Κυριακή 11 Ιουλίου 2010

Κοινοβουλευτική Αλητεία

ΠΗΓΗ: Aformi blog
του Άγγελου Κ.
Το γεγονός ότι οι κυβερνητικοί βουλευτές του ΠΑΣΟΚ βρίσκονται σε εντεταλμένη υπηρεσία υπεράσπισης των συμφερόντων του μεγάλου κεφαλαίου, δεν επιδέχεται καμιάς αμφιβολίας. Επέδειξαν, για μια ακόμα φορά, ανέντιμη υποκρισία αλλάζοντας ρόλους μέσα σε ελάχιστες μέρες. Τη μία μέρα παριστάνοντας τους (δήθεν) σθεναρούς «υπερασπιστές των λαϊκών δικαίων» που αντιτάσσονται στα σχέδια «του Λοβέρδου» και την επομένη ψηφίζοντας το ασφαλιστικό και εργασιακό Νταχάου -στο τέλος δεν κράτησαν ούτε καν τα προσχήματα:
Με τις ψήφους όλων των κυβερνητικών βουλευτών υπερψηφίστηκε την Πέμπτη 8/7 και επί των άρθρων το Ασφαλιστικό νομοσχέδιο, την ώρα που χιλιάδες εργαζόμενοι διαδήλωναν ειρηνικά έξω από τη Βουλή.
Μέρες πριν, δημοσιογράφοι και πολιτικοί της Αριστεράς προσπαθούσαν να απευθυνθούν στις ανύπαρκτες κοινωνικές ευαισθησίες των βουλευτών του ΠΑΣΟΚ. Ο Αλέκος Αλαβάνος ζήτησε από τους βουλευτές του ΠΑΣΟΚ «να μη συμβάλουν σε αυτή τη βαρβαρότητα που ούτε χούντες δεν έχουν κάνει».[1] «Να ορθώσουν το ανάστημά τους στη Βουλή» τους κάλεσε ο Δημήτρης Παπαδημούλης, ακολουθώντας το παράδειγμα «της Σοφίας Σακοράφα, του Βασίλη Οικονόμου και του Γιάννη Δημαρά».
Αλλά, όπως ήταν αναμενόμενο, δεν εισακούστηκαν.
Η ανέντιμη υποκριτική στάση τους, αποκαλύφθηκε σε όλη της την έκταση τις προηγούμενες μέρες της υπερψήφισης του εργοδοτικού νομοσχεδίου. Όταν η κυβέρνηση δήλωνε ότι θα περάσει τα μέτρα με προεδρικό διάταγμα αρκετοί κυβερνητικοί βουλευτές βρήκαν την ευκαιρία από σκιές ανολοκλήρωτων ανθρώπων να μετατραπούν σε λέοντες που βρυχώνται. Διακήρυσσαν σε υψηλούς τόνους, ότι αν το νομοσχέδιο πέρναγε από τη Βουλή ενδεχομένως δεν θα το ψήφιζαν. Ο βουλευτής Κοζάνης του ΠΑΣΟΚ Πάρις Κουκουλόπουλος δήλωνε σε συναδέλφους του:

«Μ΄ αυτά που γίνονται στο Ασφαλιστικό και το Εργασιακό όχι εμείς, ούτε τα εγγόνια μας δεν θα μπορούν να περπατούν στον δρόμο»!
Ο συνάδελφός του από την Αιτωλοακαρνανία Πάνος Κουρουμπλής δήλωνε σε συνάντησή του με τον υπουργό Εργασίας πως:
«Με τέτοιες ρυθμίσεις ο κόσμος θα μας χλευάζει και θα μας φτύνει».[2]
Άλλοι έσκιζαν τα ιμάτιά τους διακηρύσσοντας την προφανή αλήθεια: το νομοσχέδιο οδηγεί σε εργασιακό μεσαίωνα.


Μια συμφέρουσα «διατεταγμένη υπηρεσία»
Μετά από αυτούς τους (δωρεάν) ψευτοπαλικαρισμούς η κυβέρνηση προσποιήθηκε ότι υποχώρησε στην πίεση των βουλευτών της, και αντί να περάσει τα μέτρα με προεδρικό διάταγμα τα έφερε στη Βουλή. Το αποτέλεσμα ήταν να ξεγυμνωθούν οι κυβερνητικοί βουλευτές.

Με μιας τα βρυχώμενα λιοντάρια μετατράπηκαν σε αυτό που πάντοτε ήσαν κάτω από τη ψεύτικη λεοντή:
Υπάλληλοι σε διατεταγμένη υπηρεσία στην προάσπιση των συμφερόντων του κεφαλαίου.
Οι απειλές για διαγραφές και ενδεχόμενο εκλογών, όπου θα διακινδύνευαν τη θέση τους και τον παχυλό μισθό τους ήταν αρκετές για να (ξανα)μεταμορφωθούν από γίγαντες σε νάνους. Κάνοντας λοιπόν στροφή 180 μοιρών τώρα δήλωναν ότι με «βαριά καρδιά» θα υπερψήφιζαν το δολοφονικό νομοσχέδιο:
«Ο Π. Οικονόμου αναφέρει ότι «αν καταψήφιζα θα προσέδιδα στην κρίση και κοινοβουλευτική διάσταση. Θα γινόμουν δηλαδή συμπαίκτης στη γενίκευσή της».
[…]
Ο Γ. Κουτσούκος, που ήταν πρόεδρος της ΑΔΕΔΥ, σημειώνει πως «δήλωσα δημόσια ότι είναι υποχρέωσή μου να εκφράζω τον κόσμο που θίγεται και στον οποίον αναφερόμαστε πολιτικά, δεν νομιμοποιούμαι όμως σ’ αυτή τη δύσκολη συγκυρία να συμβάλω στην αποσταθεροποίηση του πολιτικού σκηνικού και να δημιουργήσω προβλήματα στην κυβέρνηση».
[…]
Ο Γ. Αμοιρίδης: «Σήμερα η εθνική συνείδηση οδηγεί τις αποφάσεις μας. Αύριο η ιδεολογική και κοινωνική μας συνείδηση επιτάσσει την ανατροπή, στο μέλλον, κάθε κοινωνικής αδικίας».[3]
Ποιόν κοροϊδεύουν; Ποιόν μπορούν ακόμα να κοροϊδέψουν;
Οι βουλευτές του ΠΑΣΟΚ γνώριζαν ότι ψήφιζαν ένα νομοσχέδιο που ήταν «βασιλικότερο του βασιλέως» σε σχέση ακόμα και με το Μνημόνιο που υπέγραψε η κυβέρνηση με το ΔΝΤ και της Ε.Ε.. Ότι ψηφίζοντας το νομοσχέδιο παραδίδουν τα πάντα στην εργοδοσία χωρίς να υποχρεώνεται η κυβέρνηση από το Μνημόνιο:
«Κοινοτικές πηγές προσκείμενες στον πρόεδρο της Κομισιόν Ζοζέ Μπαρόζο εξέφραζαν την ενόχλησή τους για την «απόπειρα» -όπως τη χαρακτήριζαν- της ελληνικής κυβέρνησης να παρουσιάσει την Ευρωπαϊκή Επιτροπή ως τον κακό στην υπόθεση του Ασφαλιστικού.[4]
[…]
Διαψεύδει τον Ανδρέα Λοβέρδο ο αναπληρωτής διευθυντής του Ευρωπαϊκού Τμήματος του ΔΝΤ, καθώς, σε συνέντευξή του στο «Βήμα της Κυριακής», τονίζει ότι «ποτέ δεν ζήτησε περικοπή 50% των αποζημιώσεων για απόλυση».[5]
Η ανεντιμότητα των βουλευτών που υπερψήφισαν το νομοσχέδιο αποκαλύπτεται από το γεγονός ότι φρόντισαν οι ίδιοι να εξαιρεθούν από τις διατάξεις που πλήττουν όλους ανεξαιρέτως τους εργαζόμενους:

«Οι 1.500 και πλέον εργαζόμενοι του Κοινοβουλίου συνταξιοδοτούνται αυτομάτως με τη συμπλήρωση 28,5 ετών εργασίας, ανεξαρτήτως ορίου ηλικίας. Δηλαδή συνταξιοδοτούνται σχεδόν επτά χρόνια νωρίτερα από τους ασφαλισμένους οι οποίοι ίσα προλαβαίνουν εφέτος να συμπληρώσουν την 35ετία και 12 έτη νωρίτερα από τους μελλοντικούς συνταξιούχους, οι οποίοι θα πρέπει να συμπληρώσουν 40 έτη ασφάλισης.
Επιπροσθέτως η σύνταξή τους δεν επηρεάζεται ούτε μειώνεται από τις γενικές αλλαγές στον τρόπο υπολογισμού των συντάξεων (βασική, αναλογική και επικουρική σύνταξη, οι οποίες στο εξής θα ισχύουν για όλους, κατόπιν των υποδείξεων του ΔΝΤ), αφού το ποσοστό αναπλήρωσης- μόνο γι’ αυτούς- παραμένει στο 100% των αποδοχών τους. Μάλιστα κατά την αποχώρησή τους πριμοδοτούνται ανεβαίνοντας ένα ακόμη μισθολογικό κλιμάκιο.
Οι «300» θα εξακολουθήσουν να συνταξιοδοτούνται με τις ισχύουσες διατάξεις, δηλαδή με τη συμπλήρωση οκτώ ετών θητείας, χωρίς μάλιστα να θίγεται η δεύτερη σύνταξη που θα πάρουν από την κύρια απασχόλησή τους. Οι παλαιότεροι βουλευτές μπορούσαν να βγουν στη σύνταξη με τέσσερα χρόνια βουλευτικής θητείας (συνεχούς ή διακεκομμένης), απολαμβάνοντας μηνιαίες αποδοχές κοντά στις 5.000 ευρώ.
Είναι προφανές ότι την περίοδο της μεγάλης οικονομικής κρίσης και όταν όλοι καλούνται να κάνουν θυσίες και να αποδεχθούν μεγάλες μειώσεις στα εισοδήματά τους- οι κραυγαλέες αυτές ανισότητες εξοργίζουν. Πολύ περισσότερο όμως εξοργίζει η μεθοδικότητα την οποία έχουν επιδείξει ως σήμερα οι πολιτικοί για να μην αποκαλυφθεί η εύνοια με την οποία αντιμετωπίζουν τον εαυτό τους και το προσωπικό της Βουλής στο νέο ασφαλιστικό νομοσχέδιο που θα ψηφίσουν».[6]
Η ανεντιμότητα δεν περιορίζεται μόνο στου απλούς βουλευτές. Ο υπερ-τραμπούκος της κυβέρνησης Θεόδωρος Πάγκαλος δρομολογεί τις διαδικασίες για την απόλυση εργαζομένων της Αγρογής που πληρώνονται με 800 ευρώ το μήνα ενώ ο ίδιος φρόντισε με ρουσφέτι να διορίσει την κόρη του στη Βουλή το 2004 και προωθεί τη γυναίκα του για δήμαρχο στην Αττική.[7]


Η κοινοβουλευτική εξαπάτηση
Αλλά το ζήτημα δεν είναι απλά και μόνο θέμα προσωπικής ανεντιμότητας βουλευτών και υπουργών. Η ρίζα του προβλήματος βρίσκεται στην ταξική φύση του ίδιου του κοινοβουλευτικού συστήματος. Πρόκειται για ένα σύστημα ισχνούς δημοκρατικότητας: η δημοκρατικότητά του διαρκεί όσο τα απειροελάχιστα δευτερόλεπτα μέχρις ότου το ψηφοδέλτιο του ανίσχυρου ψηφοφόρου πέσει μέσα στην κάλπη. Από κει και πέρα όλες οι προεκλογικές υποσχέσεις ξεχνιούνται, οποιαδήποτε «ορκισμένη δέσμευση» βουλευτών και υπουργών πετιέται στον κάλαθο των αχρήστων. Και δεν υπάρχει κανένας τρόπος ο ανίσχυρος εξατομικευμένος ψηφοφόρος να υποχρεώσει το κυβερνών κόμμα που τον εξαπάτησε να τηρήσει τα υπεσχημένα. Ο κοινοβουλευτικός κρετινισμός προϋποθέτει δυο πόλους: έναν ανίσχυρο, εξατομικοποιημένο ψηφοφόρο και έναν πρακτικά ανεξέλεγκτο βουλευτή που προσποιείται τον δήθεν «εκπρόσωπο του λαού». Και τα κόμματα εξουσίας πιστεύουν -και ελπίζουν ότι αυτό θα συνεχιστεί στο διηνεκές- ότι: όσες φορές και αν εξαπατηθεί ο «λαός», θα συνεχίσει να ψηφίζει τα κόμματα εξουσίας στη λογική «του εφικτού», της μη ύπαρξης εναλλακτικής λύσης. Η λογική «του λιγότερου κακού», η λογική της μίζερης υποταγής στην «πραγματικότητα».

Ο ευτελισμός αυτής της ανάπηρης, αστικής κοινοβουλευτικής δημοκρατίας σήμερα είναι πιο εξόφθαλμος από ποτέ. Οι βουλευτές τις περισσότερες φορές ψηφίζουν χωρίς να γνωρίζουν τι ψηφίζουν (τα νομοσχέδια κατατίθενται με ρυθμό πολυβόλου) υπακούοντας σε εντολές κομματικών και κυβερνητικών τεχνοκρατών που κανείς δεν τους έχει εκλέξει. Τεχνοκράτες του ΔΝΤ και της Ε.Ε. μαζί με κυβερνητικά στελέχη εκπονούν νομοσχέδια που καταστρέφουν τη ζωή εκατομμυρίων εργαζομένων,κυριολεκτικά «εν μια νυκτί», και οι βουλευτές απλά επικυρώνουν όσα έχουν προσυμφωνηθεί, γράφοντας στα παλαιότερα των υποδημάτων τους τη θέληση όσων τους ψήφησαν:
«Στη διάρκεια της συνεδρίασης [στο ΠΑΣΟΚ] υπήρξαν πολλές αιχμές για «βουλευτές που δεν ξέρουν τι ψηφίζουν», για «υπουργούς που δεν στηρίζουν» και για τα τρία προεκλογικά «δεν», δεν θα αυξηθούν οι εισφορές, δεν θα αυξηθούν τα όρια, δεν θα μειωθούν οι συντάξεις, που ηχούν πλέον ως «σειρήνες αναξιοπιστίας».[8]
Κάποτε η σοσιαλδημοκρατία μπορούσε να υποσχεθεί (και να πραγματοποιήσει) μεταρρυθμίσεις που επέφεραν πραγματικές βελτιώσεις στο βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Αυτό πλέον βρίσκεται πολύ βαθιά στο παρελθόν. Η έλευση του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού επέφερε την πραγματική σύγκληση των κομμάτων εξουσίας, τόσο των σοσιαλδημοκρατικών όσο και των συντηρητικών (σύγκληση που επιτάχυνε η σημερινή κρίση). Τα κόμματα εξουσίας λειτουργούν πλέον ως να υφίσταται ένα και μόνο κόμμα της άρχουσας τάξης που απλά έχει δυο πτέρυγες. Πράγμα που ευτελίζει ακόμα περισσότερο τον κοινοβουλευτικό κρετινισμό μετατρέποντας τους βουλευτές σε απροκάλυπτους εκπροσώπους όχι των ανίσχυρων ψηφοφόρων τους αλλά των πανίσχυρων καπιταλιστών.
Όχι, ασφαλώς, οι βουλευτές δεν είναι άβουλα ενεργούμενα. Όπως είδαμε προηγούμενα, φροντίζουν για τη διατήρηση των προνομίων τους και για την αποκατάσταση των παιδιών τους. Η διαφθορά είναι το αναπόφευκτο αποτέλεσμα του κοινοβουλευτισμού.
Η πραγματική εξουσία είναι εκτός κοινοβουλίου: στους τραπεζίτες, στα γραφεία και τα εργοστάσια των αφεντικών. Εκεί όπου η οποιαδήποτε επίφαση δημοκρατίας εξαφανίζεται. Εκεί όπου η απολυταρχία του αφεντικού είναι γυμνή, χωρίς κοινοβουλευτικά στολίδια. Στην εποχή του νεοφιλελεύθερου καπιταλισμού τα πράγματα τείνουν να ολοκληρωθούν στην πιο ωμή ταξική τους διάσταση: όχι μόνο κατεδαφίζεται το όποιο κράτος πρόνοιας αλλά ο στόχος είναι η συρρίκνωση ακόμα και των πενιχρών αστικών δικαιωμάτων.
Ο Σεραφείμ Μάξιμος έγραφε το 1930 τα παρακάτω λόγια, που ηχούν σήμερα τραγικά επίκαιρα:
«Η μηχανική του Κοινοβουλίου είναι βραδύτατη, ζητήματα σπουδαία λύονται στους διαδρόμους, δεκάδες νομοσχέδια ψηφίζονται χωρίς να είναι καν γνωστό το περιεχόμενο τους, η γραφειοκρατία τα επεξεργάζεται εκ των προτέρων και τα διορθώνει εκ των υστέρων, οι βουλευτές ενδιαφέρονται για την πελατεία τους και οι συνεδριάσεις παρουσιάζουν πολλές φορές το θέαμα καφενείου μετά το μεσονύκτιο.
Κανένα συλλογικό ζήτημα δεν βρίσκει τη θέση του. Αναβάλλονται άμεσα προβλήματα από κομματική ή προσωπική σκοπιμότητα, οι βουλευτές ενεργούν για επιρροές και συμφέροντα αντίθετα προς τα συμφέροντα εκείνων πού τους εξέλεξαν.
Είναι δύσκολο να περιγραφεί η ασχήμια αυτή του κοινοβουλίου, η αδιαφορία με την οποία ψηφίζονται νόμοι που καθορίζουν τις τύχες χιλιάδων και εκατομμυρίων ανθρώπων. Ο κοινοβουλευτισμός είναι ένα μεγάλο αίσχος, μια μεγάλη απάτη.
Η κατάργηση του ως θεσμού, ως συστήματος αστικής κυριαρχίας έγινε συνώνυμη με την κατάργηση του ίδιου του αστικού συστήματος, αφού κοινοβούλιο και δικτατορία, δημοκρατία και φασισμός έχουν συναδελφωθεί στην υπηρεσία του κεφαλαίου».[9]


Όχι στον κοινοβουλευτισμό-
Εργατική Δημοκρατία!
Ποια είναι η έσχατη γραμμή Μαζινό του επαίσχυντου κοινοβουλευτικού κρετινισμού; Ότι τουλάχιστον, έχει κάποιες επιφάσεις «δημοκρατικότητας».

Είναι λοιπόν η ώρα, το εργατικό κίνημα να προβάλλει το δικό του όραμα για μια οργάνωση της κοινωνίας όχι με βάση τα συμφέροντα του κεφαλαίου, αλλά υπέρ των συμφερόντων της τεράστιας πλειοψηφίας του κόσμου της εργασίας.
Όπως είδαμε, ο λόγος της συνέχισης της κοινοβουλευτικής εξαπάτησης δεν είναι ότι ο κόσμος της εργασίας είναι «απληροφόρητος» ή «ευκολόπιστος», αλλά ανοργάνωτος και χωρίς εναλλακτική λύση.
Είναι καθήκον της Αριστεράς ταυτόχρονα και να οργανώσει την άμεση αντίσταση στα μέτρα της κυβέρνησης των καπιταλιστών και να δώσει όραμα και προοπτική. Κάνουν λάθος όσοι νομίζουν ότι η Αριστερά πρέπει να γίνει απλά πιο «ρεαλιστική». Το «ρεαλισμό» το διασπείρει στην κοινωνία η αστική τάξη: βαφτίζει «ρεαλισμό» τα δικά της ταξικά συμφέροντα και τη διατήρηση του υπάρχοντος πολιτικο-κοινωνικού συστήματος. Όσο ο κόσμος της εργασίας δεν βρίσκει διέξοδο στην πίστη για τη δυνατότητα μιας άλλης οργάνωσης της κοινωνίας, τόσο ο κοινοβουλευτισμός θα επιβάλλει τελικά τα συμφέροντα της αστικής τάξης.
Το εργατικό κίνημα έχει δώσει, ιστορικά, απάντηση για την οργάνωση μιας άλλης κοινωνίας, άπειρα πιο δημοκρατικής από την αστική. Και αυτή ήταν η οργάνωση της Παρισινής Κομούνας.
Τα βασικά πολιτικά μέτρα της Κομούνας που καταδεικνύουν τη διαφορά της από μια τυπική κοινοβουλευτική δημοκρατία ήσαν:
Α) Αντικατάσταση του μόνιμου στρατού και της αστυνομίας με τον ένοπλο λαό.
Β) Καθιέρωση της αιρετότητας αλλά και δυνατότητα ανάκλησης από τους ψηφοφόρους τους ανά πάσα στιγμή των εκλεγμένων αντιπροσώπων για όλα τα δημόσια αξιώματα.
Γ) Περιορισμός της αμοιβής όλων των δημόσιων λειτουργών στην αμοιβή ενός κοινού εργάτη.
Δ) Η Κομούνα κατάργησε τη γραφειοκρατία και τους διορισμένους δικαστές, επιβάλλοντας την εκλογή των δικαστών.
Ε) Αντικατέστησε την κοινοβουλευτική αντιπροσώπευση με την αντιπροσώπευση του συμβουλίου της Κομμούνας στην οποία συνυπάρχουν η νομοθετική και η εκτελεστική εξουσία.
Ζ) Ανασυγκρότηση όλης της χώρας από τα κάτω, παρέχοντας ευρεία τοπική αυτοδιοίκηση η οποία παύει να γίνεται με διορισμένη εποπτεία και κηδεμονία από το κράτος.[10]
Ο Καρλ Μαρξ συμπύκνωνε τη λειτουργία της Κομούνας:
«Το πρώτο διάταγμα της Κομούνας ήταν το διάταγμα για την κατάργηση του μόνιμου στρατού και για την αντικατάσταση του με τον οπλισμένο λαό.

Η Κομούνα σχηματιζόταν από τους δημοτικούς συμβούλους που είχαν εκλεγεί με βάση το γενικό εκλογικό δικαίωμα στα διάφορα διαμερίσματα του Παρισιού. Ήταν υπεύθυνοι και μπορούσαν να ανακληθούν σ’ οποιαδήποτε στιγμή. Η πλειοψηφία τους αποτελούταν φυσικά από εργάτες ή από αναγνωρισμένους εκπροσώπους της εργατικής τάξης. Η Κομούνα δεν επρόκειτο να είναι ένα κοινοβουλευτικό άλλα ένα εργαζόμενο σώμα, εκτελεστικό και νομοθετικό ταυτόχρονα. Η αστυνομία, που ως τό τε ήταν το όργανο της κεντρικές κυβέρνησης, απογυμνώθηκε αμέσως από όλες τις πολιτικές της ιδιότητες και μετατράπηκε σε υπεύθυνο όργανο της Κομούνας, που μπορούσε να ανακλη θεί σ’ οποιαδήποτε στιγμή. Το ίδιο έγινε και με τους δημόσιους υπαλλήλους σ’ όλους τους κλάδους της διοίκησης. Από τα μέλη της Κομούνας ως τους κατώτερους υπαλλήλους η δημόσια υπηρεσία έπρεπε να αμείβεται με εργατικούς μισθούς. Όλα τα αποχτημένα δικαιώματα και οι επιχορηγήσεις για έξοδα παραστάσεως στους ανώτερους αξιωματούχους του κράτους κα ταργήθηκαν μαζί με τους ίδιους τους αξιωματούχους. Οι δημόσιες θέσεις έπαψαν να είναι ατομική ιδιοκτησία των βοηθών της κεντρικής κυβέρνησης. Όχι μόνο η διοίκηση του δήμου, μα και όλα τα καθήκοντα που ως τότε εξασκούσε το κράτος, πέ ρασαν στα χέρια της Κομούνας.
Όταν παραμερίστηκαν πια ο μόνιμος στρατός και η αστυνομία, τα όργανα αυτά της υλικής βίας της παλιάς κυβέρνησης, η Κομούνα καταπιάστηκε αμέσως να τσακίσει το πνευματικό όργανο καταπίεσης, την εξουσία των παπάδων. Χώρισε την εκκλησία από το κράτος και απαλλοτρίωσε όλες τις εκκλησιές, που αποτελούσαν οργανισμούς με ιδιόκτητη περιουσία. Οι παπάδες στάλθηκαν στην ησυχία της ατομικής ζωής, για να ζήσουν εκεί από τις ελεημοσύνες των πιστών, όπως οι πρόδρομοι τους, οι απόστολοι. Όλα τα εκπαιδευτικά ιδρύματα άνοιξαν δωρεάν για το λαό και ταυτόχρονα ξεκαθαρίστηκαν από κάθε επέμβαση της εκκλησίας και του κράτους. Έτσι, όχι μόνο η εκπαίδευση έγινε προσιτή σε όλους, μα και η ίδια η επιστήμη λευτερώθηκε από τα δεσμά που της είχαν επιβάλει η ταξική πρόληψη και η κυβερνητική εξουσία.
Οι δικαστικοί λειτουργοί χάσανε εκείνη τη φαινομενική ανεξαρτησία τους, που χρησίμευε μόνο και μόνο για να σκεπάζει τη χαμερπή τους υποταγή σε όλες τις αλληλοδιάδοχες κυβερνήσεις, στις όποιες έδιναν με τη σειρά όρκο πίστης και τον αθετούσαν κάθε φορά. Όπως όλοι οι άλλοι δημόσιοι υπάλληλοι, έπρεπε στο έξης κι αυτοί να εκλέγονται, να είναι υπεύθυνοι και να μπορούν να ανακληθούν.
[…]
Οι βουλευτές θα μπορούσαν κάθε στιγμή να ανακληθούν και θα έπρεπε να δεσμεύονται από τις καθορισμένες εντολές των εκλογέων τους. Οι λίγες μα σπουδαίες λειτουργίες που θα απόμεναν για την κεντρική κυβέρνηση δεν θα καταργούνταν, όπως σκόπιμα το παραποίησαν, άλλα θα μεταβιβάζονταν σε υπαλλήλους της Κομούνας, δηλαδή σε αυστηρά υπεύθυνους υπαλλήλους.
[…]
Στην πραγματικότητα, η κρατική εξουσία δεν ήταν παρά ένα παρασιτικό καρκίνωμα στο σώμα του έθνους. Το ζήτημα ήταν να περικόψουν τα καταπιεστικά όργανα της παλιάς κυβερνητικής εξουσίας, να αποσπάσουν τις δικαιολογημένες λειτουργάς της από μιαν εξουσία που είχε την αξίωση να στέκεται πάνω από την κοινωνία και να τις ξαναδώσουν στους υπεύθυνους υπηρέτες της κοινωνίας. Αντί να αποφασίζεται μια φορά κάθε τρία ή έξι χρόνια, ποιο μέλος της άρχουσας τάξης θα εκπροσωπεί και θα τσαλαπατά το λαό στη βουλή, το γενικό εκλογικό δικαίωμα, θα εξυπηρετούσε τον οργανωμένο σε κομούνες λαό, όπως το ατομικό δικαίωμα εκλογής χρησιμεύει σε κάθε εργοδότη για να αναζητεί εργάτες, επιστάτες και λογιστές για την επιχείρηση του. Και είναι αρκετά γνωστό ότι τόσο οι εταιρίες όσο και τα άτομα, όταν πρόκειται για τις πραγματικές υποθέσεις τους, ξέρουν συνήθως να βρίσκουν και να τοποθετούν τον κατάλληλο άνθρωπο στην κατάλληλη θέση και, αν καμιά φορά γελαστούν, τότε ξέρουν πως θα επανορθώσουν γρήγορα το λάθος τους».[11]
Άγγελος Κ
Σημειώσεις

[9] Σεραφείμ Μάξιμου, Κοινοβούλιο ή δικτατορία, εκδόσεις Στοχαστής, 1975.
[10] Για την εργατική δημοκρατία ως αντιπρόταση στο αίσχος του κοινοβουλευτισμού διάβαζε και το πολύ καλό άρθρο:
[11] Καρλ Μαρξ: Ο Εμφύλιος πόλεμος στη Γαλλία.

3 σχόλια:

LeftG700 είπε...

Κορίτσια του You Pay Your Crisis,


Γράφοντας κάτι σχετικό με τις απόψεις του Δ. Καζάκη, πέσαμε πάνω στην ανάρτηση της 4ης Ιουλίου ("Δημήτρης Καζάκης: Ποιες προϋποθέσεις και χαρακτηριστικά πρέπει να έχει ένα ενιαίο Μέτωπο σήμερα"), όπου όμως τα σχόλια έχουν εξαφανιστεί.

Από τη μπλογκόσφαιρα καταλάβαμε ότι ανέβηκαν οι "θερμοκρασίες" στον σχολιασμό του συγκεκριμένου ποστ.

Να κάνουμε κάτι για να τις ρίχνουμε τότε. Όχι να σπάμε τα "θερμόμετρα"! Μας στερείτε πληροφόρηση. Νομίζουμε ότι δεν είναι και πολύ καλή ιδέα. Για να τα λέμε όλα, είναι πολύ κακή! :-)


Τα λέμε

You Pay Your Crisis είπε...

leftG700

Υβρεολογιο ηταν εναντιον συγκεκριμενου προσωπου. Καμια σχεση με το κειμενο του Καζακη. Ειναι σσεβεια και προς τον συγγραφεα, οταν παραμεριζεται το κειμενο για να δωθουν "μαχες" επι του "προσωπικου".

Δεν σκοπευουμε να παραχωρουμε χωρο για ανταλλαγη υβρεων/συκοφαντειων.

Οι αποψεις μπορει να κονταροχτυπιουνται, οσο αντιθετες και να ειναι...

LeftG700 είπε...

Εφόσον ήταν υβρεολόγιο, πάμε πάσο. Γιατί βέβαια δεν εννοούσαμε κάτι τέτοιο, όταν μιλάγαμε για 'πληροφόρηση', αλλά πολιτική διαφωνία, έστω και σφοδρή.


Τα λέμε