Παρασκευή 16 Ιουλίου 2010

Υποτίμηση, κερδοφορία και ανταγωνιστικότητα στην εποχή του νεοφιλελευθερισμού



Πηγή: Εργατικό Αντιιμπεριαλιστικό Μέτωπο

του Χρ. Βαλλιάνου


Το πρόγραμμα των μέτρων σταθερότητας που εξήγγειλε η Κυβέρνηση Παπανδρέου συνοδεύτηκε (και προετοιμάστηκε) από ένα αντίστοιχο μπαράζ δημόσιων παρεμβάσεων από τη μεριά των «κέρβερων του συστήματος», που ανέλαβαν να εκλαϊκεύσουν στους «αδαείς» τη βασική ιδέα ότι τα μέτρα αποτελούν ένα μονόδρομο που επιβάλλεται από την απλή αριθμητική, αλλά και κάποιες άλλες ιδέες, πιο «τεχνικές»: όπως πχ ότι το συνεχώς διογκούμενο δημόσιο χρέος είναι άμεση συνέπεια των χρόνια ελλειμματικών ισοζυγιών εμπορικών συναλλαγών, και τελικά, της υποχώρησης της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας τα τελευταία χρόνια.

Για τη θεραπεία αυτού ακριβώς του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας κυβερνητικοί σύμβουλοι και ευρωπαίοι αναλυτές, και με δεδομένο ότι το κοινό νόμισμα εξ ορισμού αποκλείει τη δυνατότητα μιας νομισματικής υποτίμησης σαν αυτές  που είχαμε γνωρίσει στην προ ευρώ εποχή, δεν βλέπουν παρά μόνο μια δυνατότητα: την ονομαστική υποτίμηση των μισθών συνολικά, στο δημόσιο αλλά και στον ιδιωτικό τομέα. Θεωρούν δηλ. ότι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής  οικονομίας προέρχεται από το δυσανάλογα υψηλό κόστος της αμοιβής της εργασίας, και ότι η ανάγκη μιας δραστικής αναπροσαρμογής των μισθών δεν μπορεί να ικανοποιηθεί με άλλα μέσα, όπως πχ το πάγωμα των μισθών, που λόγω του χαμηλού πληθωρισμού κρίνονται σαν υπερβολικά ήπια. Οι απόψεις αυτές, στις οποίες συγκλίνουν οι ακραιφνείς νεοφιλελεύθεροι της ΕΚΤ με τους πιο μετριοπαθείς νεοκεϋνσιανούς, όπως ο (και σύμβουλος του Πρωθυπουργού) Τζ. Στίγκλιτς, παρουσιάζουν τη βίαιη περιστολή της αμοιβής της εργασίας ως το ισοδύναμο μέτρο προς την μη εφικτή σήμερα επιλογή της υποτίμησης του νομίσματος, αφού θεωρούν ότι ενεργοποιεί τους ίδιους μηχανισμούς (ανάλυση του κόστους παραγωγής, ανταγωνιστικότητα) και οδηγεί στα ίδια αποτελέσματα (μείωση ελλειμμάτων εμπορικών συναλλαγών, κλπ). Γι’ αυτό το λόγο το μέτρο αυτό παρουσιάστηκε από τους υποστηρικτές του ως «εσωτερική υποτίμηση». Η ανάλυση που ακολουθεί σκοπεύει να φωτίσει αυτό ακριβώς το ερώτημα και να δείξει ότι  και σ’ αυτό το σημείο οι απολογητές του συστήματος, εσκεμμένα ή όχι, συσκοτίζουν την πραγματικότητα και συγκαλύπτουν, όσο αυτό είναι δυνατόν, μια πολιτική με έντονα ταξικά χαρακτηριστικά.





Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος

Για να αποκαλυφθεί η διαφορά μεταξύ υποτίμησης του εθνικού νομίσματος και της «εσωτερικής υποτίμησης», θα πρέπει αρχικά να θυμίσουμε τα βασικά στοιχεία της πρώτης επιλογής.

Η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος είναι το κυριότερο μέσο που έχει στη διάθεσή της η κυβέρνηση μιας χώρας της οποίας η μέση παραγωγικότητα της εργασίας υστερεί σε σχέση με τις κυριότερες χώρες με τις οποίες διατηρεί σημαντικές εμπορικές συναλλαγές, προκειμένου να ισοσκελίσει, ή έστω να μετριάσει το άνοιγμα του ισοζυγίου των εμπορικών της συναλλαγών, που προκύπτει ως αποτέλεσμα αυτής ακριβώς της υστέρησης της μέσης παραγωγικότητας της εργασίας.

Υπό μια άλλη έννοια, η υποτίμηση του νομίσματος δεν είναι τίποτα περισσότερο από μια διορθωτική κίνηση, που αποκαθιστά την πραγματική ισοδυναμία μεταξύ δυο εθνικών νομισμάτων, ισοδυναμία που διαταράσσεται εξ αιτίας των ισχυρότερων πληθωριστικών πιέσεων που δέχεται το νόμισμα της ασθενέστερης οικονομίας: Όταν η συναλλαγματική ισοτιμία μεταξύ δύο εθνικών νομισμάτων διατηρείται διοικητικά σταθερή, στην ουσία το εθνικό νόμισμα της οικονομίας με τον υψηλότερο πληθωρισμό ανατιμάται σε σχέση με το νόμισμα της δεύτερης οικονομίας κατά ένα ποσοστό ίσο με τη διαφορά του πληθωρισμού μεταξύ των δύο εθνικών οικονομιών.  Με τη σειρά της, η διαφορά αυτή ανάγεται τελικά στη διαφορά της  μέσης παραγωγικότητας της εργασίας της ασθενέστερης οικονομίας από αυτή των εμπορικών της εταίρων. Η διατήρηση μιας υπερτιμημένης ονομαστικής ισοδυναμίας μεταξύ του νομίσματος μιας «περιφερειακής» οικονομίας και ενός διεθνούς νομίσματος όπως πχ το δολάριο, δεν μπορεί παρά να είναι παροδική, αφού μακροπρόθεσμα η μεταξύ τους ισοδυναμία είναι υποχρεωμένη να παρακολουθεί τη μεταβολή της «πραγματικής» ισοδυναμίας μεταξύ των δύο νομισμάτων.

Βεβαίως, η υποτίμηση του εθνικού νομίσματος δεν είναι απαλλαγμένη αρνητικών παρενεργειών για τη δεδομένη εθνική οικονομία και τους «κοινωνικούς εταίρους της»: Κατ’ αρχήν, ενώ οι συνθήκες πώλησης του εγχώρια παραγόμενου προϊόντος δεν μεταβάλλονται με την υποτίμηση του νομίσματος, η πώλησή του στο εξωτερικό (εφ΄ όσον οι τιμές πώλησης εκφρασμένες σε εθνικό νόμισμα δεν έχουν κανένα λόγο να αλλάξουν) αποφέρει, για την ίδια ποσότητα προϊόντος μια μικρότερη ποσότητα συναλλάγματος. Παράλληλα, οι τιμές όλων των εισαγόμενων εμπορευμάτων, εκφραζόμενες σε εθνικό νόμισμα (και αυτό το νόμισμα έχουν στη διάθεσή τους οι μισθωτοί της δεδομένης οικονομίας), θα αυξάνονται σε ένα ποσοστό χοντρικά ίσο με το ποσοστό της υποτίμησης. Σε ένα μικρότερο ποσοστό θα αυξάνονται και οι τιμές των εγχώριων προϊόντων, στο βαθμό που για την παραγωγή τους χρησιμοποιούνται μέσα παραγωγής, πρώτες και βοηθητικές ύλες, ενέργεια, κλπ, που προέρχονται από το εξωτερικό, και που για την προμήθειά τους δαπανήθηκε συνάλλαγμα, κοκ.

Αυτό που ωστόσο έχει σημασία εν προκειμένω είναι ότι παρά το γεγονός ότι μέσω της υποτίμησης αυξάνεται η τιμή των εισαγόμενων μισθιακών εμπορευμάτων σε ποσοστό ίσο με αυτό της υποτίμησης και, σε μικρότερο ποσοστό, των περισσότερων από τα εγχώρια εμπορεύματα,  ενώ δηλ. μέσω της υποτίμησης του εθνικού νομίσματος προκύπτει πάντα μια – παροδική ή και μόνιμη, και πάντως καθόλου αμελητέα – υποβάθμιση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, τουλάχιστον στις χώρες του αναπτυγμένου καπιταλισμού, οι αποφάσεις υποτίμησης του εθνικού νομίσματος σχεδόν ποτέ δεν  συνοδεύονται από τις  κοινωνικές διαμαρτυρίες και τους εργατικούς αγώνες που γνωρίζουμε από άλλες ιστορικές στιγμές. [1]

Ο βασικότερος λόγος για τον οποίο οι υποτιμήσεις νομίσματος στον αναπτυγμένο καπιταλιστικό κόσμο δεν συνοδεύεται από σοβαρές κοινωνικές διαμαρτυρίες, παρότι εκ των πραγμάτων οι πολιτικές αυτές αποφάσεις θίγουν την αγοραστική δύναμη των μισθών, βρίσκεται στο γεγονός ότι οι υποτιμήσεις νομίσματος δεν μεταβάλλουν την κατανομή του παραγόμενου προϊόντος (για την ακρίβεια: της εγχώριας προστιθέμενης αξίας) μεταξύ μισθωτών και επιχειρήσεων. Υπό μια έννοια, οι υποτιμήσεις νομίσματος συνιστούν ένα είδος κοινωνικού συμβολαίου μεταξύ μισθωτών και επιχειρήσεων, με το οποίο οι μεν μισθωτοί αποδέχονται μια ορισμένη μείωση της αγοραστικής δύναμης των αποδοχών τους λόγω της αύξησης της τιμής των εισαγόμενων μισθιακών αγαθών, κλπ, οι δε επιχειρήσεις αποδέχονται μια αντίστοιχη μείωση του μέσου ποσοστού κέρδους τους, λόγω του ότι, εκφραζόμενες σε εγχώριο νόμισμα, οι μεν δαπάνες τους για αγορά εισαγόμενων υλικών αυξάνονται, οι δε εισπράξεις ανά μονάδα προϊόντος που διαθέτουν στην εγχώρια ή τη διεθνή αγορά παραμένουν σταθερές. Οι «κοινωνικοί εταίροι» αποδέχονται μια υποχώρηση σε σχέση με τις προηγούμενες θέσεις τους, προσδοκώντας ότι αυτή θα αντισταθμιστεί από θετικές μεταβολές ποσότητας: οι μεν επιχειρήσεις θα έχουν τη δυνατότητα να αυξήσουν τις εξαγωγές τους, αφού τα προϊόντα τους θα είναι πιο ανταγωνιστικά, οι δε μισθωτοί θα διασφαλίσουν τις θέσεις εργασίας τους, θα δουν τα ποσοστά ανεργίας να μειώνονται, κλπ.


Η «εσωτερική υποτίμηση»

Στις συνθήκες του κοινού ευρωπαϊκού νομίσματος, οι χώρες του ευρωπαϊκού Νότου, που κατά κανόνα υπολείπονται σε ανταγωνιστικότητα των χωρών του Ευρωπαϊκού Βορρά, δεν διαθέτουν το εργαλείο της νομισματικής υποτίμησης. Μετά από δέκα χρόνια κοινού νομίσματος, οι μεν εξαγωγές των χωρών του Νότου προς τις άλλες χώρες της Ένωσης συρρικνώνονται συνεχώς, οι εισαγωγές – βοηθούντων  και των χαμηλών επιτοκίων δανεισμού – μέχρι πρόσφατα πολλαπλασιάζονταν, και φυσικά τα εμπορικά ελλείμματα διευρύνονται[2]. Με τα δεδομένα αυτά, ακούγεται απόλυτα δικαιολογημένη η πρόταση της «εσωτερικής υποτίμησης», η πρόταση δηλ. που μιλάει για την ανάγκη αναπροσαρμογής των επιπέδων των μισθών σε αισθητά χαμηλότερα επίπεδα, ως βασική προϋπόθεση για την ανάκτηση της χαμένης ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, αλλά και ως το πρακτικό ισοδύναμο της νομισματικής υποτίμησης σε συνθήκες κοινού νομίσματος. Είναι όμως έτσι τα πράγματα;

Ας το ξεκαθαρίσουμε εξ αρχής: Για να είναι η εσωτερική υποτίμηση ισοδύναμη με τις νομισματικές υποτιμήσεις που γνωρίσαμε την εποχή της δραχμής, για να μην διαταράξει δηλ. την κατανομή της εγχώριας προστιθέμενης αξίας μεταξύ μισθωτών και επιχειρήσεων, όπως εξηγήθηκε στα προηγούμενα, πρέπει να καλυφθεί μια απαίτηση: θα πρέπει η μείωση των μισθών να συνοδευτεί από μια ανάλογη πτώση των τιμών της εγχώριας παραγωγής, ανάλογη δηλ. με το ποσοστό εγχώριας εργασίας που ενσωματώνεται στην παραγωγή των αγαθών αυτών. Η μείωση των τιμών πρέπει να είναι τέτοια ώστε τελικά ένας μισθωτός να μπορεί με το νέο, μειωμένο μισθό του να αγοράσει την ίδια ποσότητα εγχώρια προστιθέμενης αξίας όπως και πριν. Στο κάτω – κάτω, μόνο έτσι η μείωση των μισθών μπορεί να οδηγεί σε μια άμεση βελτίωση της ανταγωνιστικότητας της εγχώριας παραγωγής, αν αυτός είναι πράγματι ο στόχος της βίαιης δια νόμου συρρίκνωσης των αμοιβών των μισθωτών στο δημόσιο και ιδιωτικό τομέα της οικονομίας.


Κέρδη και ανταγωνιστικότητα

Είναι μια τέτοια εξέλιξη συμβατή με τη λογική των εισηγητών της ιδέας της «εσωτερικής υποτίμησης», και κυρίως με τη λογική των πραγμάτων; Η απάντηση νομίζω ότι είναι σαφής: Παρ’ όλον ότι η εσωτερική υποτίμηση θεωρητικά δεν αποκλείει την αντίστοιχη μείωση των τιμών, δεν υπάρχει τίποτα που να μας κάνει να πιθανολογούμε ένα τέτοιο ενδεχόμενο. Αντίθετα, όλες οι ανάλογες προηγούμενες εμπειρίες νεοφιλελεύθερης καθήλωσης των μισθών (διετές πρόγραμμα σταθεροποίησης Σημίτη 1985-87, τριετία Μητσοτάκη 1991-93), που σε συνθήκες υψηλού πληθωρισμού ισοδυναμούσαν με ισχυρή μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθωτών, εύκολα μπορούμε να διαπιστώσουμε ότι δεν χαρακτηρίζονταν από μια αντίστοιχη (σχετική) μείωση των τιμών των εγχώριων προϊόντων (ή από μια αύξησή τους αισθητά χαμηλότερη του πληθωρισμού).

Διαπιστώνουμε δηλ. ότι η μείωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών απορροφήθηκε, και στις δύο προαναφερόμενες περιόδους, τουλάχιστον κατά το μεγαλύτερο μέρος της) από την αύξηση των κερδών, επιτρέποντας μόνο μια πενιχρή επιβράδυνση της αύξησης των τιμών λόγω πληθωρισμού. Το γεγονός αυτό επαληθεύεται από τις γνωστές μεταβολές του μεριδίου των μισθών αυτών των περιόδων, για τις οποίες καταγράφεται μια μείωση του ανωτέρω δείκτη κατά  4 εκατοστιαίες μονάδες για την περίοδο 1985-87 και κάπου 6 μονάδων για την περίοδο 1991-93[3].

Αξίζει εδώ να θυμίσουμε ότι η επίσημη αιτιολόγηση του προγράμματος σταθερότητας του 1985, από τον ίδιο τον τότε πρωθυπουργό ήταν η παροδική (όπως αποδείχτηκε) επιδείνωση εκείνη τη χρονιά του ελλείμματος τρεχουσών συναλλαγών, που αυθαίρετα ερμηνεύτηκε ως απόρροια της χαμηλής ανταγωνιστικότητας των ελληνικών προϊόντων και του υψηλού κόστους της εργασίας[4]. Στην πραγματικότητα, επρόκειτο για τη γενέθλια πράξη ανάκλησης του «σοσιαλδημοκρατικού συμβολαίου» και την προσχώρηση της τότε πολιτικής εξουσίας στη λογική της απόλυτης προτεραιότητας των κερδών ως μοχλού της ανάπτυξης. Η περίοδος Μητσοτάκη χαρακτηρίστηκε από μια ακόμα πιο βίαιη ανακατανομή πλούτου υπέρ των κερδών, γιατί κατά την περίοδο εκείνη τα κέρδη απορρόφησαν όχι μόνο τη συρρίκνωση της αγοραστικής δύναμης των μισθών, αλλά και το σύνολο της βελτίωσης της παραγωγικότητας της εργασίας.

Οι εργαζόμενοι, γνωρίζουν από την εμπειρία τους ότι η περίφημη εσωτερική υποτίμηση, η μείωση δηλ. των αποδοχών τους δεν οδηγεί ευθέως σε αντίστοιχες μειώσεις των τιμών των εγχώριων μισθιακών αγαθών, γνωρίζουν δηλ. ότι οι μειώσεις των αποδοχών τους απορροφούνται κατά το μεγαλύτερο μέρος τους από τις μικρές ή μεγαλύτερες αυξήσεις του περιθωρίου των κερδών. Η περίφημη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας μέσω της συγκράτησης των μισθών έχει μικρή μόνο σχέση με την πραγματικότητα.  Αυτό έγινε τη διετία 1985-87, επαναλήφθηκε την περίοδο της διακυβέρνησης Μητσοτάκη το 1991-93, και επιχειρείται σήμερα, με τα ίδια έωλα επιχειρήματα, για τρίτη φορά μέσα σε μια 25ετία. Οι εργαζόμενοι γνωρίζουν επομένως από την εμπειρία τους ότι η όποια «εσωτερική υποτίμηση» δεν έχει καμιά σχέση με τις νομισματικές υποτιμήσεις της εποχής της δραχμής και τα ιδιότυπα κοινωνικά συμβόλαια που αυτές εγκαθιστούσαν, γι’ αυτό και οι διαστάσεις της κοινωνικής διαμαρτυρίας που ήδη εκδηλώνεται και που αναμένεται να αναπτυχθεί στη διάρκεια της επόμενης διετίας είναι απρόβλεπτες.

Υπάρχει ένα τελευταίο σημείο που πρέπει να διευκρινιστεί και που αφορά την ανταγωνιστικότητα. Είναι γεγονός ότι η ανταγωνιστικότητα δεν είναι κάποιο προπαγανδιστικό τρικ για την απόσπαση της συναίνεσης των λαϊκών τάξεων στα εκάστοτε προγράμματα λιτότητας, αλλά συνιστά μια απόλυτα  υπαρκτή συνθήκη που επηρεάζει αποφασιστικά την εξέλιξη των μακροοικονομικών μεγεθών μιας εθνικής οικονομίας. Όταν οι εισηγητές της εσωτερικής υποτίμησης μιλάνε για την ανάγκη μείωσης των εργατικών αμοιβών ως προϋπόθεση για την ανάταση της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας, παρ’ όλον ότι είναι κοινό μυστικό ότι οι μειώσεις των μισθών δεν πρόκειται να μεταφραστούν σε μειώσεις των τιμών, επομένως ότι οι μειώσεις των μισθών πρωτίστως χρηματοδοτούν τα κέρδη, δεν προσπαθούν συνειδητά να μας εξαπατήσουν. Τουλάχιστον όχι όλοι. Εδώ έχουμε μάλλον να κάνουμε με τη γνωστή νεοφιλελεύθερη εμμονή που βλέπει την ανταγωνιστικότητα να προκύπτει όχι ως αποτέλεσμα της μείωσης των τιμών σήμερα, αλλά μάλλον ως αποτέλεσμα των επενδύσεων για τη βελτίωση της παραγωγικότητας[5], που θα γίνουν σε βάθος χρόνου, και που θα χρηματοδοτηθούν από τα κέρδη του σήμερα.

Υπ’ αυτή την έννοια, για τη νεοφιλελεύθερη λογική, η αέναη ανακατανομή του παραγόμενου πλούτου υπέρ των κερδών (και που από την ιστορία των τελευταίων 25 χρόνων φαίνεται ότι ποτέ δεν είναι επαρκής για τις ανάγκες του σύγχρονου καπιταλισμού) αποτελεί προϋπόθεση για μια …μελλοντική στιγμή δικαιότερης κατανομής του πλούτου, δικαιότερης κατανομής των οφελών από τη βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας, μια μελλοντική στιγμή που φαίνεται να μην έρχεται ποτέ[6]. Μέσα από την αποδόμηση αυτής της αντίφασης που είναι καταδικασμένος να διαχειρίζεται ο νεοφιλελεύθερος λόγος, αποκαλύπτεται νομίζω όλη η έκταση του ταξικού χαρακτήρα των προταγμάτων του.


Και η κρίση;

Τα όσα προηγήθηκαν δεν θα πρέπει να ερμηνευτούν ως μια διηνεκής αδηφάγος τάση του κεφαλαίου να περιορίσει την αμοιβή της εργασίας στο όριο της εξαθλιωμένης επιβίωσης. Έχουμε να κάνουμε με κάτι πολύ πιο συγκεκριμένο: το νεοφιλελεύθερο πλαίσιο διαχείρισης της εργασίας γενικά, αλλά και ειδικότερα τη νεοφιλελεύθερη διαχείριση της σημερινής παγκόσμιας καπιταλιστικής κρίσης: Έχουμε δηλ. το γεγονός ότι παρά τα τεράστια περιθώρια κέρδους που δημιούργησε η επίθεση στα εργασιακά δικαιώματα και τους μισθούς τα τελευταία 25 – 30 χρόνια, η ανάπτυξη των αντιφάσεων του νεοφιλελεύθερου μοντέλου οδήγησε στη γνωστή αδυναμία επικύρωσης των προεξοφλούμενων κερδών που εγκυμονεί κινδύνους κατάρρευσης για ολόκληρους κλάδους του διεθνοποιημένου κεφαλαίου, και πιο πρόσφατα, για τα δημόσια οικονομικά κρατών του αναπτυγμένου καπιταλισμού (Ελλάδα, Ισπανία, κά). Οι κίνδυνοι αυτοί, που δημιουργούν με τη σειρά τους νέους κινδύνους αποσταθεροποίησης όλου του συστήματος επιχειρείται σήμερα, για μια ακόμα φορά να αποσοβηθούν με την εκ νέου συμπίεση των εργατικών και μικροαστικών εισοδημάτων, με την πρακτική κατάργηση κάθε έννοιας κοινωνικού κράτους, και την έως τα άκρα ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων.

Ταυτόχρονα, (και έχει ιδιαίτερη σημασία να τονιστεί αυτό), σε συνθήκες της πιο βαθιάς ύφεσης της ελληνικής οικονομίας, και σε συνθήκες μιας ακραίας κρίσης του δημόσιου χρέους, τα μέσα ποσοστά κέρδους των ελληνικών επιχειρήσεων συνεχίζουν να είναι από τα υψηλότερα στην Ευρώπη: Για το 2009, η αναλογία των εισοδημάτων ιδιοκτησίας (περιλαμβάνουν και την αυτοαπασχόληση) προς τις αμοιβές εργασίας (περιλαμβανομένου του συνόλου των ασφαλιστικών εισφορών) ανερχόταν σε 0,43, όταν στις περισσότερες από τις άλλες χώρες της ΕΕ των 15 βρισκόταν στην περιοχή 01-0.3, ενώ και ο μέσος όρος της Ευρωζώνης μόλις που φτάνει το 0.25[7]. Τα σχετικά υψηλά περιθώρια κέρδους με τα οποία δουλεύουν οι ελληνικές επιχειρήσεις είναι ίσως (μαζί με το ακριβό ευρώ) ένας σοβαρός λόγος που ερμηνεύει τη διολίσθηση της ανταγωνιστικότητας των ελληνικών εξαγωγών, όχι όμως και η αύξηση των εργατικών αμοιβών που βρίσκεται σταθερά κάτω από το 40% της αντίστοιχης αύξησης του ΑΕΠ!

Λέγεται συχνά ότι τα μέτρα του κυβερνητικού προγράμματος σταθεροποίησης που έχουν ήδη δρομολογηθεί, όπως και αυτά που θα ακολουθήσουν είναι μέτρα όχι μόνον άδικα (λες και δεν είναι αρκετή η αδικία τους προκειμένου να καταδικαστούν απερίφραστα),  αλλά και αναποτελεσματικά. Η αλήθεια είναι σαφώς σκληρότερη. Τα μέτρα αυτά, με την παρατεταμένη ύφεση που δημιουργούν, με τη δραστική μείωση της ιδιωτικής κατανάλωσης (περικοπή μισθών, περικοπή δυνατότητας δανεισμού των νοικοκυριών, κλπ), τη συρρίκνωση του παραγωγικού δυναμικού και των επενδύσεων  και την ανάλογη αύξηση της ανεργίας, οδηγούν τη χώρα σε μια μακροχρόνια περίοδο μαρασμού με πτωχεύσεις επιχειρήσεων, απαξίωση εργατικού δυναμικού, κλπ. Οι συνέπειες αυτές είναι οι μόνες σίγουρες από την πιστή εφαρμογή του προγράμματος σταθερότητας, ενώ ο έλεγχος του δημόσιου ελλείμματος και η ανάταξη των εξαγωγών λόγω χαμηλότερων τιμών των εγχωρίων  παραγόμενων προϊόντων παραμένει μια αβέβαιη και μακρινή (σε βάθος δεκαετίας) προοπτική.

Ωστόσο, θα ήταν λάθος να προδικάσουμε αυτή την καταστροφική εξέλιξη. Η ιστορία δεν είναι κάποιο γήπεδο όπου οι κυρίαρχες κοινωνικές τάξεις παίζουν «χωρίς αντίπαλο». Οι αντιστάσεις που θα προβάλλουν οι λαϊκές τάξεις, ο κόσμος της εργασίας γενικά, στην πολιτική της μακροχρόνιας ύφεσης, η δυνατότητα της αριστεράς να απαλλαγεί από τις χρόνιες παθογένειες της και να πολιτικοποιήσει αυτές τις αντιστάσεις, προβάλλοντας το όραμα μιας εναλλακτικής κοινωνικής οργάνωσης, απέναντι στην καπιταλιστική βαρβαρότητα, θα βαρύνουν αποφασιστικά στην τελική έκβαση και αυτής της κρίσης.

Βαλλιάνος Χρήστος








[1] Βεβαίως δεν αναφερόμαστε εδώ στις περιπτώσεις βίαιων υποτιμήσεων του νομίσματος χωρών της «περιφέρειας» του αναπτυγμένου καπιταλισμού, (Βραζιλία, Αργεντινή, κ.ά) και οι οποίες συχνά, κατ’ επιταγή των εντολών του ΔΝΤ (που σύμφωνα με τον Γ. Παπανδρέου «διαθέτει την κατάλληλη τεχνογνωσία»….),   προκειμένου να μετριαστούν οι επιπτώσεις της υποτίμησης στον πληθωρισμό (!!) συνοδεύονταν από μια ταυτόχρονη μείωση των ονομαστικών μισθών.

[2] Βλ. ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, ετήσια έκθεση 2009. Κεφ.5.
[3] Βλ. Η. Ιωακείμογλου, Τέλος του αιώνα, τέλος της κρίσης, Ελληνικά Γράμματα, Αθήνα, 2000, σελ. 199 (στοιχεία ΟΟΣΑ).
[4] Το ισοζύγιο εμπορικών συναλλαγών, που αντανακλά πολύ πιο πιστά την εικόνα της ανταγωνιστικότητας της εθνικής οικονομίας δεν παρουσίαζε κάποια ιδιαίτερη μεταβολή το 1985. Η επιδείνωση ου ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ήταν συγκυριακή και οφειλόταν αποκλειστικά σε μια αστάθμητη κάμψη εισροής άδηλων πόρων.
[5] Το σαθρό της όλης επιχειρηματολογίας που στηρίζει την ανάγκη εσωτερικής υποτίμησης στη δήθεν χαμηλή παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα φαίνεται από το ότι σύμφωνα με τα επίσημα στοιχεία  η μέση παραγωγικότητα της εργασίας στην Ελλάδα το 2009 ανέρχεται στο 92% του αντίστοιχου μεγέθους της Ευρώπης των 15 παλαιών μελών, ενώ η αγοραστική δύναμη του μέσου μισθού ανέρχεται μόλις στο 82% του αντίστοιχου μέσου μισθού της Ευρώπης των 15, κινούμενη μάλιστα με χαμηλότερους ρυθμούς σύγκλισης σε σχέση με την παραγωγικότητα της εργασίας. Βλ. ΙΝΕ ΓΣΕΕ, Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, ετήσια έκθεση 2009, κεφ. 5.2. Μέσες πραγματικές αποδοχές και παραγωγικότητα. (στοιχεία της Ευρωπαϊκής επιτροπής).
[6] Είναι χαρακτηριστικό ότι για τους ιδεολόγους του νεοφιλελευθερισμού, η διαχρονική συρρίκνωση του μεριδίου της εργασίας στο εθνικό προϊόν, που οφείλεται στο γεγονός ότι τα κέρδη καρπούνται συστηματικά το μεγαλύτερο μέρος από τα οφέλη που προκύπτουν από τη συνεχή βελτίωση της παραγωγικότητας της εργασίας δεν συνιστά κάποια συγκυριακή παρέκκλιση από τον ιστορικό μέσο όρο, αλλά μια επιβεβλημένη επιλογή που οφείλει να έχει μόνιμο χαρακτήρα.
[7] Βλ. Η. Ιωακείμογλου, Η ύφεση μπορεί να μην ανατραπεί, Ελευθεροτυπία, 30/5/2010.

1 σχόλιο:

ΔΝΤ+ΕΕ= ΦΤΩΧΕΙΑ είπε...

Πειστικό άρθρο. Δεν είναι σωστή η δεύτερη βιβλιοαναφορά, παρότι ουδείς αμφιβάλει για το ορθόν του ισχυρισμού.