11/06/2010
Εντός των πλαισίων μιας δημοκρατικής ρητορείας, διαπιστώνουμε ότι:
«…Οσο λιγότερα χρήματα δαπανηθούν από το δημόσιο σε κοινωνικά προγράμματα τόσο περισσότερα χρήματα «διάσωσης» θα καταβληθούν στις τράπεζες για τις εκθετικά αυξανόμενες επισφαλείς απαιτήσεις τους, οι οποίες στο τέλος δεν θα είναι δυνατόν να καταβληθούν. Είναι αναπόφευκτο ότι τα δάνεια και τα ομόλογα θα χαθούν στη συνήθη αναταραχή της πτώχευσης…» [Michael Hudson μτφρ. «Ιός» ]
«…Οσο λιγότερα χρήματα δαπανηθούν από το δημόσιο σε κοινωνικά προγράμματα τόσο περισσότερα χρήματα «διάσωσης» θα καταβληθούν στις τράπεζες για τις εκθετικά αυξανόμενες επισφαλείς απαιτήσεις τους, οι οποίες στο τέλος δεν θα είναι δυνατόν να καταβληθούν. Είναι αναπόφευκτο ότι τα δάνεια και τα ομόλογα θα χαθούν στη συνήθη αναταραχή της πτώχευσης…» [Michael Hudson μτφρ. «Ιός» ]
Ήδη από το 1998 με τις ωμές δηλώσεις του Tietmeyer, προέδρου της Bundesbank είχε επισημανθεί (με ικανοποίηση) ως εξέλιξη η σταδιακή μετατόπιση και παραίτηση των Ευρωπαϊκών κυβερνήσεων από τις θεμελιώδεις εξουσίες λήψης των αποφάσεων μεταβιβάζοντές τες στους «νομισματικούς εμπειρογνώμονες», πρόκειται για πολιτική η οποία προκρίνει το «μόνιμο δημοψήφισμα των αγορών» σε σχέση με το πιο αυτονόητο «δημοψήφισμα της κάλπης»[1], στο οποίο όμως οι συμμετέχοντες είναι αναρμόδιοι. Πιο κυνικά δεν θα μπορούσε να λεχθεί.