Πέμπτη 14 Οκτωβρίου 2010

Η σκληρή δραχμή, η υποτίμηση της, το ευρώ, η ONE και η αλήθεια για όλα αυτά






ΠΗΓΗ: ΟΥΤΟΠΙΑ  (τ.29 Μαρτ. -  Απρ 1998)
****Πολλές ευχαριστίες στον ανώνυμο αναγνώστη που μας το έστειλε****


Εκ των υστέρων, δηλαδή μετά την τε­λευταία υποτίμηση, όλοι γνώριζαν ' ότι η δραχμή ήταν, συνεπεία της πο­λιτικής της σκληρής δραχμής, δηλαδή της πολιτικής των υψηλών επιτοκίων, υπερτι­μημένη και θα έπρεπε να είχε προ πολλού ήδη υποτιμηθεί.
Ήδη το 1995 εκτιμούσαμε ότι η δραχμή ήταν υπερτιμημένη και ότι προσεχώς θα υποτιμηθεί κατά το πολύ 15% και γι' αυτό το 1995/96 εκπονήσαμε (αυτονοήτως ούτε από την ΓΓΕΤ ούτε από την EE, αλλά από εμάς τους ίδιους χρηματοδοτημένη) μελέτη για τις επιπτώσεις μιας υποτίμησης της δραχμής κατά ποσοστό 15%, 14% κ.ο.κ. μέ­χρι και 5% στο κόστος και κατά συνέπεια στις τιμές των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων, βασιζόμενοι στους Πίνακες Εισροών-Εκροών της ελληνικής οικονο­μίας1.


Η μέσω υψηλών επιτοκίων ασκηθείσα πολιτική της σκληρής δραχμής αποσκοπού­σε αποκλειστικά και μόνο στην πάση θυσία μείωση του πληθωρισμού, όπως επέβαλε η συνθήκη του Μάαστριχτ. Ίσως ορισμένοι, στα πλαίσια της επικρατούσας εθνικιστικής έξαρσης, τη θεωρούσαν και αναγκαία για μια επιτυχή οικονομική διείσδυση στα Βαλ­κάνια. Το τίμημα αυτής της πολιτικής ήταν υψηλά επιτόκια και, κατά συνέπεια, μειω­μένες επενδύσεις, μειωμένη αύξηση της απασχόλησης και συνεπώς αύξηση της ανεργίας, αύξηση των κρατικών δαπανών για την πληρωμή των τόκων του δημόσιου χρέους και αντίστοιχη μείωση των υπόλοι­πων δημόσιων δαπανών, μείωση των εξα­γωγών, αύξηση των εισαγωγών, αύξηση του ελλείμματος του εμπορικού ισοζυγίου και συνεπώς και του εξωτερικού χρέους και, τέλος, αντί της δήθεν επιδιωκόμενης ανα­διάρθρωσης της εγχώριας παραγωγής μέσω της λελογισμένης έκθεσής της στο διεθνή ανταγωνισμό, μια σχετική αποδιάρθρωση του εγχώριου δυναμικού παραγωγής.

Γιατί όμως υποτιμήθηκε η τόσο σκληρή δραχμή; Η σε κάθε στιγμή ισχύουσα συναλ­λαγματική ισοτιμία του ημεδαπού νομίσμα­τος προσδιορίζεται από την προσφορά και τη ζήτηση αυτού του νομίσματος στη διεθνή αγορά συναλλάγματος2.


 Ένα μέρος αυτής της προσφοράς και αυτής της ζήτησης κα­θορίζεται από τις εισαγωγές και τις εξαγω­γές της Ημεδαπής. Οι εισαγωγές συνιστούν προσφορά και οι εξαγωγές εν μέρει ζήτηση δραχμών στη διεθνή αγορά συναλλάγματος. Και επειδή οι ελληνικές εισαγωγές είναι συνεχώς μεγαλύτερες από τις ελληνικές εξαγωγές, έχουμε, όσον αφορά αυτό και μό­νο το μέρος της προσφοράς και ζήτησης δραχμών, μια συνεχή υπερβάλλουσα προ­σφορά δραχμών και συνεπώς μια συνεχή πίεση για διολίσθηση ή/και υποτίμηση της δραχμής. Αυτή η τελευταία μπορεί να απο­φευχθεί μόνο με μια πολιτική υψηλών —σε σχέση με τα ισχύοντα στην Αλλοδαπή— επιτοκίων, η οποία αυξάνει αντιστοίχως τη ζήτηση για δραχμές και μειώνει την προ­σφορά για δραχμές, επειδή λόγω αυτής ακριβώς της διαφοράς των επιτοκίων πολ­λοί τοποθετούν τα χρηματικά τους κεφά­λαια σε χαρτιά της Ημεδαπής λόγω του ότι, για τη δεδομένη ισοτιμία και για το δεδομέ­νο επιτόκιο, αυτή η τοποθέτηση είναι πιο κερδοφόρα από μια τοποθέτηση στην Αλλο­δαπή.

Αυτό όμως ισχύει μόνον όσο θεωρούν ότι το ημεδαπό νόμισμα δεν είναι υπερτι­μημένο και δεν επίκειται προσεχώς η υποτίμησή του. Αν εκτιμήσουν ότι πρόκειται σύντομα να υποτιμηθεί, τότε, για να απο­φύγουν τις αντίστοιχες ζημίες που θα υπο­στούν όταν πουλήσουν τα ελληνικά χαρτιά τους πριν τη λήξη τους ή όταν εξαργυρώ­σουν τα ελληνικά χαρτιά τους όταν αυτά λήξουν, τότε θα αρχίσουν να τα πουλούν, να προσφέρουν δηλαδή δραχμές και να ζη­τούν συνάλλαγμα, οπότε αυξάνεται η προ­σφορά σε δραχμές και μειώνεται η ζήτηση για δραχμές και έτσι αυξάνεται η πίεση για υποτίμηση της δραχμής. Αν τότε η ελληνική κυβέρνηση δεν θέλει να υποτιμήσει τη δραχ­μή, θα πρέπει να αυξήσει ακόμη περισσότε­ρο τα επιτόκια. Η διαδικασία αυτή έχει όμως κάποτε ένα τέλος. Διότι από ένα ση­μείο και μετά καμιά αύξηση του επιτοκίου δεν πείθει τους κατόχους ελληνικών χαρ­τιών ότι η δραχμή δεν θα υποτιμηθεί3.

Τότε η υποτίμηση είναι απλώς και μόνο ζήτημα χρόνου. Έτσι συνέβη και κατά την πρόσφατη υποτίμηση της δραχμής κατά 14%. Ωστόσο, κατά κανόνα η κυβέρνηση έχει —αν το πράγμα δεν έχει ακόμη φτάσει στα άκρα, οπότε και της υπαγορεύει η αγο­ρά πότε και πόσο πρέπει να υποτιμήσει— τη δυνατότητα να επιλέξει τόσο το ποσοστό όσο και το χρονικό σημείο της υποτίμησης. Αυτό το τελευταίο συνέβη και στη δεδομένη περίπτωση. Ωστόσο —πράγμα που δεν γνώριζαν όσοι εκ των υστέρων, δηλαδή εκ του ασφαλούς, γνώριζαν ότι η δραχμή ως υπερτιμημένη θα υποτιμάτο— ήταν βέβαιο ότι η δραχμή θα υποτιμάτο πριν το Μάιο του 1998. Η βεβαιότητα αυτής της πρόβλε­ψης συναγόταν απλούστατα από τα εξής: α) ότι η ελληνική κυβέρνηση (παρά τις όποιες κατά καιρούς παραπλανητικές και ως εκ τούτου φαινομενικά αντικρουόμενες δηλώ­σεις της) ήθελε να προσχωρήσει στο Μηχα­νισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών 2, β) ότι είχε —για ευνόητους λόγους— τη δυνατό­τητα να αιτηθεί την προσχώρησή της σε εύ­λογη χρονική στιγμή πριν την 2α Μαΐου 1998 και γ) ότι οι ευρωπαίοι εταίροι δεν θα δέχονταν επ' ουδενί μια υπερτιμημένη δραχμή στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών 2 και στη συνέχεια στο ευρώ. Γιατί δεν θα την εδέχοντο θα το εξηγήσουμε παρακάτω.

Η κυβέρνηση επέλεξε το χρονικό σημείο για να κάνει την αναπόφευκτη πλέον υποτί­μηση της δραχμής, έτσι ώστε να μπορεί να συνδυάσει την υποτίμηση —δηλαδή ό,τι αυ­τή η ίδια, όσο ακολουθούσε την πολιτική της σκληρής δραχμής, μόνον ως εθνικό ντε-φαϊτισμό και εθνικό όνειδος θα χαρακτήρι­ζε αν της είχε προταθεί από Έλληνες και δεν της είχε επιβληθεί εκ των πραγμάτων από τη διεθνή αγορά συναλλάγματος ή για τους λόγους που θα αναπτύξουμε παρακά­τω και από την Ευρωπαϊκή Ένωση— με την «επιτυχία» της ένταξης της χώρας στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών 2. Αποκρύπτοντας βεβαίως ότι προκατέλαβε μια υποτίμηση α) που έτσι κι αλλιώς θα επέβαλε η αγορά και β) που, καίτοι δεν της την είχε ακόμη επιβάλλει η αγορά, της την επέβαλε η Ε.Ε. για να δεχτεί τη δραχμή στο Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών 2.

Η «επιτυχία» έγκειται, σύμφωνα με την κυβέρνηση, στο ότι η ένταξη της δραχμής στον Μηχανισμό Συναλλαγματικών Ισοτι­μιών 2 θα «θωρακίσει» τη δραχμή κατά των «επιθέσεων των κερδοσκόπων». Η αλήθεια είναι ότι αυτός ο ισχυρισμός είναι ανυπό­στατος. Διότι ο Μηχανισμός Συναλλαγμα­τικών Ισοτιμιών 2 προβλέπει διακυμάνσεις ±15%, με το νόημα ότι όποιο νόμισμα υπερβεί αυτά τα όρια βγαίνει από το Μηχα­νισμό Συναλλαγματικών Ισοτιμιών 2. Συγ­χρόνως όμως, δεν προβλέπει μέτρα στήρι­ξης των ισοτιμιών (stand-by-πιστώσεις κ.τ.λ.).

Και τώρα —τώρα μετά την υποτίμηση της δραχμής τι θα γίνει; Τώρα η κυβέρνηση θα χρησιμοποιήσει την υποτίμηση και τη συνακόλουθη αύξηση των εισαγόμενων και την κατά συνέπεια μεγάλη δήθεν αύξηση των τιμών των εγχωρίως παραγόμενων προϊόντων ως πρόσχημα α) για μια ακόμη πιο σκληρή πολιτική λιτότητας κατά των μισθωτών εργαζομένων και συνταξιούχων και υπέρ των επιχειρηματιών, β) για την επιτάχυνση και ριζοσπαστικοποίηση του ξεπουλήματος των δημόσιων επιχειρήσεων και οργανισμών, γ) για την κεφαλαιοποίη­ση και ιδιωτικοποίηση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, δ) για την απορρύθμιση της αγοράς εργασίας και ε) για την αύξηση των φόρων εις βάρος των μισθωτών και συντα­ξιούχων και τη μείωση των δραχμών, ιδίως των δημοσίων κοινωνικών δαπανών.


Πόσο όμως θα αυξηθούν οι τιμές συνε­πεία της υποτίμησης της δραχμής κατά 14%;

Στην προαναφερθείσα μελέτη μας για τις επιπτώσεις μιας υποτίμησης της δραχ­μής στο κόστος και στις τιμές των εγχω­ρίως παραγόμενων προϊόντων υπολογίσα­με ότι η κατά 14% υποτίμηση της δραχμής θα οδηγήσει τον πρώτο χρόνο σε μια αύξη­ση του γενικού επιπέδου των τιμών κατά 1,16%, το δεύτερο χρόνο σε μια αύξηση κα­τά 0,73%, τον τρίτο χρόνο σε μια αύξηση κατά 0,33% κ.ο.κ. Κατ' αυτό δε τον υπολο­γισμό της αύξησης του γενικού επιπέδου των τιμών, έχουμε προϋποθέσει ότι οι επι­χειρηματίες θα μετακυλίσουν εξ ολοκλήρου την κατά 14% αύξηση των τιμών των εισα­γόμενων προϊόντων στο κόστος και στις τι­μές των προϊόντων που παράγουν αυτοί οι ίδιοι χρησιμοποιώντας ως εισροές τα ανα­τιμημένα κατά 14% εισαγόμενα προϊόντα. Πράγμα που σημαίνει ότι, επειδή αυτές οι επιχειρήσεις, λαμβάνοντας υπόψη και τη ζήτηση, δεν θα μετακυλίσουν όλο το κόστος της υποτίμησης στις τιμές, οι τελευταίες θα αυξηθούν ακόμη λιγότερο απ' ό,τι υπολογί­σαμε στη μελέτη μας.

Έτσι λοιπόν, σύμφωνα με τα παραπά­νω, οι κατ' επιστημονική εκτίμηση αναμε­νόμενες αυξήσεις των τιμών δεν δικαιολο­γούν κατά κανέναν τρόπο καμιά απολύτως πολιτική λιτότητας χάριν μιας δήθεν συ­γκράτησης του πληθωρισμού. Εκτός κι αν, πρώτον, εμείς —κατά παραχώρησιν— δε­χτούμε ότι για να πέσει ο πληθωρισμός4 πρέπει να μειωθούν ακόμα περισσότερο οι μισθοί και οι συντάξεις και, αντιστοίχως, να αυξηθούν ακόμη περισσότερο τα κέρδη και, δεύτερον, η κυβέρνηση αποδείξει από μελέτες που εκπόνησαν τα ερευνητικά της κέντρα, το περιβόητο ΚΕΠΕ, π.χ., ότι συνε­πεία της υποτίμησης οι τιμές θα αυξηθούν κατά πολύ περισσότερο απ' όσο εκτιμήσα­με εμείς.
Παράλληλα όμως, σύμφωνα με την προαναφερθείσα μελέτη μας, η δεδομένη υποτίμηση της δραχμής κατά 14% συνεπά­γεται την αύξηση της αφορούσας τις τιμές ανταγωνιστικότητας της ελληνικής εξαγω­γικής οικονομίας στο πρώτο ήδη έτος κατά 11,27% —ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, το οποίο, σύμφωνα με την ίδια αυτή μελέτη, θα περάσουν 20 τουλάχιστον χρόνια μέχρι να εξαλειφθεί.

Ωστόσο —κι ας μην υπάρξει επ' αυτού καμιά αμφιβολία— η κυβέρνηση θα προ­βάλλει την υποτίμηση και τις δήθεν συνέ-πειές της επί των τιμών ως πρόσχημα για να εκπληρώσει τις υποχρεώσεις που ανέλα­βε απέναντι των ευρωπαίων εταίρων προ­κειμένου να γίνει δεκτή στο Μ.Σ.Ι.2, δηλα­δή για να ξεπουλήσει τις δημόσιες επιχειρή­σεις και τους δημόσιους οργανισμούς, να κεφαλαιοποιήσει και να ιδιωτικοποιήσει τις κοινωνικές ασφαλίσεις, να απορρυθμίσει την αγορά εργασίας, να αυξήσει τους φόρους για τους μισθωτούς και τους συ­νταξιούχους, να μειώσει τις δημόσιες και ιδίως τις δημόσιες κοινωνικές δαπάνες, να μειώσει μισθούς και συντάξεις και —εντέ­λει— να αυξήσει τα κέρδη.

Αρκεί απλώς να αντιπαραβάλλει κανείς τα μέτρα της 16.3.1998 με τους κεντρικούς άξονες που έθετε πριν ένα χρόνο η κυβέρ­νηση στο λεγόμενο κοινωνικό διάλογο κα­θώς και με τις κύριες γραμμές των λεγομέ­νων «Εκθέσεων Σπράου»5, για να καταλή­ξει σ' αυτό το συμπέρασμα.

Είναι πέραν πάσης αμφιβολίας ότι δε­δομένης της υπαγωγής της δημοσιονομικής και νομισματικής πολιτικής στο πρόγραμ­μα σύγκλισης του Μάαστριχτ και της συνα­κόλουθης αναγόρευσης του πληθωρισμού στο υπ' αριθμόν ένα πρόβλημα της οικονο­μίας και της κοινωνίας, το μόνο διαθέσιμο μέσο οικονομικής πολιτικής της κυβέρνη­σης είναι η εισοδηματική πολιτική εις βά­ρος των μισθωτών και των συνταξιούχων6.
Μετά, λοιπόν, από μια επιμελώς ενορ­χηστρωμένη αλλά και αποτυχημένη προ­σπάθεια αναγωγής του ύψους των μισθών σε αιτία της ανεργίας, η υποτίμηση της δραχμής, όπως άλλωστε και η προηγηθείσα πολιτική της σκληρής δραχμής, προσφέρει στην κυβέρνηση τη δυνατότητα μιας περαι­τέρω σκλήρυνσης της εισοδηματικής πολι­τικής εις βάρος των μισθωτών εργαζομέ­νων και των συνταξιούχων και υπέρ των επιχειρηματιών.

Θα συνεχίσει η κυβέρνηση και στο εξής την πολιτική της σκληρής δραχμής; H απά­ντηση σε αυτό το ερώτημα είναι χωρίς κα­μιά επιφύλαξη: Ναι! Διότι δεν έχει καμιά άλλη επιλογή.
Αυτό είναι αποτέλεσμα του γεγονότος ότι το Δημόσιο είναι πλέον αναγκασμένο να καλύπτει τα ελλείμματά του στη διεθνή χρηματαγορά. Αυτό πάλι είναι απόρροια της εκ μέρους της Ε.Ε. απαγόρευσης της χρηματοδότησης έστω και ελάχιστου μέ­ρους του ελλείμματος του Δημοσίου από την Κεντρική Τράπεζα. Έτσι κατά το δη λε-γόμενον η Ε.Ε. «έκανε πάσα» το Δημόσιο στους τοκογλύφους της διεθνούς χρηματα-γοράς7.
Σε παρελθόντες χρόνους, στους οποί­ους το Δημόσιο ήταν ισχυρό και η διεθνής χρηματαγορά στα σπάργανα και χωρίς τη σημερινή πολιτική ισχύ της, το Δημόσιο πουλούσε, για να καλύψει το έλλειμμά του, αντίστοιχα χαρτιά στην Κεντρική Τράπεζα. H Κεντρική Τράπεζα πλασάριζε όσα απ' αυτά μπορούσε στο κοινό και κρατούσε η ίδια τα υπόλοιπα. Έτσι το έλλειμμα του Δημοσίου το χρηματοδοτούσε αρχικά η Κε­ντρική Τράπεζα και στη συνέχεια η Κεντρι­κή Τράπεζα και το κοινό. Σήμερα, μετά την απαγόρευση από την Ε.Ε. της χρηματοδό­τησης του ελλείμματος του Δημοσίου από την Κεντρική Τράπεζα, το Δημόσιο είναι αναγκασμένο να προσφύγει στη χρηματαγορά. 


Μέχρι πριν λίγα χρόνια τα χαρτιά του ελληνικού Δημοσίου τα αγόραζαν στο μεγαλύτερο τους μέρος οι ελληνικές εμπο­ρικές τράπεζες. Με την παγκοσμιοποίηση των αγορών το πράγμα άλλαξε. Το ελληνι­κό Δημόσιο εκπλειστηριάζει τρεις φορές το χρόνο (η τελευταία φορά ήταν στις 22 Μαρτίου 1998) χαρτιά ύψους 1-1,5 τρισε­κατομμυρίων δραχμών. Οι κύριοι αγορα­στές είναι πλέον όχι οι ελληνικές εμπορικές τράπεζες, αλλά τα μεγάλα αμερικανικά, κα­ναδικά κ.τ.λ. funds. Έρχεται λοιπόν το ελ­ληνικό Δημόσιο στον πλειστηριασμό και — απλοποιούμε το πράγμα για να γίνει κατα­νοητό— προσφέρει, π.χ., χαρτιά ονομαστι­κού επιτοκίου 10% και ονομαστικής αξίας 1 εκατομμυρίου δραχμών το καθένα μέχρι το ύψος του 1 τρισεκατομμυρίου δραχμών. Έστω ότι κάποιες ελληνικές εμπορικές τράπεζες αγοράζουν μ' αυτούς τους όρους, βάζοντας βαθιά το χέρι στην τσέπη, χαρτιά για μερικά δισεκατομμύρια. Τα μεγάλα funds σιωπούν. Και σιωπούν και όταν ο πλειστηριαστής προσφέρει τα ίδια χαρτιά στις 990 χιλιάδες δραχμές. Και εξακολου­θούν επίσης να σιωπούν όταν αυτός τα προσφέρει στις 950 χιλιάδες δραχμές και τα αγοράζουν όλα μόλις αυτός τα προσφέ­ρει, π.χ., στις 900 χιλιάδες δραχμές. Κι έτσι ανέβασαν το πραγματικό επιτόκιο από 10 τοις εκατό σε 10/900 (=11,..) τοις εκατό.

θέλει, λοιπόν, δεν θέλει, το Δημόσιο κάνει, για να χρηματοδοτήσει το έλλειμμά του έτσι όπως του έχει επιβληθεί να το χρη­ματοδοτεί, μια πολιτική υψηλών επιτοκίων και «σκληρής δραχμής».
θα υποτιμηθεί λοιπόν και πάλι η δραχ­μή; Ασφαλώς. Πότε; Όποτε κρίνει η αγορά ότι τα επιτόκια δεν είναι τόσο υψηλά ώστε να καλύπτουν τις ζημίες από μια πιθανή υποτίμηση. Το αργότερα πάντως λίγο πριν χτυπήσουμε την πόρτα για να μπούμε στο ευρώ. Γιατί; Διότι οι ευρωπαίοι εταίροι δεν θα δεχτούν ποτέ μια υπερτιμημένη δραχμή στο ευρώ. Ο λόγος είναι προφανής: Είναι ένα εξαιρετικής σημασίας ζήτημα με ποια ισοτιμία εισέρχεται ένα νόμισμα στο υπό δημιουργία κοινό ευρωπαϊκό νόμισμα. Όταν μια χώρα, όπως η Ελλάδα, οφείλει στις άλλες χώρες της Ε.Ε. (το εξωτερικό χρέος της Ελλάδας αγγίζει τα 40 δισεκα­τομμύρια δολάρια), τότε έχει συμφέρον να συμμετάσχει στο κοινό νόμισμα με όσο το δυνατόν υψηλότερη ισοτιμία του νομίσματός της (νοούμενη φυσικά ως τιμή του νομίσματός της σε ξένο νόμισμα). Διότι προ­φανώς όσο πιο υψηλή είναι αυτή η ισοτι­μία, τόσο λιγότερα θα έχει αργότερα να πληρώσει σε κοινό πλέον ευρωπαϊκό νόμι­σμα στους πιστωτές ευρωπαίους εταίρους της για τα χρέη της προς αυτούς. Και αντι­στρόφως: Οι πιστωτές εταίροι της έχουν συμφέρον (και ασφαλώς και τον τρόπο τους να το προασπιστούν) να τη δεχτούν στο κοινό νόμισμα με χαμηλή ισοτιμία, διό­τι όσο χαμηλότερη είναι αυτή η ισοτιμία, τόσο περισσότερα θα πάρουν πίσω σε κοι­νό πλέον νόμισμα εις εξόφλησιν των δανεί­ων που της έχουν δώσει.

Δεν είναι βέβαια δυνατό να γίνει εδώ η συζήτηση που θα έπρεπε να είχε γίνει πριν 20 τουλάχιστον χρόνια για το αν έπρεπε ή δεν έπρεπε να προσχωρήσουμε στην ΕΟΚ και στην μετέπειτα Ε.Κ. και Ε.Ε., ούτε επί­σης η συζήτηση, που κι αυτή θα έπρεπε να είχε γίνει προ πολλού, για το αν θα πρέπει να υιοθετήσουμε το ευρώ και να εισέλθουμε στην ΟΝΕ. Η επιδέξια και πλουσιοπάροχη πολιτική δημοσίων σχέσεων της Ε.Ε. απέ­τρεψε οριστικά αυτές τις επικίνδυνες συζη­τήσεις.

Το μόνο που μπορούμε να πούμε αυτή τη στιγμή για την ΟΝΕ είναι ότι με την υιο­θέτηση του ευρώ, τη νομισματική πολιτική θα ασκεί πλέον αποκλειστικά η πολιτικά παντελώς ανεξέλεγκτη και παντοδύναμη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, από την οποία και θα παίρνει, σύμφωνα με τον ισχύοντα νόμο, εντολές η Τράπεζα της Ελλάδος. Όποιος θέλει να πάρει μια εικόνα για το μέτρο της παντοδυναμίας και της από την οποιαδήποτε πολιτική εξουσία ανεξαρτησίας της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας δεν έχει παρά να μελετήσει το νέο νόμο που ψηφίστηκε το Δεκέμβριο του 1997 για την Τράπεζα της Ελλάδος. Αλλά ανεξαρτήτως όλων αυτών και αδιάφορο ποια θα είναι η ενιαία νομισματική πολιτι­κή της Κεντρικής Ευρωπαϊκής Τράπεζας, και μόνο το γεγονός ότι θα είναι ενιαία θα έχει καταστροφικά αποτελέσματα για τις οικονομικά καθυστερημένες περιοχές της ενωμένης Ευρώπης όπως είναι η Ελλάδα8.
Εν κατακλείδι: Όταν η πολυπόθητη ευ­ρωπαϊκή ολοκλήρωση ολοκληρωθεί με το καλό, τότε, αν δεν έχει ακόμη αλλοτριωθεί και η στοιχειώδης λογική αντίληψή μας για τα πράγματα, θα διαπιστώσουμε ότι κάποι­οι, τους οποίους γνωρίζουμε από τα ΜΜΕ αλλά δεν γνωρίζουμε ποιοι τους εξουσιο­δότησαν και σε ποιους λογοδοτούν, αποφά­σιζαν ήδη προ πολλού και συνεχίζουν να αποφασίζουν για πολύ σημαντικά για τη ζωή μας πράγματα, όχι προς το συμφέρον όλων ημών, αλλά προς το συμφέρον όλων εκείνων, τους οποίους δεν κατονομάζουν τα ΜΜΕ, τους οποίους όμως εμείς θα έπρε­πε να κατονομάσουμε επιτέλους. Ποιοι, π.χ., εξουσιοδοτημένοι από ποιους και προς το συμφέρον ποιων διαπραγματεύονται σή­μερα για να θέσουν σύντομα σε ισχύ τη Δια­κρατική Συμφωνία για τις Επενδύσεις;


Σημειώσεις
1.H συνοπτική εκδοχή της μελέτης κυκλοφόρησε το 1996 (Δες θ. Μαριόλης, X. Οικονομίδης, Γ. Σταμά­της, Ν. Φουστέρης, «Ποσοτική εκτίμηση των επιπτώσε­ων της υποτίμησης στο "κόστος" παραγωγής», Τεύχη Πολιτικής Οικονομίας, Φθινόπωρο 1996, σσ. 5-55). H ολοκληρωμένη εκδοχή κυκλοφόρησε με τον ίδιο τίτλο το 1997 στις Εκδόσεις Κριτική.

2.Σπεύδουμε να σημειώσουμε ότι τα ακόλουθα δεν σημαίνουν πως οι ισοτιμίες προκύπτουν ανεξάρ­τητα από τις παραγωγικότητες της εργασίας και του κεφαλαίου των χωρών. Διότι όσα ακολουθούν προϋ­ποθέτουν —για αρχικά δεδομένες ισοτιμίες— δεδομέ­νες τιμές των διεθνώς εμπορευομένων προϊόντων των διαφόρων χωρών. Αυτές όμως οι —για δεδομένες ισο­τιμίες— δεδομένες τιμές δεν δύνανται να ερμηνευτούν χωρίς την προσφυγή στις διαφορές των παραγωγικο­τήτων της εργασίας και των παραγωγικοτήτων του κε­φαλαίου των διαφόρων χωρών.

3.Χάριν απλούστευσης του πράγματος αφήνουμε εκτός θεώρησης το εξής σημαντικό δεδομένο: Ότι, πρώτον, κάθε αύξηση του επιτοκίου γίνεται μόνο μέ­σω της έκδοσης νέων χαρτιών με αυξημένο επιτόκιο και, δεύτερον, για να μπορεί η επιδιωκόμενη αύξηση του επιτοκίου να εδραιωθεί και να έχει τα παραπάνω αποτελέσματα, θα πρέπει να εισάγεται μέσω μιας με­γάλης έκδοσης νέων χαρτιών.

4.Εντέλει ποιος; Αυτός του 4,5%;

5.Δες Γ. Σταμάτης, Μια έκθεση για την πλήρη αποδόμηση των Κοινωνικών Ασφαλίσεων, Εποχή, 26.10.1997, και θ. Μαριόλης, Σχετικά με την έκθεση «Αποκλιμάκωση του πληθωρισμού και Εισοδηματική Πολιτική 1998-1999, 
θέσεις, τεύχος 64.


6.Δες αναλυτικά Γ. Σταμάτης (επιμ.), Ηκρατική διαχείριση της οικονομικής κρίσης, 
Εκδόσεις Κριτική, Αθήνα, 1990, καθώς και θ. Μαριόλης, ό.π.


7.Για τα πλεονεκτήματα μιας χρηματοδότησης των ελλειμμάτων του Δημοσίου από την Κεντρική Τράπεζα, δες Γ. Σταμάτης (επιμ.), «H κρατική διαχεί­ριση», ό.π., σσ. 98-102.


8.Οικονομικά καθυστερημένη θα είναι βεβαίως η Ελλάδα και όταν θα έχει πετύχει τους στόχους του Μάαστριχτ.






3 σχόλια:

Ψευτοστέργιος είπε...

Μπορείτε να μπείτε στη βιβλιοθήκη πανδημος.
http://library.panteion.gr:8080/dspace/

Κατεβαίνουν άρθρα ενδιαφέροντα από το περιοδικό ουτοπία του μπιτσάκη.

Ερώτηση όχι και τόσο σημαντική.

Τι κάνει ο Γιώργος Σταμάτης? Ξέρει κανείς?? Διότι πάντα παρενέβαινε με εκπληκτικά άρθρα.

cynical είπε...

Ψευτοστεργιο

πολυ καλο link!

Ο Σταματης δεν φαινεται στο προσωπικο της παντειου

Ανώνυμος είπε...

Αυτό το άρθρο μάλιστα .Είχε ζουμί και μπορείς να βγάλεις συμπεράσματα και για σήμερα.