ΑΣΤΟΧΙΕΣ ΚΑΙ ΣΤΟΧΕΥΣΕΙΣ ΤΗΣ ΟΙΚΟΝΟΜΙΚΗΣ ΠΟΛΙΤΙΚΗΣ, ΜΕΡΟΣ Β΄
του Χρήστου Χατζηιωσήφ
Τα χρόνια 1991-1993, στην πρώην Ανατολική Γερμανία, πουλήθηκαν με συνοπτικές διαδικασίες χιλιάδες επιχειρήσεις, συχνά ως απλά ακίνητα, και βρέθηκαν στο δρόμο 2,5 εκατομμύρια εργαζόμενοι. Οι αγοραστές ήταν γνωστές δυτικογερμανικές και μεγάλες ξένες επιχειρήσεις, μαζί με εκατοντάδες τυχάρπαστους επιχειρηματίες ποικίλων προελεύσεων. Η αξία της κρατικής βιομηχανίας της Ανατολικής Γερμανίας είχε εκτιμηθεί ανάμεσα σε 200 και 600 δισεκατομμύρια μάρκα. Από τη ρευστοποίησή της όμως η Treuhand εισέπραξε μόνο 44 δισεκατομμύρια και πήρε υποσχέσεις από τους αγοραστές ότι θα επένδυαν άλλα 170 δισεκατομμύρια στις επιχειρήσεις που απέκτησαν.
Η όλη επιχείρηση εξελίχθηκε σε λεηλασία της δημόσιας περιουσίας τόσο της τέως Ανατολικής, αλλά και της Δυτικής Γερμανίας. Παρά τον στόχο της ιδιωτικοποίησης στο όνομα της μεγαλύτερης αποτελεσματικότητας του ιδιωτικού σε σχέση με το δημόσιο, η διαδικασία ήταν άκρως πολιτικοποιημένη. Το Χριστιανοδημοκρατικό Κόμμα έλεγχε την Treuhand, η Μπρίγκιτ Μπρόυελ, που διαδέχθηκε τον Ρόβεντερ, ήταν υπουργός Οικονομικών της χριστιανοδημοκρατικής κυβέρνησης της Κάτω Σαξωνίας και συγγένευε με επικεφαλής ιδιωτικών τραπεζών και μεγάλων βιομηχανιών. Οι Χριστιανοδημοκράτες φαίνεται ότι επωφελήθηκαν από παράνομες πληρωμές, οι οποίες ως σκάνδαλα σημάδεψαν την αποχώρηση του Χέλμουτ Κολ από την πολιτική. Ορισμένα από αυτά φημολογείται ότι συνδέονταν με παρεμβάσεις ξένων κυβερνήσεων υπέρ των δικών τους επιχειρήσεων, που διεκδικούσαν κομμάτια από το κουφάρι της ανατολικογερμανικής βιομηχανίας.