Νέες, ανεπίσημες συμμαχίες μεταξύ σωματείων, φοιτητών και τοπικών ή ευρύτερων κινήσεων διαδηλώνουν δυναμικά εναντίον των προγραμμάτων δημοσιονομικής αυστηρότητας της κυβέρνησης συνασπισμού του Ηνωμένου Βασιλείου καταγγέλλοντας τις εθνικές ανισότητες.
Το κύμα κοινωνικής διαμαρτυρίας εναντίον των κυβερνητικών μέτρων για την αντιμετώπιση της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης σαρώνει ολόκληρη την Ευρώπη. Από τους δρόμους της Αθήνας ώς το Ρέικιαβικ και τις μεγαλύτερες πλατείες της Ισπανίας, εκδηλώνεται χειροπιαστή η οργή κατά της σκληρής λιτότητας, η οποία επιβάλλεται σε πληθυσμούς που ήδη τρεκλίζουν κάτω από το βάρος των αναδιαρθρώσεων της νεοφιλελεύθερης εποχής.
Μαζικές αντιδράσεις εξελίσσονται και στο Ηνωμένο Βασίλειο, με διαμαρτυρίες που εντυπωσιάζουν πολλούς με το μέγεθος και την έντασή τους. Ξεκίνησαν τον Νοέμβριο του 2010, με φοιτητικές διαδηλώσεις εναντίον των κυβερνητικών μέτρων για την περικοπή της χρηματοδότησης στην εκπαίδευση και την αύξηση των διδάκτρων (1). Και αποτέλεσαν το πρελούδιο για τις κινητοποιήσεις κατά της λιτότητας που αποφάσισε να επιβάλει η κυβέρνηση συνασπισμού Συντηρητικών - Φιλελεύθερων Δημοκρατών, με περικοπές άνω των 80 δισ. στερλινών (90 δισ. ευρώ) στις δημόσιες δαπάνες έως το 2014-15, συμπεριλαμβανομένων 18 δισ. στερλινών (20,5 δισ. ευρώ) από τον προϋπολογισμό πρόνοιας και 36 δισ. στερλινών (41 δισ. ευρώ) από τις δημόσιες υπηρεσίες και παροχές. Οι πρωτοφανείς αυτές περικοπές υποτίθεται ότι αντισταθμίζονται από αυξήσεις στη φορολόγηση, που όμως προκύπτουν κατά μεγάλο μέρος από την αύξηση του ΦΠΑ σε 20% - ένας συνδυασμός που με βεβαιότητα προκαλεί κατάφωρη οπισθοδρόμηση.
Από το φθινόπωρο η εναντίωση άρχισε να γιγαντώνεται σε διάφορα μέτωπα. Φοιτητές κατέλαβαν τα πανεπιστήμιά τους και συγκεντρώθηκαν στην Πλατεία Κοινοβουλίου, ενώ μια ευρεία συμμαχία κινητοποιήθηκε για το ξεπούλημα εθνικών δασών, εξαναγκάζοντας την κυβέρνηση να αποσύρει το σχέδιο τον Φεβρουάριο. Περαιτέρω απόπειρες να εμποδιστούν οι ιδιωτικοποιήσεις προέκυψαν σε τοπικό επίπεδο. Τον Μάρτιο, η πλειονότητα των κατοίκων του Ντόβερ, της παραλιακής πόλης της κομητείας του Κεντ, ψήφισε κατά της μεταβίβασης του λιμανιού σε ιδιωτικά χέρια. Η αντίσταση στην ατζέντα λιτότητας της κυβέρνησης πολλαπλασιάστηκε όταν σωματεία του δημόσιου τομέα, όμιλοι φοιτητών και διάφορες τοπικές οργανώσεις ανέλαβαν δράση τον Φεβρουάριο και τον Μάρτιο, με καταλήψεις των δημαρχείων στο Λιντς και στα λονδρέζικα δημοτικά διαμερίσματα του Χάρινγκεϊ και του Λάμπεθ, προκειμένου να εμποδίσουν τους δημοτικούς συμβούλους να ψηφίσουν περικοπές σε τοπικές υπηρεσίες.
ΣΥΛΛΑΛΗΤΗΡΙΑ
Το αποκορύφωμα ήρθε στις 26 Μαρτίου, όταν 500.000 άνθρωποι συμμετείχαν σε διαδηλώσεις στο Λονδίνο. Το εθνικό συλλαλητήριο των εργατικών σωματείων συνέπεσε με τις δράσεις άλλων κινημάτων: Φοιτητές, συνταξιούχοι, αναρχικοί, σοσιαλιστές και αγωνιζόμενοι εναντίον της εταιρικής φοροδιαφυγής κατέλαβαν καταστήματα, συμπεριλαμβανομένου του πολυτελούς εδεσματοπωλείου Fortnum and Mason [μια υπενθύμιση προς την ιδιοκτήτρια επενδυτική εταιρεία Whit-tington Investments, να πληρώσει τα 40 εκατ. στερλίνες (45 εκατ. ευρώ) που φέρεται να οφείλει στο δημόσιο ταμείο]. Μελέτη της ανεξάρτητης εταιρείας συμβούλων Tax Research UK εκτιμά ότι η φοροδιαφυγή των εταιρειών αγγίζει τα 16 δισ. στερλίνες (18 δισ. ευρώ) κάθε χρόνο, δηλαδή το ήμισυ του συνολικού ποσού που τελικά καταβάλλουν οι επιχειρήσεις (2).
Πώς να εξηγήσεις το απροσδόκητο ξέσπασμα επαναστατικότητας σε μια χώρα της οποίας οι παραδόσεις εξέγερσης έμοιαζαν να έχουν πέσει σε χειμερία νάρκη επί μία ολόκληρη γενιά; Η συντριβή της απεργίας των μεταλλωρύχων από τη Μάργκαρετ Θάτσερ, το 1984-85, σήμανε το κλείσιμο του τελευταίου κύκλου αμφισβήτησης, ο οποίος είχε ανοίξει μία δεκαετία νωρίτερα και κορυφώθηκε τον «χειμώνα της δυσαρέσκειας» του 1978-79. Εκτοτε, υπήρξαν μόνο δύο περιπτώσεις μεγάλης κλίμακας διαμαρτυριών στους δρόμους του Ηνωμένου Βασιλείου: το 1990, με τις ταραχές για τον «κεφαλικό φόρο» (όταν η Μάργκαρετ Θάτσερ επιχείρησε να επιβάλει τον «poll tax», έναν καινούργιο τοπικό φόρο στις παρεχόμενες δημόσιες υπηρεσίες) και το 2003, με τις μαζικές διαδηλώσεις εναντίον της επικείμενης εισβολής στο Ιράκ. Κατά τα άλλα, οι διαμαρτυρίες στο Ηνωμένο Βασίλειο υπήρξαν σχετικά μικρές και σπάνιες, συγκρινόμενες με τους τακτικούς ξεσηκωμούς σε Γαλλία, Ιταλία και Ελλάδα.
Η αναβίωση της κοινωνικής διαμαρτυρίας εξηγείται εν μέρει από το μέγεθος των υπό μελέτη περικοπών. Σύμφωνα με μια ανάλυση, οι περικοπές που ανήγγειλε τον περασμένο Οκτώβριο ο υπουργός Οικονομικών, Τζορτζ Οσμπορν, σήμαιναν «τη μεγαλύτερη συμπίεση των συνολικών δαπανών από το τέλος του Β' Παγκόσμιου Πολέμου» (3). Η επίθεση στις δημόσιες λειτουργίες διαδέχεται τις ιδιωτικοποιήσεις και τις βασισμένες στην αγορά μεταρρυθμίσεις που έγιναν επί Θάτσερ και κατόπιν επί Μπλερ, οι οποίες κατακερμάτισαν και υπονόμευσαν την καθολική κάλυψη από το κράτος πρόνοιας. Πολλοί στο Ηνωμένο Βασίλειο νιώθουν πως η κυβέρνηση του Κάμερον έχει αναλάβει την περαιτέρω δραστική συρρίκνωση του δημόσιου τομέα, τον οποίο πλέον πρέπει να προασπίσουν προκειμένου να αποφευχθεί η ολική εξαφάνισή του. Τοπικές πρωτοβουλίες και σωματεία στο Λιούισαμ και το Εδιμβούργο διοργάνωσαν την εικονική κηδεία των δημόσιων υπηρεσιών τους. Ο Κάμερον μιλάει για μια «μεγάλη κοινωνία» που θα γεμίσει το κενό των κρατικών παροχών, όμως πολλοί Βρετανοί διακρίνουν τι κρύβεται πίσω από αυτήν: ακόμη περισσότερες επιθέσεις στους πολλούς προς όφελος των ολίγων και πλουσίων. Και αυτοί οι λίγοι εκπροσωπούνται ευρέως στο υπουργικό συμβούλιο του Κάμερον, αφού 18 εκ των 29 μελών του είναι εκατομμυριούχοι.
ΑΝΙΣΟΤΗΤΕΣ
Υπάρχει ακόμη μία σημαντική εξήγηση, το ευρύτερο οικονομικό πλαίσιο. Το πρόγραμμα δημοσιονομικής αυστηρότητας του Κάμερον επέρχεται εν μέσω γενικευμένης συστημικής κρίσης και επίμονης ύφεσης. Στο Ηνωμένο Βασίλειο, το μερίδιο του χρηματοπιστωτικού τομέα στο ΑΕΠ αυξήθηκε από 22% σε 32% μεταξύ του 1990 και του 2007 (έναντι μέσου όρου 24% έως 28% για τις χώρες του ΟΟΣΑ)(4). Η βρετανική οικονομία μεγεθύνθηκε μόλις κατά 0,5% στο πρώτο τέταρτο του 2011 και ακόμη δεν έχει καταγράψει κάτι παραπάνω από αναλαμπές μεγέθυνσης ύστερα από την κατάρρευση του 2008, ενώ οι άνεργοι έχουν ανέλθει στα 2,5 εκατομμύρια. Υπό αυτές τις συνθήκες, η κοινή γνώμη έχει αναπτύξει έντονο σκεπτικισμό απέναντι στα οφέλη του χρηματοπιστωτικού καπιταλισμού (εξ ου και η ένταση των διαμαρτυριών εναντίον της εταιρικής φοροαποφυγής).
Ολα αυτά συμβαίνουν τη στιγμή που οι εισοδηματικές ανισότητες είναι οι υψηλότερες εδώ και μισόν αιώνα και η κοινωνική κινητικότητα η χαμηλότερη των τελευταίων δεκαετιών. Σύμφωνα με τον Οργανισμό Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ), το 1980, το πλουσιότερο 10% των Βρετανών κέρδιζε κάτι λιγότερο από το τριπλό εισόδημα του φτωχότερου 10%. Το 2008, κέρδιζαν 3,6 φορές περισσότερα. Και η ανισοκατανομή του εισοδήματος, όπως μετριέται από τον συντελεστή Gini (5), στο Ηνωμένο Βασίλειο ανέρχεται σε 0,33 έναντι του 0,28 της δεκαετίας του 1970. Οι Βρετανοί πολίτες έχουν πλέον ευαισθητοποιηθεί απέναντι στην κατάφωρη αδικία των κυβερνητικών προγραμματισμών - μια προσπάθεια να φορτώσουν στον λαό, και ειδικά στους φτωχότερους και τους κατ' εξοχήν ευπαθείς, το κόστος της διάσωσης του Σίτι (955 δισ. λίρες, πάνω από ένα τρισεκατομμύριο ευρώ, σε τραπεζικές ενέσεις ρευστότητας, εγγυήσεις και «ποσοτικές διευκολύνσεις» - δηλαδή εκτύπωση επιπλέον τραπεζογραμματίων). Δεν αποτελεί έκπληξη ότι ο ισχυρισμός του Οσμπορν, το 2009, πριν ακόμη αναλάβει το αξίωμά του, ότι «στην ίδια βάρκα βρισκόμαστε όλοι μας», αντιμετωπίστηκε με σχεδόν καθολικό χλευασμό.
Τέτοιου είδους στάσεις τροφοδοτούνται από την ακόμη ζωντανή δυσπιστία πολλών ανθρώπων απέναντι στο Συντηρητικό Κόμμα, μια κληρονομιά των χρόνων της Θάτσερ που επιμένει και μετά από 13 χρόνια Εργατικής διακυβέρνησης. Πρόκειται για ακόμη έναν παράγοντα πίσω από τις διαμαρτυρίες. Παρόλο που οι Εργατικοί ήταν υπεύθυνοι για τη μαζική επέκταση του χρηματοπιστωτικού τομέα στις δεκαετίες του 1990 και του 2000, παρόλο που η κυβέρνηση Μπράουν διέσωσε το Σίτι το 2008, μια κυβέρνηση Συντηρητικών - Φιλελεύθερων Δημοκρατών επιβάλλει τις περικοπές. Πολλοί από εκείνους που έχουν κεντροαριστερές ή ευρύτερα προοδευτικές απόψεις μπορούν να εκφράσουν πιο ενεργητικά την αντίθεσή τους απ' όσο θα το έκαναν απέναντι σε μια κυβέρνηση Εργατικών, και ειδικά τα συνδικάτα, τα περισσότερα εκ των οποίων διατηρούν δεσμούς με το Εργατικό Κόμμα, παρά την ορατή περιφρόνησή του για την ευημερία των εργαζόμενων της Μεγάλης Βρετανίας. Ο τελευταίος προϋπολογισμός του Μπράουν, τον Απρίλιο του 2010, προέβλεπε περικοπές 52 δισ. στερλινών (60 δισ. ευρώ)· αν είχε κερδίσει, εκείνον τον Μάιο, τις εκλογές, θα είχε άραγε ηγηθεί η Συνομοσπονδία Εργατικών Σωματείων σε μια διαδήλωση τόσο μεγάλη όσο αυτή του Μαρτίου;
ΟΙ ΝΕΕΣ ΓΕΝΙΕΣ
Ενας ακόμη σημαντικός παράγοντας έχει να κάνει με τις γενιές, δηλαδή με την εμφάνιση στην πολιτική σκηνή νέων ανθρώπων, σε γενικές γραμμές πιο ριζοσπαστικοποιημένων από τους αμέσως προηγούμενους. Οσοι είναι τώρα φοιτητές μεγάλωσαν μέσα σε μια κοινωνία όπου κυριαρχούσε ο αντίκτυπος του «πολέμου ενάντια στην τρομοκρατία» και της κατοχής του Αφγανιστάν και του Ιράκ, ένα κλίμα πολιτικά πολύ πιο φορτισμένο από εκείνο της δεκαετίας του 1990, την πιο θριαμβευτική περίοδο της «μοναδικής σκέψης» του νεοφιλελευθερισμού.
Τα κινήματα της αντι-παγκοσμιοποίησης ρίζωσαν στη Βρετανία επίσης μετά το 2000, με ετήσιες κινητοποιήσεις την Πρωτομαγιά - για την αντιμετώπισή τους, η αστυνομία του Λονδίνου υιοθέτησε την προληπτική τακτική της «χύτρας», συλλαμβάνοντας εσκεμμένα διαδηλωτές και κρατώντας τους επί ώρες. Οι κινητοποιήσεις αποτέλεσαν ένα πολύτιμο πεδίο εκπαίδευσης για πολλούς από εκείνους που συμμετείχαν στις πρόσφατες διαδηλώσεις. Επιπλέον, όσοι είναι τώρα φοιτητές μεγάλωσαν χωρίς να γνωρίζουν άλλο καθεστώς από αυτό των Νέων Εργατικών. Οταν η κυβέρνηση Μπράουν οδηγούνταν στην κατάρρευσή της, το 2010, πολλοί ανάμεσά τους, ενστικτωδώς απρόθυμοι να ενισχύσουν τους Συντηρητικούς, υποστήριξαν τους Φιλελεύθερους Δημοκράτες, μόνο και μόνο για να δουν πολύ σύντομα τις προοδευτικές ελπίδες τους να διαψεύδονται με την είσοδο του Νικ Κλεγκ στον κυβερνητικό συνασπισμό. Πολλοί νέοι αυτής της γενιάς βρίσκονται στην ασυνήθιστη θέση να απορρίπτουν ακράδαντα και τα τρία σημαντικά κόμματα, κάτι που τους ενθάρρυνε να υιοθετήσουν εξωκοινοβουλευτικές τακτικές σε μια έκταση που οι προκάτοχοί τους ούτε κατά διάνοια είχαν φανταστεί.
Παρόλο που η αντίθεση στις περικοπές της κυβέρνησης άρχισε να διαμορφώνεται το προηγούμενο καλοκαίρι, η χειμωνιάτικη εξέγερση των φοιτητών και η προθυμία τους να βγουν στο δρόμο ήταν εκείνη που έδωσε ώθηση και σε άλλους τομείς της κοινωνίας (6). Μια ευρεία γκάμα ομάδων εμπλέκονται στον αγώνα. Τα σωματεία, και ειδικότερα εκείνα που εκπροσωπούν τους εργαζόμενους του δημόσιου τομέα, σχηματίζουν το μεγαλύτερο κέντρο αντιδράσεων και οργανώνονται είτε άμεσα είτε μέσω ευρύτερων σχηματισμών, όπως ο Συνασπισμός Αντίστασης (Coalition of Resistance), που ιδρύθηκε τον Αύγουστο του 2010 (7).
Υπάρχουν επίσης φοιτητικά κινήματα και μια γκάμα κινήσεων με συγκεκριμένο στόχο και μεταβαλλόμενο αριθμό μελών, ο οποίος ορίζεται από τη συμμετοχή σε συγκεκριμένες δράσεις, όπως το UK Uncut. Η ομάδα δημιουργήθηκε τον Οκτώβριο του 2010, όταν κάποιοι λονδρέζοι ακτιβιστές αποφάσισαν να διοργανώσουν διαμαρτυρίες εναντίον της φοροδιαφυγής της Vodafone και επέλεξαν μια ετικέτα θέματος (hashtag) στο Twitter που θα συνέδεε τις παρανομίες των μεγαλοεταιρειών με το κυβερνητικό πρόγραμμα λιτότητας. Εκτοτε, ομάδες σε όλη τη Βρετανία χρησιμοποίησαν το όνομα UK Uncut για τις δράσεις τους, αν και δεν υπάρχει κεντρική οργανωτική αρχή ή σταθερή ιδιότητα μέλους. Το μείγμα που προκύπτει από τις τακτικές άμεσης δράσης και τα ρεφορμιστικά αιτήματα ίσως μοιάζει αντιφατικό, όμως τέτοιοι ασυνήθιστοι συνδυασμοί φαίνεται πως αποτελούν σταθερό χαρακτηριστικό της νέας φάσης της κοινωνικής διαμαρτυρίας στο Ηνωμένο Βασίλειο.
ΤΟΠΙΚΑ ΚΙΝΗΜΑΤΑ
Ο συνασπισμός Συντηρητικών - Φιλελεύθερων Δημοκρατών έχει μεταθέσει μεγάλο μέρος της ευθύνης για την εφαρμογή των περικοπών στους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, αναγκάζοντάς τους να περικόψουν έως και το ένα τέταρτο των προϋπολογισμών τους -και σε αυτό το επίπεδο είναι που η αντίσταση έχει αναπτύξει τις βαθύτερες ρίζες. Ηδη υπάρχει μεγάλη εξάπλωση των τοπικών επιτροπών που στόχο έχουν την προάσπιση των δημόσιων υπηρεσιών και παροχών, οι οποίες είναι επικεντρωμένες κυρίως στα μεγάλα πληθυσμιακά κέντρα (8).
Και πάλι, πολλά από τα μέλη και μεγάλο μέρος της ορμής τους προέρχεται από το εργατικό κίνημα, σε συνδυασμό με τοπικές-κοινοτικές οργανώσεις και μεμονωμένους ακτιβιστές. Το Lambeth Save Our Services, το οποίο ηγήθηκε της κατάληψης του δημαρχείου τον Φεβρουάριο, σχηματίστηκε τον Ιούλιο του 2010 μέσα από μια συνεργασία του τοπικού παραρτήματος του Unison, του βασικού σωματείου των δημοσίων υπηρεσιών, και μιας σειράς τοπικών οργανώσεων κατοίκων, στις οποίες συμπεριλαμβάνονταν εκείνες των συνταξιούχων και των αναπήρων, όπως και ενώσεις μαύρων και Λατινοαμερικανών. Επί του παρόντος, η αναλογία μεταξύ συνδικαλιστών και επιτροπών κατοίκων είναι περίπου 50-50. Σε άλλες περιοχές, το ποσοστό κλίνει προς τον έναν ή προς τον άλλον πόλο. Οι συνδικαλιστές διαθέτουν πολύ μεγαλύτερη επιρροή τόσο μέσα στο Leeds Against the Cuts όσο και στο Leeds Coalition of Resistance, αποτελούν όμως μόνο μια μικρή μειοψηφία στους κόλπους του Exeter Anti-Cuts Alliance. Οι βασικές οργανώτριες του Southport Anti-Cuts Coalition είναι η Κατ Σάμνερ, μητέρα τεσσάρων παιδιών, και η Νίνα Κίλεν, μια δημοσιογράφος με τρία παιδιά. Και οι δύο κινητοποιήθηκαν εξαιτίας των περικοπών στα οικογενειακά επιδόματα και στις τοπικές υπηρεσίες για τις οικογένειες.
ΚΑΤΑΚΕΡΜΑΤΙΣΜΟΣ
Πολλές από αυτές τις ομάδες συνδέονται με φοιτητικά κινήματα. Στο Εξετερ, οι φοιτητές ενεπλάκησαν στη συμμαχία εναντίον των περικοπών από το ξεκίνημά της και στο Λάμπεθ ο Νταν Τζέφερι παρατήρησε ότι, παρόλο που δεν υπάρχει πανεπιστήμιο στο συγκεκριμένο λονδρέζικο δημοτικό διαμέρισμα, η συνεισφορά των ριζοσπαστικοποιημένων φοιτητών που ζουν εκεί «αναμφίβολα βοήθησε». Ολες οι ομάδες τονίζουν την ευρύτητα της κοινωνικής βάσης τους -με έμφαση στο μέγεθος των περικοπών, που εκτείνονται από το Εθνικό Σύστημα Υγείας (NHS) έως τις βιβλιοθήκες, από τη στέγαση έως τις παιδικές χαρές, από τα δρομολόγια των λεωφορείων έως τη βοήθεια στα θύματα ενδοοικογενειακής βίας. Πέρα όμως από την άμεση απειλή προς τις δημόσιες υπηρεσίες, υπάρχουν και μακροπρόθεσμες ανησυχίες. Η Κατ Σάμνερ επισημαίνει ότι «το πραγματικό κόστος -οικονομικό και κοινωνικό- πολλών περικοπών δεν θα φανεί παρά μόνο πολύ μετά το τέλος αυτής της κυβέρνησης».
Το αδύναμο σημείο της αντίστασης στις περικοπές είναι ο κατακερματισμός της. Η ίδια η γεωγραφία των περικοπών είναι ανομοιογενής, αντικατοπτρίζοντας σε μεγάλο βαθμό τις ανισότητες της χώρας όσον αφορά τον πλούτο και την απασχόληση. Η κυβέρνηση Μπλερ αντικατέστησε πολλές από τις βιομηχανικές θέσεις εργασίας που χάθηκαν μετά τη δεκαετία του 1970, ειδικά στον Βορρά, διογκώνοντας τον δημόσιο τομέα. Πολλές από αυτές τις θέσεις τώρα θα χαθούν και εκείνοι που θα πληγούν θα έχουν μικρές ή καθόλου πιθανότητες εναλλακτικής απασχόλησης. Σε αυτήν την κοινωνική γεωγραφία είναι που η κυβέρνηση επιβάλλει το τιμωρητικό πρόγραμμα δημοσιονομικής αυστηρότητάς της, ελπίζοντας ότι η αντίσταση που θα δημιουργήσει θα είναι και αυτή κατακερματισμένη, και άρα θα είναι ευκολότερο να διασκορπιστεί και να εκτονωθεί.
Το στοίχημα για όσους αντιδρούν στα μέτρα λιτότητας είναι να συνεχίσουν να συνδέουν τους τοπικούς αγώνες με ένα εθνικό πλαίσιο δράσης. Η πρόσφατη απόφαση του Κάμερον να κάνει ένα «διάλειμμα» στη γενική αναμόρφωση του NHS ίσως να αποτελούσε μια απόπειρα να εξαφανίσει από το προσκήνιο έναν ενδεχόμενο ενοποιητικό ιστό της τοπικής με την εθνική αντίσταση στα μέτρα. Ενα ακόμη στοίχημα θα είναι να αποφύγουν την οικειοποίησή τους από ένα καιροσκοπικό Εργατικό Κόμμα, ο ηγέτης του οποίου, Εντ Μίλιμπαντ, απηύθυνε λόγο στο συλλαλητήριο των συνδικάτων της 26ης Μαρτίου, παρά το γεγονός ότι υπήρξε υπουργός στην κυβέρνηση των Εργατικών που ήταν υπεύθυνη τόσο για τη διάσωση τραπεζών το 2008, όσο και για το καταστροφικό οικονομικό μοντέλο που ήθελαν να διατηρήσουν.
Πρόκειται για γνωστά και συνηθισμένα εμπόδια. Ομως τα γεγονότα των τελευταίων μηνών υποδηλώνουν ότι έχει αναγεννηθεί η ενεργητικότητα και η εφευρετικότητα που θα απαιτηθεί για την υπερπήδησή τους. Και ότι το 2011 μπορεί να γίνει το έτος της αφύπνισης στο Ηνωμένο Βασίλειο.
(1) Βλ. Jamie Stern-Weiner, «Britain goes French: the student occupations», Δεκέμβριος 2010, http://mondediplo.com/openpage/britain-goes-french-the-student-occupations. Επίσης: Clare Solomon and Tania Palmieri (επιμ.), «Springtime», Verso, 2011, όπως και Dan Hancox (επιμ.), «Fightback!», openDemocracy.net, Φεβρουάριος 2011. Στα γαλλικά: David Nowell-Smith, «Amers lendemains electoraux pour l'universite britannique», «Le Monde Diplomatique», Μάρτιος 2011.
(2) «Treasury "missing out on £16bn" of unpaid taxes», «The Guardian», Λονδίνο, 14 Μαρτίου 2011.
(3) Rowena Crawford, «Where did the axe fall?», Institute for Fiscal Studies, Λονδίνο, Οκτώβριος 2010 (www.ifs.org.uk/publications/5311).
(4) Βλ. «Good riddance to New Labour», «New Left Review», Νο 62, Λονδίνο, Μάρτιος-Απρίλιος 2010.
(5) Σε αυτή τη μέτρηση, το 1 αντιστοιχεί στην απόλυτη ανισότητα (όπου ένα άτομο κατέχει τα πάντα) και το 0 στην απόλυτη ισότητα (όπου όλοι διαθέτουν το ίδιο εισόδημα).
(6) Βλ. τα σχόλια θαυμασμού του επικεφαλής του Unite, του μεγαλύτερου συνδικάτου στο Ηνωμένο Βασίλειο: Len McCluskey, «Unions, get set for battle», «The Guardian», Λονδίνο, 19 Δεκεμβρίου 2010.
(7) Η ιδρυτική του ανακοίνωση, υπογεγραμμένη από τον Τόνι Μπεν και 73 ακόμη προσωπικότητες, δημοσιεύθηκε στον «Guardian» στις 4 Αυγούστου 2010.
(8) Για μια πρώτη καταγραφή, βλ. τον ιστότοπο του Συνασπισμού Αντίστασης: www.coalitionofresistance.org.uk
* Βοηθός αρχισυντάκτης της «New Left Review» (Λονδίνο)
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου