Τρίτη 6 Μαρτίου 2012

Προς την πτώχευση



Του Θεόδωρου Παπαηλία, καθηγητή ΤΕΙ Πειραιά

1. Η οικονομική εξέλιξη 1950-2002
Η ανάπτυξη της ελληνικής βιομη­χανίας μετά το 1950 στηρίχθηκε στο υπόδειγμα της υποκατάστασης των ει­σαγωγών.
Οι πενιχροί οικονομικοί πόροι, οι κα­θυστερημένες πολιτικές και κοινωνι­κές δομές και ιδιαίτερα η λειτουργία ενός κρατικού μηχανισμού περιορι­σμένης αποτελεσματικότητας, αποτέ­λεσαν το πλαίσιο της μεταπολεμικής Ελλάδος· αντίστοιχο που δεν διέφερε αισθητά εκείνου των κοινωνιών του αυτού επιπέδου ανάπτυξης (Βαλκανι­κές χώρες, Λατινική Αμερική, Τουρκία κ.λπ.). Συνεπώς, η έξοδος από τους «φαύλους κύκλους» της πενίας μέσω της χρήσης του ανταγωνιστικού υπο­δείγματος ανάπτυξης μέσω εξαγωγών φαινόταν σχεδόν αδύνατη.
Η εναλλακτική αυτή λύση σήμαινε υψηλές επενδύσεις σε τεχνολογίες αιχμής, ώστε το προϊόν να είναι αντα­γωνίσιμο στη διεθνή αγορά. Αναγκαίες προϋποθέσεις είναι η ύπαρξη καινο- τόμων επιχειρηματιών κατά πρώτο και κατά δεύτερο εκπαιδευμένου η δυνά­μενου ευκόλως να καταρτισθεί εργα­τικού δυναμικού σε νέες τεχνολογίες. Στη χώρα έλλειπαν και τα κεφάλαια και η επιχειρηματική δομή. Αναπόφευκτα λοιπόν συστάθηκαν μικρές επιχειρή­σεις χαμηλής τεχνολογίας, προστατευ- μένες με δασμούς, στραμμένες στην υποκατάσταση των εισαγωγών.
Μέχρι το 1953 είχαν τεθεί τόσο οι κανόνες (υποτίμηση της δραχμής ένα­ντι του δολαρίου και της λίρας), όσο και το νομικό πλαίσιο για την εισροή ξένου κεφαλαίου. Η Ελλάς, μέχρι την πρώ­τη πετρελαϊκή κρίση (1973), επέτυχε έναν από τους ταχύτερους ρυθμούς ανάπτυξης σε παγκόσμιο επίπεδο με μικρούς κοινωνικούς κραδασμούς.

Η μετανάστευση
Η χρηματοδότηση αυτού του υπο­δείγματος στηρίχθηκε σημαντικά μέ­σω της χειροτέρευσης των εσωτερι­κών όρων εμπορίου (πτώση των τιμών των αγροτικών προϊόντων σε σχέση με εκείνων των μη αγροτικών). Ωστόσο, η εξέλιξη αυτή πραγματοποιήθηκε, διό­τι προέκυψε ένας μηχανισμός εξωγε­νής, αρχικά απρόβλεπτος, που εξαφά­νισε προσωρινώς (αλλά με βαρύτατες μακροχρόνιες επιπτώσεις, που ηθελη­μένα αγνοήθηκαν τότε) μεγάλο μέρος των αρνητικών επιδράσεων τής έστω και ημιτελούς ασκηθείσας οικονομι­κής πολιτικής. Αυτή ήταν η εξωτερική μετανάστευση.
Το προσωρινό αποτέλεσμα ήταν να εξαϋλωθεί η πλεονάζουσα εργατική δύναμη, η οποία δημιουργείτο από τη σύνθλιψη του αγροτικού τομέα. Τοιου­τοτρόπως, η χώρα δεν αντιμετώπισε τις τενεκεδουπόλεις και την αθλιότητα των λατινοαμερικανικών και αφρικανι­κών κ.λπ. κρατών.
Επιπροσθέτως η εξαγωγή εργατι­κού δυναμικού είχε θετικές εισροές στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αφού, από κοινού με τη ναυτιλία, τα μεταναστευτικά εμβάσματα κάλυψαν τα ελλείμματα του εμπορικού ισοζυγί­ου, που αποτελεί ουσιώδη ανασταλτι­κό παράγοντα οικονομικής ανάπτυξης. Συνεπώς, βραχυπροθέσμως και μεσο-προθέσμως οι ρυθμοί μεγέθυνσης, κά­τω από παράλληλη περιοριστική νομι­σματική επέκταση, έδειξαν θεαματικά αποτελέσματα, κρύβοντας όμως τα πραγματικά προβλήματα: χαμηλή πα­ραγωγικότητα στη βιομηχανία, στραμ­μένη σε υποκατάσταση εισαγωγών και επιβιώνοντας ως δασμοβίωτος, εξαγω­γή εργατικής δύναμης κ.λπ.
Από το 1970, όμως, οι ελλείψεις σε εργατικά χέρια ήταν τέτοιες, ώστε ξεκίνησε εισαγωγή φτηνού εργατι­κού δυναμικού από χώρες κυρίως της Αφρικής. Μεταξύ 1955-1971 η αγροτι­κή έξοδος ξεπέρασε τα 1,6 εκατ. άτο­μα σε έναν πληθυσμό 8,5 εκατ. κατοί­κων, ενώ η «καθαρή» εξωτερική μετα­νάστευση τις 800 χιλ. Η εισροή αλλο­δαπών εργαζομένων πλησίασε τα 150 χιλ. άτομα (στο διάστημα 1971-73).
Η πρώιμη μεταπολίτευση
Η πρώτη πετρελαϊκή κρίση (1973) οριοθέτησε τη δυναμική αυτή. Στην αρχή της μεταπολίτευσης έγινε από­πειρα να επανέλθει το σκάφος εκ νέ­ου σε ήρεμα νερά, αλλά η δεύτερη πετρελαϊκή κρίση (1979) έδωσε τη χαριστική βολή στη συνέχιση της εκ­βιομηχάνισης. Η τότε κυβέρνηση, επι­διώκοντας να δημιουργήσει ένα νέο ξεκίνημα και να απαγκιστρωθεί από το τέλμα στο οποίο είχε οδηγηθεί το όλο μεταπολεμικό εγχείρημα, ενέτα­ξε τη χώρα στην ΕΟΚ.
Αυτή η φιλόδοξη προσπάθεια, ενώ αρχικά φαινόταν ότι αποτελούσε το εχέγγυο (η χώρα - μέλος της πλουσι­ότερης λέσχης μετά τις ΗΠΑ), κατ’ ουσίαν υπέσκαψε σε μεγάλο βαθμό τις όποιες πιθανότητες επιτυχίας οικονο­μικής εξέλιξης. Τα βασικά επιχειρή­ματα των υποστηρικτών περιστρέφο­νταν, εκτός της πολιτικής αναβάθμι­σης, στο δημοσιονομικό όφελος (λό­γω των επιδοτήσεων) και στη στήριξη της βιομηχανίας, λόγω του εύρους της αγοράς.
Η πεποίθηση αυτή παρέβλεπε ένα ουσιώδες γεγονός. Το υπόδειγμα ανά­πτυξης μέσω υποκατάστασης εισαγω­γών στηριζόταν σε εισαγωγή τεχνο­λογίας κεφαλαιουχικού εξοπλισμού κ.λπ. και (λαμβάνοντας υπ’ όψιν το μι­κρό μέγεθος της αγοράς όπως επίσης την αδυναμία συχνά των επιχειρήσεων στην επίτευξη του ελαχίστου οικονο­μικού αδιαίρετου και της ανυπαρξίας οικονομιών κλίμακος) στα τελωνειακά τείχη.
Μέχρι το 1981 οι δασμοί δεν έπαι­ξαν τον «παιδαγωγικό» ρόλο που υπο­στήριζε ο List στα περί νηπιακής βιο­μηχανίας. Η κατάργησή τους, λόγω της ΕΟΚ, επέσυρε την κατάρρευση της βιο­μηχανικής παραγωγής. Αλλά ανεφάνη ένα εξίσου ουσιώδες αίτιο. Ο στασιμοπληθωρισμός το 1973 είχε ως απόρ­ροια την εκτίναξη των τιμών στο 25%, ενώ για την επόμενη εικοσιπενταετία παρέμεινε διψήφιος.
Μία από τις αιτίες ήταν η επιβολή επί σειρά ετών αγορανομικών διατά­ξεων. Οι μικρές δασμοβίωτες, χαμη­λής παραγωγικότητας, βιοτεχνίες και βιομηχανίες εντάσεως εργασίας κα­τά το πλείστον, δεν είχαν δυνατότη­τες επιβίωσης στον ανταγωνισμό. Δεν υφίστατο ουσιώδες ενδογενές κίνητρο εκσυγχρονισμού τους. Καθ’ όλη σχε­δόν την περίοδο 1950-80 οι μισθοί συ­γκρατούνταν, λόγω αυταρχικής διακυ­βέρνησης, σε χαμηλά επίπεδα.
Μετά το 1973 η άνοδος των πρώτων υλών ένεκα διαρκούς διολίσθησης του νομίσματος και η πίεση για μισθολογι­κές βελτιώσεις επέτειναν τις πληθωρι­στικές πιέσεις στο κόστος παραγωγής. Όθεν, η αγορανομική διάταξη πρόβα­λε ως απάντηση. Παρόμοια όμως πο­λιτική δεν είναι δυνατόν να συνιστά επί μακρόν βιώσιμο λύση. Ήδη από το 1972 η μαύρη αγορά είχε - παρά τη δικτατορία - αναφανεί. Παρ’ όλα αυτά οι τιμές δεν σταθεροποιήθηκαν, σε κάποιο έστω υψηλό σημείο, αλλά συνε­χώς ανέρχονταν.
Ενώ οι ανεπτυγμένες χώρες (ΗΠΑ, Γερμανία, Ιαπωνία κ.λπ.) μεταβίβα­ζαν ένα μέρος του πληθωρισμού τους στις ολιγότερο ανεπτυγμένες, η Ελλάς αδυνατούσε να το πράξει αυτό, αφού η βιομηχανία της ήταν στραμμένη στην εσωτερική αγορά, ενώ οι χώρες στις οποίες εξήγοντο τα ελληνικά προϊόντα (Μέση Ανατολή, Αφρική κ.λπ.), επειδή ήταν οι τελευταίοι αποδέκτες της μετακύλισης του κόστους, βρέθηκαν σε δεινότερη εκείνης θέση.
Η είσοδος στην ΕΟΚ
Η είσοδος λοιπόν της Ελλάδος στην ΕΟΚ συντόμευσε και ολοκλήρωσε τη φθίνουσα μετά το 1973 πορεία (κατ’ ουσίαν διέλυσε τη βιομηχανία). Το 1950 ο δευτερογενής τομέας αποτε­λούσε το 20,1% του ΑΕΠ (εκ των οποί­ων 11,7% η μεταποίηση), το 1995 το 27,8% (16,6% μεταποίηση). Ο αριθ­μός των μισθωτών ανήλθε σε 52,8% το 1995 (έναντι 27,3% το 1950).
Ωστόσο το μέγεθος των επιχειρή­σεων του δευτερογενούς τομέως ήταν εξαιρετικά μικρό. Ενώ προπολεμι­κά, το 1938, το 93,2% των «βιο­μηχανιών» - βιοτεχνιών απασχο­λούσε μέχρι 5 άτομα, το 1988 αυτό έπεσε μόλις στο 85%. Σε ελάχιστες ανεπτυγμένες χώρες το 27% των απασχολούμενων εί­ναι εργοδότες - αυτοαπασχολούμενοι (η συντριπτική πλειονότητα αφορά αυ­τοαπασχολούμενους, βλ. πίνακα).
Στη δεκαετία του 1980 λόγω της κρί­σης μέρος του τραπεζικού συστήματος και της βιομηχανίας ετέθη υπό κρατι­κό έλεγχο. Το 1990 το δη­μόσιο έλεγχε πλέον του 90% των καταθέσεων των τραπεζών, μεγάλο μέρος των μεγάλων εταιρειών και το σύνολο σχεδίου των επιχειρήσε­ων κοινής ωφέλειας.
Ακολούθως η συνθήκη του Μάαστριχτ αποτέλεσε το καθοδηγητικό άστρο και ένα φιλόδοξο πρόγραμμα σύγκλι­σης χαράχτηκε με συνέπεια ο διψήφι­ος πληθωρισμός που ταλάνιζε τη χώρα να συρρικνωθεί στο 2% το 2000 και με εξαίρεση το δημόσιο χρέος η Ελλάς να πληροί τις συνθήκες ένταξης στην Ευρωζώνη. Το τελευταίο από 37% το 1979 έφθασε το 1989 σχεδόν στο 100% του ΑΕΠ. Μολονότι τα δημόσια ελλείμματα επισήμως κινήθηκαν περί το 3%, μετά το 2008 αυτά εκτοξεύθη­καν και το 2009 ανήλθαν στο 15,6%, ενώ ο ρυθμός ανάπτυξης υπήρξε αρ­νητικός.
2. Προοπτικές της παρούσας κρίσης: Η πολιτική μετά το 2002
Η επιτάχυνση της κατάρρευσης του υποδείγματος ανάπτυξης της Ελλάδος μετά την είσοδό της στην ΕΟΚ το 1981 και η μακρόχρονη πολιτική και κοινωνική καταπίεση είχε ως απόρροια η νέα κυβέρνηση (Οκτώβριος 1981), η οποία είχε σαρώσει στις εκλογές γι’ αυτούς τους λόγους, μη διαθέτοντας εναλλακτική λύση(1), να προχωρήσει σε εκτε­ταμένη αναδιανομή του εισοδήματος. Υπελογίζε το ότι μέσω μιας δραστήριας κεϋνσιανής πολιτικής (ενίσχυση των χαμηλομίσθων, εκτεταμένης κρατικής παρέμβασης) θα ετονώνετο η ζήτηση και ακολούθως, μέσω αυτής, οι επεν­δύσεις.
Οι όροι εμπορίου λόγω της ένταξης στην Ε.Ε. διαστράφηκαν (λόγω κοινο­τικής προτίμησης) με απόρροια ακόμη και το ισοζύγιο αγροτικών προϊόντων να καταστεί πλέον μονίμως αρνητικό. Στη δεκαετία 1980 δεν επιταχύνθηκε μόνον η διάλυση της βιομηχανίας λό­γω ΕΟΚ, αλλά παράλληλα ετέθησαν οι βάσεις για την αποσύνθεση της γεωρ­γίας. Η Κοινή Αγροτική Πολιτική (ΚΑΠ), δομημένη πέριξ των «βορείων» προϊό­ντων (κτηνοτροφία), δεν επέτρεπε ευρείες δυνατότητες σε εκείνα της φυτι­κής προελεύσεως (μεσογειακά)(2).
Η κατάσταση καλύφθηκε ως φύλλο συκής από τις πλουσιοπάροχες επιδο­τήσεις (αποσύρσεις, χωματερές κ.λπ.). Το υπόδειγμα ενός αγροτικού τομέα με μέση έκταση κατά άτομο 35 στρέμμα­τα, άκρως πολυτεμαχισμένης και ημιάγονης, με ταχεία εκμηχάνιση, λόγω της ασκηθείσας αγροτικής πολιτικής, οδη­γήθηκε αναπόφευκτα σε στασιμότη­τα(3). Η αγροτική έξοδος απομάκρυνε τους νέους και κατά τεκμήριο αυτούς που θα ηδύναντο να προχωρήσουν σε αναδιαρθρώσεις.
Ενώ η είσοδος της χώρας στην ΕΟΚ το 1981 αποτέλεσε τον ολετήρα της λυμφατικής βιομηχανικής ανάπτυξης, η συμμετοχή της στο ευρώ (2002) κατέστρεψε σχεδόν το όποιο παραγωγι­κό δυναμικό είχε απομείνει. Το υπερτιμημένο νόμισμα (διαρκής ανατίμησή του έναντι του δολαρίου, του γιεν και του γουάν) υπέσκαψε την ελληνική πα­ραγωγή (και τις εξαγωγές) διευρύνο­ντας τις εισαγωγές.
Τομείς (%)
1950
1980
1995
Πρωτογενής
27,8%
14,9%
11,7%
Δευτερογενής (μεταποίηση)
20,1% (11,7%)
32,4% (21,3%)
27,8% (16,6%)
Τριτογενής
52,1%
53,1%
60,5%
Απασχόληση (%)



Αγρότες
60,8%
31,3%
20,5%
Μισθωτοί
27,3%
43,6%
52,8%
Εργοδότες - αυτοαπασχολούμενοι
11,9%
25,1%
26,7%
Η εποχή του μνημονίου
Ωστόσο η εικονική πραγματικότη­τα δεν διήρκεσε πολύ. Η παγκόσμια χρηματοπιστωτική κρίση το 2008 ανέσυρε στην επιφάνεια τα ζητή­ματα: πολιτική ομάδα που αδυνατεί να βελτιωθεί, επιχειρηματίες που σιτίζονται από το πρυτανείο - κρα­τικό ταμείο, διαρκής πίεση για άνο­δο των μισθών με χαμηλή παραγω­γικότητα, γενικευμένη οικονομική διαφθορά. Το εγχώριο προϊόν αυξά­νεται ως «φούσκα» με δάνεια, που αμέτρως χορηγούνται.
Όλοι μένουν ικανοποιημένοι: οι δανειστές γιατί πιστεύουν ότι ανα­κάλυψαν τη σίγουρη τοποθέτηση, οι ηγήτορες διότι έτσι γίνονται αρε­στοί στα πλήθη, οι πολίτες διότι αυ­ξάνεται το επίπεδο διαβίωσής τους. Ωστόσο η υπερχρέωση δεν μπορεί επ’ άπειρον να αποκρύβεται. Μέσα σε πέντε έτη (2005-9) η κυβέρνη­ση δανείσθηκε 70% και πλέον αυ­τών που είχαν λάβει οι προηγούμε­νες επί πολλές δεκαετίες. Όθεν και τον Μάιο 2010 η χώρα εισέρχεται σε καθεστώς επίβλεψης κάτω από το ΔΝΤ, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και την ΕΚΤ.
Το μνημόνιο που ψηφίσθηκε επι­κεντρώνεται κυρίως στο πρώτο πρό­βλημα: το δημοσιονομικό έλλειμμα.
Σε μια οικονομία με αξιόλογη πα­ραγωγική βάση πιθανώς τα μέτρα λιτότητας θα έφερναν κάποιο απο­τέλεσμα. Αλλά σε μια χώρα όπου το 60% των κατοίκων δεν πληρώνει ούτε ένα ευρώ φόρο παρόμοια πο­λιτική υπήρξε συμφορά. Συνεπώς η μείωση των μισθών με το πρωτοφα­νές πρόγραμμα λιτότητας διευρύνει την ύφεση.
Η αδυναμία των εισπρακτικών μη­χανισμών και η σύνθεση της όλης κοινωνικής δομής (φορολογικά δι­καστήρια κ.λπ.) επιτρέπει την εκτε­ταμένη φοροδιαφυγή, άρα την επι­βάρυνση μέρους μόνο του πληθυ­σμού. Ελάχιστες χώρες στον κόσμο έχουν τέτοιο αριθμό αυτοαπασχο­λουμένων και αγροτών (άνω του 35% του εργατικού δυναμικού). Αυ­τό, συνδυαζόμενο με τη γενικευμέ­νη διαφθορά, διογκώνει το ζήτημα με συνέπεια η Ελλάς να χαρακτηρί­ζεται από τα υψηλότερα ποσοστά παραοικονομίας (30% και άνω).
Έτσι το μνημόνιο διευρύνει το δεύ­τερο πρόβλημα: το δημόσιο χρέος.
Εκτιμήθηκε από τους δανειστές ότι μετά 3-4 έτη το χρέος, αφού θα υπήρχαν πρωτογενή πλεονάσματα, θα άρχιζε να μειώνεται. Οι απόψεις αυτές είναι προκεϋνσιανές και επιπροσθέτως άσχετες με την ελληνι­κή πραγματικότητα. Χώρα με 160% χρέος στο ΑΕΠ και μάλιστα με υπο­τυπώδη παραγωγικό μηχανισμό εί­ναι δυνατόν μόνο στη φαντασία των μαθητευόμενων μάγων του ΔΝΤ και των Ευρωπαίων νεοφιλελεύθερων να μειώσει το χρέος.
Περαιτέρω το μνημόνιο κάνει λί­γα πράγματα για να συρρικνώσει το τρίτο πρόβλημα που είναι και το ου­σιαστικότερο: το έλλειμμα του εμπο­ρικού ισοζυγίου. Το επηρεάζει πλα­γίως: ένεκα της δυσπραγίας (ύφε­σης) μειώνονται οι εισαγωγές, ενώ μέρος των προϊόντων που διοχετεύετο στην εσωτερική αγορά οδηγεί­ται πλέον σε όμορες χώρες (αύξηση των εξαγωγών).
Όλες σχεδόν οι συζητήσεις και τα άρθρα στον ελληνικό και διεθνή Τύπο εστιάζονται στο πρώτο ζήτημα και μόλις στις αρχές του 2011 στο δεύτερο. Κατ’ ουσίαν θα έπρεπε τα όποια μέτρα να ξεκινήσουν από το τρίτο, δηλαδή αντίστροφα: ενίσχυ­ση των παραγωγικών επενδύσεων σε κλάδους με υψηλή εγχώρια προ­στιθέμενη αξία και άρα διεύρυνση της παραγωγικής βάσης της οικονο­μίας (συνεπώς αύξηση των εξαγω­γών και κάποια μείωση των εισαγωγών), σύλληψη μέρους της φοροδια­φυγής που είναι υπεύθυνη τόσο για το δημόσιο έλλειμμα όσο και για τις υψηλές εισαγωγές.
Τέλος, ελάφρυνση του χρέους αφ’ ενός με διαγραφή μέρους αυτού αφ’ ετέρου με επαναγορά ενός άλλου στη δευτερογενή αγορά, αφού έχει πέσει η αξία των ομολόγων σε χαμη­λά επίπεδα (η επιμήκυνση είναι ένας επιπρόσθετος τρόπος ελάφρυνσης). Οι απολύσεις και οι περικοπές λει­τουργούν αντιστρόφως. Τουτέστιν, αντί ο στόχος να είναι η μείωση του αριθμητού (το έλλειμμα ή το χρέος) θα πρέπει να τεθεί ως τέτοιος η αύ­ξηση του παρονομαστού (το ΑΕΠ).
ΣΗΜΕΙΩΣΕΙΣ
1. Η «εναλλακτική» λύση ήταν η σοβιετοποίηση, κάτι που δεν ήταν δυνατόν υπό τις διεθνείς αλλά και τις εσωτερικές συνθήκες.
2.  Όταν χαράσσετο η ΚΑΠ, μόνο τμήμα του ιταλικού Νότου και της Γαλλίας παρέμειναν εκτός σοβαρής προστασίας.
3.   Αναλυτικά έχουν εξηγηθεί οι λόγοι στο: Παπαηλίας και άλλοι (1989), Εκτίμηση αποθέματος παγί­ου κεφαλαίου στην ελληνική γεωρ­γία, ΑΤΕ.

Δεν υπάρχουν σχόλια: