Η Αριστερά σήμερα στην Ελλάδα, στο σύνολό της, κατά πόσο είναι μια ζώσα πραγματικότητα, αναπόσπαστο μέρος της λειτουργίας αυτής της κοινωνίας, και κατά πόσο είναι ένα ιστορικό κατάλοιπο του πάλαι ποτέ ένδοξου εαυτού της και απλά καταναλώνει από τα «έτοιμα», χωρίς να παράγει τίποτα καινούργιο; Ή εν πάση περιπτώσει, στο σημείο που παράγεται κάτι καινούργιο από την κοινωνία, αυτό κατά κανόνα ή είναι αδιάφορο ή ακόμα «εχθρικό» για την κλασική Αριστερά.
Το ερώτημα θα μπορούσε να έμπαινε και για την ευρωπαϊκή Αριστερά, που έχει τις ρίζες της στη Σοσιαλδημοκρατία ή στα Κομμουνιστικά Κόμματα της Γ' Διεθνούς.
Αν η Χιλή, για να εφαρμόσει την οικονομική πολιτική του νεοφιλελευθερισμού, όπως αυτή υπαγορεύτηκε από το Διεθνές Νομισματικό Ταμείο και την Παγκόσμια Τράπεζα, χρειάστηκε έναν αιμοσταγή δικτάτορα, τον Πινοσέτ, εμείς στην Ελλάδα, για να εφαρμόσουμε την ίδια πολιτική, δεν χρειάζεται να καταφύγουμε σε καμιά δικτατορία. Απλά ψηφίζουμε την κυβέρνηση που θα την πραγματοποιήσει, άσχετα από το τι έλεγε προεκλογικά. Η ιστορική Σοσιαλδημοκρατία, εδώ και καιρό, είναι το πτώμα του παλιού εαυτού της που έθαψε μαζί της και τα όσα σημαντικά είχε προσφέρει. Η σημερινή κυβερνητική Σοσιαλδημοκρατία είναι ένας επικίνδυνος «Φρανκενστάιν». Από τα κόμματα της Γ' Διεθνούς απομένουν δύο που έχουν κρατήσει το προφίλ του παρελθόντος και έχουν μια μικρή, αλλά σταθερή παρουσία. Αυτά της Ελλάδας και της Πορτογαλίας. (Τα υπόλοιπα έχουν πάρει αποστάσεις από το τριτοδιεθνιστικό μοντέλο, χωρίς εντούτοις να έχουν βρει μια καινούργια φυσιογνωμία, και κινούνται μεταξύ φθοράς και αφθαρσίας). Η πολιτική των εναπομεινάντων Κ.Κ. είναι αυτοσκοπός και συνίσταται στο να ενισχυθεί ο «υποκειμενικός φορέας». Δηλαδή η ισχύς του κομματικού μηχανισμού. Επιλέγουν εκείνες τις παρεμβάσεις που θα ενισχύσουν τον μηχανισμό, αποφεύγοντας όλες τις ενέργειες που δεν φέρνουν οφέλη. Και εδώ μπορούμε να διαπιστώσουμε μια «επιχειρηματική» λογική. Το σύνθημα «ΚΚΕ ισχυρό» τα αποσαφηνίζει όλα.