Παρασκευή 24 Δεκεμβρίου 2010

Η ελληνική κρίση, η ΕΕ και οι ενδο-ιμπεριαλιστικές αντιθέσεις


Σταύρος Δ. Μαυρουδέας
Τμήμα Οικονομικών Παν. Μακεδονίας
Δεν έχει κλείσει χρόνος από την υπαγωγή της χώρας μας στα δεσμά του Μνημονίου που συνομολόγησε η ελληνική αστική τάξη με το ΔΝΤ και την ΕΕ και η οικονομία βυθίζεται σε ολοένα και βαθύτερη κρίση ενώ τα εργασιακά δικαιώματα και οι μισθοί έχουν ήδη πληγεί σοβαρά. Όμως παρόλη αυτή την από κοινού επίθεση του ελληνικού και του ευρωπαϊκού κεφαλαίου δεν φαίνεται διέξοδος για την κρίση του ελληνικού καπιταλισμού. Το πρώτο Μνημόνιο έχει ήδη αποτύχει καθώς απέτυχαν ήδη οι ποσοτικοί στόχοι του, αλλά έχει επίσης αποτύχει και το δεύτερο (που προέκυψε κρυφίως μέσω της «επικαιροποίησης» του πρώτου) ενώ στον ίδιο δρόμο βαδίζει και το τρίτο που εφαρμόζεται σήμερα (με επίκεντρο τις αντιδραστικές μεταρρυθμίσεις). Ο κίνδυνος της χρεοκοπίας όχι μόνο δεν εξαλείφεται αλλά εντείνεται και ήδη αρχίζουν τα σχέδια για επιμήκυνση του χρέους (φυσικά με νέα ανώτερα επιτόκια), για ελεγχόμενες χρεοκοπίες και φυσικά όχι για 4ετή αλλά για πολυετή μετατροπή της χώρας σε οικονομικό και εν τέλει πολιτικό προτεκτοράτο. Πως εξηγείται αυτή η συστηματική αποτυχία των αστικών σχεδιασμών παρόλη την προς το παρόν προφανή αδυναμία του εργατικού και λαϊκού κινήματος να τους ανατρέψει;


Η κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι μια βαθειά δίδυμη κρίση. Αποτελεί τον συνδυασμό (α) της δομικής κρίσης του καπιταλισμού (όπως αυτή εκδηλώνονται τόσο διεθνώς όσο και εθνικά) με (β) τα ιδιαίτερα ελληνικά διαρθρωτικά προβλήματα που το μεγαλύτερο μέρος τους προκύπτει ακριβώς από την συμμετοχή του ελληνικού καπιταλισμού στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση.
Η σημερινή κρίση του καπιταλισμού δεν είναι αυτοτελής αλλά είναι συνέχεια της κρίσης του 1973-75 (δηλαδή της υπερσυσσώρευσης του κεφαλαίου λόγω πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους) που σηματοδότησε την λειτουργική εξάντληση της προηγούμενης «αρχιτεκτονικής» του συστήματος (δομή της διαδικασίας παραγωγής, ειδικός τρόπος διασύνδεσης των καπιταλιστικών μερίδων, συγκεκριμένη οργάνωση του διεθνούς συστήματος κλπ.). Τα κύματα καπιταλιστικών  αναδιαρθρώσεων απάλυναν μεν την κρίση (ιδιαίτερα αυξάνοντας δραματικά την εκμετάλλευση της εργασίας) αλλά απέτυχαν να επιλύσουν το συστημικό πρόβλημα και απλά το μετέθεσαν πιο πίσω. Με αποτέλεσμα η τρέχουσα οικονομική κρίση – που και αυτή (αντίθετα με τις αστικές αλλά και ριζοσπαστικές απόψεις περί «χρηματιστικοποίησης») αποτελεί μία κρίση πτωτικής τάσης του ποσοστού κέρδους – να είναι ακόμη πιο βαθειά και έντονη.
Η ελληνική παράμετρος της κρίσης έχει να κάνει αφενός με την καθυστέρηση εφαρμογής των καπιταλιστικών αναδιαρθρώσεων (λόγω της ριζοσπαστικής έκρηξης της μεταπολίτευσης) και αφετέρου με τα προβλήματα που δημιουργεί στην ίδια την ελληνική αστική τάξη η «Μεγάλη Ιδέα» του τελευταίου τρίτου του 20ου αι., η ένταξη στην ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Αυτή η «Μεγάλη Ιδέα» βοήθησε το ελληνικό κεφάλαιο να ξεπεράσει τον επικίνδυνο μεταπολιτευτικό ριζοσπαστισμό, στη συνέχεια να προωθήσει τις καπιταλιστικές αναδιαρθρώσεις και τέλος να εκμεταλλευθεί ιμπεριαλιστικά άλλες χώρες (με πρώτο το Βαλκανικό Ελντοράντο του ελληνικού κεφαλαίου). Ταυτόχρονα όμως το άνοιγμα της οικονομίας και ο ανταγωνισμός με τα πιο αναπτυγμένα δυτικο-ευρωπαϊκά κεφάλαια υποβάθμισε τα ελληνικά σε «φτωχούς συγγενείς» ενώ η εμβάθυνση της ευρωπαϊκής ενοποίησης οδήγησε στην εκχώρηση κρίσιμων πολιτικών αλλά και οικονομικών εξουσιών στα κέντρα της ΕΕ, που υπηρετούν τον σκληρό δυτικο-ευρωπαϊκό πυρήνα της, στερούν βαθμούς ελευθερίας του ελληνικού κεφαλαίου και υπάγουν τα συμφέροντα του σε αυτά των πρώτων. Ιδιαίτερα, μετά την ΟΝΕ ο εσωτερικός νεομερκαντιλιστικός χαρακτήρας της ΕΕ εκφράσθηκε καθαρότερα και ενισχύθηκε με αποτέλεσμα την ενίσχυση της πολιτικής και οικονομικής ηγεμονίας του δυτικο-ευρωπαϊκού μητροπολιτικού κέντρου έναντι των περιφερειακών χωρών.
Το ξέσπασμα της σημερινής παγκόσμιας κρίσης επιδείνωσε όλα τα προαναφερθέντα προβλήματα. Τυπικά, η κρίση όξυνε τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς μεταξύ των βασικών πόλων του διεθνούς συστήματος για το ποιος θα ισχυροποιηθεί μεταφέροντας δικά του βάρη σε άλλους πόλους και φυσικά σε πιο αδύναμες χώρες. Καθώς όλες σχεδόν οι καπιταλιστικές οικονομίες – εγκαταλείποντας τα νεοφιλελεύθερα θέσφατα – προσέφυγαν μαζικά σε κρατικά προγράμματα (νομισματικής αλλά και δημοσιονομικής πολιτικής) για την στήριξη του κεφαλαίου (τόσο του χρηματοπιστωτικού όσο και του παραγωγικού) τα δημοσιονομικά ελλείμματα σχεδόν όλων των χωρών εκτινάχθηκαν στα ύψη (με πρώτες και καλύτερες τις ΗΠΑ). Για να καλυφθεί το κόστος αυτών των προγραμμάτων χρειάζονται ισχυροί ρυθμοί ανάπτυξης, πράγμα απίθανο καθώς η κρίση της πραγματικής οικονομίας όχι μόνο δεν φεύγει αλλά βαθαίνει (διπλή βουτιά) – και αυτό διαψεύδει ακόμη μία φορά τους οπαδούς της «χρηματιστικοποίησης». Εναλλακτικά, πρέπει να φορτωθούν άλλοι τα κόστη απάλυνσης της κρίσης (δηλαδή άλλοι ιμπεριαλισμοί και οι αδύναμες χώρες).
Για την ΕΕ (και τις ηγεμονικές δυνάμεις της) αυτή η όξυνση της κρίσης και των ιμπεριαλιστικών ανταγωνισμών βάζει σε κίνδυνο το βασικό όχημα της για την διεκδίκηση παγκόσμιας ηγεμονίας, το ευρώ. Και αυτό βάζει σε κίνδυνο εν τέλει την ίδια την ευρωπαϊκή ιμπεριαλιστική ενοποίηση. Γι’ αυτό εσπευσμένα προωθείται ένας προκρούστειος μηχανισμός εκμετάλλευσης των περιφερειακών χωρών. Ξαφνικά, με πραγματικά blitzkriegs, ακόμη και χώρες-θαύματα αναδεικνύονται σε «κλέφτρες» και χρεοκοπούσες και μετατρέπονται σε οικονομικά και πολιτικά προτεκτοράτα. Με αστραπιαία ταχύτητα επιβάλλονται αντιλαϊκά μέτρα και αδιανόητες προηγουμένως δομικές αλλαγές που τις βυθίζουν στην ύφεση και στην υπερχρέωση. Ταυτόχρονα, ο ηγεμονικός πυρήνας της ΕΕ αντλεί σημαντικά κέρδη από την υπερχρέωση τους (μόνο από το γεγονός ότι δανείζεται φθηνότερα από ότι τις δανείζει).
Η χώρα μας είναι από τα πρώτα θύματα αυτού του βρώμικου παιχνιδιού και ο λαός μας πληρώνει ήδη ένα βαρύτατο τίμημα που ήδη μεγαλώνει ανεξέλεγκτα. Η ελληνική αστική τάξη έχει συναινέσει σ’ αυτό αφενός γιατί από την μείωση των εργατικών και λαϊκών εισοδημάτων ωφελείται και η δική της κερδοφορία και αφετέρου γιατί δεν τολμά να αντιταχθεί στους ευρωπαίους ηγεμόνες. Όμως κινδυνεύει ταυτόχρονα από την στρατηγική υποβάθμιση του ελληνικού καπιταλισμού (σε χώρα υπό κηδεμονία) αλλά και την εξαγορά των επιχειρήσεων της από ξένα κεφάλαια κυριολεκτικά για ένα ξεροκόμματο (γι’ αυτό οι κλαυθμηρισμοί περί αφελληνισμού του τραπεζικού συστήματος).
Απέναντι στην καπιταλιστική κρίση και τους ιμπεριαλιστικούς ανταγωνισμούς ο κόσμος της εργασίας πρέπει να αντιτάξει την δική του προοπτική. Ο στρατηγικός ορίζοντας της δεν μπορεί να είναι άλλος από αυτόν της ανατροπής του καπιταλισμού και της σοσιαλιστικής μετάβασης. Όσο και εάν λιδορείται από σύγχρονους «από καθέδρας σοσιαλιστές», η σημερινή κρίση δείχνει την εξάντληση των ιστορικών ορίων του συστήματος καθώς κάθε εφικτή παράταση ζωής του μόνο μία παλινόρθωση στην πρωτο-καπιταλιστική βαρβαρότητα μπορεί να φέρει.
Όμως η σοσιαλιστική προοπτική δεν γίνεται αυτόματα αλλά έχει αυστηρές προϋποθέσεις και προαπαιτήσεις που συγκροτούν ένα μεταβατικό πρόγραμμα. Ο κεντρικός πυλώνας ενός τέτοιου προγράμματος είναι η έξοδος από την ΕΕ καθώς αυτή η ιμπεριαλιστική λυκοσυμμαχία μόνο αντιδραστικές λύσεις μπορεί να προσφέρει και, επιπλέον, αντιμάχεται ενεργά μία ριζοσπαστική προοπτική. Ακόμη και τεχνικά μία έξοδος από την ΟΝΕ, ιδιαίτερα για μία λιγότερο αναπτυγμένη χώρα σαν την Ελλάδα, είναι ατελέσφορη καθώς θα συνεχίσει να δεσμεύεται από την κοινή αγορά. Η θέση αυτή αποτελεί, στην σημερινή συγκυρία, «κόκκινη γραμμή» για το σύστημα και διαχωρίζει την οικόσιτη από την πραγματικά επαναστατική Αριστερά.
Η έξοδος από την ΕΕ και το ευρώ θα ξαναδώσει στη χώρα αναγκαία εργαλεία οικονομικής πολιτικής (νομισματική, δημοσιονομική, βιομηχανική, εμπορική κλπ.) που έχουν εκχωρηθεί στα κέντρα της ΕΕ. Η υποτίμηση του νέου νομίσματος μπορεί να γίνει με τρόπους που θα έχει πολύ χαμηλότερο κόστος για τους εργαζομένους και τα μικρο-μεσαία στρώματα από ότι η πολιτική του Μνημονίου. Η άρνηση του εξωτερικού χρέους (ακόμη και με μία μετέπειτα επαναδιαπραγμάτευση του) θα απελευθερώσει την χώρα από την δαμόκλεια σπάθη του (όπως δεν πρόκειται να κάνει η συζητούμενη στην ΕΕ αναδιάρθρωση του προς όφελος όμως των πιστωτών). Τα μέτρα αυτά οφείλουν να συνδυασθούν με (α) τον έλεγχο στη κίνηση των κεφαλαίων για να αποτραπεί η φυγή στο εξωτερικό, (β) την κρατικοποίηση του τραπεζικού συστήματος για να διασφαλισθεί η βιωσιμότητα του και η φιλολαϊκή λειτουργία του και (γ) την φορολόγηση του κεφαλαίου για να εξασφαλισθούν οικονομικοί πόροι. Τέλος, το επιστέγασμα ενός τέτοιου προγράμματος είναι η σχεδιασμένη παραγωγική αναδιάρθρωση της οικονομίας σε μία σοσιαλιστική κατεύθυνση (δηλαδή με την κοινωνική ιδιοκτησία και έλεγχο τουλάχιστον των βασικών ο

Δεν υπάρχουν σχόλια: