιστημονικά αντικείμενα: αρχαιολογία, αγγλική γλώσσα, ολλανδικά, μέσα επικοινωνίας, φιλοσοφία.
Μου έκανε εντύπωση: δεν υπάρχει καμία κατάλληλη ή ευρέως χρησιμοποιούμενη λέξη που να αποδίδει τον όρο «humanities» στα ελληνικά ή στα ιταλικά, που υποτίθεται ότι είναι οι μητρικές γλώσσες των ανθρωπιστικών σπουδών. Ο όρος «ανθρωπιστικές σπουδές», παρότι μοιάζει να κοιτά προς την Ανατολή και προς το παρελθόν αποτελεί ολοκληρωτικά μια σύγχρονη αμερικανική επινόηση. Έως πρόσφατα δεν υπήρχαν πανεπιστημιακά τμήματα, μαθήματα ή ερευνητικά κέντρα για τις ανθρωπιστικές επιστήμες στα ευρωπαϊκά πανεπιστήμια. Οι λίγες βρετανικές εξαιρέσεις αποτελούν μάλλον αποτέλεσμα της «ειδικής σχέσης» μας με τα υπερατλαντικά μας ξαδέλφια και της επιχειρηματικής νοοτροπίας που αντικατέστησε την παλαιότερη ευγενή διακυβέρνηση των πανεπιστημίων και μάλλον μιμείται παθητικά την αγορά.
Αλλά τι είναι οι ανθρωπιστικές σπουδές; Σύμφωνα με την πλούσια δημόσια συζήτηση στην Αμερική, οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι είτε ένα σύνολο από ακαδημαϊκά αντικείμενα, που κατά την τυπική κατάταξη αποτελείται από τις κλασικές σπουδές, τη φιλοσοφία, την ιστορία και τη λογοτεχνία (η προσέγγιση που δίνει έμφαση στα επιστημονικά αντικείμενα) ή μια προσέγγιση προς τη διδασκαλία και τη μάθηση που θα μπορούσε να επεκταθεί προς όλα τα γνωστικά αντικείμενα (η ανθρωπιστική προσέγγιση).

Κλασικές και ανθρωπιστικές σπουδές
Κατά την πρώτη προσέγγιση, η αρχική σημασία του όρου ταυτιζόταν με τις κλασικές σπουδές. «Έως το 1918 ... ο όρος  ανθρωπιστικές σπουδές και η φράση Ελληνικές και Λατινικές σπουδές ήταν συνώνυμα». Ένα άρθρο του 1946 αναφέρει ότι στη Σκωτία «ένας καθηγητής Λατινικών αποκαλείται καθηγητής ανθρωπιστικών σπουδών»2, ένας μάλλον κατάλληλος προσδιορισμός, καθώς ο λατινικός όρος humanitas δεν αντιστοιχεί σε κάποια ελληνική λέξη. Η έκδοση του 1934 του λεξικού Webster ορίζει ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι «οι κλάδοι της ευγενούς γνώσης που ιδίως συντελούν στη μόρφωση, ειδικά οι αρχαίοι κλασικοί και η υψηλή λογοτεχνία». Όμως, καθώς οι θετικές επιστήμες βαθμιαία έγιναν κυρίαρχες και η έμφαση στους κλασικούς άρχισε να εξασθενεί, ο ορισμός απέκτησε αρνητική και παρασιτική χροιά για τους ανταγωνιστές των ανθρωπιστικών σπουδών. Σύμφωνα με πολλούς συγγραφείς, ο όρος ανθρωπιστικές σπουδές σημαίνει ο,τιδήποτε άλλο εκτός από την επιστήμη.
Από την άλλη πλευρά, οι ανθρωπιστικές σπουδές αποτυπώνουν «μεγαλείο, πελώρια κλίμακα, λεπτότητα ή καλλιτεχνική  ευαισθησία και βαθιά ενόραση», καθώς εξετάζουν «τη φύση της ανθρώπινης εμπειρίας σαν ένα αντικείμενο γνώσης και τη φύση των ανθρώπινων πράξεων ως αντικείμενων γνώσης και συμβάντων που μπορούν να ερευνηθούν»3. Με αυτή τη δεύτερη έννοια, κάθε επιστημονική προσπάθεια και κάθε αντικείμενο μελέτης μπορεί να προσεγγιστεί από τη σκοπιά των ανθρωπιστικών σπουδών.
Σύμφωνα με αυτή την παράδοση, η παιδαγωγική και επιστημονική αξία των «Μεγάλων Βιβλίων» ή των «Μεγάλων Αντρών» ή της πορείας «από τον Πλάτωνα στο ΝΑΤΟ»4 είναι ο στυλοβάτης της συζήτησης.
Το 1943 ο Roscoe Pound, ίσως ο μεγαλύτερος αμερικανός θεωρητικός του δικαίου, συνέγραψε ένα  σημαντικό άρθρο με τίτλο «Οι ανθρωπιστικές σπουδές σε ένα απολυταρχικό κόσμο». O Pound επιτίθεται στην αναδυόμενη νέα εποχή του υλισμού και του καταναλωτισμού, της «ανοικονόμητης μεγέθυνσης» της κυβέρνησης, της εμμονής για την εξουσία, την ασφάλεια και των «μεγαλεπήβολων σχεδίων για την οργάνωση του κόσμου». Δεν θα μπορούσε κάποιος να προσθέσει πολλά στη λίστα των δεινών του σύγχρονου κόσμου.

Αντίσταση στην αυταρχία
Ο Pound τραβά μια αυστηρή γραμμή ανάμεσα στις φυσικές και τις ανθρωπιστικές επιστήμες. Όμως, αντίθετα προς τη συνήθη θέση των ανθρωπιστικών επιστημόνων, ο Pound υποστηρίζει ότι οι ανθρωπιστικές σπουδές θεωρούνται περιττές και υποτιμούνται για πολιτικούς και ιδεολογικούς σκοπούς. «Οι άνθρωποι εκπαιδεύονται στις φυσικές επιστήμες, έτσι ώστε να προωθήσουν την υλική παραγωγή. Εκπαιδεύονται στις φυσικές επιστήμες για να προωθήσουν την παθητική υπακοή». Για να συμβεί αυτό, ο Pound παρατηρεί σαρκαστικά ότι «το παρελθόν πρέπει να ακυρωθεί. Πρέπει να ξεκινήσουμε με ένα καθαρό μητρώο. Ο συσσωρευμένος μας έλεγχος στην φύση έχει τόσο προχωρήσει ώστε μας μένει μόνο το καθήκον να τον αξιοποιήσουμε για την ανθρώπινη ευχαρίστηση.... Τα αίτια της ζήλιας και του πάθους προορίζονται να εξαφανιστούν μαζί με την επιθυμία και το φόβο. Το ανθρώπινο είδος θα καταλαγιάσει σε μια παθητική απόλαυση των υλικών αγαθών και δε θα επιθυμεί πλέον τίποτε άλλο».
Ο ρόλος των ανθρωπιστικών σπουδών είναι να αντισταθούν σ' αυτό το είδος αυταρχικής διακυβέρνησης που βασίζει την εξουσία της στη «βιοπολιτική» διαχείριση της επιθυμίας. Η «ικανοποίηση» των πολιτών μπορεί να επιτευχθεί μόνο όταν στόχος των ατόμων και του κράτους έχει καταστεί η τυφλή ικανοποίηση των υλικών επιθυμιών και αυτό συνοδεύεται από μια κυβερνητικά υποκινούμενη πολιτική απάθεια. Επειδή οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι αντίθετες στον υλιστικό καταναλωτισμό, πρέπει να υπονομευτούν και να περιοριστούν (μια συμβουλή που ακολουθούν πιστά σήμερα όλες οι νεοφιλελεύθερες κυβερνήσεις πιο πρόσφατα στη Βρετανία)5.
Περίπου 65 χρόνια μετά την κραυγή απόγνωσης και απαισιοδοξίας του Roscoe Pound μέσα στον Β' Παγκόσμιο Πόλεμο, το ερώτημα για το ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών επέστρεψε στην πολιτιστική και εκπαιδευτική ημερήσια διάταξη. Επαληθεύτηκαν οι καταστροφικές του προβλέψεις; μπορούν οι ανθρωπιστικές επιστήμες να παίξουν το ρόλο που τους ανέθεσε το 1943; είναι δυνατό σήμερα να επιβεβαιωθούν οι επιταγές του Pound και να αναπτυχθούν ανθρωπιστικές σπουδές της αντίστασης; 
Θα εξετάσω δύο πρόσφατες απαντήσεις για το ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών στο πλαίσιο του δικού μου επιστημονικού πεδίου, του δικαίου. Η Martha Nussbaum και οι Balikn και Levinson, έχουν πρόσφατα εξετάσει το ρόλο των ανθρωπιστικών επιστημών στη νομική εκπαίδευση.

Οι ανθρωπιστικές σπουδές ως καταπραϋντικό
Η Nussbaum βλέπει τις ανθρωπιστικές σπουδές σαν ένα καταπραϋντικό. Δεν μπορούν να προσφέρουν αντίσταση. Τα μαθήματα δικαίου και λογοτεχνίας (ένα συνηθισμένο μάθημα στις αμερικανικές και βρετανικές νομικές σχολές) διασκεδάζουν και ελαφρύνουν το βαρύ φορτίο των σπουδαστών του δικαίου και τους δίνουν μια χρήσιμη «κουλτουριάρικη» επιφάνεια. Μερικές αναφορές στη Σοφοκλή, το Σαιξπηρ, το Μέλβιλ και τον Κάφκα μπορούν να εντυπωσιάσουν στον επαγγελματικό περίγυρο και στις δεξιώσεις με πελάτες. Μήπως όμως ο «ντεκαφεϊνέ» ανθρωπισμός της φιλελεύθερης παιδαγωγικής της Nussbaum συμβάλλει στην ηθική πενία της νομικής παιδείας που η ίδια η Nussbaum αναγνωρίζει με λύπη; Και μήπως κάτι τέτοιο εξηγεί εν μέρει γιατί η πιο νεο-καντιανή και ηθικιστική παιδεία στην Ευρώπη, αυτή της Ελλάδας, οδηγεί σε ένα τόσο προβληματικό δικαστικό σώμα; Η κοσμοπολίτικη ταυτότητα και η ηθική κοινότητα που η Nussbaum οραματίζεται σχετίζεται πολύ στενά με τις αξίες και τις νόρμες των φιλελεύθερων ελίτ κατάλληλα πασπαλισμένες με ανθρωπιστική συμπάθεια προς τους «άτυχους» αυτού του κόσμου. Η λογική σκέψη, η ηθική επιχειρηματολογία και μια φανταστική αλλαγή τόπων (οι προϋποθέσεις του κοσμοπολιτισμού κατά Nussbaum) δεν είναι αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της κοινωνικής ανισότητας, της καταπίεσης και της κυριαρχίας. Όπως το έθεσε η Rosi Braidotti, η Nussbaum εντόπισε «το μονοπώλιο των βασικών αξιών της ανθρώπινης αξιοπρέπειας στον αμερικανικό φιλελεύθερο ατομικισμό». Και όπως ξέρουμε, αυτού του τύπου ο φιλελευθερισμός συχνά συνοδεύεται με βομβαρδισμούς από μεγάλα ύψη και βασανιστές ενημερωμένους πλήρως για τα ζητήματα ηθικής. Με τους όρους του Roscoe Pound, οι βάρβαροι δεν έχουν απλά συγκεντρωθεί έξω από τις πύλες, αλλά έχουν ήδη εισέλθει στο κάστρο και οι φρουροί έχουν εγκαταλείψει τη μάχη.
Η χρησιμοθηρική άποψη
Αν η Nussbaum παρέχει μια χλιαρή υπεράσπιση των ανθρωπιστικών σπουδών, οι Balkin και Levinson εγκαταλείπουν τελείως τις αξίες του Pound. Η απόρριψη του ρόλου των ανθρωπιστικών επιστημών στη νομική εκπαίδευση είναι προγραμματική, αιτιολογημένη και σχεδόν καθολική. Οι δικηγόροι και οι νομικοί επιστήμονες είναι μαχητές (ρήτορες) που πρέπει να κερδίσουν μάχες (με επιχειρήματα στα δικαστήρια) μπροστά σε διαφορετικά ακροατήρια. Τους κινητοποιεί μια ισχυρή «κανονιστική» ορμή. Οι άλλες επιστήμες είναι χρήσιμες στους δικηγόρους μόνο αν τους βοηθούν στην προσπάθεια της νίκης. Διεπιστημονικές σπουδές γίνονται αποδεκτές μόνο στο βαθμό που αυτό απαιτείται από την «παραδοσιακή» φύση της νομικής ευρυμάθειας και από την επαγγελματική νομική εκπαίδευση που είναι προσανατολισμένη στην επιδίωξη θετικού αποτελέσματος. Οι ανθρωπιστικές σπουδές είναι επικουρικές, γιατί «το να διαβάζει κανείς λογοτεχνία ή το να αναμειγνύεται με τις ανθρωπιστικές σπουδές δεν έχει εκπαιδευτική χρησιμότητα». Η μόνη πραγματικά χρήσιμη γνώση που μπορεί να προέλθει από τις ανθρωπιστικές σπουδές είναι η μελέτη της ρητορικής, γιατί βελτιώνει τις δικανικές ικανότητες των νομικών μονομάχων. 
Η δουλειά του δικηγόρου είναι– σύμφωνα με το πασίγνωστο ρητό του O.W. Holmes –να γίνει ένα «εύκαμπτο εργαλείο της εξουσίας» και να βοηθήσει τους συμπολίτες του να παν στο διάολο, αν αυτό είναι που πραγματικά θέλουν. Σχολιάζοντας τα διαβόητα υπομνήματα γύρω από τα βασανιστήρια που συνέταξαν δικηγόροι του αμερικανικού υπουργείου δικαιοσύνης, που ανήκαν στις «ψηλότερες θέσεις της ακαδημαϊκής νομικής ελίτ» προκειμένου να νομιμοποιήσουν της πρακτικές του αμερικανικού στρατού και να αποδώσουν στον πρόεδρο Μπους απόλυτη εξουσία στη διεύθυνση του πολέμου, οι Balkin και Levinson δεν εκπλήσσονται ούτε λυπούνται για τη συνθηκολόγηση της ελίτ των δικηγόρων με τις επιταγές της εξουσίας. Ενάντια στις διαμαρτυρίες του Roscoe Pound, οι Balkin και Levinson πιστεύουν ότι μια εκπαίδευση που θα περιλάμβανε τις ανθρωπιστικές σπουδές, δεν θα έκανε καμία διαφορά. «Η εξοικείωση με τον Όμηρο και το Σαιξπηρ δε θα άλλαζε αυτό που οι φιλόδοξοι νέοι δικηγόροι του αμερικανικού υπουργείου δικαιοσύνης έγραψαν προκειμένου να ικανοποιήσουν την εξουσία. Ακόμα και ένας βασανιστής μπορεί να αγαπήσει ένα σονέτο ...»
Από την ως τώρα συζήτηση έχουν προκύψει τρεις τρόποι να συνδέσει κανείς το δίκαιο με τις ανθρωπιστικές σπουδές. Οι ανθρωπιστικές σπουδές μπορούν να βοηθήσουν στην αντίσταση απέναντι στην έφοδο του καταναλωτισμού και του πανίσχυρου κράτους (Pound). Περιορίζονται στην καλλιέργεια των ηθικών και λογικών ικανοτήτων των σπουδαστών του δικαίου (Nussbaum). Τέλος, δεν παίζουν κανένα σημαντικό ρόλο, καθώς ούτε μπορούν να βοηθήσουν τους δικηγόρους να κερδίσουν δίκες προσφέροντάς τους επιχειρήματα ούτε μπορούν να προετοιμάσουν τους φοιτητές της νομικής για τις μελλοντικές μάχες (Balkin και Levinson). 
Και οι τρεις προσεγγίσεις μοιάζουν μάλλον περιορισμένες και περισσότερο συνδεδεμένες με τις ανάγκες της αμερικανικής πανεπιστημιακής εκπαίδευσης, παρά με την ιστορία και τη λειτουργία των δύο επιστημονικών πεδίων (δηλαδή του δικαίου και των ανθρωπιστικών σπουδών). Ακόμα και μια απλή εξέταση της ιστορίας της σχέσης τους θα οδηγούσε σε διαφορετικά συμπεράσματα. Κατ'αρχήν θα έπρεπε να εξερευνήσουμε τη φιλοσοφία, την ποίηση και το δίκαιο ως τις παλαιότερες μορφές της εκπαίδευσης στο δυτικό κόσμο. Οι αρχαίοι Έλληνες, καθώς δεν διέθεταν ιερατείο και βιβλία, έμαθαν για το παρελθόν, τον κόσμο και τους Θεούς τους από ένα ποιητή. Ο Όμηρος έγινε η παράδοση, το βιβλίο της εκπαίδευσης και η πηγή της γνώσης για τους νέους της Ελλάδας από τον 6ο αιώνα προ Χριστού, κάτι που ενοχλούσε πολύ τον Πλάτωνα και αποτέλεσε την αρχή μιας «αρχαίας διαμάχης» ανάμεσα στη φιλοσοφία και τη λογοτεχνία που συνεχίζεται ως σήμερα.

Η συνάντηση
με τη θεολογία

Μετά τον εκχριστιανισμό της Ευρώπης, η θεολογία περιβλήθηκε το μανδύα της φιλοσοφίας. Η θεολογία και το δίκαιο διδάσκονταν στους σπουδαστές που ειδικεύονταν στις ελεύθερες σπουδές  (artes liberales) και ιδίως στο trivium (γραμματική, λογική, ρητορική), που συγκροτούσε τη ραχοκοκαλιά του μεσαιωνικού πανεπιστημίου. Αυτή η γνώση συνδύασε τις πατερικές με τις κοσμικές σπουδές και γονιμοποίησε και τις δύο. Το πανεπιστήμιο της Μπολόνιας, το πρώτο στην Ευρώπη, ιδρύθηκε το 12ο αιώνα ως νομική σχολή, αλλά καλλιέργησε και τις υπόλοιπες ελεύθερες σπουδές που ευδοκίμησαν στην περιοχή κατά τις αρχές του 11ου αιώνα. Κατά τον 13ο αιώνα 10.000 φοιτητές από όλη την Ευρώπη σπούδαζαν στη Μπολόνια. Μετά την αποφοίτησή τους εργάστηκαν τόσο για την εκκλησία όσο και για τα νεοσύστατα κράτη χρησιμοποιώντας τη νομική τους κατάρτιση για να προστατεύσουν τους κοσμικούς ηγέτες από τις εκκλησιαστικές επεμβάσεις.
Αν υιοθετήσουμε αυτή την ιστορική προσέγγιση για το δεσμό του δικαίου με τις ανθρωπιστικές σπουδές, το προνομιακό πεδίο δεν είναι πλέον η αίθουσα διδασκαλίας ή οι λογοτεχνικές αναπαραστάσεις του δικαίου, αλλά η κοινή ανθρωπολογική τους δράση. Συνδυάζουν το συμβολικό με το φαντασιακό στην κοινή του προσπάθεια να παρέμβουν και να προσδιορίσουν το κοινό αντικείμενο και στόχο τους: τον «άνθρωπο», την «ανθρώπινη φύση», την «ανθρωπότητα». Αυτά συγκροτούν μια οικογένεια από έννοιες, θεσμούς και υλικές πρακτικές που συνδυάζουν την εξερεύνηση του πολιτισμού, της παράδοσης και των αξιών με την αρχαία προσπάθεια να ρυθμιστεί ειρηνικά ο κοινωνικός ιστός.

Ανθρωπισμός
και ανθρωπιστικές σπουδές

Σύμφωνα με την ιδεολογία  του ανθρωπισμού, υπάρχει μια καθολική και αφηρημένη ουσία, η οποία ενυπάρχει σε κάθε συγκεκριμένο άνθρωπο. Αλλά όλοι οι ανθρωπισμοί, ακόμα και αυτός των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, επαναλαμβάνει την κλασική χειρονομία της διάκρισης ανάμεσα στον άνθρωπο και το βάρβαρο όχι πλέον εξωτερικά, με βάση τα σύνορα, αλλά εσωτερικά και διαγώνια μέσα στο σύνολο του κόσμου. «Η ανθρωπότητα (humanitas) του homo humanus ορίζεται σε συνάρτηση με μία ήδη καθορισμένη ερμηνεία της φύσης, της ιστορίας, του κόσμου και του θεμέλιου του κόσμου, δηλαδή των όντων ως σύνολο»6. Η λειτουργία των ανθρωπιστικών σπουδών είναι να διαδώσουν την «κατεστημένη ερμηνεία». Αυτή του δικαίου είναι να μετατρέψει αυτή την ερμηνεία σε πραγματικότητα στον κόσμο. Ο πλήρης «ανθρωπισμός» είναι ο σκοπός (το τέλος) της ανθρωπιστικής διαπαιδαγώγησης και της ανθρωπιστικής – νομικής παρέμβασης. Όμως ασχολούμενος με τα “ανθρώπινα όντα ως σύνολο” και δεχόμενος την κυρίαρχη ερμηνεία ως μια απόλυτη και αιώνια αλήθεια, ο ανθρωπισμός συγχέει την παροδική και χρονικά καθορισμένη ιστορική στιγμή με μια ιδιαίτερη σύλληψη του υποκειμένου ως αιώνιου και της αποδίδει απόλυτη εξουσία πάνω στο φυσικό, κοινωνικό και ψυχικό κόσμο. Αυτό το μεταφυσικό κλείσιμο της συζήτησης συνοδεύεται με τον αποκλεισμό εκείνων που δεν πληρούν πλήρως τις προϋποθέσεις της ανθρώπινης ιδιότητας.
Το «σύνταγμα» της νεωτερικότητας θεμελιώθηκε στην ανθρωπιστική αρχή της υποστήριξης της φυσικής ελευθερίας του ατόμου, αλλά έχει πλέον επικαλυφθεί από έναν υπερπληθωρισμό  κανόνων. Ο ανθρωπισμός, που προσωποποιήθηκε από το υποκείμενο των ανθρωπίνων δικαιωμάτων και αναλύθηκε από τις ανθρωπιστικές επιστήμες, ταλαντεύεται βασανιστικά ανάμεσα σε μια εμπειρική οικουμενικότητα και μια κανονιστική καθολικευσιμότητα, που μόνιμα αποκλείει και υποτάσσει αυτούς που δεν πληρούν τις αυστηρές της προδιαγραφές. Ο πολλαπλασιασμός των κανόνων και η εμμονή με την διακυβέρνηση είναι το λογικό τέλος του ανθρωπιστικού παράδοξου, σύμφωνα με το οποίο οι αυξανόμενοι εξωτερικοί καταναγκασμοί είναι τα αναγκαία υποστηρίγματα της ελευθερίας. Σε μια ακραία μορφή, όλες οι ανθρώπινες σχέσεις θα μετατραπούν σε νομικά δικαιώματα καθώς η νομική προσωπικότητα γίνεται ο σκοπός μιας ανθρωπότητας τέλεια ελεύθερης αλλά και τέλεια ρυθμισμένης και ετεροκαθοριζόμενης.

Από την ελευθερία
στον καταναγκασμό

Η ιστορία του 20ού αιώνα μας έμαθε ότι κανένας ορισμός της ανθρωπότητας δεν είναι ιερός ούτε αιώνιος. Επομένως, δεν μπορεί να λειτουργεί ως μία a priori κανονιστική αρχή.  Η ανθρωπότητα δεν είναι μια ιδιότητα που μοιραζόμαστε όλοι αλλά ένας κανόνας διάκρισης που χρησιμοποιήθηκε για να διανείμει ανθρώπους σε ένα φάσμα μεταξύ των πλήρως και των λιγότερο ανθρώπινων. Αν απορρίψουμε αυτή την πολιτική χρήση του όρου, η «ανθρωπότητα» εμφανίζεται αθεμελίωτη χωρίς σταθερά σημεία εκκίνησης ή έσχατους σκοπούς. Η μεταφυσική της λειτουργία δεν έγκειται στη φιλοσοφική της ουσία, αλλά στην έλλειψη ουσίας, στις αδιάκοπες και απρόβλεπτες εκπλήξεις της ανθρώπινης κατάστασης και στην έκθεσή της σε ένα μη προδιαγεγραμμένο ανοιχτό μέλλον. Η “ουσία” της ανθρωπότητας βρίσκεται στην ατελείωτη πορεία επαναπροσδιορισμού της και στην αναγκαία αλλά αδύνατη απόπειρα να αποφύγει τους εξωτερικούς προσδιορισμούς και καταναγκασμούς. Αυτή η φιλοσοφική έννοια της ανθρωπότητας αποκαλύπτεται μόνο μέσα από τη σύγκρουση με το νομικό ανθρωπισμό που πειθαρχεί τον άνθρωπο για να τον υποτάξει και τις ανθρωπιστικές σπουδές που τον διαχωρίζουν για να τον πειθαρχήσουν.
Αντίσταση στη βιοπολιτική
Το επείγον ηθικό και πολιτικό καθήκον είναι να αναπτύξουμε τις ανθρωπιστικές σπουδές της αντίστασης. Το στοίχημα δεν είναι πλέον ή δεν είναι αποκλειστικά η ανάπτυξη της λεπτότητας της διάκρισης ή η όξυνση της ερμηνευτικής δεξιότητας ή ακόμα η ηθική διαπαιδαγώγιση. Παίρνοντας από τους κλασικούς και τον Roscoe Pound την ιδέα της εκπαίδευσης ως κριτικής στις κυρίαρχες πρακτικές που διαιρούν, υποτάσσουν και καταπιέζουν, οι νέες ανθρωπιστικές σπουδές θα πρέπει να αφοσιωθούν στην επανεπιβεβαίωση της αρχής της ισότητας και της απόλυτης δικαιοσύνης ως ανεπιφύλακτης αντίστασης στη βιο-πολιτική στροφή της μεταπολιτικής πολιτικής και κουλτούρας.  Το καθήκον της αντίστασης είναι οντολογικό. Ξεκινά από τη σύσταση του υποκειμένου μέσα από το ηθικό αίτημα του μοναδικού Άλλου και από την (τυπικά παρεμφερή) ανεπάρκεια του νόμου σε σχέση με το αίτημα για δικαιοσύνη. Αυτό το καθήκον τοποθετεί το πανεπιστήμιο (το δίκαιο και τις ανθρωπιστικές σπουδές) σε αντιπαράθεση προς εξουσίες πολλές και μεγάλες, που περιλαμβάνουν το έθνος, το κράτος και την κυριαρχία τους, αλλά και εκείνες τις επικοινωνιακές, ιδεολογικές, θρησκευτικές και πολιτιστικές  δυνάμεις που αποτρέπουν και προσπαθούν να σταματήσουν «the humanities to come» (τις ανθρωπότητες/ανθρωπιστικές σπουδές που έρχονται). 
Το Δίκαιο και οι Ανθρωπιστικές Σπουδές είναι βασικοί συντελεστές στο σχέδιο της κατασκευής της ανθρώπινης ταυτότητας. Ο σημερινός κυρίαρχος συνδυασμός τους διαχωρίζει το ανθρώπινο από το μη ανθρώπινο και παράγει ταξινομήσεις σε άκαμπτες κατηγορίες κυβερνώντων και κυβερνώμενων. Το καθήκον των ανθρωπιστικών σπουδών της αντίστασης είναι διαφορετικό: η καλλιέργεια πολλαπλών μορφών ανθρωπότητας, οι οποίες αναδύονται όχι μέσω της μελλοντικής ενοποίησης κανονιστικών αξιών (κουλτούρα, φιλελευθερισμός, ανθρώπινη ιδιότητα) και εμπειρικής ζωής. Οι «ανθρωπότητες που έρχονται» εμφανίζονται μέσα από το ξεπέρασμα της περατότητας και προσεγγίζουν το άπειρο· ένα άπειρο που δε βρίσκεται σε κάποιο υπερβατικό μέλλον, αλλά στην εμμένεια της ιστορίας, εδώ και τώρα.  Έτσι, ο άνθρωπος πετυχαίνει την αιωνιότητα μέσα στην αναπόδραστη θνητότητα. Σε αυτό το σχέδιο, η φιλοσοφική αισθητική και το δίκαιο θα ξαναγίνουν αξεδιάλυτα.

Μετάφραση
Βασίλης Παπαστεργίου
     
Σημειώσεις:
1. Σημείωση του μεταφραστή: με τον όρο «ανθρωπιστικές σπουδές» αποδίδεται ο όρος «humanities» του πρωτότυπου κειμένου.
2. BL Ullman, «What are the Humanities» 17/6 Journal of Higher Education (1946).
3. Richard Kuhns, The Journal of Aesthetic Education 7 (1966), 12, 15.
4. Σημείωση του μεταφραστή: αναφορά του συγγραφέα στο βιβλίο του δανο-αμερικανού ιστορικού David Gress «από τον Πλάτωνα στο ΝΑΤΟ: η ιδέα της Δύσης και οι αντίπαλοί της» (1998).
5. Τα βασικά κείμενα του συνεδρίου «Why Humanities» που διοργάνωσε το Birkbeck Institute for the Humanities έχουν δημοσιευτεί στην εφημερίδα Guardian http://www.guardian.co.uk/commentisfree/why-humanities 
6. Martin Heidegger , «Επιστολή για τον Ανθρωπισμό».

* Ο Κώστας Δουζίνας είναι καθηγητής του Δικαίου και Διευθυντής του Birkbeck Institute for the Humanities. Τα βιβλία του «Ανθρώπινα Δικαιώματα και Αυτοκρατορία» και «Η Ιδέα του Κομμουνισμού» θα κυκλοφορήσουν το 2011 από τις εκδόσεις «νήσος».

Δεν υπάρχουν σχόλια: