Tου Μιχαλη Γ. Αργυρου* ΠΡΟΣΟΧΗ Το Αρθρο ειναι της 15-6-2005 Kλασικα συμπτώματα επικίνδυνης υπερθέρμανσης – Yψηλός πληθωρισμός με χαμηλή ανάπτυξη πολύ πιθανόν στο μεσοπρόθεσμο μέλλον ΔΕΙΤΕ και την ΕΚΘΕΣΗ ΕΔΩ Τα πρόσφατα δημοψηφίσματα στη Γαλλία και στην Ολλανδία έχουν πυροδότησει μια έντονη συζήτηση στους ευρωπαϊκούς πολιτικούς / ακαδημαϊκούς κύκλους σε σχέση με τις επιπτώσεις της ΟΝΕ στις οικονομίες της Ευρωζώνης και το μέλλον του κοινού νομίσματος. Μια αξιολόγηση των επιπτώσεων αυτών επιχειρείται για την Ελλάδα σε μελέτη που εκπονήθηκε πρόσφατα από τον υπογράφοντα για λογαριασμό του ΚΕΠΕ. Πιο συγκεκριμένα, εξετάζονται οι επιπτώσεις του ευρώ στον ελληνικό δείκτη τιμών καταναλωτή (ΔΤΚ), η συμβατότητα της κοινής νομισματικής πολιτικής με τις ανάγκες της ελληνικής οικονομίας και οι συνέπειες για την ελληνική ανταγωνιστικότητα και το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών. Στο άρθρο αυτό παρουσιάζονται τα βασικά ευρήματα καθώς και οι προτάσεις της μελέτης για τη μακροοικονομική πολιτική στην Ελλάδα. Τα βασικά ευρήματα Η μελέτη ελέγχει την ευρέως διαδεδομένη υπόθεση σύμφωνα με την οποία η υιοθέτηση του ευρώ οδήγησε σε αύξηση του ελληνικού ΔΤΚ, την οποία και απορρίπτει κατηγορηματικά. Οι αυξήσεις τιμών που παρατηρήθηκαν μετά το 2001 αποδίδονται σε ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις που προϋπήρχαν της ένταξης στην ΟΝΕ. Ετσι, η νομοτελειακή αποκατάσταση των τιμών στο επίπεδο ισορροπίας (όπως αυτές καθορίζονται από τις επικρατούσες συνθήκες κόστους και ανταγωνισμού) δεν μπορούσε παρά να γίνει μέσω ανατιμήσεων στις τιμές αγοράς. Επιπροσθέτως, λόγω του ότι η απόκλιση των τιμών αγοράς από το επίπεδο ισορροπίας ήταν μεγάλη, αναπόφευκτα μεγάλες ήταν και οι αυξήσεις που ήταν απαραίτητες για να αποκατασταθεί η μακροχρόνια ισορροπία (βλ. Διάγραμμα 1). Στις εξελίξεις αυτές σημαντικό ρόλο έπαιξαν τα μέτρα που ελήφθησαν το δίαστημα 1998-2000, όπως το πάγωμα τιμολογίων επιχειρήσεων κοινής ωφελείας και οι συμφωνίες κυρίων για συγκράτηση τιμών μεταξύ των οικονομικών αρχών και των ιδιωτικών επιχειρήσεων. Τα μέτρα αυτά αποσκοπούσαν στην ικανοποίηση του κριτηρίου πληθωρισμού της Συνθήκης του Μάαστριχτ. Ο στόχος πράγματι επιτεύχθηκε, όχι όμως αποκλειστικά μέσα από δυνάμεις της πραγματικής οικονομίας, αλλά και με τη βοήθεια διοικητικών μέτρων που εξ ορισμού είχαν βραχυχρόνιο χαρακτήρα. Το αποτέλεσμα ήταν η δημιουργία ισχυρών πληθωριστικών πιέσεων που απελευθερώθηκαν μετά την ένταξη. Τα παραπάνω δικαιολογούν τις αυξήσεις τιμών που παρατηρήθηκαν το 2001-2002, όμως, από το 2002 και μετά, ο ΔΤΚ αυξήθηκε σε επίπεδα μεγαλύτερα από εκείνα που είναι συμβατά με τη μακροχρόνια ισορροπία. Η εξέλιξη αυτή αποδίδεται στην πλήρη ασυμβατότητα μεταξύ της κοινής νομισματικής πολιτικής και τις εσωτερικές ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Πιο συγκεκριμένα, βρίσκουμε ότι αν η δραχμή δεν είχε αντικατασταθεί από το ευρώ και η Τράπεζα της Ελλάδος εξακολουθούσε την αντιπληθωριστική νομισματική πολιτική της δεκαετίας του 1990, θα έθετε την περίοδο 2001-2003 το ελληνικό ονομαστικό επιτόκιο σε επίπεδο τρεις με τρεισήμισι φορές υψηλότερο του επιτοκίου της ΕΚΤ (10%-12% έναντι 3,5%). Η βάση της ασυμβατότητας αυτής είναι ξεκάθαρη. Το 2001-2003 η Ελλάδα παρουσίασε ρυθμούς ανάπτυξης σημαντικά υψηλότερους από τον ευρωπαϊκό μέσο όρο (4% έναντι 1,3%). Σε αυτές τις συνθήκες υψηλής ζήτησης, η Ελλάδα χρειαζόταν μια περιοριστική νομισματική πολιτική για να αντιμετωπίσει τις συνακόλουθες πληθωριστικές πιέσεις. Αντιθέτως, το ίδιο διάστημα η ΕΚΤ μείωσε σημαντικά τα επιτόκιά της, επιδιώκοντας την τόνωση της χαμηλής οικονομικής δραστηριότητας στην Ευρωζώνη. Ετσι, και σε συνδυασμό με μια επεκτατική ελληνική δημοσιονομική πολιτική, η πολιτική της ΕΚΤ ενισχύει σημαντικά τις πληθωριστικές πιέσεις στην Ελλάδα. Τα παραπάνω έχουν άμεσες αρνητικές επιπτώσεις στον εξωτερικό τομέα της ελληνικής οικονομίας. Σε πλήρη αρμονία με τα θεωρητικά υποδείγματα των οικονομικών ανοιχτής οικονομίας, βρίσκουμε ότι ο βασικός προσδιοριστικός παράγοντας του ελληνικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών είναι το επίπεδο ανταγωνιστικότητας, όπως αυτή προσεγγίζεται από την ελληνική πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία. Σε δύο προηγούμενες ερευνητικές εργασίες διαπιστώσαμε ότι η ελληνική ανταγωνιστικότητα παρουσίασε σημαντικές απώλειες καθ’ όλη τη δεκαετία του 1990 (βλ. Διάγραμμα 2) που επιδεινώθηκαν εξαιτίας της εισόδου της δραχμής στο Ευρώ με υπερτιμημένη ισοτιμία (η ισοτιμία που ήταν συμβατή με τα βασικά μακροοικονομικά μεγέθη υπολογίζεται για το 2001 περίπου 360 δραχμές ανά ευρώ). Από τη μελέτη προκύπτει ότι η απελευθέρωση των πληθωριστικών πιέσεων και η πληθωριστική για την Ελλάδα πολιτική της ΕΚΤ οδήγησαν σε νέες απώλειες ανταγωνιστικότητας το 2001-2003. Ετσι, το έλλειμμα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών σταθεροποιήθηκε μετά το 2000 στο ύψος-ρεκόρ του 6% ως προς το ΑΕΠ, που αποτελεί το μεγαλύτερο μέσο έλλειμμα τριών ετών που έχει παρατηρηθεί τα τελευταία 45 χρόνια. Καταλήγουμε ότι αν η δραχμή δεν είχε αντικατασταθεί από το ευρώ το 2001, η εκτεταμένη ανισορροπία στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας θα είχε οδηγήσει σε σημαντική υποτίμησή της μετά το 2001. Τα ευρήματα της μελέτης οδηγούν στα εξής συμπεράσματα: Πρώτον, η ελληνική οικονομία δεν ήταν κατάλληλα προετοιμασμένη για να ενταχθεί στην ΟΝΕ το 2001. Δεύτερον, και ως συνέπεια του πρώτου, η κοινή νομισματική πολιτική που ασκείται από την ΕΚΤ δεν είναι συμβατή με της ανάγκες της ελληνικής οικονομίας. Τρίτον, και ως αποτέλεσμα της ελλιπούς προετοιμασίας, η ένταξη στην ΟΝΕ έχει προκαλέσει οικονομικό κόστος για τη χώρα, το οποίο έχει καταβληθεί με τη μορφή υψηλού πληθωρισμού και σημαντικής επιδείνωσης του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Από τα παραπάνω προκύπτει ότι η συνέχιση της οικονομικής πολιτικής που εφαρμόσθηκε τη δεκαετία του 1990 και το 2001-2003 εμπεριέχει σημαντικούς κινδύνους για την ελληνική οικονομία. Τα τελευταία χρόνια, η Ελλάδα παρουσιάζει μια επεκτατική για τις ανάγκες της κοινή νομισματική πολιτική, ισχυρές πληθωριστικές πιέσεις, ανατιμώμενη πραγματική συναλλαγματική ισοτιμία και διευρυμένα ελλείμματα στον δημόσιο και στον εξωτερικό τομέα της οικονομίας. Σε συνδυασμό με μιαν έντονα αυξητική τάση στον δανεισμό του ιδιωτικού τομέα και σημαντικές ανατιμήσεις στην αγορά ακινήτων, τα παραπάνω αποτελούν κλασικά συμπτώματα επικίνδυνης υπερθέρμανσης. Η κατάσταση της ελληνικής οικονομίας στις αρχές του 2004 ήταν τέτοια, ώστε η διατήρηση υψηλού πληθωρισμού σε συνδυασμό με χαμηλούς ρυθμούς ανάπτυξης να αποτελεί μια σοβαρή πιθανότητα για το μεσοπρόθεσμο μέλλον. Η εμφάνιση ακόμα πιο δυσμενών και εν δυνάμει πολύ σοβαρών οικονομικών εξελίξεων που αναλύονται λεπτομερώς στη μελέτη, δεν ήταν πέρα από τα όρια του δυνατού. *Καθηγητής στο Πανεπιστήμιο του Cardiff |
Πέμπτη 8 Ιουλίου 2010
Oι επιπτώσεις από την ένταξη στην ONE (15-6-2005)
Εγγραφή σε:
Σχόλια ανάρτησης (Atom)
3 σχόλια:
Προφανώς ο κόσμος δεν έδειξε διάθεση να αντισταθεί στα καταστροφικά μέτρα του Παπανδρέου -ΔΝΤ, απρόθυμος να διαδηλώσει και να απεργήσει. Οι λόγοι μπορεί να είναι πολλοί. Αλλά το αποτέλεσμα ένα. Χωρίς αντίσταση καταργήθηκαν δικαιώματα εργαζομένων που κερδίθηκαν με δεκαετίες αγώνων. Η ηγεσία της ΓΣΕΕ και της ΑΔΕΔΥ, υπάλληλοι της κυβέρνησης των τραπεζών, θα μείνουν με μαύρα γράμματα στην ιστορία του τόπου. Κιο κόσμος που τώρα προτίμησε τον καναπέ αντί για τον αγώνα θα μετανοιώσει πικρά όταν θα αρχίσουν να φαίνονται τα αποτελέσματα των μέτρων. Ιδιαίτερα αυτά τα αποτελέσματα θα τα δούμε στα παιδιά μας όταν με 500 ευρώ θα προσπαθήσουν να ζήσουν. Αλλά τότε θα είναι πολύ αργά.
15/7/2000
Οι μύθοι για το ευρώ
http://www.inclusivedemocracy.org/fotopoulos/greek/grE/gre2000/7_15.htm
Ψ-Στεργιο
σ' ευχαριστω για το λινκ. Αν εχεις κι αλλα ευπροσδεκτα.
Θα ηθελα να ανοιγε η συζητηση πανω στο τι ωφελησε ή εβλαψε την ελλαδα η ΟΝΕ. Επειδη η καταστροφη ειναι ακομα νωπη δεν μπορει ν' αποτιμηθει σε ολο της το ευρος, ετσι ωστε να συμπεριληφθει στον απολογισμο της περασμενης δεκαετιας.
Αυτο που μενει στη συνειδηση ειναι το απλωμα της φουσκας και οχι τα συντριμια της απο το σκασιμο.
Θα ηθελα επισης (παραγγελιά!) καποια μελετη που να συσχετιζει τα εμπορικα ελλειμματα της δεκαετιας με το δημοσιο ελλειμμα ή/και χρεος.
Το ελλειμμα τρεχουσων συναλλαγων ειναι το πλεον αδιαμφισβητητο και σαν μεγεθος και σαν προελευση.Αρα ειναι μια καλη βαση για τα περαιτερω.
cynical
Δημοσίευση σχολίου