Τρίτη 24 Μαΐου 2011

Βαφτίζουν πρόοδο τη θύελλα του κεφαλαίου



Πηγή: ΠΡΙΝ 22/5
του Λ. Βατικιώτη
ΘΕΣΦΑΤΟ Η ΕΥΡΩΖΩΝΗ ΚΑΙ Η ΕΕ 
«Εργαλείο» το ευρώ, απογυμνωμένο από σχέσεις εξουσίας κατά την φιλο-ΕΕ Αριστερά
Ξανά και ξανά επανέρχεται το θέμα της παραμονής της Ελλάδας στο ευρώ και της στάσης της Αριστεράς απέναντι στο στρατηγικής σημασίας αυτό ζήτημα. Τελευταία αφορμή αποτέλεσε σχετική αρθρογραφία του Κώστα Καλλωνιάτη στην Αυγή της προηγούμενης Κυριακής με τίτλο «Το αδιέξοδο της εξόδου από το ευρώ». Το άρθρο αρκετές φορές καταφεύγει σε προσβλητικούς χαρακτηρισμούς, ειρωνείες και παραποιήσεις των επιχειρημάτων υπέρ της εξόδου από το ευρώ που δεν διευκολύνουν τη συζήτηση αλλά προδίδουν την θέση άμυνας που βρίσκεται το στρατόπεδο της φιλο-ΕΕ Αριστεράς υπό το βάρος των τελευταίων εξελίξεων: ενός δυναμικού, περίπου 25% που εμφανίζεται σχετικά σταθερά σε όλες τις δημοσκοπήσεις (όποτε για την ακρίβεια επιτρέπουν οι εκδότες την συμπερίληψη του σχετικού ερωτήματος) να υποστηρίζει την έξοδο από το ευρώ, της τεράστιας επιρροής που συνάντησε η κριτική στην ευρωζώνη η οποία διέπει το ντοκιμαντέρ Χρεοκρατία και της ικανότητας που έχει αυτή η κριτική να διαποτίζει θέσεις μετωπικών κινήσεων: από την Πρωτοβουλία Οικονομολόγων και Πανεπιστημιακών πέρυσι μέχρι και την Πρωτοβουλία για τη Συγκρότηση Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου, όπως φάνηκε στη Διακήρυξη των Αθηνών. 


Ο αρθρογράφος της Αυγής κλείνει τα μάτια σε αυτή την πραγματικότητα όπως και στην απήχηση που είχε παλιότερα το σύνθημα «έξω από την ΕΟΚ» το οποίο παραποιώντας την πραγματικότητα χρεώνει στον Ανδρέα Παπανδρέου. Η αλήθεια αντίθετα είναι πως από τη δεκαετία του ’70 μέχρι σήμερα, από την εποχή που το σύνθημα «ΕΟΚ και ΝΑΤΟ το ίδιο συνδικάτο» ακουγόταν σε όλες τις πορείες μέχρι τώρα που το «έξω από το ευρώ» διατυπώνεται σε μαζικές, μετωπικές κινήσεις, η αντίθεση στην ΕΟΚ και την ΕΕ κατά κύριο λόγο – κι όχι φυσικά αποκλειστικό – προέρχεται από τα κάτω και αριστερά.

Ακόμη όμως και οι λαθροχειρίες του αρθρογράφου της Αυγής αποκαλύπτουν βαθύτερες ιδεολογικές πλάνες, που ως αφετηρία τους έχουν μια στρεβλή πρόσληψη της ίδιας της αντικειμενικής πραγματικότητας. Για παράδειγμα μας συγκρίνει με το κίνημα των Λουδιτών που «είχε αγνές προθέσεις, αλλά κοίταζε σε λάθος κατεύθυνση, εντοπίζοντας τον εχθρό στα άψυχα, αλλά ορατά εργαλεία – μηχανές και όχι στις απρόσωπες ταξικές σχέσεις που τα κινούσαν». Και συνεχίζει ο Κ. Καλλωνιάτης: «Μακρινοί τους συγγενείς μοιάζουν να είναι σήμερα οι υποστηρικτές της εξόδου από το ευρώ. Εστιάζουν την πολιτική τους σε ένα νομισματικό εργαλείο όπως είναι το ευρώ».
Κατ’ αρχήν και μόνο η χρήση του όρου Λουδίτες προδίδει ένα ερμηνευτικό σχήμα το οποίο διαπερνά την ανάλυσή του βάσει του οποίου το αίτημα εξόδου από το ευρώ και την ΕΕ αντιστοιχεί στην ανώριμη, νηπιακή ηλικία του κινήματος. Η δική του άποψη αντίθετα, που θεωρεί δεδομένη την ενσωμάτωση της Ελλάδας στην ΕΕ και την ύπαρξη του ευρωπαϊκού ιμπεριαλιστικού κέντρου ως φυσική νομοτέλεια και προοδευτική εξέλιξη, θεωρείται πιο ώριμη. Επί της ουσίας ιδεολογική αφετηρία του αποτελεί ένα ερμηνευτικό σχήμα που άνθησε τη δεκαετία του ’90 βάσει του οποίου τα έθνη – κράτη εγκαταλείπουν το προσκήνιο της ιστορίας, όπως περίπου οι δεινόσαυροι, δίνοντας τη θέση τους σε πιο εξελιγμένες μορφές όπως οι υπερεθνικές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις. Άποψη βαθιά φορτισμένη ιδεολογικά και ταξικά, με φορέα τις πιο επιθετικές μερίδες του κεφαλαίου, που στην περίπτωση της φιλο-ΕΕ Αριστεράς απογυμνώνεται από το περιεχόμενό της και με αυθαίρετο τρόπο επιλέγεται να διατηρηθεί η μορφή της. Στην ουσία τους, οι υπερεθνικές καπιταλιστικές ολοκληρώσεις δεν είναι η προοδευτική ανταπόκριση στην αντικειμενική τάση για υπέρβαση του έθνους – κράτους, που μόνο ο διεθνικός σοσιαλισμός – κομμουνισμός μπορεί να πετύχει, αλλά η αντιδραστική και στρεβλή απάντηση του κεφαλαίου σε αυτή την τάση.
Παραβλέπεται για την ακρίβεια πως η ενσωμάτωση ενός αστικού κράτους σε διεθνείς οργανισμούς και συμφωνίες έχει αποτελέσει μια πρώτης τάξης ευκαιρία για την αστική τάξη της χώρας και το διεθνές κεφάλαιο ώστε να σαρώσουν κοινωνικές κατακτήσεις και εργατικά δικαιώματα. Δεν πρόκειται για ελληνική ή ευρωπαϊκή ιδιαιτερότητα. Αυτό συνέβη στην Αργεντινή όταν το Σχέδιο Μετατρεψιμότητας (δηλαδή η δολαριοποίηση) αποτέλεσε βασιλική οδό για τη σάρωση των τελευταίων υπολειμμάτων του φιλόδοξου προγράμματος Εκβιομηχάνισης και Υποκατάστασης Εισαγωγών, αυτό συνέβη στο Μεξικό με τη NAFTA, αυτό συνέβη σε δεκάδες χώρες με την ένταξή τους στον Παγκόσμιο Οργανισμό Εμπορίου. Η πάλη του κινήματος και της Αριστεράς ενάντια σε όλες αυτές τις μορφές και τα μέσα αμφισβήτησης των εργατικών δικαιωμάτων, από την Αμερική μέχρι την Ευρώπη, μόνο αναχρονισμό δεν συνιστά, ούτε υπεράσπιση ενός ξεπερασμένου ιστορικά, αστικού στο περιεχόμένο του, πλαισίου. Συνιστά στην πραγματικότητα μια από τις πιο ελπιδοφόρες τις τελευταίες δεκαετίες δράσεις διεθνιστικού και ηρωικού μάλιστα χαρακτήρα, αν πάρουμε υπ’ όψη μας τη διαφορά μεγεθών.
Αντίθετα συνιστά ιδεολογική τύφλωση να παραβλέπεται η ένταση αυτής της διαδικασίας. Πως όλα τα τελευταία χρόνια δηλαδή η ΕΕ με πολιτικούς όρους και η ευρωζώνη με οικονομικούς έχουν αποδειχθεί πολιορκητικός κριός για τα εργατικά δικαιώματα και τις κοινωνικές κατακτήσεις ειδικά στην Ελλάδα. Από την Συνθήκη του Μάαστριχτ (που η πλειοψηφία του Συνασπισμού την ψήφισε, χωρίς μέχρι σήμερα να έχει αναγνωρίσει το σφάλμα της) μέχρι την Οδηγία Μπολκεστάιν, και το ρόλο που έπαιξε η ΕΕ στην κατάρτιση των προγραμμάτων λιτότητας για να δοθούν οι χρηματοδοτήσεις (σε σημείο η «ΕΕ των λαών» να ξεπεράσει σε αντιδραστικότητα το ΔΝΤ, που αποτελούσε ανέκαθεν σύμβολο του κακού) αυτό που έχει φανεί είναι ότι η ΕΕ – σαν ο από μηχανής θεός – γκρεμίζει ότι δεν μπορεί να καταστρέψει το κράτος και η εργοδοσία. Επίσης ότι δεν αλλάζει. Ή, όταν αλλάζει, αλλάζει μόνο προς το χειρότερο.
Ο Κ. Καλλωνιάτης κάνει ένα ακόμη σφάλμα. Θεωρεί το ευρώ εργαλείο, ένα τεχνικό μέσο, αποφορτισμένο κι αυτό από κοινωνικές σχέσεις. Ωστόσο η ισοτιμία του και τα επιτόκια του άλλα δείχνουν, όλα αυτά τα χρόνια. Η δραχμή, όπως επίσης η ιταλική λιρέτα, η ισπανική πεσέτα και το πορτογαλικό εσκούδο, κλείδωσαν στο ευρώ με μια ισοτιμία εντελώς εξωπραγματική και αυθαίρετη ως προς τις διμερείς ισοτιμίες τους εκείνη την περίοδο, που ευνοούσε τις εξαγωγές της Γερμανίας και την άλωση των εμπορικών ισοζυγίων αυτών των χωρών, όπερ και εγένετο, παράλληλα με την αποβιομηχάνιση, όπως ομολογεί ο αρθρογράφος της Αυγής. Το γεγονός ότι έγινε με ρυθμούς λιγότερο ήπιους από τις προηγούμενες δεκαετίες, που υπήρχε η δυνατότητα της υποτίμησης, δεν αναιρεί το γεγονός. Σήμερα επίσης, η ισοτιμία του ευρώ ρυθμίζεται αποκλειστικά και μόνο με βάση τα συμφέροντα του γερμανικού ιμπεριαλισμού. Το ακριβό ευρώ ευνοεί τις ισχυρές καπιταλιστικές οικονομίες της ΕΕ και κυρίως το γερμανικό κεφάλαιο που εξάγει πρωτίστως στην ευρωζώνη και τις γερμανικές και ευρωπαϊκές τράπεζες καθώς κάνει ελκυστικότερες τις επενδύσεις χαρτοφυλακίου σε ευρώ και τις διεθνείς εξαγορές και συγχωνεύσεις. Οι σχετικά καθυστερημένες καπιταλιστικές οικονομίες του μεσογειακού Νότου, με πιο χαρακτηριστική περίπτωση την Ελλάδα που οι εξαγωγές της κατευθύνονται εκτός της ευρωζώνης και τις οικονομίες τους εξαρτώνται από κλάδους ευάλωτους στις συναλλαγματικές ισοτιμίες όπως ο τουρισμός (καλώς ή κακώς), είναι οι μεγάλοι χαμένοι.
Κατ’ επέκταση όταν ο Αλέξης Τσίπρας σε απάντησή του στο Πριν (σε ερώτηση του Γιώργου Λαουτάρη) απέρριψε την έξοδο από το ευρώ λέγοντας «ο δρόμος που εμείς επιλέγουμε δεν είναι ο ανταγωνισμός των ελλήνων εργαζομένων με τους Πορτογάλους ή με τους Ιταλούς ή τους Ισπανούς και με τους Γερμανούς» διέπραττε την ίδια αυθαιρεσία: θεωρώντας την λυκο-συμμαχία Μέρκελ και Παπανδρέου στην ευρωζώνη ως το απαύγασμα του προλεταριακού διεθνισμού, αντιμετώπιζε την ισοτιμία του ευρώ ως θέσφατο που ρυθμίζεται από ένα αόρατο και, το σημαντικότερο, αλάνθαστο ή ταξικά ουδέτερο και αντικειμενικό χέρι.
Κατ’ επέκταση η συναλλαγματική ισοτιμία εκφράζοντας τις προόδους της παραγωγικότητας κάθε κεφαλαιοκρατικού σχηματισμού συμπυκνώνει σχέσεις ηγεμονίας και επιβολής. Στη βάση δε των παραπάνω η απαγκίστρωση από το ευρώ (έτσι ώστε η συναλλαγματική και νομισματική πολιτική να ξαναμπεί στον στίβο της πολιτικής αντιπαράθεσης και της δημόσιας συζήτησης – δεν είναι δημοκρατικό αίτημα αυτό;) και η υποτίμηση του νέου νομίσματος μπορούν κάτω από προϋποθέσεις να λειτουργήσουν προς όφελος της απασχόλησης και της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας. Ωστόσο ο Κ. Καλλωνιάτης έχει δίκιο όταν λέει πως οι υποτιμήσεις της δραχμής έπληξαν το βιοτικό επίπεδο των εργαζομένων. Αυτό όμως συνέβη επειδή το ελληνικό κεφάλαιο με αυτή την κίνηση «σούβλιζε», κατά τη σκακιστική ορολογία, δύο αντιπάλους: εκτός (τους ανταγωνιστές του οι οποίοι έχαναν προσωρινά τα πλεονεκτήματα που τους παρείχαν τα κέρδη παραγωγικότητας) και εντός (τις δυνάμεις της εργασίας που έβλεπαν τον πραγματικό τους μισθό να μειώνεται). Και πάλι όμως η αντικαπιταλιστική Αριστερά πουθενά δεν έθεσε το αίτημα της εξόδου από το ευρώ από μόνο του. Η Διακήρυξη των Αθηνών και πιο ολοκληρωμένα η Πρωτοβουλία των Οικονομολόγων θέτουν το αίτημα των αυξήσεων σε μισθούς, συντάξεις και επιδόματα ανεργίας ιεραρχώντας την ανάγκη βελτίωσης της θέσης των εργαζομένων σε βάρος των κερδών του κεφαλαίου με αντιστροφή των σημερινών καταθλιπτικών συσχετισμών.
Κάτι που ο ΣΥΝ δεν κάνει, ούτε ως κόμμα ούτε με τη δράση του στο κίνημα! Ασκώντας κριτική σε όσους αμφισβητούν την ΕΕ ο αρθρογράφος της Αυγής στρίβει μεν δια του …αντικαπιταλισμού εγκαλώντας μας που «δεν αναζητούμε στις καπιταλιστικές σχέσεις παραγωγής την αιτία του προβλήματος» (όπως κάνει επίσης το ΚΚΕ και ορισμένες οργανώσεις της εξωκοινοβουλευτικής Αριστεράς) αλλά τι κάνει το κόμμα του σε αυτή την κατεύθυνση; Ζητάει επαναδιαπραγμάτευση του χρέους εντός της ευρωζώνης, δηλαδή «βελούδινη» και από κοινού με τους πιστωτές μας κι όχι σε σύγκρουση μαζί τους που στην καθομιλουμένη λέγεται «κούρεμα αλα Μέρκελ». Κυρίως όμως αρνείται να συμβάλει στην ανάπτυξη ενός κινήματος ρήξης και ανατροπής αυτής της πολιτικής. Οι υποδείξεις κατ’ επέκταση δεν στερούνται μόνο περιεχομένου (στον βαθμό που κι ο αντικαπιταλιστικός αγώνας δεν γίνεται εξ ονόματός του, αλλά χρειάζεται τα αιτήματα – κρίκους που θα συγκινήσουν και θα κινητοποιήσουν) αλλά είναι κι εντελώς ασυνεπείς με την δική τους πολιτική. Λέμε και καμιά μεγαλοστομία δηλαδή για να περνάει η ώρα…
Για το τέλος ο αρθρογράφος της Αυγής αφήνει το πιο αποστομωτικό του επιχείρημα: ότι θα γίνουμε τριτοκοσμική χώρα. Είναι το ίδιο επιχείρημα που έθεσε ένας άλλος γαλαζοαίματος, ο υφυπουργός Οικονομικών, Φίλιππος Σαχινίδης, στην Ελευθεροτυπία πριν λίγες εβδομάδες…

1 σχόλιο:

markos είπε...

Δεν είναι το ευρώ ή η δραχμή το πρόβλημά μας. Ειναι των σπεκουλαδόρων.