Tου Nικου Γ. Ξυδακη
Σίντυ: Δεν υπάρχει κάτι που θα ήθελες να κάνεις; Ντιν: Σαν τι; Σίντυ: Είσαι καλός σε πολλά, θα μπορούσες να κάνεις κάτι... Ντιν: Σαν τι; Να είμαι άντρας σου, να είμαι πατέρας της Φράνκι; Τι; Πώς με φαντάζεσαι; Σίντυ: Δεν ξέρω... Είσαι καλός σε τόσα πράγματα... Εχεις μεγάλη ικανότητα... Ντιν: Σε τι; Σίντυ: Ζωγραφίζεις, τραγουδάς, χορεύεις... Ντιν: Ποτέ δεν ήθελα να είμαι σύζυγος ή πατέρας ενός παιδιού... Αλλά τώρα είναι το μόνο που θέλω να κάνω. Δεν θέλω τίποτε άλλο. Αυτό θέλω. Σίντυ: Θα ήθελα να 'χεις μια δουλειά, που δεν θα ξεκινά από τις οκτώ το πρωί για να πιεις. Ντιν: Οχι, έχω μια δουλειά που μου επιτρέπει να πίνω από τις οκτώ το πρωί... Είναι πολυτέλεια. Ξυπνάω, πίνω μια μπίρα, πάω στη δουλειά, βάφω ένα σπίτι, τους αρέσει η δουλειά μου, γυρνάω σπίτι και είμαι μαζί σας. Αυτό είναι όνειρο! Σίντυ: Και δεν νιώθεις ποτέ απογοητευμένος; Ντιν: Γιατί να νιώσω έτσι; Σίντυ: Που έχεις τόσες δυνατότητες και... Ντιν: Και λοιπόν; Κάνω αυτό που θέλω. Γιατί πρέπει δηλαδή να βγάζω λεφτά απ' τις δυνατότητές μου; Σίντυ: Μα δεν σου λείπει; Ντιν: Μα τι εννοείς με τις δυνατότητες; Τι σημαίνει δυνατότητες; Δυνατότητες για τι; Να τις κάνω τι;
Ο Ντιν και η Σίντυ, το ζευγάρι της ταινίας Blue Valentine, είναι σχεδόν τελειωμένοι, στα τριάντα τους. O Nτιν, με αρχή φαλάκρας, φανελάκι και τατουάζ, είναι ένας νεοπρολετάριος με αισθητική indie και συμπεριφορά Μάρλον Μπράντο στο «Λιμάνι της Αγωνίας» και στο «Λεωφορείον ο Πόθος». Ενας άντρας που τον στοιχειώνει η οικογένεια που δεν είχε. Και κουβαλάει την έλλειψη φιλοδοξίας, στα μάτια της συντρόφου του τουλάχιστον. Η Σίντυ είναι η νεοπρολετάρια που πήγε στο κολέγιο και έχει φιλοδοξίες, πιστεύει ακόμη στο όνειρο της ανόδου, της καριέρας.
Ο έρωτας τους ένωσε και τους λαμπάδιασε για μια στιγμή, υπέροχα, μελοδραματικά, cool, χίπικα, σαν διαφήμιση της Apple. Αλλά τώρα, μερικά χρόνια αργότερα, ο έρωτας έχει σβήσει, και η αγάπη δεν πρόλαβε να τους δέσει· η ζωή, η ανάγκη, τα στερεότυπα, οι αποκλίνοντες χαρακτήρες, διαλύουν το εύθραυστο υποστύλωμα του νεανικού έρωτα των παιδιών της εργατικής τάξης.
Μόνοι τους, ο καθείς με τους δαίμονές τους, με τον έρωτα σβησμένο, με την αγάπη λιγοστή, βλέπουν στον άλλο ένα εμπόδιο.
Και οι δύο διψούν για αυτοπραγμάτωση. Και οι δύο ζουν μόνοι μεταξύ ενός πλήθους μόνων. Η Σίντυ βλέπει την αυτοπραγμάτωση μέσα από την πρόοδο, την προκοπή, την άνοδο, την εκμετάλλευση των δυνατοτήτων· είχε ξεκινήσει σπουδές, πλησίασε το επόμενο σκαλί, προσπαθεί να το ξαναφτάσει· ο γκρίζος προλεταριακός βίος την καταθλίβει. Προσπαθεί να επανεκκινήσει, πριν να είναι αργά, οδηγημένη από ένστικτο επιβιωτή.
O Ντιν βλέπει την αυτοπραγμάτωση μέσα από την αποδοχή μιας κατάστασης, την οποία δεν την επέλεξε καν: να είναι πατέρας ενός παιδιού που δεν του ανήκει, να κάνει δουλειές του ποδαριού, να χουζουρεύει σπίτι, να παίζει διαρκώς με το παιδί, σαν παιδί.
Ο λαμπερός νέος με το γιουκαλίλι που φλερτάρει τη νύφη ερμηνεύοντας συνταρακτικά το ποπ στάνταρ «You Only Hurt the Ones You Love» (Πληγώνεις μόνο όσους αγαπάς), είναι ένας φθαρμένος γόης, που παίζει, μεθάει και θυμώνει. Η αποδοχή συνορεύει με την παραίτηση.
Βλέποντας την ταινία του Derek Gianfrance δεν έβλεπα μόνο τον πικρό ρεαλισμό μιας σχέσης. Εβλεπα τη βαθιά ψυχή της Αμερικής, της εργατικής της τάξης, με τα μικρά όνειρα, την αμεσότητα των αισθημάτων, την απλότητα των σχέσεων, την αδυναμία του ξεμοναχιασμένου ατόμου, το βάρος του American Dream.
Ο αμόρφωτος Ντιν, με τα ακατέργαστα ταλέντα, θέτει το θεμελιώδες ερώτημα: Κάνω αυτό που θέλω· γιατί πρέπει να βγάζω λεφτά απ' τις δυνατότητές μου;
Το ερώτημά του είναι μια σπαρακτική αμφισβήτηση του American Dream, του Δυτικού Ονείρου, του υλιστικού μοντέλου ζωής, του πνιγηρού ντετερμινισμού της διαρκούς προόδου. Γιατί να μην είμαι απλώς αυτό που είμαι; Γιατί να είμαι κάτι παραπάνω, κάτι άλλο;
Τελειώνοντας την κασαβετική αυτή ταινία, με ανθρώπους τρυφερούς και τσαλακωμένους, αντιλήφθηκα ότι στο δράμα τους δεν έβλεπα μόνο εικόνες από την βαθιά Αμερική, αλλά κάτι πιο κοντινό: έβλεπα εικόνες της Ελλάδας σήμερα. Οι indies Ελληνες 20-30ρηδες που μπουσουλάνε στο άνυδρο παρόν έρχονται διαρκώς αντιμέτωποι με τέτοια ερωτήματα, μαχαίρια: Τι ζωή αξίζει να παλέψω; Να αποδεχτώ αυτό που είμαι ή να ματώσω για κάτι παραπάνω; Και τι είναι το παραπάνω; Τι είναι οι δυνατότητες;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου