Σάββατο 22 Ιανουαρίου 2011

Η E.E. και η (νέα) «ευγενής μας τύφλωσις» 



ΠΗΓΗ: aformi . gr
του Άγγελου Κ.

Είμαι απολύτως πεπεισμένος ότι αυτό που επιβάλλεται σήμερα στην Αριστερά είναι η επιδίωξη συγκλήσεων, κοινών θέσεων και πάνω από όλα κοινής δράσης των δυνάμεων της Αριστεράς ανεξάρτητα των διαφωνιών που υπάρχουν σε επίπεδο πολιτικής, στρατηγικής ή θεωρίας.
Ωστόσο, η παραπάνω θέση δεν μπορεί να αναιρέσει (δεν θα ήταν άλλωστε δυνατόν) το γεγονός ότι υπάρχουν σοβαρές διαφωνίες στην Αριστερά τόσο σε ζητήματα στρατηγικής και τακτικής όσο και σε ζητήματα που αφορούν την πολιτική και οικονομική συγκυρία. Το κείμενο που ακολουθεί είναι κείμενο κριτικής απόψεων που θεωρώ λανθασμένες και για τις οποίες προτείνω ότι θα πρέπει να γίνει διάλογος στο εσωτερικό της Αριστεράς. Σύμφωνα με απόψεις που κυκλοφορούν ευρύτατα στην ελληνική Αριστερά, σήμερα στην Ελλάδα τίθεται ζήτημα «εθνικής ανεξαρτησίας» και οι εργαζόμενοι θα πρέπει να θέτουν αυτό το ζήτημα σε πρώτη προτεραιότητα. Το κείμενο που ακολουθεί θα πρέπει να θεωρηθεί ως μια πρώτη κριτική αυτών των απόψεων αλλά και ως συμβολή για να ανοίξει η συζήτηση πάνω στο θέμα.


Η οικονομική κρίση, η τρόικα και το μνημόνιο έχουν επιδεινώσει σε σημείο παροξυσμού τη γνωστή παθογένεια της ελληνικής Αριστεράς: η ανάλυση της οικονομικής και πολιτικής συγκυρίας υποτάσσεται σε εθνικές προτεραιότητες «διάσωσης της πατρίδας» που κινδυνεύει δήθεν να «υποταχθεί στους ξένους» και συγκεκριμένα στους Γερμανούς (αν δεν έχει ήδηυποδουλωθεί σε αυτούς).
Οι Γερμανοί ξανάρχονται λοιπόν…
Υπό τον εύγλωττο τίτλο «Χριστούγεννα… 1941» ο Γιώργος Δελαστίκ γράφει στην καλή εφημερίδα Πριν:
«Η ζωή θα δείξει αν θα αποδειχθεί πιο δύσκολο να απαλλαγεί η χώρα από την κυβέρνηση των πολιτικών δοσίλογων του Γ. Παπανδρέου από όσο ήταν να απαλλαγεί η Ελλάδα από τη ναζιστική κατοχή».[1]
Σε πλήθος άρθρων ο Γ. Παπανδρέου αποκαλείται ως «Γιώργος Τσολάκογλου» για να γίνει εμφανές με αυτόν τον τρόπο το ζήτημα «εθνικής ανεξαρτησίας» και «υποδούλωσης στους ξένους» που αντιμετωπίζει η Ελλάδα.
Ο Πέτρος Παπακωνσταντίνου, ομολογουμένως πιο προσεκτικός, γράφει:
«Το ρητορικό ερώτημα του Κίσινγκερ (Ευρωπαϊκή Ένωση; Και σε ποιον απ’ όλους να τηλεφωνήσει ο Λευκός Οίκος όταν χρειαστεί;) βρήκε επιτέλους την απάντησή του: Στην Άγκελα Μέρκελ!».[2]
Ούτε η Γαλλία διασώζεται από τον πανίσχυρο γερμανικό ιμπεριαλισμό:
«Το περιοδικό Marianne σημείωνε με πικρό χιούμορ: «Αν μιλάμε για γερμανο – γαλλικό δίδυμο ποδήλατο, είναι κάτι παραπάνω από προφανές ότι οι Γερμανοί κρατούν το τιμόνι και οι Γάλλοι κάνουν πετάλι». Σε παραπλήσιο μήκος κύματος κινείται το νέο βιβλίο του πρώην υπουργού Άμυνας Ζαν – Πιερ Σεβενεμάν, «Η Γαλλία είναι τελειωμένη;», που διεκτραγωδεί την παράδοση της χώρας του στον μεγάλο της γείτονα».
Εν τέλει, η Γερμανία, σύμφωνα με τον συγγραφέα του άρθρου, τουλάχιστον στην Ε.Ε. έχει αντίστοιχο ηγεμονικό ρόλο με τις ΗΠΑ:
«Εν τέλει, το 2010 είδε την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση να απομακρύνεται ταχύτατα από το ιδεολόγημα της σύμπραξης μεταξύ ισότιμων εταίρων προς το πρότυπο του άκρως ετεροβαρούς ΝΑΤΟ: Με τη Γερμανία στον ρόλο του αδιαμφισβήτητου ηγεμόνα της Ε. Ε. (κατ’ αναλογία προς τον ρόλο που παίζει στο ΝΑΤΟ η Αμερική) και τη Γαλλία να διατηρεί μια «ειδική σχέση» μαζί της, αλλά υπό καθεστώς ελάσσονος εταίρου (όπως διατηρεί «ειδική σχέση» με την Αμερική η έκπτωτη αυτοκρατορία της Βρετανίας)».[3]
Στην ίδια γραμμή και ακόμα πιο απόλυτος στα πολιτικά του συμπεράσματα, ο Μανώλης Γλέζος διακηρύσσει ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ είναι:
«[…]  υποταγμένη στα συμφέροντα των ξένων που οδηγεί στην κατάλυση της εθνικής ανεξαρτησίας […] όποιος δεν βλέπει ότι το υπόβαθρο της οικονομικής εξάρτησης είναι η εθνική ανεξαρτησία, αποπροσανατολίζει το λαό».[4]
Τα ερωτήματα που ανακύπτουν από τις παραπάνω θέσεις είναι:
Πρώτον, πόσο ρεαλιστική είναι η περιγραφή της ηγεμονικής θέσης της Γερμανίας στο σημερινό κόσμο  και ειδικότερα στην Ε.Ε.;
Δεύτερον, και ακόμα πιο κρίσιμο, η εθνικο-ανεξαρτησιακή οπτική και συνακόλουθα πολιτική που αυτές οι απόψεις φέρουν, μπορεί να αποτελέσει πολιτική βάση για νικηφόρα αντεπίθεση του κινήματος;


Η Γερμανία στο σύγχρονο κόσμο
Στο πρώτο ερώτημα, θα ισχυριστώ το εξής: θα πρέπει κάποιος να έχει πάρει οριστικό διαζύγιο από την πραγματικότητα για να επιχειρηματολογήσει στα σοβαρά ότι η Γερμανία βρίσκεται σήμερα στο σημείο να επιζητεί τη δημιουργία ενός «Τέταρτου Ράιχ», όπως διάφοροι ευφάνταστοι αρθρογράφοι στην Αριστερά (αλλά και στην Δεξιά) ισχυρίζονται. Στην πραγματικότητα η Γερμανία δεν είναι ούτε καν ο αναμφισβήτητος ηγεμόνας στην Ε.Ε. με τον τρόπο που είναι οι ΗΠΑ συνολικά για το δυτικό κόσμο.

Ας δούμε αρχικά την οικονομική θέση της Γερμανίας -και (επιτέλους!) για να ακριβολογούμε μιλώντας ταξικά και όχι εθνικά: ας δούμε τη συγκριτική ισχύ της γερμανικής άρχουσας τάξης:
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)
Δισεκατομμύρια δολάρια
E.E.-2715283,6
Γερμανία2909,7
Μεγάλη Βρετανία2186,0
Γαλλία2121,7
Ιταλία1871,7
Ισπανία1434,2
Πηγή ΟΟΣΑ
OECD Factbook 2010: Economic, Environmental and Social Statistics.
Ακολουθεί ένας ακόμα πίνακας για να γίνει σύγκριση της Γερμανικής οικονομίας με άλλες ιμπεριαλιστικές χώρες εκτός Ε.Ε.:
Ακαθάριστο Εγχώριο Προϊόν (ΑΕΠ)
Δισεκατομμύρια δολάρια
ΗΠΑ14369,4
Κίνα7926,5
Ιαπωνία4358,3
Ρωσία2262,7
OECD Factbook 2010: Economic, Environmental and Social Statistics.
Από τους παραπάνω πίνακες γίνεται σαφές:
Η γερμανική οικονομία είναι μόλις το 1/5 της οικονομίας της Ε.Ε. ενώ οι οικονομίες Βρετανίας και Γαλλίας δεν απέχουν και τόσο πολύ. Σε καμιά περίπτωση η άρχουσα τάξη της Γερμανίας δεν μπορεί να παίξει εντός της Ε.Ε. το ρόλο που έχουν οι ΗΠΑ στο δυτικό κόσμο. Η αμερικανική άρχουσα τάξη κατέχει ΑΕΠ όσο σχεδόν το σύνολο της Ε.Ε.-27. Και οι ΗΠΑ αποτελούν ενιαίο κράτος δεν είναι αμάλγαμα ανεξάρτητων χωρών όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η έλλειψη σαφούς ηγεμόνα (οικονομικού και πολιτικού) εντός της Ε.Ε. και συνακόλουθα οι αντιθέσεις στο εσωτερικό της, έχουν επηρεάσει και τη θέση του ευρώ ως παγκόσμιου νομίσματος. Το ευρώ δεν κατάφερε να απειλήσει την ηγεμονική θέση του δολαρίου στην παγκόσμια αγορά. Στα τέλη του 2009 το 27.3% των παγκόσμιων αποθεματικών σε ξένο νόμισμα ήταν σε ευρώ, λίγο περισσότερο από το 20% που ήταν το 1999. Για το δολάριο τα αντίστοιχα ποσοστά ήταν 64% το 2009 και 67% το  1999.[5]
Αλλά και οι οικονομικές επιδόσεις του γερμανικού καπιταλισμού εντός της Ε.Ε. κάθε άλλο παρά αξιοζήλευτες είναι. Πράγματι η γερμανική οικονομία υπολογίζεται φέτος να αναπτυχθεί κοντά στο 3%.[6] Ωστόσο η συνολική εικόνα της ανάπτυξης του γερμανικού καπιταλισμού δεν είναι καθόλου εντυπωσιακή για την περίοδο της ΟΝΕ, στην πραγματικότητα συναγωνίζεται τις αξιοθρήνητες επιδόσεις Ιταλίας-Ιαπωνίας:
Πηγή: OECD Factbook 2010: Economic, Environmental and Social Statistics
Από το 1991 μέχρι το 2010, η μέση τετράμηνη ανάπτυξη του γερμανικού ΑΕΠ ήταν μόλις 0,28%. Τις καλές επιδόσεις του 2006-7 ακολούθησε η βύθιση της γερμανικής οικονομίας το 2009 κατά -4,7% (μείωση εξαγωγών -23,5%)[7], τη χειρότερη επίδοση από το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο.[8] Επομένως, η φετινή καλή επίδοση του γερμανικού καπιταλισμού αποτελεί ανάκαμψη από τα βάθη της προηγούμενης χρονιάς αλλά δεν πρόκειται ούτε καν να ισοφαρίσει την πτώση του 2009.
Η γερμανική οικονομία εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από τις εξαγωγές -οι εξαγωγές αντιστοιχούν σε περισσότερο από το 1/3 του εθνικού προϊόντος.[9] Οι φετινές καλές επιδόσεις στηρίζονται (για άλλη μια φορά) στις εξαγωγές και όχι στον εσωτερικό δυναμισμό της γερμανικής οικονομίας (πολύ περισσότερο στον ανύπαρκτο δυναμισμό του ευρωπαϊκού καπιταλισμού συνολικά). Επομένως, η ανάκαμψη αυτή είναι εξαιρετικά επισφαλής. Αν η παγκόσμια οικονομία (ιδιαίτερα η οικονομία των ΗΠΑ ή της Κίνας) παρουσιάσει επιδείνωση, η γερμανική οικονομία θα χτυπηθεί πολύ σκληρά, όπως και το 2009.


Γερμανία και περιφερειακές χώρες
Είναι προφανές ότι τα παραπάνω δεν αναιρούν τη δεσπόζουσα οικονομική θέση της Γερμανίας ως η μεγαλύτερη οικονομία της Ε.Ε.. Αλλά είναι ένα ζήτημα η γερμανική οικονομική υπεροχή εντός της Ε.Ε. και εντελώς άλλο αν αυτή η οικονομική υπεροχή αποτελεί «εθνική απειλή» για χώρες σαν την Ελλάδαπολύ περισσότερο για χώρες σαν την Γαλλία ή την Βρετανία.

Όσοι ακολουθούν τις θεωρίες περί «εξαρτημένου ελληνικού καπιταλισμού» προβάλλουν τα εμπορικά εξωτερικά ελλείμματα του ελληνικού καπιταλισμού σε σχέση με τον γερμανικό καπιταλισμό. Πολλοί συχνά χρησιμοποιούνται τα βιβλία και οι απόψεις του Κώστα Λαπαβίτσα για να τεκμηριωθούν οι απόψεις περί γερμανικής επιβολής επί της ελληνικής «εθνικής ανεξαρτησίας» όπως επίσης για να τεκμηριωθεί μια άποψη περί «γερμανικής Ε.Ε.».
Δεν είμαι (ούτε φιλοδοξώ) να γίνω ο «αυθεντικός» ερμηνευτής των απόψεων του Κ. Λαπαβίτσα. Ο ίδιος, ωστόσο, τόσο στο βιβλίο του όσο και στην ομιλία του στην ΕΣΗΕΑ (την οποία την έχουμε βιντεοσκοπήσει και δημοσιεύσει ολόκληρη) ξεκαθάρισε εμφατικά ότι:
«Το γερμανικό κεφάλαιο έχει κατορθώσει να παρουσιάσει συστηματικά πλεονάσματα. Το κεφάλαιο της περιφέρειας δεν τα κατάφερε τόσο καλά και έχει συστηματικά ελλείμματα.  Η θέση αυτή έχει γίνει κοινό κτήμα αλλά παρανοείται.
Τα πλεονάσματα της Γερμανίας δεν πηγάζουν από τα ελλείμματα της περιφέρειας. Τα ελλείμματα της περιφέρειας είναι πολύ μικρά. Άκουσα ακόμα και από πολιτικούς αρχηγούς να λένε ότι:
«Αν φύγει η περιφέρεια από την ευρωζώνη σε ποιόν θα πουλάει η Γερμανία τα προϊόντα της;»
Δεν έχει ανάγκη η Γερμανία από αυτό, γιατί οι αγορές της περιφέρειας είναι πολύ μικρές. Και βεβαίως τα ελλείμματα της περιφέρειας είναι πολύ μικρότερα των πλεονασμάτων της Γερμανίας.
Το επιχείρημά μου είναι ότι: ο μηχανισμός που δημιουργεί τα πλεονάσματα της Γερμανίας δημιουργεί και τα ελλείμματα της περιφέρειας».[10] [Οι υπογραμμίσεις δικές μου].
Και πράγματι,  οι γερμανικές εξαγωγές ανέρχονταν σε 1.487 τρισεκατομμύριο δολάρια το 2008 και οι εισαγωγές την ίδια χρονιά ήσαν ύψους 1.222 τρισεκατομμύριο δολάρια.[11] Οι γερμανικές εξαγωγές προς την Ελλάδα ήσαν 9,1 δισεκατομμύρια δολάρια και το πλεόνασμα της Γερμανίας με την Ελλάδα ήταν 6,6 δισεκατομμύρια δολάρια.
Γερμανικές εισαγωγές και εξαγωγές προς την Ελλάδα



Πηγή: International Monetary Fund | The Washington Post – 2 Ιουνίου 2010.
Οι σημαντικότερες εξαγωγικές χώρες για τη Γερμανία είναι:
Οι 15 κορυφαίες χώρες για εξαγωγές της Γερμανίας το 2005
  1. Γαλλία … 99 δισεκατομμύρια δολάρια (10.2% των συνολικών γερμανικών εξαγωγών)
  2. ΗΠΑ … 85.5 δισ. δολ. (8.8%)
  3. Βρετανία … 76.7 δισ. δολ. (7.9%)
  4. Ιταλία … 67 δισ. δολ. (6.9%)
  5. Ολλανδία … 59.2 δισ. δολ. (6.1%)
  6. Βέλγιο … 54.4 δισ. δολ. (5.6%)
  7. Αυστρία … 52.4 δισ. δολ. (5.4%)
  8. Ισπανία … 49.5 δισ. δολ. (5.1%)
  9. Ελβετία … 36.9 δισ. δολ. (3.8%)
  10. Κίνα … 31.1 δισ. δολ. (3.2%)
  11. Πολωνία … 25.3 δισ. δολ. (2.6%)
  12. Τσεχία … 23.3 δισ. δολ. (2.4%)
  13. Σουηδία … 21.4 δισ. δολ. (2.2%)
  14. Ρωσία … 19.4 δισ. δολ. (2.0%)
  15. Ιαπωνία … 16.5 δισ. δολ. (1.7%)
Επομένως, τα οικονομικά προβλήματα του καπιταλισμού της ευρωπαϊκής περιφέρειας δεν προέρχονται από τα εμπορικά τους ελλείμματα με τη Γερμανία. Επιπλέον, ένα στοιχείο που παραλείπουν να αναφέρουν οι γερμανοφοβικές αναλύσεις στην Αριστερά είναι ότι το μεγαλύτερο μέρος των χρεών των περιφερειακών χωρών κατέχεται από γαλλικές τράπεζες όχι γερμανικές:[12]


Αγώνας δρόμου προς τα κάτω
Κατά τον Κώστα Λαπαβίτσα, λοιπόν, το πρόβλημα εντοπίζεται στο ίδιο το ευρώ, ως εργαλείο επιβολής ταξικών πολιτικών και όχι ως ένα εργαλείο «εθνικής γερμανικής κυριαρχίας».

Η εισαγωγή του ευρώ υποχρέωσε όλες τις άρχουσες τάξεις της Ε.Ε. σε αγώνα «προς τα κάτω» όσο αφορά μισθούς και κοινωνικές δαπάνες ως το μόνο μέσο για την αύξηση της ανταγωνιστικότητάς τους και του «εκσυγχρονισμού» του παραγωγικού τους μηχανισμού. Η πολιτική αυτή αποτέλεσε την κοινή ταξική βάση όλων των επιμέρους εθνικών καπιταλισμών της Ευρώπης για την «οικονομική ολοκλήρωση» στην Ε.Ε. και όχι κάποια υποτιθέμενη παράδοση «εθνικών δικαίων» στη Γερμανία. Στον ταξικό ανταγωνισμό συμπίεσης των εργατικών μισθών βγήκε πρωταθλήτρια η Γερμανία, όχι σε κάποιου είδους αγώνα «εθνικής κυριαρχίας» επί των άλλων εθνικών καπιταλισμών. Στο βιβλίο του ο Κ. Λαπαβίτσας γράφει:
«Ένα εντυπωσιακό χαρακτηριστικό της Ευρωζώνης αποτελεί η εμφάνιση δομικών ελλειμμάτων τρεχουσών συναλλαγών στην περιφέρεια, που αντιστοιχούν σε δομικά πλεονάσματα του πυρήνα, και ιδιαίτερα της Γερμανίας. Η αιτία ήταν η αύ­ξηση της γερμανικής ανταγωνιστικότητας ως συνέπεια της αδυσώπητης πίεσης στους γερμανικούς μισθούς (και φυσικά, με τη Γερμανία να εκκινεί ήδη από υψηλότερο επίπεδο αντα­γωνιστικότητας). Η πίεση στους μισθούς υπήρξε γενική στις χώρες της Ευρωζώνης μετά τη συμφωνία του Μάαστριχτ, που επέβαλε την «ευελιξία» στην αγορά εργασίας και συμπλήρωσε έτσι την επιβολή ενιαίας νομισματικής πολιτικής και αυστη­ρής δημοσιονομικής πολιτικής σε όλη την Ευρωζώνη. Ο αγώ­νας δρόμου προς τα «κάτω» κερδήθηκε από τη Γερμανία, η οποία συμπίεσε τους μισθούς πολύ πιο αποτελεσματικά από ό,τι οι χώρες της περιφέρειας την τελευταία δεκαετία. Το απο­τέλεσμα -η απώλεια ανταγωνιστικότητας στην περιφέρεια-παρήγαγε ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών που αντικατο­πτρίζονται σε πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών στη Γερ­μανία».
Και άλλοι αναλυτές έχουν τονίσει την ταξική διάσταση του ζητήματος του ευρώ που αποτέλεσε και την συγκολλητική ουσία για τις άρχουσες τάξεις της Ε.Ε.. Ο Ηλίας Ιωακείμογλου για παράδειγμα γράφει:
«Θα μπορούσαμε να γράψουμε την ιστορία των οικονομικών ιδεών, που αναπτύχθηκαν κυρίως στην δεκαετία του 1990, αμέσως πριν τη δημιουργία του ευρώ, με τον τίτλο «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος», με την έννοια ότι όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν αποτελούν ιστορικό ατύχημα, αλλά φυσικό αποτέλεσμα μιας νομισματικής ένωσης που σχεδιάστηκε ακριβώς για να παράγει τέτοια αποτελέσματα.
[…]
Στην οικονομική βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1990, οι περισσότεροι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονταν το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης ως Δούρειο Ίππο που θα επιτρέψει την απορρύθμιση των αγορών εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως έγραφε ένας γνωστός οικονομολόγος, “εκτός εάν κάποιο απίθανο θαύμα συμβεί στην πανευρωπαϊκή συλλογική διαπραγμάτευση, οι αγορές εργασίας θα γίνονται όλο και πιο ευέλικτες στο μέλλον” (Burda 2001). Ένας συνάδελφός του, ακόμη πιο γνωστός (Calmfors 1998) έφθανε στο συμπέρασμα ότι οι μεγαλύτερες μεταβολές στην απασχόληση που θα προκληθούν από το κοινό νόμισμα, δηλαδή η ευκολότερη άνοδος της ανεργίας, θα αποτελέσουν κίνητρο για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, και ότι η νομισματική ένωση θα επιδρά ως καταλύτης για την ελευθέρωση της αγοράς εργασίας καθώς η κοινή γνώμη θα μεταστρέφεται υπό το βάρος της νέας πραγματικότητας, οι δε συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πείθονται ότι δεν-υπάρχει-εναλλακτική-λύση (there-is-no-alternative)».[13]
Επιγραμματικά συνοψίζουμε:
Το ευρώ διευκόλυνε την υλοποίηση ενός τετραπλού στόχου για όλες τις εθνικές αστικές τάξεις της Ευρώπης:
Α) Στην ιδιοποίηση μεγαλύτερης διεθνούς αξίας, μέσω ενός διεθνούς «σκληρού» νομίσματος. Έχοντας στην κατοχή τους οι ευρωπαίοι καπιταλιστές ένα σκληρό νόμισμα παίρνουν φθηνότερα από τη διεθνή αγορά πετρέλαιο και πρώτες ύλες ενώ μπορούν να κάνουν πολύ πιο εύκολα επενδυτικές εξορμήσεις εκτός συνόρων. Η περίπτωση της διείσδυσης των ελλήνων καπιταλιστών στα Βαλκάνια είναι ενδεικτική.
Β) Το ευρώ τους προστάτευσε από τους κινδύνους ενός ανεξέλεγκτου πληθωρισμού –όπως κινδύνευε να συμβεί αρκετές φορές στην Ελλάδα τα μεταπολιτευτικά χρόνια πριν την είσοδο στο ευρώ.
Γ) Στην επίσπευση των διαδικασιών «εκσυγχρονισμού», δηλαδή στη μεγαλύτερη συγκεντροποίηση, την τεχνολογική αναβάθμιση, την συμπίεση μισθών και κοινωνικών δαπανών αφού αποτελούν τη μοναδική διέξοδο για τη βελτίωση της ανταγωνιστικότητας λόγω της ύπαρξης του ισχυρού, «σκληρού» νομίσματος.
Δ) Διευκολύνει την ιδεολογική ηγεμονία των καπιταλιστών στο εσωτερικό των κρατών-μελών. Αρχικά η είσοδος στην Ε.Ε., αργότερα η εισαγωγή του ευρώ, η παραμονή και η ολοκλήρωση του «ευρωπαϊκού οράματος» αποτέλεσαν τα ιδεολογήματα για την κατεδάφιση του κράτους πρόνοιας, την επιβολή σκληρών προγραμμάτων λιτότητας και περιορισμού των δικαιωμάτων των εργαζομένων.
Ωστόσο, ο καπιταλισμός δεν είναι ένα συνεργατικό κοινωνικό σύστημα για την άρχουσα τάξη σε παγκόσμιο ή περιφερειακό επίπεδο. Ο καπιταλισμός εξακολουθεί να είναι ένα σύστημαανταγωνιζόμενων κρατικών, εθνικών κοινωνικών σχηματισμών, εξακολουθεί δηλαδή να εδράζεται σε εθνικό επίπεδο ακόμα και στις περιφερειακές ολοκληρώσεις όπως είναι η Ε.Ε.. Οι τοπικές, εθνικές άρχουσες τάξεις της Ευρώπης συνεργάζονται και ανταγωνίζονται  μεταξύ τους ταυτόχρονα. Το γεγονός αυτό δημιουργεί εντάσεις ανάμεσα στα κράτη-μέλη, αποκλίνουσες οικονομικές και πολιτικές επιλογές. Το ευρώ (επειδή είναι σκληρό, «ακριβό» νόμισμα) δημιούργησε πλεονάσματα στη Γερμανία (που ήταν ανέκαθεν η πλέον ανταγωνιστική χώρα της Ε.Ε.) και ελλείμματα στην περιφέρεια (λόγω των μέχρι πρόσφατα χαμηλών επιτοκίων και της χαμηλότερης ανταγωνιστικότητας τους). Επιπλέον η Ε.Ε. εξ’ αρχής, με τη συνθήκη του Μάαστριχτ θεσμοθέτησε ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο μοντέλο λειτουργίας που οδήγησε σε πολύ μικρούς ρυθμούς οικονομικής ανάπτυξης. Όλα αυτά επιδείνωσαν μακροπρόθεσμα τις διαφορές οικονομικού επιπέδου ανάπτυξης και ανταγωνισμού μεταξύ των χωρών-μελών της Ε.Ε., προφανώς και τις διαφορές κέντρου-περιφέρειας.
Επομένως θα πρέπει τώρα να στρέψουμε την προσοχή μας στην Ε.Ε. ως μια αντιφατική, ανταγωνιστική ένωση ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών.


Ε.Ε. και εθνικά κράτη
Η οικονομία της Γερμανίας δεν έχει το μέγεθος (όπως είδαμε) για να στηριχθούν οποιαδήποτε σχέδια «Τέταρτου Ράιχ» ή έστω πλήρους οικονομικής κυριαρχίας στην Ε.Ε..

Αλλά υπάρχει και το καθαρά πολιτικό μέρος που είναιεντελώς απαγορευτικό για οποιαδήποτε σχέδια «γερμανικής κυριαρχίας και Τέταρτου Ράιχ». Η Γερμανία στρατιωτικά και διπλωματικά είναι εξαιρετικά αδύναμη, σχεδόν νάνος (συγκριτικά με τις άλλες μεγάλες δυνάμεις του δυτικού κόσμου). Δεν υπάρχει καμιά δυνατότητα «αυτοκρατορικών» επιδιώξεων, και μάλιστα σε βάρος πανίσχυρων δυνάμεων όπως Γαλλία ή η Βρετανία, όσο η Γερμανία παραμένει σε αυτό το επίπεδο στρατιωτικά και διπλωματικά.  Θα αποσαφηνίσουμε αυτό το σημείο με μια αναφορά στη δεκαετία του 1980. Τότε η Ιαπωνία φάνταζε σαν η ανερχόμενη δύναμη που μπορούσε να γκρεμίσει τις ΗΠΑ από τη θέση της παγκόσμιας ηγέτιδας δύναμης. Πλήθος βιβλίων και άρθρων γράφονταν με την πρόβλεψη αυτή. Ένας από τους λόγους που αυτό δεν έγινε (πέρα από την υπερτίμηση της οικονομικής δύναμης της Ιαπωνίας, όπως συμβαίνει σήμερα με τη Γερμανία) είναι και η στρατιωτική και διπλωματική αδυναμία της άρχουσας τάξης της Ιαπωνίας. Οι ΗΠΑ επέβαλαν στην Ιαπωνία περιορισμούς στις εξαγωγές τους προς τις ΗΠΑ, αύξηση της συναλλαγματικής αξίας του γιεν, δασμούς στα ιαπωνικά προϊόντα. Το όνειρο μιας παγκόσμιας πανίσχυρης Ιαπωνίας εξαφανίστηκε πριν καν ξεκινήσει…
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος ότι στο στρατιωτικό και διπλωματικό επίπεδο που βρίσκεται σήμερα η Γερμανία ήταν και στα 1933, μέχρι δηλαδή την άνοδο του Χίτλερ στην εξουσία -ωστόσο σε λίγα χρόνια, χάρις στη βιομηχανική της ισχύ, έγινε στρατιωτικός γίγας. Το ερώτημα είναι -βρισκόμαστε στα πρόθυρα μιας ανάλογης εποχής;
Απάντηση:
Σε καμιά περίπτωση! Η παγκόσμια καπιταλιστική οικονομία δεν έχει βυθιστεί σε τέτοιο βαθμό στην κρίση όπως το 1930 και δεν υπάρχει η περιχαράκωση στα εθνικά πλαίσια που υπήρξε τη δεκαετία του 1930. Η αλληλεξάρτηση και αλληλοδιαπλοκή των οικονομιών εξακολουθεί να λειτουργεί συγκολλητικά για τις άρχουσες τάξεις της Ευρώπης. Και αυτό δεν διαφαίνεται να αλλάζει στο ορατό μέλλον (στα επόμενα 5-10 χρόνια. Στην πολιτική μεγαλύτερη πρόβλεψη από αυτή απαιτεί μέντιουμ!). Μπορεί να αλλάξει μακροπρόθεσμα αυτή η κατάσταση, αλλά η πολιτική δεν είναι ζήτημα προβλέψεων σε στιλ Νοστράδαμος!
Και σε κάθε περίπτωση: κανένα τμήμα της άρχουσας τάξης της Γερμανίας δεν δίνει την υποστήριξή του για να επανεξοπλιστεί η Γερμανία σε τέτοιο σημείο ώστε να μετατραπεί σε πυρηνικό γίγαντα. Και επιπλέον καμιά μεγάλη δύναμη δεν θα το επιτρέψει αυτό, ούτε οι ΗΠΑ, ούτε η Γαλλία, ούτε η Βρετανία, ούτε η Ρωσία.
Η Ε.Ε. εξακολουθεί να είναι ένας συνασπισμός ανεξάρτητων κυρίαρχων κρατών, όπου όλες οι αποφάσεις λαμβάνονται με διακρατικές συμφωνίες, οι περισσότερες είτε με ομοφωνία είτε με εξαιρετικά πολύπλοκες διαδικασίες συμβιβασμών μεταξύ των ηγεσιών των κρατών-μελών. Είναι χαρακτηριστικό ότι όλα τα υποτιθέμενα θεσμοθετημένα όργανα της Ε.Ε. (Ευρωκοινοβούλιο, Ευρωπαϊκή Επιτροπή κ.λπ.) υποτάσσονται στις αποφάσεις των αρχηγών (Ευρωπαϊκό Συμβούλιο) και υπουργών των κρατών-μελών (Ecofin). Η αναθεώρηση της συνθήκης της Λισσαβόνας αποφασίστηκε στη διάσκεψη των αρχηγών το Δεκέμβριο χωρίς να ρωτηθεί οποιοσδήποτε ευρωπαϊκός θεσμός. Και βεβαίως αποφασίστηκε αυτό να γίνει χωρίς καν να ερωτηθούν (με δημοψηφίσματα) οι λαοί της Ευρώπης.
Ασφαλώς, υπάρχει ιμπεριαλιστική ιεραρχία μεταξύ των κρατών-μελών, δεν είναι μια σχέση μεταξύ ίσων. Το ευρώ συγκροτήθηκε στη βάση της οικονομικής πρωτοκαθεδρίας της Γερμανίας και αντανακλά την οικονομική δύναμη και τα συμφέροντα του γερμανικού καπιταλισμού. Ωστόσο, όπως έχουμε γράψει και αλλού,[14] το ευρώ έγινε πραγματικότητα ενάντια στη θέληση της Γερμανίας (που επιθυμούσε τη διατήρηση του μάρκου) μετά από πιέσεις κυρίως της Γαλλίας και ταυτόχρονα έγινε προσπάθεια να εκφράζει (αντιφατικά και ανταγωνιστικά) και τα συμφέροντα όλων των αρχουσών τάξεων των κρατών-μελών.
«Οι περισσότεροι κοινοτικοί αναλυτές πιστεύουν ότι στην πραγματικότητα το ευρώ γεννήθηκε κάτω από τα συντρίμμια του τείχους του Βερολίνου και συγκεκριμένα κατά τη διάρκεια μιας συνάντησης του τότε καγκελάριου της Γερμανίας Χέλμουτ Κολ με το γάλλο πρόεδρο Φρανσουά Μιτεράν. Κατά τη διάρκεια της συνάντησης αυτής και ενώ ο Κολ δεν είχε ακόμη εξασφαλίσει τη διεθνή υποστήριξη για την επανένωση της Γερμανίας ο Μιτεράν του ανακοίνωσε ότι θα την στηρίξει, υπό έναν όρο: τη θυσία του μάρκου και τη δημιουργία ενός ενιαίου ευρωπαϊκού νομίσματος. Στόχος του Μιτεράν ήταν να εξασφαλίσει ότι στο μέλλον η επανενωμένη και πανίσχυρη πλέον Γερμανία δεν θα εισέλθει σταδιακά στον πειρασμό να κυριαρχήσει στην Ευρώπη. Για να μην συμβεί αυτό, ο Μιτεράν ζήτησε από τους Γερμανούς να θυσιάσουν ό,τι πολυτιμότερο είχαν -δηλαδή το μάρκο τους- και να αποφασίσουν ότι στο μέλλον η οικονομική και νομισματική πολιτική που θα ακολουθούν θα αποτελεί αντικείμενο διαπραγμάτευσης με τους κοινοτικούς εταίρους τους».[15]
Υπάρχει λοιπόν στην Ε.Ε. ιμπεριαλιστική ιεραρχία αλλά αυτή έχει δυο πολύ σημαντικά χαρακτηριστικά:
Πρώτον, δεν υπάρχει αδιαμφισβήτητος ηγεμόνας στο εσωτερικό της Ε.Ε. πράγμα που δίνει τη δυνατότητα ακόμα και στους πλέον αδύνατους «εταίρους» να αμφισβητούν τις αποφάσεις του σκληρού (ιεραρχικά) πυρήνα. Ο περίφημος γαλλογερμανικός άξονας σήμερα παραπαίει από τις αντιθέσεις Γερμανίας-Γαλλίας που έβγαλε με ένταση στην επιφάνεια η παγκόσμια οικονομική κρίση. Το αποτέλεσμα της έλλειψης ηγεμόνα φαίνεται σε κάθε κρίσιμη στιγμή. Στον πόλεμο σε Αφγανιστάν-Ιράκ η Ε.Ε. χωρίστηκε σε δυο στρατόπεδα και στο τέλος δεν υπήρξε κοινή πολιτική ούτε του κέντρου (Γαλλίας και Γερμανίας). Το πόσο «σκληρό» ή «μαλακό» θα είναι το ευρώ και η έκδοση ευρωομόλογου ανοίγουν νέο πεδίο αντιπαραθέσεων και αναταράξεων.
Δεύτερον, οι πιο αδύνατοι καπιταλισμοί (με εξαίρεση τις χώρες της πρώην ανατολικής Ευρώπης) είναι μεν ιεραρχικά κατώτερες, αλλά είναι ταυτόχρονα από τις πιο πλούσιες καπιταλιστικές χώρες του πλανήτη. Επομένως διαθέτουν πολλούς τρόπους να πιέσουν το κέντρο (π.χ. με συμμαχίες μεταξύ τους, με τις ΗΠΑ κ.λπ.).
Χωρίς αμφιβολία, η έκταση της οικονομικής κρίσης βαθαίνει τις αντιθέσεις στο εσωτερικό της Ε.Ε.. Επιπλέον η κρίση και η επιβολή του μνημονίου και των πακέτων στήριξης σε Ελλάδα και Ιρλανδία (και ενδεχόμενα μελλοντικά σε Πορτογαλία-Ισπανία) ξανανοίγει τη συζήτηση για τη θέση των πιο αδύναμων καπιταλισμών στην Ε.Ε..


Ο ελληνικός καπιταλισμός
Ειδικότερα για την Ελλάδα το ερώτημα της παραμονής στην ευρωζώνη (αλλά και συνολικά στην Ε.Ε.) έχει αναγκαστικά γίνει πρωτεύων θέμα τόσο στην Αριστερά όσο και στην Δεξιά. Η επικείμενη χρεοκοπία του ελληνικού καπιταλισμού (η επίσημη, γιατί η ανεπίσημη έχει ήδη πραγματοποιηθεί) θέτει αναμφισβήτητα ξανά στην επικαιρότητα το ζήτημα της θέσης του στη δυτική ιμπεριαλιστική αλυσίδα. Έχουν επιστρέψει με ένταση στην επιφάνεια τα ιδεολογήματα της «εθνικής εξάρτησης», της «δύσμορφης», «εξαρτημένης» φύσης του ελληνικού καπιταλισμού.

Θα πρέπει να είναι κανείς ιδιαίτερα προσεκτικός σε γενικεύσεις σε περιόδους οικονομικής κρίσης. Πολύ περισσότερο που η ελληνική Αριστερά έχει μακρά προϊστορία ανεπιτυχών προβλέψεων σε σχέση με την Ε.Ε. (που προέρχονταν από τη λάθος πολιτική εκτίμηση που είχε για αυτήν). Από την αρχή της ενταξιακής πορείας της Ελλάδας στην τότε ΕΟΚ, το 1961, η ελληνική Αριστερά προέβλεπε την ολοκληρωτική καταστροφή των «ελληνικών επιχειρήσεων». Οι προβλέψεις αυτές διαψεύστηκαν με τον πιο κατηγορηματικό τρόπο, η ανάπτυξη του ελληνικού κεφαλαίου τις επόμενες δεκαετίες που ακολούθησαν την ένταξη υπήρξε θυελλώδης.[16] Σε καμιά περίπτωση η σημερινή βαθιά και δομική κρίση του ελληνικού καπιταλισμού δεν μπορεί να μηδενίσει τα επιτεύγματά του, ακόμα και του πολύ πρόσφατου παρελθόντος:
«Στο διάστημα 1996-2008 η Ελλάδα σημείωσε υψηλή πραγματική αύξηση του ΑΕΠ κατά 61,0%, η Ισπανία κατά 56,0% και η Ιρλανδία κατά 124,1% σε αντίθεση με τις περισσότερο αναπτυγμένες ευρωπαϊκές χώρες. Το αντίστοιχο ποσοστό για την Γερμανία ήταν 19,5%, για την Ιταλία 17,8% και για την Γαλλία 30,8%».[17]
Η ελληνική Αριστερά, στην πλειοψηφία της, χαρακτηρίζεται από τις θεωρίες περί «εξαρτημένου» ελληνικού καπιταλισμού σε σημείο να μετατρέπεται ο ελληνικός καπιταλισμός σε αόρατος![18] Έχει υποστηριχθεί ότι η ανάπτυξη του ελληνικού καπιταλισμού ήταν «δύσμορφη» με επιχειρήματα που χαρακτήριζαν την Αριστερά τις περασμένες δεκαετίες: «δεν αναπτύχθηκε η βαριά βιομηχανία», «καπιταλισμός γκαρσονιών» κ.λπ., κ.λπ.. Οι θεωρίες αυτές υποθέτουν ένααπόλυτο μοντέλο καπιταλιστικής ανάπτυξης και ότι αποκλίνει από αυτό το θεωρητικό μοντέλο είναι «δύσμορφο», «προβληματικό».
Στην πραγματικότητα κάθε καπιταλισμός αναπτύσσεται με τα δικά του «συγκριτικά πλεονεκτήματα». Η ένταξη στο διεθνή καταμερισμό εργασίας του ελληνικού καπιταλισμού μετά το Β’ Παγκόσμιο Πόλεμο έγινε πρωταρχικά με την ισχυρή ναυτιλία του (η πιο ισχυρή ναυτιλιακή δύναμη στον κόσμο), έναν ισχυρό τραπεζικό τομέα, τις κατασκευές (με παρουσία ελληνικών κατασκευαστικών εταιρειών στη Βόρεια Αφρική και τη Μέση Ανατολή), τον τουρισμό και δευτερευόντως τη βιομηχανία. Αυτά τα συγκριτικά του πλεονεκτήματα τα εκμεταλλεύτηκε με τον καλύτερο τρόπο το ελληνικό κεφάλαιο και μετέτρεψε την Ελλάδα σε μια από τις πιο ανεπτυγμένες καπιταλιστικές χώρες του πλανήτη.
Ασφαλώς, οι πιο ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες (βορειοευρωπαϊκές χώρες, ΗΠΑ, Ιαπωνία κ.λπ.) έχουν πολύ περισσότερες δυνατότητες από τον ελληνικό καπιταλισμό. Μεγαλύτερη εσωτερική αγορά, υψηλότερη τεχνολογία και τεχνογνωσία, μεγαλύτερη συγκεντροποίηση του κεφαλαίου και συνακόλουθα υψηλότερη ανταγωνιστικότητα. Αυτά συνακόλουθα σημαίνουν ότι σε περιόδους οικονομικής κρίσης έχουν μεγαλύτερα περιθώρια αντίδρασης απ’ ότι ο ελληνικός καπιταλισμός. Ωστόσο, αυτό σημαίνει απλά ότι υπάρχει ιεραρχία μεταξύ των διαφόρων καπιταλιστικών κρατών δεν είναι όλες οι χώρες στο ίδιο επίπεδο οικονομικής ανάπτυξης. Στην ιεραρχία αυτή ο ελληνικός καπιταλισμός δεν κατέχει τις υψηλότερες θέσεις αλλά ούτε και τις κατώτερες.
Στη πραγματικότητα ο ελληνικός καπιταλισμός εξακολουθεί παρά την κρίση να συγκαταλέγεται στους πλέον αναπτυγμένους του πλανήτη. Το κατά κεφαλήν ΑΕΠ της Ελλάδας σε τρέχουσες τιμές (2006) ήταν 30.681 δολάρια. Αυτοί οι αριθμοί κατατάσσουν την Ελλάδα στα ίδια περίπου επίπεδα με την Ιταλία και Ισπανία.[19] Η κρίση που έπληξε με σφοδρότητα την περιφέρεια της Ε.Ε. είναι κρίση των πιο δυναμικών της οικονομιών και όχι κάποιων «καθυστερημένων χωρών»:
«Η σημερινή καθήλωση της ανάπτυξης και οι αρνητι­κές επιδόσεις εκθέτουν πρώτους στον κίνδυνο τους «πρωταθλητές» της περιόδου που έληξε. Κατά το 2001-2008, η συσσώρευση πάγιου κεφα­λαίου εκτός οικοδομών στην Ισλανδία αυξήθηκε 58%, στην Ιρλανδία 41%, στις ΗΠΑ και Βρετανία 30%, ενώ στη Γερμανία 18%. Στις Ελλάδα και Ισπανία 44% και 34% αντίστοιχα. Ομοίως, κατά την τελευταία δεκαετία, η παραγωγικότητα της εργασίας αυξήθηκε στην Ελλάδα με ετήσιο ρυθμό 2,4%, έναντι 1,4% στην Ευρωζώνη και 1,2% στη Γερμανία». [20]
Κάθε οικονομική κρίση, πόσο μάλλον η σημερινή δομική κρίση του καπιταλισμού παγκόσμια, αναμφισβήτητα θέτει σε κίνδυνο τη θέση κάθε καπιταλιστικής χώρας στην ιμπεριαλιστική αλυσίδα -δηλαδή αμφισβητείται η θέση της στην ιμπεριαλιστική ιεραρχία, κινδυνεύει όντος με υποβάθμιση. Και πράγματι, ο ελληνικός καπιταλισμός, με δεδομένη τη σημερινή χρεοκοπία του, βρίσκεται σε κίνδυνο -απειλούνται πράγματι κατακτήσεις του. Το ζητούμενο όμως για την Αριστερά είναι πως θα απαντήσει σε αυτό: με ταξικό τρόπο ή με τη γνωστή καταφυγή σε θεωρίες «εξάρτησης» και «εθνικής σωτηρίας»;


Ταξική και όχι εθνική στρατηγική
Το πρόβλημα της «εθνικής ανάγνωσης» των ανταγωνισμών στην Ε.Ε. είναι διπλό: δεν περιγράφει με πιστικό και ρεαλιστικό τρόπο την κατάσταση που επικρατεί στο εσωτερικό της Ε.Ε. (όπως καταδείξαμε στις προηγούμενες ενότητες). Ταυτόχρονα πολιτικά είναι, όχι απλά λαθεμένη, αλλά και αποτελείσυνταγή ήττας για το κίνημα.

Καθόλου τυχαία όσοι προβάλλουν τον κίνδυνο του «Τέταρτου Ράιχ» και της «γερμανικής κυριαρχίας» αναφέρονται, εμμέσως ή αμέσως στο ΕΑΜ. Στο μεγαλειώδες κίνημα εκείνης της εποχής που πράγματι είχε κατορθώσει να συσπειρώσει στις γραμμές του τη συντριπτική πλειοψηφία του ελληνικού λαού. Ωστόσο, υπάρχει και η άλλη πλευρά εκείνης της εποχής: η ήττα και η συντριβή του λαϊκού κινήματος ως αποτέλεσμα ακριβώς των πολιτικών επιλογών βάσει των οποίων δομήθηκε το ΕΑΜ. Η αιτία της ήττας δεν ήταν η «λάθος» εφαρμογή μιας, κατά τα άλλα, «σωστής πολιτικής».
Αρχικά φαίνεται πολύ ελκυστικό (και αποτελεσματικό) η Αριστερά να αναφερθεί στα «εθνικά αντανακλαστικά» για να συσπειρώσει κόσμο γύρω της. Ωστόσο το τίμημα είναι τεράστιο: αν το ζήτημα είναι εθνικό, τότε το πλεονέκτημα το έχει η άρχουσα τάξη και οι πολιτικοί της εκπρόσωποι όχι η Αριστερά. Δεν διασώζει την κατάσταση για την Αριστερά να «ενώσει» το εθνικό με το ταξικό (άλλωστε και το ΚΚΕ με το ΕΑΜ αυτό προσπάθησε να κάνει).
Επειδή ακριβώς το ζήτημα για το ΚΚΕ ήταν κατά κύριο λόγο εθνικό, αναζήτησε συμμαχίες με όλες τις «εθνικές κοινωνικές τάξεις», συμπεριλαμβανομένης και της «εθνικής αστικής τάξης». Το τελικό αποτέλεσμα ήταν πολιτικοί συμβιβασμοί και ελιγμοί που τελικά οδήγησαν στην ήττα. Μετά τον εμφύλιο πολλά προβεβλημένα στελέχη του ΕΑΜ στελέχωσαν το νέο αντιδραστικό και αντικομουνιστικό καθεστώς.
Για κάποιους, επρόκειτο για λάθη εφαρμογής μιας σωστής πολιτικής. Για παράδειγμα, ο Τίτο με παρόμοια πολιτική πήρε την εξουσία στην τότε Γιουγκοσλαβία (αν και με πολλές διαφορές με την Ελλάδα στους γεωπολιτικούς συσχετισμούς εκείνης της περιόδου -για τη Γιουγκοσλαβία η συμφωνία της Γιάλτα προέβλεπε ίση επιρροή μεταξύ Ρωσίας-Βρετανίας ενώ για την Ελλάδα 90% επιρροή της Βρετανίας). Παρ’ όλα αυτά, ας μπούμε λοιπόν στην ουσία του ζητήματος.
Μια πολιτική που δίνει έμφαση στην εθνική πλευρά αναγκαστικά θα επιζητήσει συμμαχίες και συμφωνίες κορυφής και με αυτή τη λογική θα προσπαθήσει να περιορίσει τις ταξικές πρωτοβουλίες και δράσεις της εργατικής τάξης. Αν το ζητούμενο είναι το χτίσιμο συμμαχιών με την «εθνική αστική τάξη» τότε η αυτόνομη δράση των εργατών (καταλήψεις εργοστασίων, εργατικά συμβούλια κ.λπ.) θα πρέπει να περιοριστούν για τις ανάγκες των συμμαχιών με αστικές πολιτικές δυνάμεις. Αυτό απαιτεί αυστηρό πολιτικό και κομματικό έλεγχο στη δράση των εργαζομένων. Το τελικό αποτέλεσμα (ακόμα και στις νικηφόρες περιπτώσεις της Γιουγκοσλαβία ή της Κίνας) δεν ήταν ο σοσιαλισμός αλλά ο κρατικός καπιταλισμός (που για να δυσφημιστεί ο σοσιαλισμός ονομαζόταν «υπαρκτός σοσιαλισμός»).
Υπάρχουν ασφαλώς περιπτώσεις όπου το εργατικό κίνημα καλείται να λύσει και εθνικά ζητήματα. Για παράδειγμα, την εποχή της αποικιοκρατίας σε πολλές χώρες του πλανήτη. Ωστόσο, και σε αυτήν την περίπτωση, η ιστορική εμπειρία απέδειξε ότι η έμφαση στην εθνική πλευρά του ζητήματος οδήγησε σε δικτατορίες οι οποίες στο όνομα της «εθνικής και αυτοδύναμης ανάπτυξης» προχώρησαν στη βάρβαρη καταπίεση της εργατικής τάξης αυτών των χωρών μετά την κατάκτηση της ανεξαρτησίας.
Στην περίπτωση της σημερινής Ελλάδας υπάρχει ακόμα ένα γεγονός που καθιστά μια πολιτική «εθνικής ανεξαρτησίας» εκτός τόπου και χρόνου. Στην Ελλάδα σήμερα δεν τίθεται κανένα ζήτημα «εθνικής ανεξαρτησίας». Η Ελλάδα δεν βρίσκεται υπό κατοχή. Το μνημόνιο και οι πολιτικές που αυτό επιβάλλει είναι πολιτικές που η ελληνική άρχουσα τάξη ήθελε να επιβάλλει εδώ και πολλά χρόνια και βρήκε τώρα τη μεγάλη ευκαιρία που ανέμενε. Επανειλημμένα οι εκπρόσωποι του ΔΝΤ και της Ε.Ε. έχουν δηλώσει ότι η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ έχει κάνει πολύ περισσότερα πράγματα απ’ όσα ζητούν οι ίδιοι και ότι έχουν χρησιμοποιηθεί για να αποσπάσουν την προσοχή από την ελληνική κυβέρνηση. Ο εκπρόσωπος του ΔΝΤ στην Ελλάδα, Πόλ Τόμσεν, είπε σε ομιλία του:
«Δεν ζητήσαμε μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Το συζητήσαμε εκτενώς με την κυβέρνηση, αλλά συμφωνήσαμε ότι σε συνθήκες ύφεσης και πληθωρισμού δεν υπάρχει τέτοια ανάγκη».[21]
Παρ’ όλα αυτά η κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ προώθησε μειώσεις μισθών στον ιδιωτικό τομέα. Ο Τόμσεν, πάλι, σε συνέντευξή του στο tvxs λέει:
«Η κυβέρνηση από την αρχή, πριν ακόμη έρθει στη χώρα το ΔΝΤ, ήξερε ακριβώς τι ήθελε να κάνει […] Εμείς φέρνουμε την τεχνική εξειδίκευση […] Η κυβέρνηση είναι που μας λέει προς ποια κατεύθυνση επιθυμεί να κινηθεί».[22]
Ένας επιπλέον λόγος που δεν τίθεται σήμερα στην Ελλάδα θέμα «εθνικής ανεξαρτησίας» είναι οι συσχετισμοί δύναμης εντός της Ε.Ε.. Όπως αναφέραμε και προηγουμένως, η Ε.Ε. είναι μια ένωση ανεξάρτητων, κυρίαρχων κρατών καμιά άρχουσα τάξη δεν έχει υποχρεωθεί δια της βίας να συμμετάσχει σε αυτήν. Ούτε υφίσταται κάποιος εθνικός ή υπερεθνικός στρατιωτικός και πολιτικός μηχανισμός που να μπορεί να επιβάλει τη θέλησή του ενάντια σε κάποια εθνική άρχουσα τάξη. Η παραμονή στο ευρώ και την Ε.Ε. αποτελούν στρατηγικές επιλογές του ελληνικού καπιταλισμού, δεν του έχουν επιβληθεί βιαίως.
Επιπρόσθετα, ο ελληνικός καπιταλισμός μπορεί να μη είναι του ίδιου επιπέδου με αυτό των μεγάλων βορειοευρωπαϊκών καπιταλισμών, αλλά ανήκει στους πλέον αναπτυγμένους του πλανήτη. Που σημαίνει ότι η Ελλάδα είναι ιμπεριαλιστική χώρα, όπως πολύ καλά γνωρίζουν οι γειτονικές της χώρες. Από το Κόσσοβο, μέχρι το Αφγανιστάν η ελληνική άρχουσα τάξη συμμετέχει αυτοβούλως στις ιμπεριαλιστικές επεμβάσεις του δυτικού κόσμου και επομένως και στα οφέλη του ιμπεριαλισμού για την ίδια. Σε αυτές τις συνθήκες να ανακινεί κανείς ζητήματα «εθνικής ανεξαρτησίας» για την Ελλάδα μοιάζει με κακόγουστο αστείο.
Έσχατο αλλά καθόλου ήσσονος σημασίας. Η έμφαση σε «εθνικοανεξαρτησιακές» λογικές συνοδεύεται κατά κανόνα και από την αναζήτηση «εθνικά αυτόνομης» οικονομικής πολιτικής, την ανάπτυξη «βαριάς βιομηχανίας» με γνώμονα την «εθνική αυτάρκεια». Αυτές οι λογικές έχουν παίξει πολύ μεγάλο ρόλο στη δυσφήμιση τη Αριστεράς στο παρελθόν. Ήταν αυτές οι ιδέες που κυριάρχησαν στις πρώην χώρες του κρατικού καπιταλισμού («υπαρκτός σοσιαλισμός») και σε χώρες του λεγόμενου Τρίτου Κόσμου, που οδήγησαν στο ξεζούμισμα των εργαζομένων με πενιχρούς μισθούς και εξαντλητικά ωράρια στο όνομα της «εθνικής ανεξαρτησίας και αυτοδύναμης ανάπτυξης».


Έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε.
Η στρατηγική της εξόδου από το ευρώ και την Ε.Ε. (την οποία υποστηρίζω) δεν μπορεί να γίνει με λογικές «εθνικής ανεξαρτησίας». Μπορεί να γίνει μόνο στη βάση της αλλαγής των ταξικών συσχετισμών στο εσωτερικό της Ελλάδας και με κατεύθυνση το σοσιαλιστικό μετασχηματισμό, αλλά και με προοπτική να αποτελέσει το έναυσμα μιας συνολικότερης αλλαγής των συσχετισμών σε ευρωπαϊκή κλίμακα. Ο εθνικός απομονωτισμός (με τη μορφή «αυτοδύναμης οικονομικής ανάπτυξης»)  δεν μπορεί σε καμιά περίπτωση να αποτελέσει διέξοδο για την εργατική τάξη.

Υπάρχουν δυο ειδών κριτικές για τη θέση για έξοδο από το ευρώ και την Ε.Ε. Η πρώτη είναι ότι πρόκειται για «διαχειριστική» πρόταση, πρόταση δηλαδή αστικής κυβερνητικής διαχείρισης της κρίσης κεϋνσιανού τύπου. Η δεύτερη κριτική είναι ότι θα προκαλέσει «εθνική περιχαράκωση». Δεν είναι τυχαίο ότι ορισμένα κομμάτια της επαναστατικής Αριστεράς (τροτσκιστικής παράδοσης) που δεν ανήκουν στην εθνοκεντρική αντίληψη του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού αντιμετωπίζουν την πρόταση για έξοδο από την Ε.Ε. με καχυποψία ακριβώς λόγω των εθνοκεντρικών απόψεων που πλειοψηφούν στην ελληνική Αριστερά.
Ωστόσο δεν είναι αναγκαίο η πρόταση για έξοδο από την Ε.Ε. να γίνει στη βάση της «αυτοδύναμης εθνικής ανάπτυξης». Η έξοδος από την Ε.Ε. μπορεί να γίνει με διεθνιστικό και επαναστατικό τρόπο ενώ αποτελεί σχεδόν μονόδρομο ως επιλογή για την εργατική τάξη.
Α) Η Ε.Ε. σήμερα αποτελεί παγκόσμια το προπύργιο του πιο ακραίου νεοφιλελευθερισμού. Οι ΗΠΑ συγκριτικά με την Ε.Ε. αποτελεί σχεδόν παράδεισο κεϋνσιανισμού. Ο νεοφιλελευθερισμός θεσμοθετείται στην Ε.Ε. πλέον και συνταγματικά. Στη Γερμανία συνταγματική τροπολογία προβλέπει ότι από το 2016 το δημοσιονομικό έλλειμμα δεν θα πρέπει να υπερβαίνει το 0,35% (!!) του ΑΕΠ[23] ενώ στα ομόσπονδα κρατίδια θα απαγορεύεται να εμφανίζουν διαρθρωτικά ελλείμματα.  Πράγμα που, στην πράξη, σημαίνει ότι η μόνιμη μεγάλη ανεργία και οι χαμηλοί μισθοί είναι πλέον ο μόνος δρόμος για την όποια (ασθενική) οικονομική ανάπτυξη. Την ίδια συνταγματική μεταρρύθμιση προωθεί και η Γαλλία του Σαρκοζί.[24] Συνολικά οι κυβερνήσεις των κρατών-μελών μετατρέπουν την κρίση σε ευκαιρία για να εξαπολύσουν νεοφιλελεύθερη λαίλαπα. Οτιδήποτε αποφασίσουν στη Σύνοδο Κορυφής της 4ης Φεβρουαρίου (δημιουργία μόνιμου μηχανισμού στήριξης μετά το 2013, ευρωομόλογα κ.λπ.) θα έχει σαν αποτέλεσμα την επίσημη πανευρωπαϊκή θεσμοθέτηση ακραίων νεοφιλελεύθερων δημοσιονομικών πολιτικών.
Αποτέλεσμα των ακραίων νεοφιλελεύθερων απόψεων που έχουν κυριαρχήσει στην Ε.Ε. είναι η μετατροπή της σε προπύργιο του ιμπεριαλισμού και του ακραίου ρατσισμού. Με αυτόν τον τρόπο η Ε.Ε. έχει γίνει το θερμοκήπιο ανάπτυξης ακροδεξιών κομμάτων που σε αρκετές περιπτώσεις συμμετάσχουν σε κυβερνήσεις (η Ιταλία είναι το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα).  Η Ευρώπη της Ε.Ε. γίνεται, για μια ακόμα φορά, η περιοχή όπου εκκολάπτεται το αυγό του φιδιού…
Τα παραπάνω σημαίνουν ότι δεν έχει κανείς πλέον την πολυτέλεια να παραμείνει «ουδέτερος», να μην πάρει θέση στο ζήτημα «εντός ή εκτός της Ε.Ε.». Το ζήτημα τίθεται πλέον σχεδόν από μόνο του.
Β) Το ίδιο το ευρώ αποτελεί μηχανισμό νεοφιλελεύθερης πειθάρχησης, μιας και η ύπαρξη του εξαναγκάζει όλα τα κράτη-μέλη σε «αγώνα δρόμου προς τα κάτω» όπως έχουμε υπογραμμίσει προηγουμένως. Η απλή απαίτηση για μια έστω πιο χαλαρή νομισματική και δημοσιονομική πολιτική (που κάποτε θα ήταν απλά μια μεταρρυθμιστική πρόταση) βρίσκεται σε ευθεία ρήξη με την ίδια την Ε.Ε. και τον τρόπο που αυτή λειτουργεί.
Γ) Η αντίρρηση ότι πρέπει να «αποφύγουμε λογικές εθνικής αυτοδυναμίας» παλεύοντας εντός της Ε.Ε. έχει το εξής σοβαρό πρόβλημα:
Η πολιτική ζωή, και συνακόλουθα η ταξική πάλη, δομείται σε εθνική βάση και όχι σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Η Ε.Ε. ως μια ένωση ανεξάρτητων κρατών, οικοδομήθηκε από κρατικούς γραφειοκράτες και την καθημερινή της λειτουργία την έχουν αναλάβει ακραίοι νεοφιλελεύθεροι τεχνοκράτες. Η λειτουργία της είναι εντελώς αντιδημοκρατική, οι ηγέτες των κρατών-μελών έχουν πλέον εγκαταλείψει ακόμα και την ιδέα των δημοψηφισμάτων μετά τα πολύ αρνητικά για αυτούς δημοψηφίσματα για το «Ευρωπαϊκό Σύνταγμα». Το τελικό αποτέλεσμα είναι να μην υφίσταται μια «πανευρωπαϊκή πολιτική ζωή». Στις ευρωεκλογές καταρρίπτονται διαρκώς τα ρεκόρ αποχής σε όλα τα κράτη-μέλη.
Δεν υφίσταται μαζικό κίνημα υπέρ έστω μιας «άλλης» μεταρρυθμισμένης Ε.Ε. σε πανευρωπαϊκό επίπεδο. Το αντίθετο μάλιστα, αυξάνει ολοένα και περισσότερο η δυσπιστία προς την Ε.Ε.. Η πολιτική ζωή εξακολουθεί να κινείται στα εθνικά πλαίσια. Όλες οι ιδεολογικές αναφορές και οι πολιτικές αντιπαραθέσεις πραγματοποιούνται σε εθνική βάση («τεμπέληδες Έλληνες», «κινδυνεύουμε ως έθνος αν φύγουμε από την Ε.Ε.», «δουλευταράδες Γερμανοί που δεν θα πληρώσουν για την τεμπελιά των άλλων» κ.λπ.).
Η πρωτοκαθεδρία της εθνικής πολιτικής ζωής, οι μεγάλες διαφορές επιπέδου ανάπτυξης σε κάθε χώρα στα κράτη-μέλη της Ε.Ε. σημαίνει ότι μια ριζοσπαστική, και ενδεχομένως, επαναστατική πολιτική θα ξεκινήσει αναγκαστικά σε εθνικό επίπεδο. Αν το κίνημα σε ένα κράτος-μέλος της Ε.Ε. επιβάλλει πολιτικές ελέγχου του κεφαλαίου και κρατικοποιήσεων θα βρεθεί αντιμέτωπο με την Ε.Ε. και η χώρα θα αποβληθεί από αυτήν.
Με άλλα λόγια, η απαίτηση για μια «άλλη Ευρώπη», μια σοσιαλιστική Ευρώπη, σημαίνει αναγκαστικά τη διάλυση της υπάρχουσας Ε.Ε.. Από τη στιγμή που αυτό δεν μπορεί να γίνει ταυτόχρονα σε πανευρωπαϊκό επίπεδο, αλλά θα ξεκινήσει σε εθνικό επίπεδο (σε κάθε χώρα με διαφορετικούς ρυθμούς) το αίτημα για έξοδο από την σημερινή Ε.Ε. και τις νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επιβάλλει γίνεται μονόδρομος. Τα αιτήματα για γκρέμισμα του νεοφιλελευθερισμού και εργατικό έλεγχο στην οικονομία σε οποιαδήποτε ευρωπαϊκή χώρα είναι ταυτόσημα με την έξοδο από την Ε.Ε..
Υπάρχει τέλος μια άλλη αντίρρηση που είναι βάσιμη. Η αντίρρηση είναι ότι η έξοδος από το ευρώ και την Ε.Ε. είναι μια «διαχειριστική κυβερνητική πρόταση», ότι και εκτός ευρώ θα ακολουθηθεί η ίδια σκληρή νεοφιλελεύθερη πολιτική (και ενδεχομένως χειρότερη).
Πράγματι αυτό θα συμβεί αν εφαρμοστεί η έξοδος από την Ε.Ε. με αστικό διαχειριστικό τρόπο. Στην  πραγματικότητα, οποιαδήποτε πρόταση είναι συνδιαχειριστική σε όποιο βαθμό δεν εμπλακεί το μαζικό εργατικό κίνημα.
Ωστόσο η πρόταση συνοδεύεται (τουλάχιστον απ’ όσους την υποστηρίζουν με ριζοσπαστικό τρόπο) από κρατικοποίηση τραπεζών, μεγάλων επιχειρήσεων, έλεγχο της κίνησης του κεφαλαίου, στάση πληρωμών, εργατικό έλεγχο για το απεχθές του δημόσιου χρέους ή ακόμα και άρνηση πληρωμής συνολικά του χρέους. Αυτά τα μέτρα στον σημερινό καπιταλισμό θεωρούνται άκρως επαναστατικά, δεν βρισκόμαστε στη δεκαετία του 1970 που θα μπορούσαν να θεωρηθούν απλά σαν «αριστερός κεϋνσιανισμός». Οι προτάσεις αυτές θα μπορούσαν να αποτελέσουν μέρος μεταβατικών αιτημάτων με τον τρόπο που τα έθετε ο Τρότσκι. Να αποτελέσουν δηλαδή τη γέφυρα ανάμεσα στη σημερινή κοινωνία, προσφέροντας πραγματικά διέξοδο και ανακούφιση από τα σημερινά προβλήματα που αντιμετωπίζουν οι εργαζόμενοι και ταυτόχρονα να ενισχύουν τη δύναμη του οργανωμένου εργατικού κινήματος με στόχο τη σοσιαλιστική κοινωνία.
Κανείς δεν λέει ότι τα παραπάνω είναι εύκολα και απλά. Αλλά η συγκυρία, η κατά μέτωπο επίθεση που δεχόμαστε από την άρχουσα τάξη, μας εξαναγκάζει να σκεφτούμε σε βάθος ζητήματα στρατηγικής και κοινωνικού οράματος. Αιτήματα που φάνταζαν πριν λίγα χρόνια απλά μεταρρυθμιστικά αιτήματα, σήμερα μετατρέπονται σε επαναστατικά και ανατρεπτικά. Το γεγονός αυτό υπογραμμίζει τα σύνθετα καθήκοντα που έχει να αντιμετωπίσει η Αριστερά την επόμενη περίοδο.
Βρισκόμαστε σε μια πολύ δύσκολη επιλογή στρατηγικής και τακτικής. Πρέπει να αποφύγουμε την εθνοκεντρική παράδοση της Αριστεράς και ταυτόχρονα να βρούμε ρεαλιστικές προτάσεις που θα είναι νικηφόρες για το εργατικό κίνημα. Η Αριστερά δεν μπορεί να συνεχίσει να είναι προσκολλημένη σε ιδεολογήματα που στοίχησαν ήττες και δυσφήμηση στο κίνημα όπως αυτά της «αυτοδύναμης εθνικής ανάπτυξης». Η Αριστερά χρειάζεται να επανέλθει στις αρχές του διεθνισμού, όχι μόνο γιατί αυτή είναι η ουσία της επαναστατικής μαρξιστικής θεωρίας και παράδοσης, αλλά και γιατί εντέλει και πιο ρεαλιστική απεικόνιση της πραγματικότητας προσφέρει και γιατί αυτή συνάδει με τα ταξικά συμφέροντα του κόσμου της εργασίας. Τα υπόλοιπα αποτελούν συνταγές ήττας για το κίνημα.
Άγγελος Κ

[3] Στο ίδιο.
[5] Christakis Georgiou, The euro crisis and the future of European integration,http://www.isj.org.uk/index.php4?id=682&issue=128.

[8] Στο ίδιο.
[10] Μπορείτε να το ακούσετε στο βίντεο μεταξύ 00:30:10 και 00:31:32
[12] Κ. Λαπαβίτσας, Η ευρωζώνη ανάμεσα στη λιτότητα και την αθέτηση πληρωμών. Εκδόσεις Λιβάνη, 2010.
[13] Η νομισματική ένωση ως προαναγγελθέν έγκλημα,

Διάβαζε ακόμα:
Για τη διάλυση της νομισματικής Ένωσης, http://www.ioakimoglou.net/assets/entos-61.pdf.

[14] Διάβαζε τις δημοσιεύσεις μας:

Ευρωπαϊκή Ένωση και ελληνικός καπιταλισμός:

Το ευρώ και το «νέο γερμανικό ράιχ»: όταν η μυθολογία υποκαθιστά την πραγματικότητα:

[15] Μ. Σπινθουράκης, Που το πάει ο «σκληρός πυρήνας» της Ένωσης, Το Βήμα, 30 Νοεμβρίου 2003.
[16] Δες για μια συνοπτική περιγραφή των οικονομικών περιόδων του ελληνικού καπιταλισμού:

Η «χαμένη δεκαετία του 1980» και η ιδεολογική αντιστροφή της πραγματικότητας.

[17] Η ελληνική οικονομική κρίση και η κρίση της στρατηγικής του Ευρώ

Του Γιάννη Μηλιού και Δημήτρη Σωτηρόπουλου:

[18] Πώς το σύστημα, με την ευγενική χορηγία και της Αριστεράς, έχει μετατρέψει έναν δυναμικό καπιταλισμό σε …αόρατο

Του Δημήτρη Λιβιεράτου
[20] Ο χάρτης της κρίσης, το τέλος της αυταπάτης, σελ 15-16, εκδόσεις Τόπος, 2010, συμβολή Κώστα Βεργόπουλου.

Δεν υπάρχουν σχόλια: