Εκ πρώτης όψεως, η κρίση χρέους της Ελλάδας έχει επιδεινωθεί. Οι αποδόσεις των κρατικών ομολόγων της έχουν εκτιναχθεί, με την αύξηση εκείνων για τα διετή ομόλογα να ξεπερνά το 20% στις 18 Απριλίου. Ωστόσο, οι φαινομενικά κακές ειδήσεις μπορεί στην πραγματικότητα να είναι καλές.
Οι αποδόσεις των ελληνικών ομολόγων εκτινάσσονται γιατί οι χαράσσοντες την ευρωπαϊκή πολιτική φαίνονται τώρα να παραδέχονται αυτό που επί μακρόν χαρακτήριζε αναπόφευκτο ο Economist: ότι το ελληνικό χρέος θα πρέπει να αναδιαρθρωθεί. Ακόμα και ο υπουργός Οικονομικών της Γερμανίας, Βόλφγκανγκ Σόιμπλε, μοιάζει ανοιχτός στην ιδέα.
Η επίσημη γραμμή, πράγματι, εξακολουθεί να θεωρεί απαράδεκτη την αναδιάρθρωση, ενώ η ΕΚΤ ακόμα εθελοτυφλεί. Ωστόσο, η συζήτηση στην Ευρώπη επιτέλους στρέφεται από τους τρόπους αποφυγής της αναδιάρθρωσης στους τρόπους πραγματοποίησής της.
Αυτό είναι ευχάριστο, με κάποιες επιφυλάξεις: παρότι οι Ευρωπαίοι ηγέτες αρχίζουν να εξετάζουν την αναδιάρθρωση, υπάρχουν ανησυχητικές ενδείξεις ότι δεν θα φανούν αρκετά τολμηροί. Και αυτό γιατί οι πολιτικοί της Γηραιάς Ηπείρου δεν έχουν βασικό κίνητρο τη μείωση του ελληνικού χρέους σε διατηρήσιμα επίπεδα. Ιδίως οι Γερμανοί έχουν δύο δικά τους προβλήματα να λύσουν. Πρώτον, να ελαχιστοποιήσουν την ανάγκη των Ελλήνων για επιπλέον ρευστό από Γερμανούς φορολογούμενους. Δεύτερον, να προστατεύσουν τις γερμανικές τράπεζες, πολλές εκ των οποίων είναι κάτοχοι ελληνικών ομολόγων και είναι διστακτικές απέναντι σε οποιαδήποτε διαγραφή χρέους. Τα προβλήματα αυτά «δείχνουν» προς ένα μέτριο ανασχεδιασμό, που θα επεκτείνει τη διάρκεια αποπληρωμής του χρέους της Ελλάδας, όμως δεν θα αποκαταστήσει και τη φερεγγυότητά της...