Πηγή: Ελευθεροτυπία (19-11-2010)
Του ΚΩΣΤΑ ΒΕΡΓΟΠΟΥΛΟΥ
Πρώτο «παράδοξο»: στις αυτοδιοικητικές εκλογές το κυβερνητικό κόμμα ενώ κατέγραψε τις μέγιστες απώλειες σε σχέση με τα υπόλοιπα κόμματα, διατηρήθηκε πρώτο, έστω και με μειωμένη διαφορά.
Τον Έλληνα πρωθυπουργό συγχαίρουν σήμερα οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, χωρίς να διευκρινίζεται εάν τιμούν την επιτηδειότητά του ή μήπως την αναξιοπιστία των αντιπάλων του.
Τον Έλληνα πρωθυπουργό συγχαίρουν σήμερα οι Ευρωπαίοι Σοσιαλιστές, χωρίς να διευκρινίζεται εάν τιμούν την επιτηδειότητά του ή μήπως την αναξιοπιστία των αντιπάλων του.
Δεύτερο «παράδοξο»: κατά γενική αναγνώριση, τα αποτελέσματα της οικονομικής πολιτικής του υπολείπονται αισθητά των στόχωντου, εν τούτοις τα σοσιαλιστικά συγχαρητήρια συνωστίζονται.Προβάλλεται το «κουράγιο» στην εφαρμογή αντιδημοφιλών μέτρων, παραγνωρίζοντας το αρνητικό αποτέλεσμά τους. Όμως, σήμερα η χώρα καταποντίζεται όχι τόσο λόγω των προβλημάτων της, όσο κυρίως λόγω των μέτρων που εφαρμόζονται εν ονόματι της αντιμετώπισης αυτών. Το υποτιθέμενο φάρμακο, αντί να θεραπεύει την ασθένεια, την επιδεινώνει: αυτό ονομάζεται αυτοτροφοδοτούμενη καθοδική κλιμάκωση.
Τρίτο «παράδοξο»: το ΔΝΤ, η Ε.Ε., οι διεθνείς χρηματαγορές, πεισμένοι ότι η χώρα μας δεν θα μπορέσει να αποπληρώσει το χρέος της, συναινούν σε αναδιάρθρωση, που θα μειώσει δόσεις και επιτόκια, όμως ο Έλλην πρωθυπουργός την απορρίπτει αγέρωχα, κηρύσσοντάς την «καταστροφή» για την Ελλάδα και την Ευρώπη.
Τέταρτο «παράδοξο»: γερμανικότερος της Γερμανίας, ο σοσιαλιστής πρωθυπουργός δεν διαφώνησε ποτέ με αυτήν, παρά μόνον όταν η καγκελάριος εζήτησε «οι κερδοσκόποι να αναλαμβάνουν το κόστος της κερδοσκοπίας τους».
Ο ίδιος, μέσω του υπουργού Οικονομικών, διευκρινίζει ότι στοχεύει την κατάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών χρήματος. «Γι' αυτό απελευθερώνουμε την οικονομία από διοικητικές ρυθμίσεις, γι' αυτό ιδιωτικοποιούμε τις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα». Έννοιες, όπως «λαϊκή εμπιστοσύνη», «κοινωνικό συμφέρον», «εθνική κυριαρχία», κηρύσσονται «φλυαρίες» παρωχημένων εποχών.
Στις ομοιοπαθείς χώρες Ιρλανδία και Πορτογαλία, εάν η «διάσωση» από ΔΝΤ και Ε.Ε. καθυστερεί, αυτό οφείλεται στο ότι η συντηρητική κυβέρνηση της πρώτης και η εξαρτώμενη από την ανοχή των συντηρητικών στη δεύτερη, δυστροπούν επικαλούμενες πρόβλημα «εθνικής ανεξαρτησίας». Ενώ ο σοσιαλιστής αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Βιτόρ Κονστάνσιο, διαλαλεί ότι το πρόγραμμα διάσωσης στη Φρανκφούρτη είναι έτοιμο, ο συντηρητικός Ιρλανδός πρωθυπουργός Μπράιαν Κάουεν φοβάται ότι με αυτό παραδίδεται η κυριαρχία της χώρας στους πιστωτές της.
Πέμπτο «παράδοξο»: το δημόσιο χρέος στις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες υπερβαίνει το εθνικό εισόδημά τους. Ανυπέρβλητες δυσχέρειες αποπληρωμής προκύπτουν για όλους και όχι μόνον για τη χώρα μας. Εάν δεν μεσολαβήσει μερική τουλάχιστον διαγραφή χρεών, μοναδική οδός αποπληρωμής παραμένει η επέκταση των πλεονασματικών οικονομιών, των οποίων ηγούνται σήμερα οι Γερμανία και Κίνα.
Παρά πάσαν προσδοκία, αμφότερες οι ανερχόμενες δυνάμεις επιλέγουν πολιτική λιτότητος, ύφεσης, αποπληθωρισμού, ανεργίας, όχι μόνον για τις ελλειμματικές χώρες, αλλά και για τον πλεονασματικό εαυτόν τους. Μοναδική παραφωνία στην καθοδική παγκόσμια επιλογή είναι ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα, που αποσκοπεί στην ανάκαμψη, το εισόδημα, την απασχόληση, ακόμη και μέσω επέκτασης του δημόσιου ελλείμματος, πράγμα που του επισύρει υστερικές κατακραυγές των συντηρητικών ολόκληρου του πλανήτη.
Η τραγική ιστορία του 1930 επαναλαμβάνεται. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ καταδικάσθηκε τότε όχι μόνον από τη Δεξιά, αλλά και από την Αριστερά, είτε σοσιαλιστική είτε κομμουνιστική, με βασικό επιχείρημα ότι δημιουργούσε πλασματικές θέσεις εργασίας και ονομαστικές αυξήσεις εισοδημάτων, προορισμένες να σαρωθούν με τον πληθωρισμό, που ο ίδιος τροφοδοτούσε με τα ελλείμματά του. Παρόμοια επιχειρήματα εκτοξεύονται σήμερα εναντίον του Ομπάμα.
Η αμερικανική Αριστερά τα χρησιμοποιεί, η ευρωπαϊκή υιοθετεί το συντηρητικό γερμανικό δόγμα: η εξισορρόπηση των δημοσιονομικών ισοζυγίων προηγείται της ανάκαμψης. Η Κίνα ανησυχεί, διότι με την αμερικανική ανάκαμψη υποτιμάται το δολάριο, στο οποίο επενδύει τα πλεονάσματά της. Η Γερμανία ανησυχεί επίσης, διότι με την ανάκαμψη των οικονομιών της ευρωζώνης, διολισθαίνει το ευρώ, στο οποίο διατηρεί τα πλεονάσματά της. Τραπεζίτες και χρηματιστές επιβάλλουν σήμερα στον πλανήτη ύφεση και ανεργία μεγάλης εκτάσεως, προκειμένου να αυξήσουν την πραγματική αξία του χρήματος που διαχειρίζονται. Αυτή είναι η επιλογή των αγορών, στις οποίες η χώρα μας φιλοδοξεί σήμερα να παραδοθεί.
Στην αναμέτρηση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και αγορών, η σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας δεν μένει ουδέτερη, αλλά χωρίς αντίσταση και με δική της ευθύνη ευθυγραμμίζεται με τις αξιώσεις του «μεγάλου χρήματος». Όταν ο πρόεδρος της Ε.Ε. Βαν Ρόμπαϊ διερωτάται: «Ποιος άλλος εκτός από τον σοσιαλιστή Έλληνα πρωθυπουργό θα μπορούσε να υπερασπιστεί καλύτερα τα ευρωπαϊκά μέτρα λιτότητος;», δεν χρειάζεται απάντηση. Το ερώτημα είναι ρητορικό και η απάντηση έχει ήδη δοθεί.
Ο ίδιος, μέσω του υπουργού Οικονομικών, διευκρινίζει ότι στοχεύει την κατάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών χρήματος. «Γι' αυτό απελευθερώνουμε την οικονομία από διοικητικές ρυθμίσεις, γι' αυτό ιδιωτικοποιούμε τις επιχειρήσεις του δημόσιου τομέα». Έννοιες, όπως «λαϊκή εμπιστοσύνη», «κοινωνικό συμφέρον», «εθνική κυριαρχία», κηρύσσονται «φλυαρίες» παρωχημένων εποχών.
Στις ομοιοπαθείς χώρες Ιρλανδία και Πορτογαλία, εάν η «διάσωση» από ΔΝΤ και Ε.Ε. καθυστερεί, αυτό οφείλεται στο ότι η συντηρητική κυβέρνηση της πρώτης και η εξαρτώμενη από την ανοχή των συντηρητικών στη δεύτερη, δυστροπούν επικαλούμενες πρόβλημα «εθνικής ανεξαρτησίας». Ενώ ο σοσιαλιστής αντιπρόεδρος της ΕΚΤ, Βιτόρ Κονστάνσιο, διαλαλεί ότι το πρόγραμμα διάσωσης στη Φρανκφούρτη είναι έτοιμο, ο συντηρητικός Ιρλανδός πρωθυπουργός Μπράιαν Κάουεν φοβάται ότι με αυτό παραδίδεται η κυριαρχία της χώρας στους πιστωτές της.
Πέμπτο «παράδοξο»: το δημόσιο χρέος στις αναπτυγμένες δυτικές οικονομίες υπερβαίνει το εθνικό εισόδημά τους. Ανυπέρβλητες δυσχέρειες αποπληρωμής προκύπτουν για όλους και όχι μόνον για τη χώρα μας. Εάν δεν μεσολαβήσει μερική τουλάχιστον διαγραφή χρεών, μοναδική οδός αποπληρωμής παραμένει η επέκταση των πλεονασματικών οικονομιών, των οποίων ηγούνται σήμερα οι Γερμανία και Κίνα.
Παρά πάσαν προσδοκία, αμφότερες οι ανερχόμενες δυνάμεις επιλέγουν πολιτική λιτότητος, ύφεσης, αποπληθωρισμού, ανεργίας, όχι μόνον για τις ελλειμματικές χώρες, αλλά και για τον πλεονασματικό εαυτόν τους. Μοναδική παραφωνία στην καθοδική παγκόσμια επιλογή είναι ο Αμερικανός πρόεδρος Ομπάμα, που αποσκοπεί στην ανάκαμψη, το εισόδημα, την απασχόληση, ακόμη και μέσω επέκτασης του δημόσιου ελλείμματος, πράγμα που του επισύρει υστερικές κατακραυγές των συντηρητικών ολόκληρου του πλανήτη.
Η τραγική ιστορία του 1930 επαναλαμβάνεται. Ο πρόεδρος Ρούζβελτ καταδικάσθηκε τότε όχι μόνον από τη Δεξιά, αλλά και από την Αριστερά, είτε σοσιαλιστική είτε κομμουνιστική, με βασικό επιχείρημα ότι δημιουργούσε πλασματικές θέσεις εργασίας και ονομαστικές αυξήσεις εισοδημάτων, προορισμένες να σαρωθούν με τον πληθωρισμό, που ο ίδιος τροφοδοτούσε με τα ελλείμματά του. Παρόμοια επιχειρήματα εκτοξεύονται σήμερα εναντίον του Ομπάμα.
Η αμερικανική Αριστερά τα χρησιμοποιεί, η ευρωπαϊκή υιοθετεί το συντηρητικό γερμανικό δόγμα: η εξισορρόπηση των δημοσιονομικών ισοζυγίων προηγείται της ανάκαμψης. Η Κίνα ανησυχεί, διότι με την αμερικανική ανάκαμψη υποτιμάται το δολάριο, στο οποίο επενδύει τα πλεονάσματά της. Η Γερμανία ανησυχεί επίσης, διότι με την ανάκαμψη των οικονομιών της ευρωζώνης, διολισθαίνει το ευρώ, στο οποίο διατηρεί τα πλεονάσματά της. Τραπεζίτες και χρηματιστές επιβάλλουν σήμερα στον πλανήτη ύφεση και ανεργία μεγάλης εκτάσεως, προκειμένου να αυξήσουν την πραγματική αξία του χρήματος που διαχειρίζονται. Αυτή είναι η επιλογή των αγορών, στις οποίες η χώρα μας φιλοδοξεί σήμερα να παραδοθεί.
Στην αναμέτρηση μεταξύ παραγωγικών δυνάμεων και αγορών, η σοσιαλιστική κυβέρνηση της χώρας δεν μένει ουδέτερη, αλλά χωρίς αντίσταση και με δική της ευθύνη ευθυγραμμίζεται με τις αξιώσεις του «μεγάλου χρήματος». Όταν ο πρόεδρος της Ε.Ε. Βαν Ρόμπαϊ διερωτάται: «Ποιος άλλος εκτός από τον σοσιαλιστή Έλληνα πρωθυπουργό θα μπορούσε να υπερασπιστεί καλύτερα τα ευρωπαϊκά μέτρα λιτότητος;», δεν χρειάζεται απάντηση. Το ερώτημα είναι ρητορικό και η απάντηση έχει ήδη δοθεί.
*Δημοσιεύτηκε στην Ελευθεροτυπία, 19.11.2010
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου