Σάββατο 4 Δεκεμβρίου 2010

Η ώρα της κρίσης για το ευρώ


Πηγή: (Επίκαιρα, 2-8/12/2010) 
του Λ. Βατικιώτη
Την πρώτη φορά που τέθηκε δημόσια θέμα για την τύχη του ευρώ και συγκεκριμένα για την διάσπαση των 16 χωρών της ευρωζώνης σε δύο ομάδες, μία των βορείων που θα χρησιμοποιεί το neuro και μία των νοτίων που θα χρησιμοποιεί το sudo, η όλη προβληματική παρέπεμπε σε άσκηση επί χάρτου. Όχι γιατί δεν προϋπήρχαν οι αποκλίνουσες δυναμικές, αλλά γιατί ακόμη και τότε (στις 22 Μαρτίου, οπότε και δημοσιεύθηκε με μια ασυνήθιστη καθαρότητα η επίμαχη άποψη στους Financial Times) τα προβλήματα φαινόντουσαν επιλύσιμα και δεν είχαν προσλάβει ακόμη εκρηκτικές διαστάσεις. Επίσης, δεν φαινόταν να υπάρχουν αντίστοιχες προθέσεις από τη μεριά αυτών που κρατούν τα κλειδιά της ευρωζώνης… 


Έκτοτε μεσολάβησε η ταπεινωτική προσφυγή της Ελλάδας στον μηχανισμό ΔΝΤ – ΕΕ, η σχεδόν βίαιη… προσαγωγή της Ιρλανδίας στον ίδιο μηχανισμό (πως αλλιώς θα διασφαλίζονταν οι γερμανικές τράπεζες που έχουν δανείσει 139 δισ. δολ. στην Ιρλανδία;) οι κλιμακούμενες πιέσεις στην Πορτογαλία και η δημόσια ανησυχία μήπως η Ισπανία, που πρέπει το 2011 να αναχρηματοδοτήσει ομόλογα που λήγουν αξίας 192 δισ. ευρώ(!), είναι το επόμενο θύμα. Πρόκειται για προβληματισμούς που εκ πείρας πια μπορούμε να πούμε ότι δεν διατυπώνονται καθόλου αθώα. Αντίθετα, θυμίζουν αυτοεκπληρούμενη προφητεία καθώς ανοίγουν τις ορέξεις των κερδοσκόπων και δυσχεραίνουν ασφυκτικά την προσπάθεια των κρατών να εξυπηρετήσουν τις δανειακές τους ανάγκες.
Ρόλο καταλύτη στην διαδικασία δημιουργίας ντε φάκτο μιας δεύτερης ταχύτητας στο εσωτερικό της ευρωζώνης έπαιξε το σχέδιο «ελεγχόμενης χρεοκοπίας» που με πρόσχημα την δημιουργία ενός μόνιμου μηχανισμού επίλυσης δημοσιονομικών κρίσεων έστρωσε το χαλί στους σορτάκηδες και κάθε είδους κερδοσκόπους. Έκανε δε ακόμη πιο επισφαλή τη θέση των συνήθων υπόπτων. Γιατί, ας μην κοροϊδευόμαστε όσο κι αν ήταν το βάθος των δημοσιονομικών προβλημάτων της Ελλάδας ή της Ιρλανδίας ή δομικές οι ανισορροπίες, η εξέλιξη της κρίσης και η λύση που δόθηκε παραμένει αναντίστοιχη του προβλήματος, δηλαδή εξαιρετικά βίαιη.
Το τέλος της ευρωζώνης
Εκ των πραγμάτων λοιπόν συνάγεται ότι η τακτική των ηγεμονικών δυνάμεων στο εσωτερικό της ευρωζώνης οδηγεί στον κατακερματισμό της, που ακόμη όμως είναι άγνωστο τι μορφή θα λάβει: δύο χωριστών ευρώ (που κανείς όμως δεν μπορεί να εγγυηθεί ότι το «κακό» δεν θα εκτοπίσει το «καλό», κατ’ εφαρμογή του γνωστού νόμου του Gresham από τη νομισματική θεωρία) ή, απλούστερα, της εκδίωξης των υπερχρεωμένων περιφερειακών χωρών από την ευρωζώνη. Τακτική που ενδέχεται να επιβληθεί και με πιο κομψούς τρόπους, όπως για παράδειγμα η αποβολή από την ευρωζώνη για τρία, τέσσερα ή περισσότερα χρόνια, μέχρι να αποδειχθεί ότι… ουδέν μονιμότερο του προσωρινού. Η εκδίωξη των κλυδωνιζόμενων κρατών της περιφέρειας (Ελλάδα, Ιρλανδία, Πορτογαλία, Ισπανία και Ιταλία) στις οποίες ενδέχεται να προστεθεί και το Βέλγιο θα σηματοδοτήσει την δημιουργία μιας νέας ευρωζώνης, που θα αποτελείται από την Γερμανία, την Αυστρία, την Ολλανδία και πολύ πιθανά τη Γαλλία, όπως δείχνουν οι πολιτικές κωλοτούμπες του Παρισιού το τελευταίο διάστημα.
Η προκλητική συμπεριφορά της Γερμανίας όλο αυτό το διάστημα έχει συμβάλλει σε μια εντυπωσιακή μεταστροφή των απόψεων της κοινής γνώμης για το ευρώ, ακόμη και στην Ελλάδα όπου ανέκαθεν η συμμετοχή στην ΕΕ έβρισκε μεγάλη αποδοχή. Χαρακτηριστική είναι δημοσκόπηση της εταιρείας Public Issue που διενεργήθηκε για τον Σκάι στην οποία το 46% των ερωτηθέντων δηλώνει πως το ευρώ και η ΟΝΕ έχουν μεγάλη ευθύνη για το χρέος της Ελλάδας, όταν μόνο το 33% πιστεύει ότι η ευθύνη τους είναι μικρή. Ένα σημαντικό ποσοστό επίσης, της τάξης του 22%, ζητάει την επιστροφή στη δραχμή!
Ανατιμήσεις και πληθωρισμός
Για τους υπέρμαχους του ενιαίου νομίσματος, από την άλλη μεριά, η συμμετοχή της Ελλάδας στην ευρωζώνη εγγυάται την σταθερότητα των τιμών. Αυτό για παράδειγμα απάντησε την προηγούμενη Πέμπτη ο πρώην υπουργός Οικονομικών και καθηγητής στο Οικονομικό Πανεπιστήμιο Αθηνών, Νίκος Χριστοδουλάκης, όταν ρωτήθηκε, στο πλαίσιο διάλεξής του στο 11ο συνέδριο της Εταιρείας Οικονομολόγων Θεσσαλονίκης. «Αν είσαι μισθωτός και σε ενδιαφέρει η σταθερότητα των τιμών, είσαι με το ευρώ», ήταν η απάντησή του. «Αν είσαι εφοπλιστής μπορείς να μην το υποστηρίζεις», συνέχισε. 
Η πραγματικότητα είναι τελείως διαφορετική. Αρκεί να θυμηθούμε το κύμα ανατιμήσεων που συνόδευσε την εισαγωγή του στην ελληνική αγορά πριν δέκα χρόνια, όταν η απάθεια της κυβέρνησης δημιούργησε τους όρους ώστε όλα τα προϊόντα και πολύ περισσότερο οι υπηρεσίες που μέχρι τότε στοίχιζαν 200 ή 300 δραχμές μέσα σε λίγες μέρες να «μεταφραστούν» σε 1 ευρώ. Το επιχείρημα του πρώην υπουργού ανατρέπεται αν δούμε και το τρέχον κύμα ανατιμήσεων, που οδήγησε τον πληθωρισμό να ξεπεράσει το 5% το καλοκαίρι, λόγω των αυξήσεων στην έμμεση φορολογία που επέβαλλε η κυβέρνηση. Η σχετικότητα του παραπάνω επιχειρήματος υπογραμμίζεται αν δούμε επίσης το επίπεδο τιμών κι από μια άλλη οπτική γωνία, του επιπέδου των μισθών. Συγκεκριμένα, τι σημασία έχει να μένουν οι τιμές σταθερές (που ούτε αυτό συμβαίνει) αν οι μισθοί μειώνονται ακόμη και κατ’ απόλυτη αξία, όπως συμβαίνει σήμερα για παράδειγμα, στο πλαίσιο της εφαρμογής των οδηγιών ΔΝΤ – ΕΕ, με εκατοντάδες χιλιάδες δημόσιους υπάλληλους και συνταξιούχους που είδαν τους μισθούς τους να μειώνονται ή με εργαζόμενους του ιδιωτικού τομέα που στο εξής θα αμείβονται με λιγότερα χρήματα από την γενική συλλογική σύμβαση εργασίας, η οποία πλέον αποκτά διακοσμητικό ρόλο. Το αποτέλεσμα είναι το ίδιο: με τα χρήματά τους θα μπορούν να αγοράζουν όλο και λιγότερα είδη κατανάλωσης.
Καταστροφική ισοτιμία ένταξης
Το σημαντικότερο ωστόσο είναι ότι το ευρώ οδήγησε σε διάλυση τον παραγωγικό ιστό της Ελλάδας. Και αυτή η συνέπεια είναι σημαντικότερη από την μείωση των πραγματικών εισοδημάτων γιατί είναι πολύ δύσκολα αντιστρεπτή. Στην πραγματικότητα είναι μη ανατάξιμη. Δεν συνέβη μάλιστα καθόλου τυχαία. Η κατάργηση χιλιάδων θέσεων εργασίας στην ελληνική μεταποίηση και το κλείσιμο λόγω ανταγωνισμού υποδειγματικών, και όχι μόνο απαρχαιωμένων μονάδων, ξεκίνησε την δεκαετία του ’80. Επιταχύνθηκε δε την δεκαετία του ’90 με την έλευση του ευρώ, όταν η Γερμανία μπορούσε να εξάγει αξιοποιώντας στο έπακρο τα πλεονεκτήματά της. Οι όροι τέθηκαν στις αρχές του 1998 όταν συζητιόταν η ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών, που αποτελούσε τον προθάλαμο της ΟΝΕ. Η όχι απλώς άνευ όρων, αλλά ενθουσιώδη αποδοχή από την κυβέρνηση Σημίτη της γερμανικής πρότασης για κλείδωμα της ισοτιμίας ένταξης στο ευρώ στο μη ρεαλιστικό επίπεδο των 340,75 δραχμών (πολύ πιο ανατιμημένο από το αρχικό σχέδιο των 357 και το μετέπειτα των 353,109 δραχμών) αποδείχθηκε καταστροφική γιατί βαθμιαία όλες οι εισαγωγές από την ευρωζώνη έγιναν φθηνότερες, ενώ οι εξαγωγές ακριβότερες.
Η ελληνική οικονομία όμως όπως ανέβηκε δεμένη πισθάγκωνα να αναμετρηθεί στο ρινγκ του ευρωπαϊκού ανταγωνισμού, με τον ίδιο τρόπο αναμετρήθηκε όλα αυτά τα χρόνια και στο επίπεδο του διεθνούς ανταγωνισμού. Η συνέχεια δηλαδή αποδείχθηκε εξ ίσου οδυνηρή, καθώς η ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου αποδείχθηκε για μια ακόμη φορά επιζήμια για τα συμφέροντα της ελληνικής οικονομίας. Οι παρεμβάσεις της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας  στην ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου όλα αυτά τα χρόνια (που κυμάνθηκε από 0,838 δολάρια στις 24 Νοέμβρη 2000 ως 1,594 στις 11 Ιούλη 2008) συνέτειναν στην ανατίμησή του. Ήταν μια επιλογή που ανέκαθεν προκαλούσε τριβές στο εσωτερικό της ευρωζώνης. Ιστορικές για παράδειγμα είναι οι φραστικές επιθέσεις του Νικολά Σαρκοζύ στις αποφάσεις της ΕΚΤ, σχετικά με τα επιτόκια για παράδειγμα, όταν ζητούσε λιγότερη αυστηρή και περιοριστική πολιτική και μια χαλαρότερη ισοτιμία έτσι ώστε να υποστηρίζεται η παραγωγή και να διευκολύνονται οι γαλλικές εξαγωγές. Ο γάλλος πρόεδρος μάλιστα έσπαγε με τον τρόπο του τον «κανόνα της σιωπής» των πολιτικών αρχηγών ως προς τις αποφάσεις της ΕΚΤ διεκδικώντας το αυτονόητο: οι πολιτικοί να έχουν λόγο για τη νομισματική πολιτική.
Καιάδας το «σκληρό ευρώ»
Δεν είναι δυνατόν άλλωστε η νομισματική πολιτική να βρίσκεται συνταγματικά μάλιστα, όπως προστάζει το καταστατικό της ΕΚΤ και η περίφημη «ανεξαρτησία» των κεντρικών τραπεζών, εκτός δημόσιας συζήτησης.
Καθόλου τυχαία σε αυτό το πλαίσιο, η «σκληρή» συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι του δολαρίου που με προνομιακό τρόπο εξυπηρετούσε τους γερμανούς τραπεζίτες. Γιατί ένα «ισχυρό» ευρώ αποτελεί δέλεαρ για τους ανά τον κόσμο κεντρικούς τραπεζίτες ώστε να αυξήσουν τα μερίδια του ευρώ στο σύνολο των αποθεμάτων τους «ξεφορτώνοντας» ανταγωνιστικά νομίσματα όπως το δολάριο. Για όσους τραπεζίτες ή διαχειριστές δε, το έχουν ήδη επιλέξει η ανατίμησή του συνιστά επιβράβευση των επιλογών τους, στο βαθμό που η αποτίμηση των αποθεματικών καταλήγει σε επαυξημένη αξία του χαρτοφυλακίου. Επιβλαβές ωστόσο αποδεικνύεται το «ισχυρό» ευρώ σε ό,τι αφορά την μεταποίηση, σε γενικές γραμμές. Δεν βλάπτει όμως όλους το ίδιο. Γιατί η Γερμανία κατάφερε να βγάλει την μεταποίησή της με κέρδη από το αυτό τον «μεγάλο μετασχηματισμό» μειώνοντας τους μισθούς ή περιορίζοντας την αύξησή τους. Μεταφέροντας έτσι το κόστος, ακόμη και με δυσανάλογους όρους, στους εργαζόμενους εξουδετέρωσε τα προβλήματα που δημιούργησε το ευρώ. Τα προβλήματα άλλωστε δεν ήταν και σοβαρά γιατί τα δύο τρίτα του γερμανικού εμπορίου διεξάγονται στην ευρωζώνη.
Με την Ελλάδα όμως δεν συνέβη το ίδιο. Γιατί πρώτο, το 15% του ΑΕΠ της Ελλάδας προέρχεται από τον τουρισμό κι ο τουρισμός ως γνωστό ευνοείται από «μαλακές» ισοτιμίες και καταδικάζεται από «σκληρές». Δεύτερο, το 56% των ελληνικών εξαγωγών κατευθύνονται εκτός της ευρωζώνης, δεν μένουν συνεπώς ανεπηρέαστες από την ισοτιμία του ευρώ. Κατά συνέπεια η ελληνική οικονομία δέχθηκε πλήγματα από την ισοτιμία του ευρώ.
Δημόσιος διάλογος
Στη βάση όλων των παραπάνω αξίζει να ξεκινήσει από μηδενική βάση ένας δημόσιος διάλογος για τη νομισματική πολιτική της Ελλάδας. Στο πλαίσιο αυτής της αντιπαράθεσης να συζητηθεί ποια ισοτιμία ευνοεί την δημιουργία θέσεων εργασίας, υποστηρίζει την παραγωγική ανασυγκρότηση και την παραγωγή κοινωνικά χρήσιμων αγαθών και υπηρεσιών και επίσης, το σημαντικότερο, ποια νομισματική πολιτική δεν έχει εγγεγραμμένη στα γονίδιά της την λιτότητα αλλά διευκολύνει την εφαρμογή αναδιανεμητικών πολιτικών που αποτελούν την χαίνουσα πληγή της οικονομίας των δύο τελευταίων δεκαετιών.

1 σχόλιο:

στελιος είπε...

Η ώρα είναι κοντά.Η θα διαλυθεί η ευρωζώνη ή θα γίνει πλήρης πολιτική ενοποίηση.