ΠΗΓΗ: ISKRA
ΤΟΥ ΣΤΑΘΗ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗ
...ΚΑΙ ΑΡΘΡΟ ΚΡΙΤΙΚΗΣ ΣΤΟ ΕΥΡΩ ΑΠΟ ΤΗ ΣΑΡΑ ΒΑΓΚΕΝΚΝΕΧΤ, ΑΝΤΙΠΡΟΕΔΡΟΥ ΤΟΥ DIE LINKE ("Η ΑΡΙΣΤΕΡΑ")
Οπως ήταν αναμενόμενο, οι δηλώσεις του Οσκαρ Λαφοντέν υπέρ μιας συντεταγμένης διάλυσης του ευρώ, και της άμεσης αποχώρησης Ελλάδας και Κύπρου, άνοιξαν μια έντονη συζήτηση επί του θέματος στην γερμανική Αριστερά, και κυρίως στη βασική της έκφραση, το κόμμα «Η Αριστερά», πιο γνωστό ως Ντι Λίνκε (Die Linke).
Μπορούμε πολύ συνοπτικά και σχηματικά να διακρίνουμε τρεις τάσεις στην ως τώρα μορφή που έχει πάρει η διαπάλη των απόψεων εντός του κόμματος.
Κατ’αρχήν μια σειρά από αρνητικές, έως απαξιωτικές αντιδράσεις, κυρίως από την δεξιά τάση του Ντι Λίνκε,
που εκφράζεται κύρια από το «Φόρουμ Δημοκρατικός Σοσιαλισμός» και έχει
ως βάση τα ανατολικογερμανικής προέλευσης στελέχη του κόμματος. Σ’αυτήν
πρόσκειται και η μια εκ των δύο προέδρων του κόμματος Κάτια Κίπινγκ. Από αυτήν την πλευρά ακούστηκε με τον πιο ηχηρό τρόπο το «ναι στο ευρώ» ως συστατικό στοιχείο της πολιτικής του Ντι Λίνκε καθώς και ο χαρακτηρισμός των απόψεων του Λαφοντέν ως «εθνικιστικές» και επηρεασμένες από τις αντι-ευρω απόψεις του νεοϊδρυθέντος δεξιού κόμματος «Εναλλακτική για τη Γερμανία».
Οι αριστερές απόψεις εξέφρασαν μια στήριξη με διαβαθμίσεις και διαφοροποιήσεις στον Λαφοντέν,
αποδεχόμενες την ουσία της ανάλυσής του για την δομή της ευρωζώνης, και
αντιμετωπίζοντας το θέμα της εξόδου από το ευρώ είτε ως λύση ανάγκης
για τις χώρες που έχουν πληγεί περισσότερο από την κρίση, είτε
προβάλλοντας το σύνθημα «όχι ευρώ πάση θυσία», είτε συνδυάζοντας αυτές τις δύο τοποθετήσεις. Σ’αυτό το πλαίσιο κινείται σε γενικές γραμμές η παρέμβαση της Σάρα Βάγκενκνεχτ, από τις πιο γνωστές προσωπικότητες της γερμανικής Αριστεράς, που είναι σήμερα αντιπρόεδρος του κόμματος και αναπληρωτής πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας, που παρουσιάζουμε σήμερα στην Ισκρα.
Τέλος μεγάλο βάρος έχει η τοποθέτηση αυτού που θα χαρακτηρίζαμε ως «κομματικού κέντρου», που εξέφρασε με τον πιο εύγλωττο τρόπο ο άλλος πρόεδρος του κόμματος, και ηγετική μορφή του συνδικαλιστικού κινήματος, Μπεντ Ρίξινγκερ. Ο Ρίξινγκερ απέρριψε την άποψη του Λαφοντέν για διάλυση του ευρώ αλλά αρνήθηκε κατηγορηματικά να την εξισώσει με εθνικισμό ή με τον δεξιό ευρωσκεπτικισμό της «Εναλλακτικής για τη Γερμανία». Πρόκειται για «κριτική από τα αριστερά» τόνισε, αποδεχόμενος την ανάγκη ανοίγματος της συζήτησης πάνω σ’αυτό το θέμα.
Θα επανέλθουμε σύντομα με μεταφράσεις άλλων κειμένων σ’αυτήν την άκρως ενδιαφέρουσα και κρίσιμη για την πορεία της Αριστεράς συζήτηση που διεξάγεται στην «κοιλιά του κτήνους» της μερκελοκρατούμενης Ευρωπαϊκής Ενωσης.
ΣTAΘΗΣ ΚΟΥΒΕΛΑΚΗΣ
Στη
συνέχεια η Iskra παραθέτει το άρθρο της Σάρα Βάγκενκνεχτ, αντιπροέδρου
του Die Linke, για τη συζήτηση περί του ευρώ στη γερμανική Αριστερά:
ΕΥΡΩ-ΚΡΙΤΙΚΗ ΑΠΟ ΤΑ ΑΡΙΣΤΕΡΑ
ΟΧΙ ΣΕ ΑΝΕΥ ΟΡΩΝ ΔΕΣΜΕΥΣΗ ΣΤΟ ΕΥΡΩ
Tης ΣΑΡΑ ΒΑΓΚΕΝΚΝΕΧΤ*
Την τελευταία εβδομάδα κατηγορήθηκα από διάφορα μέσα ενημέρωσης ότι δεν διαχωρίζω αρκετά τη θέση μου από το νεοϊδρυθέν κόμμα «Εναλλακτική για τη Γερμανία» (AFD). Από την άλλη πλευρά, είδαμε θέσεις που βλέπουν με σκεπτικισμό το μέλλον της ζώνης του ευρώ να κινούνται προς την κατεύθυνση του AFD. Και τα δύο είναι λάθος.
Ας αρχίσουμε με το AFD: Δεν υπάρχει καμία αμφιβολία ότι το AFD είναι ένα δεξιό συντηρητικό κόμμα που ιδρύθηκε με ένα σκληρό νεοφιλελεύθερο προφίλ. Πολλοί από τους ιδρυτές του υποστηρίζουν εδώ και χρόνια τη μείωση των μισθών και τις κοινωνικές περικοπές στη Γερμανία. Ο ιδρυτής του κόμματος Μπερντ Λούκε ήταν το 2005 ένας από τους υπογράφοντες της έκκλησης για «μεγαλύτερη συγκράτηση των μισθών» στη Γερμανία. Το AFD δεν θέλει υψηλότερους φόρους για τους εκατομμυριούχους αλλά περισσότερες φορολογοαπαλλαγές για τους πλούσιους. Ένας από τους εκπροσώπους τους καλεί τους ανέργους και τους συνταξιούχους να παραιτηθούν από το δικαίωμα ψήφου. Για όλους αυτούς τους λόγους, το AFD δεν μπορεί σε καμμία περίπτωση να αποτελέσει επιλογή για όσους έχουν ένα ελάχιστο επίπεδο κοινωνικών απαιτήσεων. Αυτά είπα στην συνέντευξή μου στο κανάλι NTV, στην οποία δυστυχώς έγιναν πολύ επιλεκτικές αναφορές.
Υπάρχει
μόνο ένας σημείο όπου το AFD έχει πράγματι υποτιμηθεί από την Αριστερά:
είναι η κριτική που ασκεί στην ευρωπαϊκή πολιτική της Μέρκελ. Όταν οι εκπρόσωποι του AFD τονίζουν ότι η υποτιθέμενη διάσωση του ευρώ είναι στην πραγματικότητα μια διάσωση των τραπεζών,
όταν απαιτούν οι ιδιώτες επενδυτές, και όχι οι φορολογούμενοι, να
πληρώσουν τις ζημίες και όταν ζητούν ένα κούρεμα του χρέους των χωρών
που πλήττονται από την κρίση, τότε βρίσκονται στις θέσεις που η Αριστερά
υποστηρίζει εδώ και καιρό. Η απόφαση για την Ευρώπη του συνέδριου του
AFD στηρίζεται στο γεγονός ότι το ευρώ βλάπτει τον Ευρωπαϊκό Νότο, γιατί
στερεί από αυτές τις χώρες την δυνατότητα της άμυνας έναντι της
γερμανικής εξαγωγικής επίθεσης μέσω της υποτίμησης του νομίσματος. Αν
το AFD εννοεί ότι οι συναλλαγματικές ισοτιμίες που θα έχουν αφεθεί στα
χέρια των κερδοσκόπων θα βελτιώσουν τις συνθήκες διαβίωσης στη νότια
Ευρώπη, τότε πρέπει να ασκηθεί κριτική σ’αυτήν την άποψη ως οικονομικά
περιπετειώδη. Οχι όμως ως «ρατσιστική» ή «σοβινιστική».
Δεν έχουμε κανέναν λόγο να χαϊδεύουμε ένα νεοφιλελεύθερο κόμμα όπως το AFD
στην προεκλογική μας εκστρατεία. Υπάρχουν πολλοί λόγοι για να του
επιτεθεί κανείς, εκεί όπου είναι ευάλωτο, δηλαδή στις αντικοινωνικές και
αντιδημοκρατικές θέσεις του. Αντίθετα, αστήρικτες προσβολές που δεν μπορούν να κατανοήσουν τον κόσμο και περισσότερο αποτελούν ένδειξη της δικής μας ανασφάλειας βοηθούν το AFD αντί να του προκαλούν ζημιά.
«Ανατολικογερμανοποίηση»
Σχετικά
με τη συζήτηση για το νόμισμα: στο ευρώ έχει πάντα ασκηθεί κριτική από
τα αριστερά. «Όλοι αναγνωρίζουν ότι με το ευρώ θα αυξηθούν οι
δυνατότητες εξαγωγών της Γερμανίας. Αν είναι όμως έτσι, τότε θα πληγούν στη συνέχεια επιχειρήσεις σε άλλες χώρες.
Δεν γίνεται διαφορετικά. Αυτό σημαίνει ότι θέλουμε να αυξηθούν οι
γερμανικές εξαγωγές και να αποδυναμωθεί με αυτόν τον τρόπο η βιομηχανία
στην Πορτογαλία, την Ισπανία και σε άλλες χώρες. Αυτές οι χώρες θα
«ανατολικογερμανοποιηθούν»[1]
επειδή δεν θα μπορούν να αντέξουν αυτήν την πίεση των εξαγωγών μας.
Αυτό είναι ένα από τα προβλήματα που οδηγούν σε περαιτέρω κατακερματισμό
εντός της Ευρώπης. (...) Πρόκειται για ένα ευρώ των τραπεζών και των εξαγωγικών επιχειρήσεων, και
όχι των μικρών και μεσαίων επιχειρήσεων που εξαρτώνται από την
εσωτερική αγορά, όχι ένα ευρώ των εργαζομένων », αυτά είχε δηλώσει ο
Γκρέγκορ Γκύζι, πρόεδρος τότε του ΚΔΣ[2],
στις 23 Απριλίου 1998 στη γερμανική Βουλή. Κατά την ψηφοφορία, οι
βουλευτές του PDS καταψήφισαν τη δημιουργία του ευρώ και κρατούσαν πανό
με το σύνθημα "Ευρώ, έτσι όχι"!
Πόσο άσχημα θα πήγαιναν τα πράγματα τότε πραγματικά κανείς δεν μπορούσε να το φανταστεί. Οι
οικονομικές και πολιτικές ελίτ της Γερμανίας εκμεταλλεύτηκαν τους
ελαττωματικούς κανόνες λειτουργίας της ευρωζώνης και εξαπέλυσαν με την
Ατζέντα 2010[3] μια άνευ προηγουμένου επιχείρηση μισθολογικού και κοινωνικού ντάμπινγκ.
Ενώ οι Γερμανοί εργαζόμενοι και άνεργοι υποβλήθηκαν στην αναγκαστική
δίαιτα των μεταρρυθμίσεων Χαρτς 4, τα εξαγωγικά πλεονάσματα της χώρας
εκτινάχτηκαν. Χωρίς τη δυνατότητα νομισματικής υποτίμησης, οι χώρες της
ευρωζώνης που βρέθηκαν αντιμέτωπες με την προέλαση των γερμανικών
εξαγωγών ήταν ανίσχυρες. Το αποτέλεσμα ήταν η αύξηση των ελλειμμάτων στο
ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών με τη Γερμανία. Αυτά τα
ελλείμματα χρηματοδοτήθηκαν με δάνεια. Οι τράπεζες επωφελήθηκαν,
συμπεριλαμβανομένων σε όχι ασήμαντο βαθμό και των γερμανικών.
Από αυτές τις ανισορροπίες προέκυψε μια οξεία κρίση, όταν, ως αποτέλεσμα
της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, επιδεινώθηκαν αισθητά οι
πιστωτικές συνθήκες για τις χρεωμένες εταιρείες και τράπεζες και,
κατόπιν, για τα ίδια τα κράτη που βρέθηκαν στα πρόθυρα της χρεοκοπίας.
Φυσικά ήταν και είναι δυνατή μια εποικοδομητική αντιμετώπιση της κρίσης. Το
Ντι Λίνκε έχει υποβάλλει προτάσεις σ’αυτήν την κατεύθυνση – από τον
πανευρωπαϊκό φόρο ακίνητης περιουσίας έως την άμεση χρηματοδότηση του
δημόσιου τομέα από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα. Και φυσικά,
οι ανισορροπίες θα μπορούσαν επίσης να αντιμετωπισθούν από την πλευρά
της Γερμανίας: οι χώρες της νότιας Ευρώπης δεν χρειάζονται τη
νομισματική υποτίμηση εάν η Γερμανία αντιστάθμιζε την επί σειράν ετών
μείωση που υπέστησαν οι μισθοί και το κράτος πρόνοιας με μεγαλύτερες των απωλειών αυξήσεις των πραγματικών μισθών, των συντάξεων και των κοινωνικών παροχών.
Αυτό είναι το πρόγραμμα της Αριστεράς. Εαν τίθετο σε εφαρμογή, κανείς
δεν θα σκεφτόταν μια πιθανή διάλυση της νομισματικής ένωσης και τα
εναλλακτικά σενάρια.
Δικτατορία της τρόικας
Η
γερμανική κυβέρνηση ακολουθεί ως γνωστόν μια διαφορετική πορεία.
Εκβιάζει τις χώρες που πλήττονται από την κρίση με το δίλημμα: ή
εγκαταλείπετε το ενιαίο νόμισμα ή παίρνετε «δάνεια έκτακτης ανάγκης»
που σας υποτάσσουν στη δικτατορία της τρόϊκας που αποτελείται από την
Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, την Ευρωπαϊκή Επιτροπή και το Διεθνές
Νομισματικό Ταμείο. Κανένας από αυτούς τους θεσμούς δεν διαθέτει
δημοκρατική νομιμότητα. Όλοι επιβάλλουν λυσσαλέες περικοπές μισθών και
παροχών, καθώς και ιδιωτικοποιήσεις, ως προϋπόθεση για τη χορήγηση
δανείων. Η πολιτική της γερμανικής κυβέρνησης δεν αναμένεται να
αλλάξει αν μετά τις επόμενες εκλογές, η Μέρκελ σχηματίσει κυβέρνηση με
τον Στάινμπρουκ ως αντιπρόεδρο. Σε τελευταία ανάλυση, το
Σοσιαλδημοκρατικό κόμμα πάντα συμφώνησε με τους βάναυσους όρους της
φερόμενης ως πολιτικής διάσωσης του ευρώ.
Μέχρι
στιγμής, οι χώρες θύματα της κρίσης στέκονται σχετικά ανίσχυρες μπροστά
στον εκβιασμό και έχουν αποδεχθεί όλα τα προγράμματα περικοπών ελλείψει
εναλλακτικών λύσεων. Όλο και περισσότεροι όμως στις εν λόγω χώρες αναρωτιούνται πόσο καιρό θα συνεχίσουν να αποδέχονται τέτοιου τύπου επιβολή.
Τα ποσοστά ανεργίας άνω του 25% και τα ποσοστό ανεργίας των νέων από 50
έως 60% αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι μια τέτοια πορεία δεν μπορεί να
συνεχιστεί. Δεν είναι τυχαίο ότι σήμερα το 72% των Ισπανών δεν έχει εμπιστοσύνη στην ΕΕ.
Πριν από πέντε χρόνια το ποσοστό ήταν μόλις 23%. Ένα ευρώ υπό αυτές τις
συνθήκες είναι αντι-ευρωπαϊκό, γιατί καταστρέφει κάθε υποστήριξη για το
ευρωπαϊκό σχέδιο.
Στην
Κύπρο, το πρώην κυβερνών αριστερό κόμμα ΑΚΕΛ έχει ήδη ζητήσει την έξοδο
από το ευρώ. Στην Ιταλία, η κίνηση πέντε αστέρια του Μπέπε Γκρίλο
προτείνει να μπορεί ο λαός να αποφασίσει για την παραμονή ή την έξοδο
από τη νομισματική ένωση. Εν όψει αυτών των εξελίξεων, δεν μπορεί το Die
Linke να συνεχίσει να μεταθέτει το ερώτημα του τι συμβαίνει όταν δεν
είναι σε θέση να εφαρμόσει τις δικές της ιδέες για την επίλυση της
κρίσης. Στο πλαίσιο αυτό, είναι δόκιμη η συζήτηση σχετικά με μια
συντεταγμένη μέσω ελέγχου των ροών κεφαλαίου έξοδο από το ευρώ αρκετών
χωρών, διότι μια τέτοια πολιτική θα μπορούσε τουλάχιστον να
αποτρέψει το να βρεθούν τα νομίσματα στο έλεος της κερδοσκοπίας. Δεν
αποτελεί επομένως έκπληξη το γεγονός ότι μια ελεγχόμενη έξοδος από το
ευρώ συζητείται εδώ και καιρό ως οιονεί μέτρο αυτοάμυνας για σε
προοδευτικούς επιστημονικούς κύκλους. Ο Πέτερ Βαλ και ο Αντρέας Φιζάν
έγραψαν στα τέλη του 2012 στο περιοδικό Sozialismus: «Εάν καταστεί
αναγκαίο, η προσωρινή ευλυγισία του ευρώ μέσα από διακριτές
περιφερειακές συναλλαγματικές ισοτιμίες ή η δημιουργία πλαισίων
διακύμανσης των τιμών είναι νόμιμες. Όταν αυτό συμβαίνει με ομαλό και
συντονισμένο τρόπο, οι αρνητικές επιπτώσεις θα μπορούσαν να είναι
περιορισμένες και το κόστος χαμηλότερο από μια χαοτική διάλυση της ζώνης
του ευρώ»[4].
Στην ίδια κατεύθυνση κινούνται αριστεροί οικονομολόγοι όπως ο Χάϊνερ
Φλάσμπεκ ή ο διευθυντής του Ινστιτούτου Μαξ Πλανκ Βόλφγκανγκ Στρέεκ,
που ήταν στο περιβάλλον του σοσιαλδημοκράτη πρώην καγκελάριου Γκέρχαρντ
Σρέντερ, καθότι δεν διαφαίνεται σήμερα καμμιά προοπτική μιας κοινωνικής
και δημοκρατικής Ευρώπης εντός της ευρωζώνης. Το Ντι Λίνκε δεν πρέπει
να εγκρίνει αυτήν την άποψη, αλλά δεν είναι καλό για την εικόνα του να
καταγγέλει την αγωνία για την κοινωνική καταστροφή στη Νότια Ευρώπη ως
«εθνικιστική» και «αντι-ευρωπαϊκή».
Κατόπιν νηφάλιου προβληματισμού μπορεί να αποδειχθεί ότι το σύνθημα «ναι στο ευρώ με οποιοδήποτε τίμημα» βρίσκεται εντός των συντεταγμένων του πολιτικού συστήματος δεξιότερα από το συνθήμα «ευρώ, έτσι όχι».
Η άνευ όρων δέσμευση στο ευρώ ικανοποιεί ιδιαίτερα εκείνους που έχουν
επωφεληθεί περισσότερο από τη νομισματική ένωση - τους ιδιοκτήτες των
τραπεζών και των εξαγωγικών επιχειρήσεων. Δεν είναι τυχαίο ότι η
πρωτοβουλία από νεοφιλελεύθερους λομπίστες «κοινωνική οικονομία της αγοράς του μέλλοντος»
χρησιμοποιεί για να διαφημίσει το ευρώ μια μελέτη του Ιδρυματος
Μπέρτελσμαν που το PDS είχε απορρίψει για βάσιμους λόγους το 1998.
*Πρώτη δημοσίευση στη εφημερίδα Junge Welt, 7 Μαϊου 2013
Μετάφραση: Στάθης Κουβελάκης
* Αντιπρόεδρος του Ντι Λίνκε και αναπληρωτής πρόεδρος της κοινοβουλευτικής ομάδας.
[1]
Η βιομηχανική, και γενικότερα η παραγωγική υποδομή της πρώην Λαϊκής
Δημοκρατίας της Γερμανίας καταστράφηκε ακαριαία όταν ο Χέλμουτ Κολ
αποφάσισε την ισοτιμία του ανατολικογερμανικού με το δυτικογερμανικό
μάρκο, με πρόσχημα τη διασφάλιση των καταθέσων των Ανατολικογερμανών.
[2]
Το ΚΔΣ (PDS) - Κόμμα του Δημοκρατικού Σοσιαλισμού – αποτελεί την
μετεξέλιξη του πρώην κυβερνώντος κόμματος της Λαϊκής Δημοκρατίας της
Γερμανίας SED. Ενοποιήθηκε το 2007 με την δυτικογερμανική οργάνωση WASG
(Εκλογική Εναλλακτική για την Εργασία και τη Δικαιοσύνη), που αποτελείτο
κυρίως από συνδικαλιστές που είχαν αποχωρήσει από το Σοσιαλδημοκρατικό
κόμμα μετά τις νεοφιλελεύθερες μεταρρυθμίσεις του Σρέντερ, με αποτελέσμα
την δημιουργία του Ντι Λίνκε (ΣτΜ).
[3]
H Ατζέντα 2010 είναι ένα σύνολο νεοφιλελεύθερων μέτρων που πήρε
επέβαλλε μεταξύ 2003 και 2005 η κυβέρνηση συνασπισμού σοσιαλδημοκρατών
και πρασίνων υπό τον Γκέρχαρτ Σρέντερ. Η καρδιά τους αφορά την
«ελαστικοποίηση» των εργασιακών σχέσεων, τις δραστικές περικοπές στα
επιδόματα ανεργίας (αυτό το κομμάτι είναι γνωστό και ως Χαρτς 4) και σε
άλλες παροχές. Επαιξε καθοριστικό ρόλο στην καθήλωση του εργατικού
κόστους και τη συρρίκνωση του κοινωνικού κράτους που γνώρισε η Γερμανία
τη δεκαετία του 2000.
[4] Andreas Fisahn, Peter Wahl, «Europa neu denken, nicht von oben oktroyieren » προσβάσιμο στο http://www.jura.uni-bielefeld.de/lehrstuehle/fisahn/veroeffentlichungen/2012/Sozialismus_Heft_11_2012_Fisahn_Wahl.pdf
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου