Δευτέρα 19 Απριλίου 2010

H κρίση του χρέους της ελληνικής οικονομίας


Πηγή: Δημήτρης Τσ.
Aformi Blog

Χωρίς δικαιοσύνη, τι είναι η (εθνική) κυριαρχία αν όχι
οργανωμένη ληστεία;
Άγιος Αυγουστίνος.
Η διεθνής οικονομική κρίση του 2008-09 έφτασε με κάποια καθυστέρηση στην Ελλάδα, έκανε όμως πολύ έντονη την παρουσία της επιταχύνοντας την εκδήλωση των αντιφάσεων του ελληνικού καπιταλισμού και φέρνοντας στην επιφάνεια τα αδιέξοδα που συσσωρεύτηκαν όλη την προηγούμενη περίοδο της δεκαπενταετούς ανάπτυξής του. Η κρίση του δημόσιου χρέους που ξεδιπλώνεται με δραματικούς ρυθμούς μπροστά στα μάτια μας τους τελευταίους μήνες έχει καταστήσει σαφές πως το μοντέλο ανάπτυξης που είχε στηριχθεί όλα τα προηγούμενα χρόνια η ελληνική οικονομία δεν είναι πλέον βιώσιμο. Η οικονομική μεγέθυνση που βασίστηκε στην ιδιωτική κατανάλωση που χρηματοδοτούνταν με δανεισμό τόσο των ιδιωτών όσο και του κράτους έχει εξαντλήσει τη δυναμική της, ενώ το τεράστιο χρέος που συσσώρευσε καθιστά το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας πολύ πιθανό. Οι συνέπειες για τους εργαζόμενους και τα φτωχά λαϊκά στρώματα είναι πολύ άσχημες, αλλά βρισκόμαστε ακόμη στην αρχή της κρίσης. Η κυβέρνηση αξιοποίησε τον πολύ ορατό κίνδυνο της χρεοκοπίας στα πλαίσια του shock doctrine για να περάσει μία σειρά αντεργατικών μέτρων που πλήττουν βάναυσα το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Ωστόσο τα μέτρα αυτά θα βυθίσουν τη χώρα σε μεγαλύτερη ύφεση αναπαράγοντας με χειρότερους όρους το πρόβλημα του χρέους, προδιαγράφοντας νέα μέτρα λιτότητας και δημιουργώντας ένα φαύλο κύκλο. Το πακέτο στήριξης της Ευρωπαϊκής Ένωσης και του ΔΝΤ που ανακοινώθηκε πρόσφατα, παρ’ όλες τις ασάφειες που το συνοδεύουν, δίνει παράταση χρόνου για δύο ίσως και τρία χρόνια αλλά δεν λύνει το πρόβλημα, ενώ οι όροι εφαρμογής του θα σημάνουν ένταση της επίθεσης στα λαϊκά δικαιώματα. Και αυτό γιατί η δυναμική του ελληνικού χρέους, στη δεδομένη διεθνή συγκυρία σε συνδυασμό με τα διαρθρωτικά προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, καθιστά το ενδεχόμενο της χρεοκοπίας κάτι παραπάνω από ορατό.
Στο πρώτο μέρος αυτής της ανάλυσης θα επικεντρώσουμε στα αίτια αύξησης του χρέους και τη δυναμική της εξέλιξής του. Στο δεύτερο μέρος θα ασχοληθούμε με τους όρους συγκρότησης της Ζώνης του Ευρώ και τις συνέπειες της στην ελληνική οικονομία διατυπώνοντας παράλληλα κάποιες σκέψεις αναφορικά με την τοποθέτηση μεγάλου μέρους της αριστεράς απέναντι στην κρίση και την αντιμετώπισή της.
ΜΕΡΟΣ ΠΡΩΤΟ
Η δυναμική του χρέους
και τα αίτια της επέκτασης του
Η κρίση του χρέους έτσι όπως εκδηλώθηκε του τελευταίους μήνες έχει δύο πτυχές. Η μία είναι η συγκυριακή και αφορά τις επιπτώσεις της διεθνούς κρίσης του 2008-09 στην ελληνική οικονομία. Η άλλη σχετίζεται με τα διαρθρωτικά προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού που οδήγησαν εξαρχής σε αυτό το πολύ υψηλό ποσοστό δανεισμού για το ελληνικό κράτος. Ποσοστό που ούτως ή άλλως, μεσομακροπρόθεσμα δεν ήταν διατηρήσιμο.

Η διεθνής κρίση ξεκίνησε από το τέλος 2007 και εκδηλώθηκε σε τρεις φάσεις. Η πρώτη αφορούσε την πρακτική χρεωκοπία μεγάλου μέρους του χρηματοπιστωτικού συστήματος των Δυτικών χωρών εξαιτίας του τεράστιου όγκου “τοξικών” χρεών που διατηρούσαν στο χαρτοφυλάκιό τους. Η ουσιαστική χρεοκοπία και η ολική κατάρρευση ολόκληρου του χρηματοπιστωτικού συστήματος αποφεύχθη χάρη στην έγκαιρη παρέμβαση των κρατών με την στήριξη των τραπεζών και την κρατικοποίηση μεγάλου μέρους των χρεών τους. Ακόμα και έτσι όμως η πιστωτική ασφυξία του φθινοπώρου του 2008 και η δραματική μείωση της ρευστότητας που ακολούθησε την εκδήλωση της κρίσης στις τράπεζες, επέδρασε άμεσα στην πραγματική οικονομία των αναπτυγμένων χωρών η οποία βρισκόταν ήδη στην καθοδική φάση του κύκλου από το τέλος του 2007, οδηγώντας σε μία οξεία ύφεση που διήρκεσε από 4 έως πέντε συναπτά τρίμηνα. Αυτή ήταν η δεύτερη φάση της κρίσης αποτέλεσμα της οποίας υπήρξε η σημαντική αύξηση της ανεργίας και η μεγάλη πτώση του ΑΕΠ της τάξεως του 4, 5 μέχρι και 7%. Η κρατικοποίηση των χρεών του τραπεζικού τομέα και τα πακέτα στήριξης των οικονομιών που εφάρμοσαν τα κράτη σε συνδυασμό με τα μειωμένα έσοδά τους εξαιτίας της ύφεσης οδήγησαν σε έκρηξη του δημόσιου δανεισμού για σχεδόν το σύνολο των ανεπτυγμένων (και όχι μόνο) χωρών δίνοντας έναυσμα στην τρίτη φάση της κρίσης που σηματοδοτεί η κρίση του δημόσιου χρέους. Η ξαφνική και κατακόρυφη αύξηση των αναγκών δανεισμού των κρατών αύξησε δραματικά τη ζήτηση για κεφάλαια στις διεθνείς χρηματαγορές, τη στιγμή που οι μεγάλες τράπεζες και τα επενδυτικά κεφάλαια, προσπαθώντας να αποκαταστήσουν τους ισολογισμούς τους περιόρισαν την προσφορά χρήματος και απέφευγαν την τοποθέτηση σε μακροχρόνιες επενδύσεις, περιστέλλοντας έτσι την προσφορά χρήματος. Το αποτέλεσμα αυτής της έκρηξης της ζήτησης και της περιστολής της προσφοράς είναι η αύξηση του κόστους του χρήματος και η μεγαλύτερη επιλεκτικότητα των διεθνών επενδυτών στο που επιλέγουν να επενδύσουν. Εμφανίστηκε μία τάση προτίμησης ασφαλών επενδύσεων και περιορισμού του ρίσκου, με συνέπεια χώρες με αδύναμες οικονομίες να αδυνατούν να αντλήσουν κεφάλαια ή προκειμένου να το πετύχουν να πληρώνουν ιδιαίτερα υψηλό επιτόκιο σε σχέση με πριν.
Μέσα σε αυτές τις συνθήκες αναγκάστηκε να βγει για δανεισμό η Ελλάδα το 2010, θέλοντας να χρηματοδοτήσει ένα εξαιρετικά υψηλό χρέος ως ποσοστό του ΑΕΠ (115% το 2009) συνοδευόμενο από ένα εξίσου υψηλό έλλειμμα του προϋπολογισμού (12,9% του ΑΕΠ για το 2009) τη στιγμή που η οικονομία κατέγραφε ύφεση 2% το προηγούμενο έτος. Οι εξελίξεις αυτές πυροδότησαν μία σειρά από υποβαθμίσεις της πιστοληπτικής ικανότητας της χώρας από του διεθνείς οίκους αξιολόγησης (Moody’ s, S&P, Fitch), διευρύνοντας το spread των ελληνικών ομολόγων από τα γερμανικά, επιβαρύνοντας το κόστος δανεισμού και εξυπηρέτησης του χρέους. Αυτό με τη σειρά του δυσχέρανε τη δημοσιονομική κατάσταση της χώρας, δυσκόλεψε περαιτέρω τη δημοσιονομική προσαρμογή (προσπάθεια μείωσης του ελλείμματος) και επιβάρυνε τον τραπεζικό τομέα, δημιουργώντας ασφυκτικές πιέσεις στην πραγματική οικονομία και την απασχόληση.
Ωστόσο τα ελλείμματα της Ελλάδας δεν είναι συγκυριακά, αποτέλεσμα της διεθνούς κρίσης. Η χώρα εμφανίζει συστηματικά ελλείμματα άνω του 3% του ΑΕΠ όλη την περίοδο από το 1991 μέχρι και το 2010. (βλ. διάγραμμα 1):
(πηγή Έκθεση ΙΝΕ ΓΣΕΕ για το 2009, το έλλειμμα για το 2008 ήταν 6,1 και το 2009 12,9, με βάση τα αναθεωρημένα στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδος).
Η άνοδος των spreads δεν είναι αποτέλεσμα κερδοσκοπίας ή πολιτικής στόχευσης της Ελλάδας όπως υποστηρίζουν πολλοί. Αντίθετα αντανακλά τον αυξημένο κίνδυνο αδυναμίας πληρωμής εκ μέρους της Ελλάδας σε μία δύσκολη διεθνή συγκυρία. Κερδοσκοπικά παιχνίδια σαφώς και παίζονται, με αποτέλεσμα να επιβαρύνουν με τη σειρά τους τα επιτόκια δανεισμού αλλά δεν είναι η βασική πηγή του προβλήματος. Το δημόσιο χρέος μίας χώρας είναι διατηρήσιμο όταν της επιτρέπει να πληρώνει τις υποχρεώσεις που απορρέουν από αυτό (τόκοι και τοκοχρεολύσια) χωρίς να καταφεύγει σε νέο δανεισμό ή αναδιαπραγμάτευση του, διατηρώντας ταυτόχρονα ένα σεβαστό ρυθμό ανάπτυξης. Με βάση τις προβλέψεις για την εξέλιξη του χρέους, ακόμη και αν επιτευχθεί ο στόχος μείωσης του ελλείμματος κάτω από το 3% το 2012 που απαιτεί το σύμφωνο σταθερότητας, στόχος που απαιτεί την εξοικονόμηση 10% του ΑΕΠ σε σχέση με το 2009, το 2012 το δημόσιο χρέος θα έχει ανέλθει στο 150%. Το τριετές πρόγραμμα προσαρμογής που ανακοίνωσε η κυβέρνηση στις 3 του Μάρτη είναι σύμφωνα με τους Financial Times ένα από τα πιο φιλόδοξα και σκληρά προγράμματα που έχουν εφαρμοστεί στην ιστορία. Η εφαρμογή του θα σημάνει μία βαθιά ύφεση για την ελληνική οικονομία (η Deutche bank προβλέπει ύφεση κατά 4% για το 2010 ). Αυτό θα έχει ως συνέπεια μείωση των κρατικών εσόδων και άρα αδυναμία επίτευξης του αρχικού στόχου μείωσης του ελλείμματος και καταφυγή σε νέα περιοριστικά μέτρα που θα σημάνουν ακόμη μεγαλύτερη πτώση του εθνικού προϊόντος καταλήγοντας σε ένα φαύλο κύκλο.
Βεβαίως υπάρχουν και άλλες χώρες με εξίσου υψηλό ή υψηλότερο χρέος από την Ελλάδα. Η Ιταλία είχε το 2009 χρέος 115 %, όμως διαθέτει σχετικά υψηλή εγχώρια αποταμίευση (16,7% του ΑΕΠ, ακαθάριστη), ενώ το έλλειμμα του ισοζυγίου πληρωμών της ήταν πολύ χαμηλό (2,4%), κάτι που περιορίζει την ανάγκη για εξωτερικό δανεισμό. Ταυτόχρονα διαθέτει την τρίτη μεγαλύτερη αγορά ομολόγων στον κόσμο. Η Ιαπωνία είχε χρέος 200% του ΑΕΠ το 2009, ωστόσο έχει μία πολύ υψηλή εγχώρια αποταμίευσή (23% του ΑΕΠ, ακαθάριστη) και πλεόνασμα στο ισοζύγιο πληρωμών 1,8% του ΑΕΠ (τα στοιχεία από την Έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας, Μάρτιος 2010). Το χρέος της είναι κατά 96% εσωτερικό, με τα επιτόκια να διαμορφώνονται από την κεντρική της τράπεζα (το επιτόκιο για το δεκαετές ομόλογο του Ιαπωνικού δημοσίου είναι 2%).
Θα μπορούσε να ισχυριστεί κάποιος πως η χώρα θα έπρεπε να απευθυνθεί στην εσωτερική αγορά για να καλύψει τις δανειακές της ανάγκες εκδίδοντας για παράδειγμα ένα λαϊκό ομόλογο με χαμηλότερο επιτόκιο, όπως πρότεινε ο Συνασπισμός. Θα μπορούσε έτσι να αποφύγει ένα τόσο σκληρό πρόγραμμα λιτότητας σαν αυτό που εφαρμόζει αυτή τη στιγμή. Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι εφικτό διότι η καθαρή εθνική αποταμίευση στην Ελλάδα είναι αρνητική (βλέπε διάγραμμα 2).
Διάγραμμα 2 net national savings
(το 2008 η ακαθάριστη εθνική αποταμίευση ήταν 7,1% του ΑΕΠ και δεν επαρκούσε να καλύψει τις συνολικές επενδύσεις κεφαλαίου που έφθασαν στο 20,9%. Έκθεση τη Τράπεζας της Ελλάδος, Μάρτιος 2010).
Η προσπάθεια εσωτερικού δανεισμού θα προκαλούσε μαζική απόσυρση καταθέσεων από τις τράπεζες που θα τις οδηγούσε στο να αυξήσουν δραστικά τα επιτόκια για να προσελκύσουν καταθέτες, αυξάνοντας το κόστος δανεισμού στον ιδιωτικό τομέα (το φαινόμενο του crowding out) και εμβαθύνοντας την ύφεση, είτε σε ολική τους κατάρρευση λόγω της διάβρωσης της κεφαλαιακής επάρκειάς τους. Αυτό βέβαια δεν σημαίνει πως δεν υπάρχουν Έλληνες με τεράστιες περιουσίες και καταθέσεις. Απλά, τα χρήματα που έχουν κατατεθεί στις τράπεζες έχουν δοθεί σε δάνεια. Οι τράπεζες οφείλουν να έχουν σε ρευστό ή άμεσα ρευστοποιήσιμες αξίες ανάμεσα στο 8% με 12% του ενεργητικού τους, δηλαδή του συνόλου των δανείων που έχουν δώσει. Οι ελληνικές έχουν γύρω στο 9%. Η αρνητική αυτή αποταμίευση είναι αποτέλεσμα του χρόνιου υψηλού ελλείμματος του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών (κατά βάση του εμπορικού ελλείμματος) της Ελλάδας (βλέπε διάγραμμα 3).
Διάγραμμα 3
Το σωρευτικό αυτό έλλειμμα χρηματοδοτείται με εξωτερικό δανεισμό. Έτσι σύμφωνα με στοιχεία της Τράπεζας της Ελλάδας το ακαθάριστο εξωτερικό χρέος του δημοσίου, ανέρχονταν στο τέλος του 2009 σε 214,703 δις ευρώ ή 94,2% του ΑΕΠ (81% του συνόλου του δημοσίου χρέους κατέχεται από επενδυτές του εξωτερικού), ενώ αν συνυπολογιστεί και το χρέος του ιδιωτικού τομέα το ποσό ανέρχεται στο 171% του ΑΕΠ. Το δημόσιο λοιπόν είναι αναγκασμένο να καταφύγει στις διεθνείς αγορές για να αντλήσει κεφάλαια, αποδεχόμενο θέλοντας και μη τους όρους που αυτές επιβάλλουν.
Υπό το φως αυτών των δεδομένων το 6,3% επιτόκιο με το οποίο δανείστηκε το Μάρτη το ελληνικό δημόσιο φαντάζει πολύ χαμηλό. Τη στιγμή που γράφονται αυτές οι λέξεις έχει ξεπεράσει το 7% (παρά το γεγονός πως έχει ανακοινωθεί η συμφωνία στήριξης από την Ε.Ε.) και θα συνέχιζε να ανεβαίνει (εάν δεν υπήρχε ο μηχανισμός στήριξης) καθιστώντας κάποια στιγμή απαγορευτικό το κόστος δανεισμού με αποτέλεσμα την χρεοκοπία. Το πακέτο της Ε.Ε. και του ΔΝΤ το μόνο που θα καταφέρει είναι μάλλον να μετατοπίσει για δύο ή τρία χρόνια στο μέλλον αυτή τη στιγμή ενώ και μόνο η ύπαρξη του συνιστά έμμεση παραδοχή αδυναμίας χρηματοδότησης του χρέους. Θυμίζουμε πως η Αργεντινή χρεοκόπησε το 2001 έχοντας ένα χρέος 62% του ΑΕΠ, έλλειμμα 6,4% και έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών στο 1,7%. Τα αντίστοιχα μεγέθη για τη χώρα μας το 2009 ήταν: 115%, 12,9% και 11,2%.
Που οφείλονται όμως τα χρόνια ελλείμματα του ελληνικού δημοσίου; Σε αντίθεση με την άποψη που θέλει το κράτος να ξοδεύει συστηματικά περισσότερο από τις άλλες χώρες της Ε.Ε., οι συνολικές δαπάνες του δημοσίου τα τελευταία χρόνια, ήταν χαμηλότερες από τον μέσο όρο των υπόλοιπων χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης, με εξαίρεση το 2008 (διάγραμμα 4).
Διάγραμμα 4
Ούτε είναι αλήθεια πως η Ελλάδα ξοδεύει υπερβολικά πολλά για αμοιβές δημοσίων υπαλλήλων. Το 2008 οι δαπάνες για προσωπικό ανήλθαν στο 11,5% του ΑΕΠ ενώ για την Ευρώπη των 27 ο μέσος όρος ήταν στο 10,1% (διάγραμμα 5).
Διάγραμμα 5
Εκεί που υπάρχει πρόβλημα είναι στα έσοδα. Το 2008 τα έσοδα του κράτους ανήλθαν στο 40,6% του ΑΕΠ έναντι 44,8% στην Ευρώπη των 27, ενώ αυτή η απόκλιση παρατηρείται όλη τη δεκαετία 1998-2008 (διάγραμμα 6).
Διάγραμμα 6
Αυτά είναι τα αποτελέσματα της εκτεταμένης φοροδιαφυγής και φοροαποφυγής στην Ελλάδα. Σύμφωνα με στοιχεία του ΙΝΕ ΓΣΕΕ ( Ετήσια Έκθεση 2009, σελ. 22):
«Η πραγματική φορολογική επιβάρυνση της εργασίας στην Ελλάδα (35,5%, 2007) αντιστοιχεί στο μέσο όρο της Ε.Ε-25 (36,4%, 2006), ενώ η πραγματική φορολογική επιβάρυνση για τα κέρδη ανέρχεται σχεδόν στο ήμισυ του μέσου όρου της Ε.Ε -25 (15,9% στην Ελλάδα, έναντι 33% στην Ε.Ε-25). Παράλληλα από την ανάλυση και επεξεργασία των στοιχείων που αφορούν τους άμεσους και έμμεσους φόρους στην Ευρωπαϊκή Ένωση – 15 (Eurostat, Μάιος 2009) προκύπτει ότι οι άμεσοι φόροι στην Ελλάδα φτάνουν 8% του ΑΕΠ το 2004 και 7,7% του ΑΕΠ το 2008, ενώ στην ΕΕ – 15 ήταν 11,3% και 12,2% αντίστοιχα. Οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα ήταν 11,6% του ΑΕΠ το 2004 και 12,3% του ΑΕΠ το 2008, ενώ στην ΕΕ -15 ήταν 13,2% και 13% αντίστοιχα. Έτσι οι έμμεσοι φόροι στην Ελλάδα ως ποσοστό του συνόλου των άμεσων και έμμεσων φόρων από 59,2% το 2004 αυξήθηκαν σε 61,5% το 2008, ενώ στην Ε.Ε. -15 μειώθηκαν από 53,9% το 2004 σε 51,6% το 2008».

Ανακεφαλαιώνοντας. Το ελληνικό κράτος έχει δημιουργήσει ένα ιδιαίτερα υψηλό δημόσιο χρέος το οποίο στις δεδομένες αντίξοες διεθνείς συνθήκες και εξαιτίας των διαρθρωτικών αδυναμιών της ελληνικής οικονομίας (μεγάλο και χρόνιο έλλειμμα του προϋπολογισμού, συστηματικά υψηλό έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, αρνητική καθαρή εθνική αποταμίευση), δεν είναι σε θέση να το χρηματοδοτήσει. Το χρέος αυτό οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στην συστηματική υστέρηση των φορολογικών εσόδων εξαιτίας της φοροδιαφυγής η οποία συνιστά μία έμμεση πριμοδότηση των επιχειρηματικών κερδών και του εισοδήματος των οικονομικά ισχυρότερων στρωμάτων, σε βάρος των μισθωτών. Στο δεύτερο μέρος αυτής της μελέτης θα εξετάσουμε τα προβλήματα ανταγωνιστικότητας της οικονομίας καθώς και τις συνέπειες της συμμετοχής στη Ζώνη του Ευρώ, ανασκευάζοντας μία σειρά μύθους που προβάλλουν την λεγόμενη “υποτέλεια” και “εξάρτηση” της Ελλάδας από τη Γερμανία και τις άλλες χώρες του ευρωπαϊκού κέντρου.
Δημήτρης Τσ.
(Θα επανέλθουμε με το δεύτερο μέρος τις επόμενες μέρες).

6 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Τι εννοείτε "η καθαρή εθνική αποταμίευση είναι αρνητική;
Δεν υπάρχουν περίπου 250 δις ευρώ καταθέσεις στις Ελληνικές τράπεζες;

Δημήτρης είπε...

Εξηγείται στο άρθρο. Καταθέσεις υπάρχουν, όπως και πολλοί πλούσιοι Έλληνες. Απλά αυτές οι καταθέσεις έχουν μετατραπεί σε δεκαπλάσια δάνεια από τις τράπεζες. Οι τελευταίες βγάζουν κέρδη από τους τόκους των δανείων και οι καταθέτες από το επιτόκιο που τους προσφέρει η τράπεζα. Οι τράπεζες υποχρεούνται να έχουν περίπου 10% του ενεργητικού τους σε ρευστό ή άμεσα ρευστοποιήσιμα αξιόγραφα. Το σύστημα αυτό λειτουργεί διότι προεξοφλούν πως δεν θα πανε κάποια στιγμή όλοι οι καταθέτες να αποσύρουν τα χρήματά τους απο τις τράπεζες. Έαν το κάναν οι τελευταίες δεν θα μπορούσαν να πληρώσουν. Επίσης οι τράπεζες δανείζονται από τη διατραπεζική αγορά ή την ΕΚΤ με φθηνό επιτόκιο και μετά δανείζουν ιδιώτες με υψηλότερο, με κέρδος τη διαφορά ανάμεσα στα δύο επιτόκια. Συνολικά η ελληνική οικονομία έχει αρνητική καθαρή αποταμίευση τα τελευταία χρόνια διότι έχει ένα χρόνιο έλλειμμα στο ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών (εμπορικό κυρίως) το οποίο το χρηματοδοτεί με εξωτερικό δανεισμό. Στην πραγματικότητα οι πλούσιοι και μη καταθέτες στην Ελλάδα από τη στιγμή που κατέθεσαν τα λεφτά τους στις τράπεζες αυτό που έχουν είναι αξιώσεις πάνω στο μελλοντικό ΑΕΠ.

Ανώνυμος είπε...

Μύθος λοιπόν οι υγιείς Ελληνικές τράπεζες;
Απότι κατάλαβα δεν υπάρχει επάρκεια ιδίων κεφαλαίων διότι έχουν δανείσει στα όρια που τους παρέχει το σύστημα για να μεγιστοποήσουν τα κέρδη τους!
Αν έκαναν ΑΜΚ επενδύοντας τα κέρδη των εποχών των παχιών αγελάδων στα "ιδρύματα" τους δεν θα ήταν καλύτερα τα πράγματα;
Γιατί δεν το κάνουν;Επειδή τους παρείχε το κράτος φθηνό χρήμα αλλά και οι καταθέτες;
Πάλι κορόιδα μας έπιασαν;
Ευχαριστώ για την ανταπόκριση!

kostis είπε...

Δύο απορίες:

1. Το κόστος μισθοδοσίας που αναφέρετε αφορά τον ευρύτερο δημόσιο τομέα;

2. Δυσκολεύομαι να πιστέψω ότι το μόνο πρόβλημα είναι στα έσοδα. Δηλαδή στα έξοδα δε γίνονται σπατάλες; Τι γίνεται με τις προμήθειες; Τι γίνεται με το κόστος των υποδομών;

waste είπε...

ευχαριστούμε πολύ για την ψύχραιμη προσσέγγιση του θέματος.

κωστή, το μισθολογικό κόστος του δημόσιου τομέα είναι ελαφρά μεγαλύτερο της υπόλοιπης ΕΕ, για σημαντικά χαμηλότερης ποιότητας υπηρεσίες.

Δηλαδή και πληρώνουμε λίγο παραπάνω από τους υπόλοιπους και δεν λαμβάνουμε τις υπηρεσίες που λαμβάνουν οι υπόλοιποι. Αυτό φυσικά έχει να κάνει και με τη σπατάλη, και με τις μίζες (καθετοποιημένα) και με την έλλειψη νοοτροπίας civil servant που θα έλεγαν και οι αγγλοσάξωνες και με τις πελατειακές σχέσεις (που προσλμβάνουν κλητήρες και αγροφύλακες αντί για νοσηλευτές και καθηγητές), και με την κακή οργάνωση και με όλα αυτά που στοιχειοθετούν τα προβλήματα του ελληνικού κράτους για το οποίο όλοι είμαστε υπεύθυνοι.

Συμφωνώ πολύ με τον αρθογράφο πως αυτό που βλέπουμε είναι το χρονικό μιάς κρίσης που οι ίδιοι δημιουργήσαμε. Φυσικά κάποιοι κέρδισαν περισσότερο από την παλιά κατάσταση, και κάποιοι λιγότερο (και κάποιοι έχασαν).

Το ζήτημα είναι πως ακόμα και σήμερα το παράδειγμα της επιτυχείας είναι ο λαμογιοτραπεζίτης και λαμογιοεπιχειρηματίας, κάτι που κανει τους γερμανούς να λένε πως αυτοί εκεί κάτω δεν έχουν καταλάβει το μέγεθος και την έκταση του προβλήματός τους.

ΥΓ κι εγώ ήμουν κατά των λαϊκών ομολόγων μέχρι πριν λίγες βδομάδες (στη βάση κυρίως του σχετικά μικρού ποσού που θα αντληθεί), αλλά με τα νέα δεδομένα δεν είμαι τόσο αρνητικός. Οι τράπεζες θα χάσουν καταθέσεις παρόλαυτα, η ΕΚΤ έχει υποσχεθεί κρουνούς χρημάτων για τις τράπεζες, σε αντίθεση με το "καμία βοήθεια στα κράτη". Και τα spread επιτρέπουν στο δημόσιο να δανειστεί από τους πολίτες με επιτόκια που καμία ελληνικά τράπεζα δεν προσφέρει και να κερδίσουν και οι δύο.
Βέβαια μετά τους επιτυχημένους χειρισμούς επι εξάμηνω του ΓΑΠ και του ΥΠΟΙΚ του, όπου σε κάθε τόνο μιλούσαν για χρεοκοπία, αμφιβάλω πόσοι θα βρεθούν να εμπιστευτούν το ελληνικό κράτος.

Δημήτρης είπε...

Βεβαίως και υπάρχουν σπατάλες στο δημόσιο, σύμφωνα με μία πρόσφατη μελέτη του ΙΟΒΕ το δημόσιο για κάθε υπηρεσία ύψους 65 ευρώ δαπανά 100. Η αποτελεσματικότητα λοιπόν του δημοσίου είναι πολύ χαμηλή και γι αυτό η ποιότητα των υπηρεσιών είναι αρκετά κακή και ως τέτοια βιώνεται από τον κόσμο. Απλά έχει σημασία η σύγκριση εσόδων - εξόδων με την υπόλοιπη ΕΕ.

Η ΕΚΤ δεν δανείζει αφειδώς με 1% τις ελληνικές τράπεζες ώστε μετά αυτές να μπορούν να δανείσουν το δημόσιο με υψηλά επιτόκια. Μπορούν οι τράπεζες να δανείζονται από την ΕΚΤ με εγγύηση ομόλογα του δημοσίου ή άλλα υψηλής βαθμολογία αξιόγραφα. Η βαθμολογία τόσο των ομολόγων του δημοσίου όσο και των υπολοίπων αξιογράφων γίνεται από τις διαβόητες rating agencies (Moody's, Fitch κλπ). Αν η βαθμολογία είναι κάτω από ΒΒΒ- που σημαίνει κατηγορία junk, η ΕΚΤ δεν δανείζει. Αλήθεια είναι πως παρέτεινε το ειδικό καθεστώς δανεισμού για τις ελληνικές τράπεζες, αποδεχόμενη χαμηλότερης βαθμολογίας ομόλογα, αλλά από το 2011 θα αυξήσει τα επιτόκια δανεισμού κλιμακωτά ανάλογα με την βαθμολογία. Σε κάθε περίπτωση δεν μπορούν να πάρουν αφειδώς ποσά από την ΕΚΤ για να καλύψουν το σύνολο του δανεισμού του κράτους.

Σημασία έχει η αρνητική καθαρή αποταμίευση που είναι αποτέλεσμα του χρόνιου εμπορικού ελλείμματος της Ελλάδας και της ανάπτυξης στηριγμένη στην κατανάλωση (71% του ΑΕΠ). Αν δεν αντιμετωπίσει αυτά τα προβλήματα η ελληνική οικονομία, δεν πρόκειται να λύσει το πρόβλημα του χρέους.