Τρίτη 15 Ιουνίου 2010

Moody’s: Kαλά τα μέτρα αλλά .. σκουπίδια τα ελληνικά ομόλογα


Πηγή: sofokleous10, 15-6
Πάνος Παναγιώτου – διευθυντής ΕΚΤΑ – 3VIP.com

Σύμφωνα με την Τράπεζα Διεθνών Διακανονισμών και με τα δημοσιευμένα στοιχεία από τις αρμόδιες κυβερνητικές υπηρεσίες των ΗΠΑ (εθνική στατιστική υπηρεσία, Υπουργείο Οικονομικών) το κρατικό έλλειμμα των ΗΠΑ αυξήθηκε από 1,14% του ΑΕΠ το 2007 στο 10,64% του ΑΕΠ το 2010 με την προοπτική η αυξητική τάση να συνεχιστεί στα επόμενα χρόνια. Σε αυτό το ποσοστό δε συμπεριλαμβάνεται το κόστος της διάσωσης των Fannie Mae και Freddie Mac αλλά ούτε και το κόστος της εξαγοράς επισφαλών δανείων από το κράτος, πρακτική η οποία ασκείται με ακόμη μεγαλύτερους ρυθμούς απ’ ότι μετά το σπάσιμο της φούσκας κατοικίας. 

Ένα σημαντικό τμήμα της δραματικής αύξησης του κρατικού ελλείμματος οφείλεται στα πακέτα τόνωσης της οικονομίας,  τα οποία, ωστόσο, ακολούθησαν μία πολύ διαφορετική, απ’ ότι σε άλλες περιπτώσεις, διαδρομή, καθώς, αντί να χρησιμοποιηθούν για την εξισορρόπηση των συνεπειών της ύφεσης στον τομέα της κατανάλωσης, ένα πολύ μεγάλο ποσοστό τους κατευθύνθηκε στα έξοδα για τη συντήρηση θέσεων εργασίας στον αμερικανικό δημόσιο τομέα. Και καθώς τα χρήματα δεν ήταν αρκετά για τη συντήρηση των θέσεων εργασίας και στον ιδιωτικό τομέα, οι εργαζόμενοι σε αυτόν υπέστησαν όλο, σχεδόν, το βάρος των συνεπειών της κρίσης.  Σύμφωνα με στοιχεία του Bloomberg, από την αρχή της κρίσης και μέχρι στιγμής έχουν απολυθεί 8,5 εκ. εργαζόμενοι από τον ιδιωτικό τομέα (7,4% του ενεργού οικονομικά πληθυσμού) έναντι 141 χιλιάδων συμβασιούχων του αμερικανικού δημοσίου.

Και αν κάποτε η πρόσληψη στο αμερικανικό δημόσιο πρόσφερε μεγαλύτερη ασφάλεια από αυτήν στον ιδιωτικό τομέα έναντι μικρότερης αμοιβής, σήμερα δεν ισχύει κάτι τέτοιο, καθώς ο μέσος μισθός στο δημόσιο τομέα, συμπεριλαμβανομένων των παροχών, είναι 119.982 δολάρια, με το μέσο μισθό στον ιδιωτικό τομέα να είναι 59.909 δολάρια. Το πρόβλημα δε σταματά εκεί, καθώς η οικονομική ύφεση έχει προκαλέσει μεγάλη ενίσχυση στο φαινόμενο της πρόωρης συνταξιοδότησης δημοσίων υπαλλήλων από μία αμερικανική πολιτεία, περίπου στα 58 τους χρόνια και της πρόσληψης τους σε αντίστοιχη θέση σε άλλη πολιτεία, απ’ όπου, πέρα από το μισθό τους θα λάβουν αργότερα και δεύτερη, μειωμένη σύνταξη (στην πρακτική αυτή έχει δοθεί η ονομασία ‘retire and rehire’.
Με το σύνολο από τις ελλειμματικές υποχρεώσεις των ΗΠΑ (συμπεριλαμβανομένων αυτών στα ασφαλιστικά ταμεία και στον τομέα υγείας) και από το χρέος τους να αγγίζει τα 100 τρις δολάρια, όταν το παγκόσμιο ΑΕΠ δεν ξεπερνά τα 80 τρις και με την αμερικανική οικονομία να στηρίζεται με θεματικά αυξανόμενους ρυθμούς στον εσωτερικό και εξωτερικό δανεισμό για την επιβίωση της, είναι πολλοί οι οικονομικοί ιθύνοντες ( Μπερνάνκε, Πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας, Greenspan,) που υποστηρίζουν ότι οι ΗΠΑ έχουν μπει σε ένα μονοπάτι που οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια στην αντιμετώπιση πολύ μεγάλα οικονομικών και δημοσιονομικών προβλημάτων στα αμέσως επόμενα χρόνια.
Κάποιοι από τους κορυφαίους Αμερικανούς διαχειριστές κεφαλαίων μάλιστα (Soros, Einhorn κ.α) θεωρούν πως το ρίσκο της μη αποπληρωμής στο ακέραιο των υποχρεώσεων των ΗΠΑ προς τους δανειστές τους, μεγαλώνει επικίνδυνα. ‘Το ερώτημα είναι για πόσο καιρό ακόμη μπορούμε να ταξιδεύουμε σε αυτή τη διαδρομή χωρίς είτε να αλλάξουμε κατεύθυνση είτε να αντιμετωπίσουμε μία κρίση’ υποστηρίζει ο David Einhorn, διάσημος κερδοσκόπος, ένας από τους πλουσιότερους ανθρώπους στον κόσμο και πρόεδρος του επενδυτικού κεφαλαίου ‘Greenlight’, ο οποίος συμπληρώνει: ‘Η απάντηση βρίσκεται σε δύο κρίσιμα ζητήματα: πρώτον, για πόσο καιρό οι αγορές κεφαλαίων θα συνεχίζουν να χρηματοδοτούν τον κρατικό δανεισμό των ΗΠΑ με δάνεια τα οποία θα μπορέσουν, μάλλον, να αναχρηματοδοτηθούν αλλά σίγουρα ποτέ να αποπληρωθούν με λογικούς όρους και το δεύτερο, μέχρι ποιού σημείου μπορούν οι υποχρεώσεις να πληρώνονται όχι μέσω της παραδοσιακής δημοσιονομικής οδού αλλά με την κρατικοποίησης των χρεών, δηλαδή, με το να τυπώνεται χρήμα.’
Παρά τις  άκρως δυσοίωνες προβλέψεις από τους ίδιους τους Αμερικανικούς ιθύνοντες για την οικονομία της χώρας τους και παρά την εκρηκτική αύξηση των ελλειμμάτων και του χρέους, οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης επιμένουν, σταθερά, να παραβλέπουν την πραγματική εικόνα της αμερικανικής οικονομίας και την άποψη των αγορών κεφαλαίων γι’ αυτήν και να βαθμολογούν τα αμερικανικά ομόλογα με ΑΑΑ, συμβάλλοντας καταλυτικά στη διατήρηση του κόστους δανεισμού των ΗΠΑ σε πολύ χαμηλά επίπεδα, παρά το γεγονός πως το μόνο σχέδιο που έχει ανακοινωθεί για την ώρα, κάνει λόγο για συνέχιση της πολιτικής αυξημένων ελλειμμάτων όσο η οικονομία παραμένει αδύναμη.
Αντίθετα, ενώ η Ελλάδα έχει εξασφαλίσει δάνεια τόσο από το ΔΝΤ όσο και από την ευρωζώνη και ενώ έχει λάβει εξαιρετικά σκληρά μέτρα για τη μείωση των ελλειμμάτων της, τα οποία, μάλιστα, έχουν φέρει, ήδη, τα πρώτα θετικά αποτελέσματα προς αυτήν την κατεύθυνση, η Moody’s δε δίστασε να υποβαθμίσει τα ελληνικά ομόλογα στις 14 Ιουνίου κατά 4 επίπεδα, από  Α3 σε Βα1 (junk – σκουπίδια), υποστηρίζοντας πως η αξιολόγηση τους αποτυπώνει την άποψη τους ‘για τα πλεονεκτήματα αλλά και τα ρίσκα του πακέτου στήριξης της Ελλάδας των ΔΝΤ/ΕΕ’.
Η νέα αυτή υποβάθμιση αποτελεί μία ακόμη νάρκη στην προσπάθεια της Ελλάδας να ορθοποδήσει και αναμένεται να πυροδοτήσει επιπλέον αύξηση του χρηματοπιστωτικού ρίσκου στην Ευρώπη, (εξαιρείται η Γερμανία και σε σημαντικό βαθμό η Γαλλία) κρατώντας, έτσι, ανοιχτό το προσφάτως δημιουργημένο χρηματιστηριακό δρόμο δύο λωρίδων, όπου από τη μία μεταφέρεται το χρηματοπιστωτικό ρίσκο από τις ΗΠΑ προς την Ευρώπη και από την άλλη ταξιδεύουν κεφάλαια από την Ευρώπη και τον υπόλοιπο κόσμο προς τις ΗΠΑ, με αποτέλεσμα οι επιρρεπείς στους χρηματοπιστωτικούς σεισμούς ευρωπαϊκές χώρες να πρέπει να προετοιμαστούν για επιπλέον πίεση σε αυτόν τον τομέα.
Με αυτόν τον τρόπο η Ευρώπη, με πρωταγωνίστρια την Ελλάδα και δευτεραγωνίστριες αρκετές χώρες του Νότου, συνεχίζει να εξωθείται σε μία άκομψη και εν δυνάμει επικίνδυνη για το οικονομικό της μέλλον, άμεση αντιμετώπιση των δημοσιονομικών της προβλημάτων, αφήνοντας την ανάπτυξη σε δεύτερη μοίρα, ενώ οι ΗΠΑ λαμβάνουν και νέα πίστωση χρόνου (με τα ομόλογα τους να διατηρούν ένα σίγουρο ΑΑΑ), η οποία τους παρέχει μία δεύτερη ευκαιρία να βρουν το δρόμο της δημοσιονομικής εξυγίανσης χωρίς να υπονομεύσουν την οικονομική τους ανάρρωση.
Ήταν, όμως, η επιμονή των εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης, πριν μερικά χρόνια, να παραβλέπουν την πραγματική εικόνα της αγοράς κατοικίας των ΗΠΑ και να βαθμολογούν τα τιτλοποιημένα επισφαλή στεγαστικά δάνεια με ΑΑΑ που οδήγησε στην πιστωτική κρίση και έπαιξε τον καταλυτικό ρόλο στη δημιουργία της τραπεζικές κρίσης, καθώς οι αγορές και οι επενδυτές, λανθασμένα, είχαν υποθέσει πως η ΑΑΑ βαθμολογία συνεπάγονταν μηδενική πιθανότητα πτώχευσης. Το 2006 προβλέπαμε πως αυτό δεν ήταν, απαραίτητα, δεδομένο και σήμερα  το γνωρίζουμε με σιγουριά.
Και ενώ το αμερικανικό Κογκρέσο προώθησε, έστω και δειλά, μέτρα για την αλλαγή του status quo των εταιριών πιστοληπτικής αξιολόγησης, οι μεγάλες τράπεζες και οι μεγάλοι αγοραστές ομολόγων ζήτησαν αυτό να παραμείνει ως έχει. ‘Δεδομένου του τρόπου με τον οποίο οι μεγάλοι αγοραστές ομολόγων χρησιμοποιούν της βαθμολογίες αξιολόγησης για να αποκτήσουν το πλεονέκτημα έναντι πιο παθητικών συμμετεχόντων στην αγορά, δεν πρέπει να προκαλεί εντύπωση γιατί πιέζουν προς την κατεύθυνση της διατήρησης του σημερινού status quo’ υποστηρίζει ο Einhorn. 
Έτσι, προς το παρόν, ο κόσμος κινείται στους ρυθμούς των Moody’s, S&P και Fitch και αν και οι ΗΠΑ απολαμβάνουν τα οφέλη από τη στήριξη της οικονομία τους από αυτές, η Ελλάδα βιώνει με το χειρότερο δυνατό τρόπο την παντοδυναμία τους.


Δεν υπάρχουν σχόλια: