του Γ. Σταθάκη
Το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και το πρόγραμμα πλεονασματικού προϋπολογισμού είναι αδύνατον να εξυπηρετήσουν το δημόσιο χρέος. Τα νούμερα είναι φανταστικά. Το ίδιο και η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης το 2013 και με ρυθμούς 3,5-4% τον χρόνο μέχρι το 2020. Το δημόσιο χρέος το 2020 θα πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ, ενώ θα έχει προηγηθεί νέα αναχρηματοδότηση και αναδιάρθρωσή του.
Η τελευταία Έκθεση του ΔΝΤ για την Ελλάδα προετοιμάζει τους αποδέκτες του για την πιθανή αποτυχία του ελληνικού προγράμματος. Οι συμπερασματικές διατυπώσεις είναι αποκαλυπτικές. “Το ελληνικό πρόγραμμα υπόκειται σε υψηλούς κινδύνους”. “Με το χρέος να παραμένει υψηλό για πολύ καιρό, η Ελλάδα θα παραμένει 'επιρρεπής σε ατυχήματα'”. “Οι διαδοχικές επισκοπήσεις της κατάστασης της οικονομίας στο μέλλον,[...] μπορεί να οδηγήσουν σε νέα επιπρόσθετη βοήθεια από τους Ευρωπαίους εταίρους, με όρους ακόμα πιο ευνοϊκούς από αυτούς που προβλέπονται τώρα και/ή με μία ακόμα αναδιάρθρωση του χρέους” (IMF, Country Report, no 12/57, March 2012).
Οι κίνδυνοι εκπορεύονται από μια πιθανή βαθύτερη και μεγαλύτερης διάρκειας ύφεση, από την αστάθεια του τραπεζικού κλάδου, από τις δυσκολίες εφαρμογής των νέων περικοπών σε μισθούς και δαπάνες, από την πολιτική αστάθεια και πληθώρα άλλων παραγόντων. Μάλιστα, το ΔΝΤ επισημαίνει ότι το ίδιο ήταν υπέρ μιας πιο “σταδιακής εφαρμογής του προγράμματος”, αλλά αυτό εμποδίστηκε από την επιμονή των Ευρωπαίων εταίρων. Το ΔΝΤ, κοινώς, επιδιώκει να προστατευτεί από την πιθανή αποτυχία του προγράμματος, στη φάση του Μνημονίου 2, καθώς η αποτυχία του Μνημονίου 1, αν και δεν διατυπώνεται ρητά, είναι διάχυτη σε όλα τα σημεία της έκθεσης.
Ας δούμε όμως τι λέει το ίδιο το πρόγραμμα. Επικεντρώνεται σε τρία σκέλη. Πρώτον, τη δημοσιονομική βιωσιμότητα, που αφορά το δημόσιο χρέος. Δεύτερον, την ανταγωνιστικότητα προκειμένου να αντιμετωπιστεί το πρόβλημα του ισοζυγίου πληρωμών. Τρίτον, τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα, δηλαδή τη διασφάλιση της ομαλής λειτουργίας του χρηματοπιστωτικού συστήματος.
Ας ξεκινήσουμε από τη δεύτερη επιδίωξη. Εδώ η στρατηγική είναι αυτή της “εσωτερικής υποτίμησης”, της μείωσης δηλαδή των μισθών και των τιμών -αγαθών, ακινήτων και επιχειρήσεων-, μέχρις ότου η οικονομία αποκτήσει ξανά “διεθνή ανταγωνιστικότητα”. Πρόκειται για νέα εσωτερική υποτίμηση κατά 15-20%, πέρα από αυτήν που έχει επιτευχθεί ήδη (περίπου 15%). Μαζί με κάποιες διαρθρωτικές αλλαγές για την τόνωση του ανταγωνισμού, το ΔΝΤ προσδοκά, θεωρητικά, ότι η πολυπόθητη πτώση των τιμών θα αρχίσει στα τέλη του 2012 και αυτό θα οδηγήσει την οικονομία σε ανάπτυξη από το 2013 και μετά.
Το πρόβλημα της πολιτικής της εσωτερικής υποτίμησης είναι απλό. Οι τιμές δεν μειώνονται τόσο γρήγορα όσο οι μισθοί. Η μείωση των μισθών μετατρέπεται αυτόματα σε μείωση της ζήτησης. Οι επιχειρήσεις αντιδρούν με μείωση της απασχόλησης και νέες περικοπές στους μισθούς, όχι με μείωση των τιμών. Ο κύκλος συρρίκνωσης εκφεύγει των αρχικών προβλέψεων και το πρόγραμμα πέφτει έξω. Αυτό έγινε φανερό με την πλήρη αποτυχία του Μνημονίου 1, καθώς, αντί για επιστροφή στην ανάπτυξη το 2012, η οικονομία βρέθηκε με -14,8% του ΑΕΠ και η ανεργία στο 21%.
Στο θέμα τώρα της βιωσιμότητας του ελληνικού χρέους. Ας θυμηθούμε ότι το χρέος, παρά το PSI, έμεινε σταθερό στα 330 δισ. (διεγράφησαν 100 δισ. και προστέθηκαν νέα δάνεια 100 δισ.). Τόσο θα είναι και το 2020, καθώς μέχρι τότε το δανειακό κεφάλαιο μένει άθικτο. Ενδιάμεσα, η Ελλάδα καλείται να πληρώσει σε τόκους 110 δισ. Κατά το ΔΝΤ, αυτά θα πληρώνονται από το πλεόνασμα του προϋπολογισμού κάθε έτος (περίπου 7 δισ.) και από τις ιδιωτικοποιήσεις των 50 δισ.
Το πλεόνασμα των 7 δισ., για να προκύψει, πρέπει ο προϋπολογισμός να μειώσει τις δαπάνες από το 43% του ΑΕΠ (που ήταν ο μέσος όρος την περίοδο 1995-2009) σε μόλις 34%. Τα έσοδα να παραμείνουν στο 38,5% του ΑΕΠ. Με άλλα λόγια, η Ελλάδα καλείται να περικόψει ακόμα 11 δισ. στις δαπάνες. Ταυτόχρονα, με κάποιο μαγικό τρόπο, τα έσοδα θεωρείται ότι μπορεί να μείνουν ανέπαφα, παρά την ύφεση, ενώ είναι υπαρκτός ο κίνδυνος της κατάρρευσής τους.
Έτσι η ελληνική οικονομία καλείται να έχει τρεις παγκόσμιες πρωτοτυπίες. Θα είναι η πρώτη χώρα στον κόσμο που θα έχει πλεόνασμα του προϋπολογισμού της τάξης του 5% του ΑΕΠ. Αυτή η προσαρμογή θα επιτευχθεί εν μέσω της μεγαλύτερης ύφεσης που έχει καταγραφεί μεταπολεμικά, σε οποιαδήποτε Δυτική οικονομία. Καθώς το “μεγάλο κράτος” είναι ο βασικότερος δείκτης ανάπτυξης μιας οικονομίας (Δ. Ευρώπη, Ιαπωνία και ΗΠΑ είναι στο 45%, η Λατινική Αμερική στο 30%, η Αφρική στο 15%), το εγχείρημα μεταστροφής μιας οικονομίας από τα ευρωπαϊκά στα λατινοαμερικανικά επίπεδα αποτελεί πρωτόγνωρο εγχείρημα “ιστορικής γενετικής”.
Οι ιδιωτικοποιήσεις πάλι τοποθετούνται αυθαίρετα στο 20% του ΑΕΠ επικαλείται η Έκθεση την εμπειρία από αντίστοιχα προγράμματα σε χώρες της Λατινικής Αμερικής, της Ανατολικής Ευρώπης και της Αφρικής στη δεκαετία του 1990. Μόνο που ήδη οι κυβερνήσεις Μητσοτάκη και Σημίτη είχαν προβεί σε μαζικές ιδιωτικοποιήσεις στη βιομηχανία (το σύνολο των προβληματικών), στον τραπεζικό τομέα και τις τηλεπικοινωνίες και φυσικά στις υποδομές, καθώς όλα τα νέα μεγάλα έργα (δρόμοι, αεροδρόμια, γέφυρες κ.λπ.) είναι ιδιωτικά. Για την ακρίβεια, η Ελλάδα έχει τη μικρότερη άμεση κρατική ιδιοκτησία στο σύνολο της Ευρώπης.
Το “πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων” σε μια “ιδιωτικοποιημένη οικονομία” είναι τραγελαφικό εγχείρημα. Έτσι, το ΔΝΤ εντοπίζει 11 δημόσιες επιχειρήσεις (εννοεί τη ΔΕΗ, τον ΟΣΕ κ.λπ.) οι οποίες αναμένεται να δώσουν 3,4 δισ. Ο ΟΠΑΠ και οι άδειες τυχερών παιγνίων αποτιμώνται σε 2,1 δισ. Οι συμμετοχές σε μεικτές επιχειρήσεις (Ελληνικά Πετρέλαια κ.λπ.) σε 2,3. Και 49 κτήρια του Δημοσίου σε 1 δισ. Όλα αυτά μαζί κάνουν 9 δισ. και επιβεβαιώνουν τη θεωρία μας ότι η Ελλάδα έχει τη μικρότερη κρατική ιδιοκτησία στην Ευρώπη.
Από τα 9 μέχρι τα 50 δισ. υπάρχει μια μικρή απόσταση. Οπότε αρχίζει η “μαύρη μαγεία”. Οι υποδομές θα δώσουν 6,4 δισ. (επαρχιακά αεροδρόμια, δρόμοι ή λιμάνια). Οι χρηματοπιστωτικοί τίτλοι του Δημοσίου θα δώσουν άλλα 16 δισ. Προφανώς εννοεί ομόλογα και μετοχές τρίτων. Μόνο που αυτοί απλώς ή δεν υπάρχουν ή έχουν απαξιωθεί ή έχουν “κουρευτεί”, διαφορετικά θα είχαν ήδη εκποιηθεί από την τρόικα. Και επειδή είμαστε ακόμα πολύ μακριά από τον στόχο, εμφανίζεται η δημόσια γη, τα 70.000 οικόπεδα, αξίας 16 δισ. Ας φανταστούμε το Δημόσιο να εκποιεί τα χιλιάδες μικρο-οικόπεδα που περιήλθαν στην κατοχή του από απαλλοτριώσεις, δωρεές, κληρονομικές διαμάχες, αμέλεια των ιδιοκτητών τους κ.ο.κ.
Εν κατακλείδι, το πρόγραμμα ιδιωτικοποιήσεων και το πρόγραμμα πλεονασματικού προϋπολογισμού, είναι αδύνατον να εξυπηρετήσουν το δημόσιο χρέος. Τα νούμερα είναι φανταστικά. Το ίδιο και η επάνοδος της ελληνικής οικονομίας σε τροχιά ανάπτυξης το 2013 και με ρυθμούς 3,5-4% τον χρόνο μέχρι το 2020. Το δημόσιο χρέος το 2020 θα πλησιάζει το 200% του ΑΕΠ, ενώ θα έχει προηγηθεί νέα αναχρηματοδότηση και αναδιάρθρωσή του.
Ο τελευταίος στόχος του προγράμματος είναι η χρηματοπιστωτική σταθερότητα, η διάσωση δηλαδή του τραπεζικού συστήματος. Εδώ τα πράγματα είναι απογοητευτικά. Οι καταθέσεις έχουν μειωθεί κατά 30% στη διετία του Μνημονίου (από τα αρχικά 200 δισ.), σχεδόν το 20% των δανείων είναι ανενεργό, μόλις στο 8% έχει συμφωνηθεί κάποια ρύθμιση και οι απώλειες από το PSI εκτιμώνται σε 23 δισ. Οι τράπεζες δεν έχουν φυσικά δυνατότητα δανεισμού και οι πιστώσεις προέρχονταν από την ΕΚΤ και πρόσφατα από την Τράπεζα της Ελλάδος. Οι τράπεζες συνολικά χρειάζονται 130 δισ. Είχαν πάρει αρχικά 26, έχουν δανειστεί ήδη άλλα 60 και κάνει λαμβάνειν άλλα 50 μέχρι τον Ιούνιο.
Αυτή η τεράστια ροή πόρων θέτει τρία κρίσιμα θέματα. Πρώτον, την κεφαλαιακή επάρκεια. Εδώ η ιδία συμμετοχή προφανώς δεν φθάνει και εάν ο δημόσιος δανεισμός γίνεται με αντάλλαγμα μετοχές, τότε οι τράπεζες ντε φάκτο κρατικοποιούνται. Δεύτερον, την αποφυγή νέων σημείων κρίσης που μπορεί να προκύψουν από επισφαλή δάνεια και διαρροή καταθέσεων. Η μελέτη της Μπλακ Ροκ ασχολείται με τα επισφαλή επιχειρηματικά και καταναλωτικά δάνεια και αν αυτά είναι της τάξης του 30-40%, τότε η αναδιάρθρωση του συνόλου των δανείων θα είναι επιβεβλημένη. Τρίτον, ο νέος ρυθμιστικός ρόλος της Τράπεζας της Ελλάδος επιβάλλει την άρση του ελέγχου που ασκούν οι ιδιώτες μέτοχοι στη διοίκηση, συνεπώς επιβάλλεται (όπως προτείνει και το ΔΝΤ) να τεθεί ξανά υπό δημόσιο έλεγχο.
Τι μένει λοιπόν από το Μνημόνιο 2; Ας ανακεφαλαιώσουμε. Ένα δημόσιο χρέος που δεν γίνεται βιώσιμο σε καμία περίπτωση. Μια δημοσιονομική προσαρμογή που θα αποτύχει πλήρως λόγω της ραγδαίας ύφεσης και του εξωπραγματικού στόχου αναφορικά με τη μείωση των δημοσίων δαπανών. Ένα δαπανηρό και μη βιώσιμο σχέδιο διάσωσης των τραπεζών και των ιδιοκτητών τους. Τέλος, συνεχίζεται η αποτυχημένη πολιτική της εσωτερικής υποτίμησης για την αντιμετώπιση της ανταγωνιστικότητας και του ισοζυγίου πληρωμών, που βουλιάζει και διαλύει την οικονομία. Πρόκειται για το χρονικό μιας προαναγγελθείσας μεγάλης αποτυχίας.
* Καθηγητής του Πανεπιστημίου Κρήτης και υποψήφιος του ΣΥΡΙΖΑ στα Χανιά. Το κείμενο αποτελεί τμήμα της ομιλίας που δόθηκε στο πλαίσιο των σεμιναρίων της “Πρωτοβουλίας για την υπεράσπιση της κοινωνίας και της δημοκρατίας” (http://www.koindim.eu/el/)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου