Τετάρτη 20 Ιουλίου 2011

Για την αυριανή Σύνοδο Κορυφής


ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Ημερομηνία δημοσίευσης: 20/07/2011
ΤΟΥ ΣΠΥΡΟΥ ΛΑΠΑΤΣΙΩΡΑ*
Το περιεχόμενο της κρίσης δημόσιου χρέους το αποκαλύπτει η πολιτική σύγκρουση στις ΗΠΑ. Σχηματικά, η μείωση των ελλειμμάτων θα προέλθει είτε από τη φορολόγηση του μεγάλου πλούτου και του κεφαλαίου είτε από τις περικοπές κοινωνικών δαπανών και τη μετάθεση των βαρών στον κόσμο της εργασίας. Πρόκειται για σύγκρουση διαστάσεων ιστορικής κλίμακας με διακύβευμα την επιστροφή σε κοινωνικές ρυθμίσεις προ του 1929.
Το δημόσιο χρέος αυξήθηκε μετά τη διεθνή, μαζική χρηματοδότηση των τραπεζών από τους δημόσιους προϋπολογισμούς ώστε να αποφευχθεί παγκόσμιο κραχ το 2008 και από τις συνέπειες που είχε η ύφεση μετά από αυτό το γεγονός. Ωστόσο κατέστη πρόβλημα λόγω της απόφασης που ελήφθη τότε να διασωθεί η τρέχουσα αρχιτεκτονική του διεθνούς χρηματοπιστωτικού συστήματος με μικρές τροποποιήσεις. Δηλαδή ότι οι τράπεζες, τα ασφαλιστικά ταμεία και οι υπόλοιποι θεσμοί, με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια, μέσω τίτλων και παραγώγων, θα συνέχιζαν τη χρηματοδότηση των οικονομιών και των κρατών και, επομένως, οι οίκοι αξιολόγησης θα ήταν αναγκαστικά κομμάτι αυτού του συστήματος ως σηματοδότες του αξιόχρεου των επιχειρήσεων και των κρατών· (επομένως, κάθε συζήτηση περί πολέμου των οίκων αξιολόγησης στα κράτη είναι βαθύτατα υποκριτική και απλά επιχειρεί να συσκοτίσει τα βασικά διακυβεύματα της κατάστασης).


Στην Ευρώπη αυτό το βασικό περιεχόμενο συσκοτίζεται ή καλύτερα επικαθορίζεται από τα ζητήματα που βάζει η αρχιτεκτονική της Ε.Ε. και της ευρωζώνης. Αυτός ο επικαθορισμός εισάγει τον χρόνο λήψης αποφάσεων ως σημαντική μεταβλητή για τη διαμόρφωση πολιτικών.
Η αρχική επιμονή του κ. Τρισέ και της κ. Μέρκελ (τα ονόματα απλώς συμπυκνώνουν διαφορετικές τρέχουσες προοπτικές) στην αποκατάσταση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος, η οποία αποκατάσταση μετά την ιστορική αποτυχία του 2008 σήμαινε αναγκαία την εμβάθυνσή του ώστε να μπορέσει να αναστηλωθεί, επιμονή που συνδυαζόταν με την αρχή της μη-αλληλεγγύης εντός των κρατών (τα ελλείμματα είναι «ο δρόμος για την κόλαση») και διακρατικά (κάθε χώρα να μην περιμένει διάσωση από τους άλλους) είναι αυτά που έχουν οδηγήσει στην αυριανή Σύνοδο Κορυφής, η οποία σηματοδοτεί μία τομή στις διαδρομές που παίρνουν οι συνέπειες της κρίσης του 2008 και η διαχείρισή της.
Εδώ που βρισκόμαστε, οι αρχικοί σύμμαχοι έχουν διαχωριστεί πάνω στις δύο εναρκτήριες αρνήσεις εκφράζοντας και οι δύο την εγκατάλειψη της μίας εκ των δύο αρνήσεων.
Ο κ. Τρισέ έχει δίκιο. Η απόφαση για κούρεμα του ελληνικού δημόσιου χρέους, αποσταθεροποιεί το τραπεζικό σύστημα και αναγκαία οδηγεί σε αύξηση του κόστους δανεισμού και για άλλες χώρες με σημαντικούς κινδύνους μετάδοσης της κρίσης. Πλην όμως, η συνέχιση του διακρατικού δανεισμού με την υπάρχουσα μορφή οδηγεί στο να τεθεί με ευρύτερους όρους η ανάγκη κουρέματος δημόσιου χρέους στο μέλλον. Πρόκειται για άρνηση η οποία απλά προστατεύει τα συμφέροντα των τραπεζών βραχυπρόθεσμα, χωρίς να λαμβάνει υπόψη της ότι οι συνέπειες των πολιτικών που ασκήθηκαν έχουν αλλάξει το τοπίο.
Η κ. Μέρκελ έχει επίσης δίκιο, η περίπτωση του ελληνικού δημόσιου χρέους αποσταθεροποιεί την ευρωζώνη, οδηγεί αναγκαστικά σε de facto ανάληψη του δημόσιου χρέους της Ελλάδας από τα άλλα κράτη. Πλην όμως, το «κούρεμα» που επιζητά για να αποτρέψει μια οιονεί ομοσπονδιοποίηση αρχίζει να σχηματίζεται ως επιλογή πολύ αργά.
Και στις δύο περιπτώσεις υπάρχει ένας πολιτικός υπολογισμός που έχει να κάνει με τον χρόνο, άσχετα αν ο χρόνος φαίνεται ότι τους ξεπερνά και οι συνεχείς μεταθέσεις που έχουν κάνει μέχρι τώρα απλά συσσωρεύουν τις αντιφάσεις. Η ακολουθούμενη στρατηγική έχει ως κριτήριο τη μη-επιτάχυνση, με πολιτικά επικίνδυνο τρόπο, του χρόνου των νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων που προϋποτίθενται. Φυσικά είναι επίσης μία επικίνδυνη στρατηγική για τις δυνάμεις του κεφαλαίου, εφόσον σε όλα τα μέτωπα οδηγεί σε κινήσεις στην κόψη του ξυραφιού χωρίς καμία εγγύηση ότι η επόμενη μέρα δεν θα έχει συσσωρεύσει περισσότερες αντιθέσεις.
Και οι δύο εκφράζουν μία μυωπική προσκόλληση, στο σχέδιο εμβάθυνσης του νεοφιλελευθερισμού. Πιστεύουν ότι μπορεί να διασωθεί το υπάρχον, αποφεύγοντας τη διαφαινόμενη από όλους πλέον αναγκαιότητα ομοσπονδιακού προϋπολογισμού και αλλαγής των όρων δανεισμού των μελών-κρατών, ενσωματώνοντας με κατάλληλο τρόπο ό,τι μόνο είναι αναγκαίο από αυτά για να ξορκίσουν την αλλαγή παραδείγματος και έχοντας πλέον καταστήσει μία περιορισμένη κρίση χρηματοδότησης σε ευρωπαϊκή κρίση δημόσιου χρέους· όλα αυτά για να εμμείνουν στον κοινό τους τόπο: την κρίση θα πληρώσει ο κόσμος της εργασίας και οι κοινωνίες να μεταλλαχθούν σε ό,τι απαιτεί η εύρυθμη λειτουργία των αγορών και του κόσμου του χρήματος.
Η ελληνική περίπτωση δεν καθορίζεται μόνο από τις εξελίξεις αυτής της διαμάχης. Η κυβέρνηση Παπανδρέου, τόσο με το ζήτημα της φοροασυλίας του μεγάλου πλούτου και του κεφαλαίου (ακόμη και τώρα που κάθε εργαζόμενος και συνταξιούχος δεν ξέρει αν θα μπορεί να πληρώσει τα αναγκαία στο μέλλον), όσο και με τον ακραία νεοφιλελεύθερο νόμο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση (που δεν τον επιτάσσει κανένα Μνημόνιο), έχει δώσει δημιουργικά δείγματα γραφής για τον τρόπο με τον οποίο μπορεί μία κρίση του νεοφιλελεύθερου υποδείγματος να μετατραπεί σε πόλεμο των ακραίων νεοφιλελεύθερων ενάντια στους εργαζόμενους και στην κοινωνία.

* Ο Σπ. Λαπατσιώρας διδάσκει Πολιτική Οικονομία στο Πανεπιστήμιο Κρήτης.

Δεν υπάρχουν σχόλια: