Για μεγάλο χρονικό διάστημα υπήρχαν πολύ λίγα πανεπιστήμια στον κόσμο. Μικρός ήταν και ο αριθμός των φοιτητών τους, οι οποίοι προέρχονταν κυρίως από τις ανώτερες τάξεις. Η φοίτηση στα πανεπιστήμια προσέδιδε κύρος και αντανακλούσε μια προνομιούχα συνθήκη.
Αυτή η εικόνα άρχισε να αλλάζει δραστικά μετά το 1945. Ο αριθμός των πανεπιστημίων άρχισε να αυξάνεται σημαντικά. Το ίδιο συνέβη και με το ποσοστό των ατόμων σε ηλικία φοίτησης που ακολουθούσαν πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Επιπλέον, η εξέλιξη αυτή δεν ήταν μόνο ζήτημα επέκτασης του θεσμού στις χώρες που ήδη διέθεταν αξιόλογα πανεπιστήμια. Η πανεπιστημιακή εκπαίδευση εγκαινιάστηκε σε ένα μεγάλο αριθμό χωρών που είχαν λίγα ή καθόλου πανεπιστημιακά ιδρύματα πριν από το 1945. Η ανώτατη εκπαίδευση εξαπλώθηκε σε όλο τον κόσμο.
Η πίεση για επέκταση προερχόταν τόσο από τα πάνω, όσο κι από τα κάτω. Από τη μία πλευρά, οι κυβερνήσεις αντιλήφθηκαν την αναγκαιότητα για περισσότερους απόφοιτους πανεπιστημίων, ούτως ώστε να διασφαλίσουν τη ικανότητά τους να ανταγωνιστούν στις πιο πολύπλοκες τεχνολογίες που απαιτούσε η εκρηκτική επέκταση του κοσμοσυστήματος. Από την άλλη, μεγάλα τμήματα από τα μεσαία αλλά και χαμηλότερα στρώματα πληθυσμών σε όλο τον κόσμο απαιτούσαν πρόσβαση στην ανώτατη εκπαίδευση, ώστε να βελτιώσουν τις οικονομικές και κοινωνικές προοπτικές τους.
Η επέκταση των πανεπιστημίων, που έλαβε αξιοσημείωτες διαστάσεις, κατέστη δυνατή με την θεαματική επέκταση τoυ κοσμοσυστήματος μετά το 1945. Επενδύθηκαν πολύ μεγάλα χρηματικα ποσά στα πανεπιστήμια τα οποία έδωσαν σημαντική ώθηση στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
Η εξέλιξη αυτή άλλαξε κάπως την πανεπιστημιακή εκπαίδευση. Κάποια πανεπιστήμια έγιναν πολύ μεγαλύτερα και άρχισαν να χάνουν την ποιότητα που παρείχαν οι μικρότερες δομές, λόγω της οικειότητας που επικρατούσε σ΄ αυτές. Μεταλλάχτηκε η ταξική σύνθεση του σώματος των φοιτητών, κι έπειτα των διδασκόντων. Σε πολλές χώρες η επέκταση δεν σήμανε μόνο την άρση του μονοπωλίου των ανώτερων τάξεων ως φοιτητών, καθηγητών και διοικητικού προσωπικού, αλλά συχνά και την ευρεία πρόσβαση των «μειονοτικών» ομάδων και γυναικών, η οποία μέχρι τότε ήταν σχεδόν ανύπαρκτη.
Αυτή η εικόνα έγινε δυσχερέστερη μετά το 1970 περίπου. Από τη μία πλευρά το κοσμοσύστημα εμπήκε σε μια φάση μακράς στασιμότητας, και σταδιακά, το ύψος της χρηματοδότησης που λάμβαναν τα πανεπιστήμια -ίδιως οι κρατικοί πόροι- άρχισε να μειώνεται. Συγχρόνως, το κόστος της πανεπιστημιακής εκπαίδευσης συνέχισε να αυξάνεται, ενώ γίνονταν όλο και ισχυρότερες οι πιέσεις από τα κάτω για συνεχή επέκταση. Από τότε, οι δυο τάσεις συνέχισαν να ακολουθούν αντίθετες πορείες: μείωση της χρηματοδότησης και αύξηση των δαπανών.
Μέχρι την έναρξη του 21ου αιώνα η κατάσταση αυτή έλαβε τρομακτικές διαστάσεις. Πώς τη διαχειρίστηκαν τα πανεπιστήμια; Ένας τρόπος είναι αυτό που πλέον ονομάζουμε «ιδιωτικοποίηση». Τα περισσότερα πανεπιστήμια πριν το 1945, ακόμη και πριν το 1970, ήταν κρατικά. Η μόνη σημαντική εξαίρεση ήταν οι ΗΠΑ, που διέθεταν μεγάλο αριθμό μη κρατικών ιδρυμάτων, τα περισσότερα από τα οποία συνιστούσαν μετεξέλιξη θρησκευτικών ιδρυμάτων. Αλλά ακόμη και σε αυτή την περίπτωση, τα πανεπιστήμια λειτουργούσαν ως μη κερδοσκοπικές δομές.
Η ιδιωτικοποίηση πήρε διάφορες όψεις ανά τον κόσμο: 1) άρχισαν να εμφανίζονται ιδρύματα ανώτατης εκπαίδευσης με τη μορφή κερδοσκοπικών επιχειρήσεων∙ 2) δημόσια ιδρύματα άρχισαν να αναζητούν και να εξασφαλίζουν χρηματοδότηση από εταιρείες, οι οποίες άρχισαν να παρεμβαίνουν στη διοίκηση των πανεπιστημίων∙ και 3) τα πανεπιστήμια άρχισαν να επιδιώκουν πατέντες για έργα που ανακάλυπταν ή εφεύρισκαν ερευνητές εντός των πανεπιστημίων, μπαίνοντας συνεπώς στην οικονομία ως συντελεστές, ή αλλιώς, ως επιχειρήσεις.
Καθώς οι πόροι ήταν ανεπαρκείς, ή τουλάχιστον έτσι φαινόταν, τα πανεπιστήμια άρχισαν να μετασχηματίζονται σε ιδρύματα με χαρακτηριστικά επιχειρήσεων. Αυτή η εξέλιξη παρουσίασε κυρίως δύο όψεις. Οι υψηλόβαθμες διοικητικές θέσεις των πανεπιστημίων και των σχολών, που μέχρι τότε παραδοσιακά καλύπτονταν από ακαδημαϊκούς, πλέον άρχισαν να καταλαμβάνονται από άτομα με επιχειρηματική και όχι πανεπιστημιακή προέλευση. Αυτοί έφερναν τους πόρους και παράλληλα έθεταν τα κριτήρια για την κατανομή τους.
Άρχισαν αξιολογήσεις ολόκληρων πανεπιστημίων και πανεπιστημιακών τμημάτων με όρους αποδοτικότητας σε σχέση με τα χρήματα που είχαν επενδυθεί. Αυτό μπορούσε να μετρηθεί με τον αριθμό των φοιτητών που επιθυμούσαν να ακολουθήσουν συγκεκριμένες σπουδές, ή με κρίτήριο την ερευνητική απόδοση πανεπιστημίων ή τμημάτων. Η πνευματική ζωή εκτιμούνταν με ψευδο-κριτήρια της αγοράς. Ακόμη και η εισαγωγή των φοιτητών ρυθμιζόταν από το πόσα λεφτά θα εισπράττονταν μέσω εναλλακτικών μεθόδων εισαγωγής.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, άρχισαν να δέχονται επίθεση από ακροδεξιά και εκτός της πνευματικής ζωής ρεύματα, που αντιμετώπιζαν τα πανεπιστήμια ως κοσμικά, αντι-θρησκευτικά ιδρύματα. Το πανεπιστήμιο ως θεσμός κριτικής ενάντια στις κυρίαρχες ομάδες και ιδεολογίες, συνάντησε διαχρονικά αντίσταση και καταστολή από τα κράτη και τις ελίτ. Ωστοσο, κατάφερνε να επιβιώνει λόγω της οικονομικής αυτονομίας η οποία βασιζόταν στο χαμηλό πραγματικό κόστος λειτουργίας. Αυτό ήταν το πανεπιστήμιο του παρελθόντος, όχι του παρόντος –ούτε του μέλλοντος.
Αυτά θα μπορούσαν να ειδωθούν ως μία ακόμη όψη του παγκόσμιου χάους που βιώνουμε. Με τη διαφορά ότι τα πανεπιστήμια υποτίθεται ότι θα έπρεπε να παίξουν το ρόλο ενός σημαντικού κέντρου -όχι φυσικά του μοναδικού- ανάλυσης των πραγματικοτήτων του κοσμοσυστήματος. Ίσως ακριβώς αυτές οι αναλύσεις να καταστήσουν δυνατή την επιτυχή πορεία σε αυτή τη χαοτική μετάβαση προς μία νέα, και ελπίζουμε καλύτερη, παγκόσμια τάξη. Προς το παρόν, το χάος που επικρατεί στο εσωτερικό των πανεπιστημίων δεν φαίνεται να αντιμετωπίζεται ευκολότερα από ό,τι το χάος του κοσμοσυστήματος. Κι αυτό είναι είναι ένα ζήτημα που απασχολεί ελάχιστους.
Μετάφραση: Μαρίνα Δημητριάδου
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου