Σάββατο 8 Μαΐου 2010

Αλληλεγγύη (για να κερδίσουμε τον πόλεμο)



Πηγή:k2 

«Είμαστε σε πόλεμο», είπε ο πρωθυπουργός. Το πρόβλημα όμως είναι ότι ο πόλεμος δεν διεξάγεται με όπλα και πυρομαχικά και κυρίως ότι ο εχθρός είναι αόρατος. Επίσης είναι δύσκολο να κατανοηθεί τι προκάλεσε αυτό τον πόλεμο και πώς πρέπει να αντιμετωπιστεί ο εχθρός. Το αποτέλεσμα είναι ότι ο πρωθυπουργός μπορεί να δηλώνει πως η κυβέρνησή του πολεμάει ενώ στην πραγματικότητα συνθηκολογεί, κι εμείς οι υπόλοιποι κινδυνεύουμε να αναγνωρίσουμε τον εχθρό ο ένας στο πρόσωπο του άλλου και να αλληλοσκοτωθούμε από φίλια πυρά, αφήνοντας τον πραγματικό εχθρό ανενόχλητο. Ταυτόχρονα τίθεται ακόμα και το ερώτημα «ποιοι είμαστε εμείς».


Ας αρχίσουμε λοιπόν απ’αυτό, το βασικό. Κάθε κοινωνία έχει ένα «εμείς», αλλιώς δεν είναι κοινωνία. Στη σύγχρονη εποχή, από τη Γαλλική Επανάσταση και μετά, αυτό το «εμείς» είναι η πολιτική κοινότητα του έθνους. Το έθνος είναι η πολιτική κοινότητα, ο δημόσιος αυτός χώρος στον οποίο τα επιμέρους συμφέροντα, τα ταξικά κυρίως, συναντιούνται. Αυτό μπορεί να οδηγήσει σε μια συναίνεση, εντελώς πρόσκαιρη ή λίγο πιο μόνιμη, ή και σε σύγκρουση, λιγότερηο ή περισσότερο σφοδρή, ακόμα και σ’αυτό που στα ελληνικά ονομάζεται εμφύλιος πόλεμος και στις περισσότερες ευρωπαϊκές γλώσσες, πιο εύστοχα, πόλεμος πολιτών, πολιτικός πόλεμος (guerrecivile). Στόχος της σύγκρουσης, στο πλαίσιο πάντα του έθνους-κράτους, είναι να οριστεί η έννοια της λαϊκής κυριαρχίας (δηλαδή ποιοι είναι πολίτες, ποιοι είναι μέρος του κυρίαρχου λαού) και στη συνέχεια να εκφραστεί επαρκώς αυτή η λαϊκή κυριαρχία, δηλαδή να προκύψει, μέσα από τη σύγκρουση – κανονικά με τη δημιουργία μιας συναίνεσης μέσω της συγκρούσης, αλλά περνώντας ενδεχομένως από φάσεις επιβολής μίας από τις πλευρές της σύγκρουσης – να προκύψει λοιπόν μεσ’από τη σύγκρουση μια νομιμοποιημένη μορφή εξουσίας, νομιμοποιημένη εννοείται από τη λαϊκή κυριαρχία, ως εκπροσωπούσα τον λαό, το έθνος.


Η πολιτική κρίση, κρίση αντιπροσώπευσης, που περνάνε τα τελευταία πολλά χρόνια όλες οι ευρωπαϊκές χώρες, προκαλείται από τον προβληματικό ορισμό της λαϊκής κυριαρχίας και την ανεπαρκή έκφρασή της. Στο νευραλγικό θέμα της οικονομίας, νευραλγικό γιατί απ’αυτό εξαρτάται η επιβίωση των ανθρώπων αλλά και επειδή η επιτυχής ενσωμάτωση όλων των πολιτών στον κυρίαρχο λαό περνάει μέσα από τις οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές, οι πολιτικοί εδώ και χρόνια έχουν παραδώσει τα κλειδιά της εξουσίας στους τεχνοκράτες, τους τραπεζίτες, τελικά στις θολές, αμφίβολης νομιμότητας και ανύπαρκτης νομιμοποίησης «αγορές». Αν η ελληνική κυβέρνηση παρέπεμψε πριν μερικές μέρες τους εκπροσώπους των εργαζομένων να συζητήσουν τα προβλήματά τους με τους εκπροσώπους διεθνών οργανισμών, όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις εδώ και χρόνια παραπέμπουν τους πολίτες τους σε ευρωπαϊκές αποφάσεις, για τις οποίες δηλώνουν ανεύθυνοι κρύβοντας το πρόσωπό τους πίσω από το περίφημο (από τη δεκαετία του ’90 έχουμε που το συζητάμε) δημοκρατικό έλλειμμα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η δε οικονομική πολιτική μέσα στη νομισματική ένωση δεν μπορεί να ασκηθεί επαρκώς, από τη στιγμή που η μεν οικονομική πολιτική είναι στην αρμοδιότητα των εθνικών κυβερνήσεων, η δε νομισματική πολιτική είναι πέρα από τον έλεγχό τους. Επομένως, πού και πώς πρέπει να εκφραστείποια λαϊκή κυριαρχία για να έχει το έθνος, ο λαός, τον έλεγχο της οργανωμένης κοινωνίας στην οποία ζει;

Ζούμε εδώ και χρόνια σε μια μεταβατική περίοδο. Κι αυτό γιατί οι παγκόσμιες προκλήσεις που έχουν προκύψει, αυτός ο ιδιότυπος παγκόσμιος πόλεμος, δεν επιτρέπει σε κανένα ευρωπαϊκό έθνος να οπισθοχωρήσει από τις ευρωπαϊκές δομές στις οποίες έχει παραχωρηθεί μέρος της εθνικής κυριαρχίας. Δηλαδή, εντελώς απλά: η λύση δεν είναι μια χώρα να ανακτήσει τον πλήρη έλεγχο της οικονομικής και νομισματικής πολιτικής της ∙ τη στιγμή που οι περίφημες «αγορές» είναι παγκοσμιοποιημένες, καμία χώρα μόνη της δεν μπορεί να τους αντιτάξει επαρκή και επιτυχή αντίσταση. Η λύση είναι να δημιουργηθεί μια ευρωπαϊκή λαϊκή κυριαρχία, που θα πάρει στα χέρια της την οικονομία δίνοντας πολιτικές λύσεις. Γιατί η Ευρώπη ολόκληρη, αν από τη μία αντλήσει από τις αξίες της κι από την άλλη αφήσει κατά μέρος τα στοιχεία αυτά που τη διαιρούν, μπορεί να αντιταχθεί στον παγκόσμιο εχθρό. Το πρόβλημα είναι ότι έχουμε ταυτόχρονα παγκόσμιο οικονομικό πόλεμο και εμφύλιο, πολιτικό πόλεμο. Ακόμα χειρότερα, ο εμφύλιος πόλεμος αυτή τη στιγμή διεξάγεται σε πολλά μέτωπα και κυρίως με πολλούς και διαφορετικούς συμμετέχοντες. Και ο κίνδυνος είναι να διολισθήσουμε στο «ο σώζων εαυτόν σωθήτο», τόσο ατομικά όσο και ως έθνη.

Πρώτα, στο εθνικό επίπεδο. Η κοινωνία φρικτά διαιρείται και κατηγορούμε οι μεν τους δε. Οι εργαζόμενοι της επισφάλειας του ιδιωτικού τομέα κατηγορούν τους βολεμένους δημοσίους υπαλλήλους. Οι νέοι κατηγορούν τους μεγαλύτερους, τους οποίους επίσης θεωρούν βολεμένους χάρη στα εργασιακά δικαιώματα που αυτοί απολαμβάνουν, ενώ σιγά-σιγά για τις νεότερες γενιές το εργατικό δίκαιο και το κράτος πρόνοιας έχουν αρχίσει να ξηλώνονται. Δεν είναι ελληνικό το φαινόμενο. Τα ίδια λόγια, τα ίδια πάνω-κάτω επιχειρήματα ακούγονται και στη Γαλλία – ακούγονταν ιδιαίτερα πολύ την εποχή της εκλογής του Νικολά Σαρκοζύ. Κι εκεί κατηγορείται το τεράστιο και σπάταλο δημόσιο, τα δικαιώματα που κάποιοι προσπαθούν να παρουσίασουν ως προνόμια.

Με μια σημαντικότατη διαφορά: στη Γαλλία τα επιχειρήματα μπορούν να αντικρουστούν πολύ πιο εύκολα, γιατί δεν υπάρχει τόσο μεγάλη διαφθορά τόσο διάχυτη στην κοινωνία: υπάρχει διαφθορά σε υψηλό επίπεδο (έχουν προκύψει αρκετά σκάνδαλα με πρωταγωνιστές πολιτικούς και επιχειρηματίες), αλλά δεν υπάρχει πελατειακό κράτος. Είναι επομένως δύσκολο να χρησιμοποιηθεί ως επιχείρημα εναντίον του δημοσίου τομέα το ότι έχει στελεχωθεί μέσω εξυπηρετήσεων. Επίσης, για ιστορικά εξηγήσιμους λόγους, στη Γαλλία είναι εδραιωμένη η πίστη στον δημόσιο τομέα, κυρίως με τη μορφή του κράτους πρόνοιας που φροντίζει για την παιδεία και την υγεία των πολιτών. Στην Ελλάδα από την άλλη, επίσης για ιστορικά εξηγήσιμους λόγους, το κράτος πρόνοιας πότε δεν στήθηκε με τόσο επαρκή τρόπο ούτε και εξορθολογίστηκε πλήρως. Αυτό εξηγεί σε μεγάλο βαθμό την τάση των Ελλήνων να αποταμιεύουν και να προνοούν (τα ελληνικά είναι από τα λιγότερο χρεωμένα νοικοκυριά στην Ευρώπη, και μ’ένα από τα υψηλότερα ποσοστά ιδιοκτησίας της στέγης τους). Εξηγεί επίσης και τη μικροδιαφθορά και τον λόγο που αυτή γίνεται ανεκτή: σ’ένα ανεπαρκές κοινωνικό κράτος, η στοιχειώδης κοινωνική συνοχή και συναίνεση στηρίζεται στην υπάρξη νόμιμων αλλά και παράνομων ατομικών σχεδίων.

Αυτή είναι η βασική πλευρά του ιδιαίτερου ελληνικού προβλήματος. Και ναι, σ’αυτό είμαστε όλοι συνένοχοι. Αλλά δυστυχώς οι κοινωνίες δεν δρουν αυτόματα. Όσο καιρό αυτό το σύστημα λειτουργούσε, επιμεριζόμασταν όλοι την πολιτική ευθύνη και κανείς δεν αντιδρούσε – ακόμα κι αυτοί (που είναι πολλοί, πολύ περισσότεροι απ’ό,τι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε οι πραγματικά διεφθαρμένοι) που δεν συμμετείχαν σ’αυτό και που ατομικά όπου μπορούσαν το κατήγγελλαν. Υπάρχουν όμως πια και ποινικές ευθύνες, κι αυτές πρέπει να καταλογιστούν, πρωτίστως για να φανεί ότι δεν είναι όλη η κοινωνία συνένοχη – αντίθετα απ’ό,τι θέλουν να μας κάνουν να πιστέψουμε για να μας επιβάλουν μια συλλογική τιμωρία.

Αυτό όμως το ιδιαίτερο ελληνικό πρόβλημα είναι και ο κύριος λόγος για τον οποίο το πρώτο μεγάλο μέτωπο του παγκόσμιου οικονομικού πολέμου στην καρδιά της Ευρώπης άνοιξε στην Ελλάδα. Οι «λύσεις» που επιβάλλονται στην Ελλάδα από τους οικονομικούς προστάτες της κάθε άλλο παρά λύνουν το πρόβλημα. Γιατί κάποιες απ’αυτές δεν έχουν καμία εμφανή χρησιμότητα στην αποπληρωμή του χρέους, παρά μόνο προσφέρουν ως θυσία στις ιδεοληψίες των «αγορών» τους εργαζόμενους, απορρυθμίζοντας εντελώς τις εργασιακές σχέσεις. Το κυριότερο όμως είναι ότι επιτείνουν την κρίση αντιπροσώπευσης, σπρώχνοντας ακόμα περισσότερο στο περιθώριο τη λαϊκή κυριαρχία. Η εργατική νομοθεσία παρακάμπτεται, ενώ η εφαρμογή μέτρων που αφορούν όλες τις ευρωπαϊκές χώρες επισπεύδεται: αυτό συμβαίνει για παράδειγμα με την πλήρη απελευθέρωση της αγοράς της ενέργειας (ηλεκτρισμού και φυσικού αερίου).

Αυτό λοιπόν που συμβαίνει σήμερα στην Ελλάδα, παρά και πέρα από τις όποιες ελληνικές ιδιαιτερότητες, αφορά όλη την Ευρώπη – γι’αυτό και πρέπει να ειρηνεύσει το άλλο μέτωπο του εμφύλιου πολέμου μας, αυτού ανάμεσα στις ευρωπαϊκές χώρες. Οι ευρωπαϊκοί λαοί καλούνται να αποφασίσουν αν θέλουν να έχουν τον έλεγχο των οικονομικών τους, αν θέλουν να αποφασίζουν οι ίδιες ποιες οικονομικές και κοινωνικές πολιτικές θα ακολουθούν ή αν θα αφήσουν να τις τρομοκρατούν οι «αγορές» που στο όνομα του κέρδους επιβάλλουν την απεμπόληση των κοινωνικών δικαιωμάτων. Τα κοινωνικά δικαιώματα αποτελούν συστατικό της λαϊκής κυριαρχίας, στον βαθμό που η τελευταία κινδυνεύει να νοθευτεί από την ύπαρξη ακραίων κοινωνικών ανισοτήτων, από την περιθωριοποίηση μέρους του λαού που κατέχει αυτή την περίφημη κυριαρχία. Σε πολλές χώρες της Ευρώπης, με πρώτη τη Γαλλία, αυτό αποτελεί μέρος των καλύτερων παραδόσεών τους. Η επεξεργασία, μέσα στην Ιστορία, του ρεπουμπλικανικού ιδεώδους, έφτασε τους πολίτες στη συνειδητοποίηση ότι δεν μπορεί να υπάρξει οργανωμένη κοινωνία χωρίς αλληλεγγύη. Η περιθωριοποίηση μέρους του λαού απλώς δεν νοείται αν θέλουμε να έχουμε μια νομιμοποιημένη εξουσία.

Γι’αυτό άλλωστε κι η ρητορική γύρω απ’αυτή την τελευταία κρίση περιστρέφεται γύρω από το έθνος. Άλλοι το κραδαίνουν σαν τοτέμ, στο εσωτερικό ή στο εξωτερικό των χωρών τους. Ο Έλληνας πρωθυπουργός προσπαθεί να πείσει πως ό,τι κάνει είναι εθνικά επιβεβλημένο, άρα απαιτεί εθνική συναίνεση. Τα πιο φοβικά – κι ενίοτε ακραία – στοιχεία σε άλλες ευρωπαϊκές χώρες ξιφουλκούν εναντίον της «βοήθειας» (έντοκου δανεισμού στην ουσία) προς την Ελλάδα ή και προτείνουν την έξοδο της Ελλάδας ή της δικής τους χώρας από τη νομισματική ένωση. Ξεχνώντας ότι αν μια χώρα μέσα σε μια συλλογικότητα όπως η ΕΕ δυσκολεύεται να αποκρούσει τις επιθέσεις των «αγορών», τότε είναι αδύνατο στον σημερινό κόσμο να το καταφέρει μία χώρα μόνη της, γιατί απλούστατα δεν είναι σε θέση να αποκοπεί από τον υπόλοιπο κόσμο. Η εσωστρέφεια λοιπόν δεν είναι λύση, όπως δεν είναι λύση και η επίκληση μιας επίπλαστης εθνικής ενότητας ενάντια στον εχθρό με σκοπό στην ουσία να συνθηκολογήσουμε μαζί του.

Η λύση είναι η Ευρώπη να σταματήσει το συντομότερο δυνατό τον εμφύλιο πόλεμό της ώστε να ασχοληθεί με τον παγκόσμιο πόλεμο που την απειλεί ολόκληρη, που απειλεί την ίδια την ύπαρξη των λαών της σε μια οργανωμένη κοινωνία. Πρέπει οι λαοί της Ευρώπης να γίνουν ένας λαός και να διεκδικήσουν, να διαμορφώσουν οι ίδιοι το έθνος τους. Πρέπει λοιπόν αντί για το έθνος-τοτέμ να αντλήσουμε την έμπνευσή μας απ’ό,τι καλύτερο έχει δημιουργήσει αυτή η ήπειρος, που είναι το πολιτικό έθνος, η πολιτική κοινότητα που εντάσσει και περικλείει όλους τους πολίτες. Πρέπει να ξαναδώσουμε νόημα στην ίδια την έννοια του πολίτη, έννοια που έχει ήδη κακοπάθει από την κρίση αντιπροσώπευσης σε όλες τις ευρωπαϊκές κοινωνίες. Αλλιώς, τι μας μένει; Να μείνουμε άτομα ξεκομμένα από κάθε έννοια κοινωνίας;

1 σχόλιο:

Ανώνυμος είπε...

Επιφανειακή ανάλυση του άρθρου: Δέν
μας λέει ποιές είναι αυτές οι περίφημες «αγορές» και πόσο τις έχουμε ανάγκη.
Δέν αναλύει το ρόλο των Τραπεζών στην
υποδούλωση πολιτών, εθνών και κρατών.
Καιρός είναι μερικά πράγματα να λέγονται με το όνομα τους.