Τρίτη 4 Μαΐου 2010

ευρώ: εθνική επιτυχία ή εργαλείο ταξικής εκμετάλλευσης;



«Υπάρχουν δύο τραγωδίες στη ζωή.
Η μία είναι να ναυαγήσουν τα όνειρά σου.
Η άλλη, να πραγματοποιηθούν».
George Bernard Shaw , Man and Superman (1903), act I
Στο πρώτο μέρος αυτής της ανάλυσης είδαμε πως η κρίση του χρέους του ελληνικού κράτους πυροδοτήθηκε από τη διεθνή χρηματοπιστωτική κρίση αλλά οφείλεται σε βαθύτερες, διαρθρωτικές αδυναμίας του ελληνικού καπιταλισμού. Η βασικότερη από αυτές είναι η χαμηλή ανταγωνιστικότητα της ελληνικής οικονομίας που οδήγησε στη συσσώρευση υψηλών και χρόνιων εμπορικών ελλειμμάτων τα οποία μέχρι τώρα χρηματοδοτούνταν με εξωτερικό δανεισμό. Το πρόβλημα αυτό σε συνδυασμό με την απροθυμία των υπόλοιπων ευρωπαϊκών κρατών να προστρέξουν σε βοήθεια της Ελλάδας, έφερε ξανά στο προσκήνιο τη συζήτηση για το ευρώ, το πλαίσιο συγκρότησης της ευρωζώνης και τις συνέπειες της συμμετοχής της Ελλάδας σε αυτή.
Η συζήτηση μέχρι στιγμής φαίνεται να κατευθύνεται προς δύο κατευθύνσεις. Από τη μία σχεδόν το σύνολο του αστικού τύπου και κομμάτων αλλά και της ανανεωτικής αριστεράς αντιμετωπίζει τη δημιουργία του ευρώ ως αντικειμενικά θετικό γεγονός. Τα δε προβλήματα της ελληνικής οικονομίας, είναι, σύμφωνα με αυτή την προβληματική, απόρροια του υπερβολικού δανεισμού του κράτους, αποτέλεσμα της χαλαρότητας και διαφθοράς του πολιτικού συστήματος. Ενώ η έλλειψη ανταγωνιστικότητας οφείλεται αποκλειστικά στην «υπερβολική (sic) αύξηση των μισθών των εργαζομένων» και στην «υπερρυθμισμένη και ανελαστική αγορά εργασίας» που αυξάνουν το κόστος των ελληνικών προϊόντων. Η λύση σύμφωνα με όλους αυτούς δεν μπορεί να είναι άλλη από μία γενναία μείωση των μισθών και πλήρης απορρύθμιση της αγοράς εργασίας με απελευθέρωση των απολύσεων, αύξηση των ελαστικών μορφών απασχόλησης , μείωση των ασφαλιστικών εισφορών των εργοδοτών. Μέτρα βέβαια που μετατοπίζουν το βάρος της κρίσης εξολοκλήρου στην εργασία η οποία από το θύμα της υπόθεσης μετατρέπεται σε θύτη. Η τοποθέτηση αυτή συνοδεύεται από ένα πολιτικό λόγο διαποτισμένο στην ηθικολογία, με έντονες επικλήσεις στο “εθνικό χρέος” όλων των Ελλήνων να αναλάβουν τις ευθύνες τους για την κατάντια της χώρας και να βάλουν πλάτες για την άρση του αδιεξόδου. Τρίχες…
Η άλλη προσέγγιση αφορά ένα σημαντικό τμήμα της αριστεράς που εντοπίζει τη σημερινή κρίση του ελληνικού καπιταλισμού αποκλειστικά στο ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Σύμφωνα με αυτή την άποψη, η Ελλάδα με τη συμμετοχή της στη Ζώνη του Ευρώ (ΖΕ), έχασε την οικονομική της ανεξαρτησία, μετατρεπόμενη σε εξάρτημα των ισχυρών χωρών του Βορρά και ιδίως της Γερμανίας. Η εξάρτηση και η ιμπεριαλιστική εκμετάλλευση της χώρας οδήγησε σε αποδιάρθρωση του παραγωγικού ιστού με διάλυση της βιομηχανίας και ξεπούλημα των πλουτοπαραγωγικών πηγών στο ξένο κεφάλαιο. Η κυβέρνηση δεν είναι παρά πράκτορας των ξένων συμφερόντων, ενώ η επίλυση της κρίσης περνάει μέσα από την πάλη του “λαού” για την έξοδο από το ευρώ, την ΕΕ και την αποκατάσταση της ανεξαρτησίας της χώρας από τις Βρυξέλλες. Οι ταξικές αντιθέσεις εντός του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού εξαφανίζονται ή υποτάσσονται στην κύρια αντίθεση που δεν άλλη από αυτή της Ελλάδας με τον ιμπεριαλισμό. Ένα σύνθημα που ακούσαμε τις τελευταίες μέρες αποτυπώνει με τον πιο ανάγλυφο τρόπο αυτή την προβληματική: “Αυτή η κυβέρνηση δεν είναι του λαού είναι των Βρυξελλών και του ΔΝΤ”. Ο λαός λοιπόν είναι ένα αδιαίρετο “όλον” και ο εχθρός του βρίσκεται στην πρωτεύουσα του Βελγίου. Τρίχες στο τετράγωνο.



Απέναντι στις δύο αυτές αναγνώσεις προτείνουμε μία τρίτη προσέγγιση του ευρώ και κατ’ επέκταση της ΕΕ από τη σκοπιά των ανταγωνιστικών ταξικών συμφερόντων εντός των ευρωπαϊκών χωρών και του καπιταλιστικού ανταγωνισμού μεταξύ τους στην περιφερειακή οικονομική ολοκλήρωση που συνιστά η Ζώνη του Ευρώ.


Το ευρώ ως εργαλείο πειθάρχησης της εργασίας
και πεδίο καπιταλιστικού ανταγωνισμού
Η συμμετοχή στην Οικονομική και Νομισματική Ένωση (ΟΝΕ) παρουσιάζει μία σειρά οφέλη και κόστη για τις οικονομίες που την απαρτίζουν. Τα οφέλη ονομάζονται οφέλη νομισματικής σταθερότητας και σχετίζονται με το γεγονός πως το χρήμα είναι πιο χρήσιμο όταν χρησιμοποιείται σε μία μεγάλη περιοχή ως μέσο πληρωμών και αποταμίευσης. Όσο πιο μεγάλη είναι η διεθνής κυκλοφορία του ευρώ τόσο αυξάνει η χρησιμότητα του. Εντός της ευρωζώνης η αβεβαιότητα που προέρχονταν από τις συναλλαγματικές διακυμάνσεις ανάμεσα στα νομίσματα, έχει εξαφανιστεί, οδηγώντας σε σημαντική μείωση του κόστους και του κινδύνου των συναλλαγών. Αυτό οδήγησε σε αύξηση του εμπορίου και της κίνησης του κεφαλαίου, διευκολύνοντας της εξαγορές και τις συγχωνεύσεις, και τη συνολικότερη αναδιάρθρωση των επιχειρήσεων, αυξάνοντας το μέγεθος και την αποτελεσματικότητα τους. Συνολικά διευκόλυνε την προσπάθεια των ευρωπαϊκών κεφαλαίων να διατηρήσουν και να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα τους σε ένα πιο δύσκολο διεθνές πεδίο που σήμανε η παγκοσμιοποίηση.
Ταυτόχρονα η ολοένα και μεγαλύτερη χρησιμοποίηση του ευρώ ως διεθνούς μέσου πληρωμών και αποταμίευσης διευκόλυνε το εμπόριο της ευρωζώνης με τον υπόλοιπο κόσμο μειώνοντας το κόστος των διεθνών συναλλαγών. Η συνεχής ανατίμηση του ευρώ σε σχέση με το δολάριο από τη στιγμή της εισαγωγής του, απορρόφησε μεγάλο μέρος της αύξησης τα τελευταία χρόνια, των τιμών του πετρελαίου και των άλλων πρώτων υλών και τροφίμων που τιμώνται σε δολάρια. Αλλά και διευκόλυνε την επέκταση των ευρωπαϊκών κεφαλαίων ανά τον κόσμο, αφού κατέστησε τις ξένες άμεσες επενδύσεις και εξαγορές πιο φθηνές. Τέλος η ισχύς αυτή του ευρώ είχε ως συνέπεια τη συγκράτηση του πληθωρισμού εντός της Ζώνης σε πολύ χαμηλά επίπεδα σε σχέση με το παρελθόν, ενώ περιόρισε σημαντικά το κόστος δανεισμού τόσο των ιδιωτών όσο και των κρατών. Οι δύο τελευταίες εξελίξεις είχαν ιδιαίτερη σημασία για τις χώρες του Νότου όπως η Ελλάδα που ταλαιπωρούνταν από χρόνια προβλήματα υψηλού πληθωρισμού, αντιμετωπίζοντας παράλληλα υψηλά κόστη δανεισμού.
Τα κόστη του κοινού νομίσματος ονομάζονται κόστη ευστάθειας και απορρέουν από την οικειοθελή παραίτηση των χωρών μελών της Ζώνης από την νομισματική και τη συναλλαγματική τους πολιτική και τον περιορισμό της δημοσιονομικής τους πολιτικής στα όρια που θέτει το σύμφωνο σταθερότητας (3% έλλειμμα του προϋπολογισμού και 60% δημόσιο χρέος ως προς το ΑΕΠ). Αυτό είναι ιδιαίτερα σημαντικό καθώς η Ζώνη του Ευρώ δεν αποτελεί έναν οικονομικά ενιαίο γεωγραφικό χώρο με κινητικότητα του εργατικού δυναμικού, υψηλό ενδοκλαδικό και διακλαδικό εμπόριο, μία τιμή για βασικά προϊόντα, κοινό φορολογικό σύστημα και έναν ενιαίο οικονομικό προϋπολογισμό και κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό. Όλα αυτά θα προϋπέθεταν εκτός από την νομισματική και την πολιτική ένωση, δηλαδή ένα ευρωπαϊκό κράτος. Ωστόσο η ΟΝΕ παραμένει μία οικονομική και νομισματική ένωση ανεξάρτητων κρατών με πολύ διαφορετικές παραγωγικότητες των οικονομιών τους. Η προσπάθεια να διατηρηθεί η συνοχή αυτού του ετερόκλητου συνόλου και η βιωσιμότητα αλλά και η ισχύς του ευρώ ως διεθνές νόμισμα ήταν εξαρχής μία δύσκολη υπόθεση. Η επίτευξη διαφορετικών και πολλές φορές αντιφατικών στόχων όπως η ενοποίηση διαφορετικών οικονομιών και η δημιουργία ενός ισχυρού διεθνούς νομίσματος χωρίς πολιτική ένωση οδήγησε σε ένα πολύ σκληρό δημοσιονομικό πλαίσιο (Σύμφωνο Σταθερότητας) και σε μία άτεγκτη αντιπληθωριστική πολιτική την οποία ανέλαβε να εφαρμόσει μία ανεξάρτητη Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Η ΕΚΤ είναι μία ασυνήθιστη κεντρική τράπεζα. Διαθέτει το αποκλειστικό δικαίωμα έκδοσης άδειας τυπώματος επιπλέον νομισμάτων (ευρώ) και διατήρησης και διαχείρισης των συναλλαγματικών αποθεμάτων των μελών κρατών. Ωστόσο αντίθετα από τις κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών, δεν έχει το δικαίωμα να διαχειρίζεται το χρέος των χωρών της ευρωζώνης αγοράζοντας ομόλογα του δημοσίου τους, διαμορφώνοντας έτσι τα επιτόκια τους σε χαμηλά επίπεδα. Ταυτόχρονα είναι πραγματικά ανεξάρτητη με την έννοια πως κανένας δημόσιος θεσμός ή μεμονωμένο κράτος μέλος δεν μπορεί να επηρεάσει τις αποφάσεις και τη λειτουργία της. Μπορεί και οι κεντρικές τράπεζες άλλων χωρών να είναι τυπικά ανεξάρτητες, αλλά επιβλέπουν μία ενιαία οικονομία, ενώ λογοδοτούν σε τελική ανάλυση στο κράτος. Η ανεξαρτησία της ΕΚΤ προκύπτει ακριβώς από την απουσία ενός ευρωπαϊκού κράτους. Μπορεί ωστόσο η ΕΚΤ να μην έχει το δικαίωμα να αγοράσει το χρέος των χωρών μελών, έχει το δικαίωμα όμως να δανείσει τις τράπεζες της ευρωζώνης με ιδιαίτερα χαμηλό επιτόκιο (1%), με εγγύηση ομόλογα των δημοσίων τους αλλά και άλλα χρεώγραφα που απολαμβάνουν υψηλής βαθμολογίας από τις Εταιρείες Βαθμολόγησης (rating agencies πχ Fitch, S&P κλπ). Για να εμποδίσει όμως τα κράτη να χρησιμοποιήσουν αυτό το παράθυρο για να δανείζονται αφειδώς χρησιμοποιώντας διάφορες τράπεζες που έχουν υπό τον έλεγχό τους (πχ το ελληνικό δημόσιο θα μπορούσε να μεταφέρει ομόλογά του στο Ταχυδρομικό Ταμιευτήριο και αυτό να τα καταθέτει στην ΕΚΤ δανειζόμενο ευρώ με επιτόκιο 1%, λύνοντας έτσι το πρόβλημα της χρηματοδότησης του χρέους), οδηγώντας έτσι σε ανεξέλεγκτο τύπωμα ευρώ, μειώνοντας την αξία του και υπονομεύοντας τη διεθνή του ισχύ, τέθηκε το όριο του 3% στο έλλειμμα και του 60% στο χρέος και ένας πολύ χαμηλός στόχος για τον πληθωρισμό της τάξης του 2%. Με όλους αυτούς τους περιορισμούς τα κράτη είναι αναγκασμένα να χρηματοδοτούν το χρέος τους από τις διεθνείς αγορές κεφαλαίου, κάτι που μπορεί να αποβεί καταστροφικό, όταν ξεφεύγουν από τους όρους του Συμφώνου Σταθερότητας, όπως είδαμε στην περίπτωση της Ελλάδας.
Πολλοί υποστηρίζουν, ακόμη και εντός της αριστεράς, πως αυτός ο σχεδιασμός της ΟΝΕ είναι έτσι ως αποτέλεσμα των νεοφιλελεύθερων επιλογών των αρχιτεκτόνων του και των κυβερνήσεων. Αυτό εν μέρει είναι σωστό αφού το ευρώ δημιουργήθηκε το 1999, στο απόγειο της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Ο θεσμικός του σχεδιασμός ενσωματώνει την μονεταριστική οικονομική ιδεολογία που από πολλές απόψεις θυμίζει την πολιτική του κανόνα του χρυσού που ακολουθούσαν όλες σχεδόν οι οικονομίες μέχρι το μεγάλο κραχ του 1929. Αυτή στηρίζεται στην άποψη πως η δημοσιονομική επεκτατική πολιτική (κρατική στήριξη της οικονομίας διαμέσων ελλειμμάτων) είναι αναποτελεσματική, ο πληθωρισμός είναι αποτέλεσμα, αποκλειστικά της αύξησης της προσφοράς χρήματος και τέλος στην άποψη πως η πραγματική οικονομία επανέρχεται γρήγορα και αυτόματα σε κατάσταση πλήρους απασχόλησης ύστερα από εξωτερικά σοκ. Αυτές οι αντιλήψεις οδήγησαν σε βάθεμα την κρίση που ξέσπασε το 1929 και άρχισαν να εγκαταλείπονται από όλες τις κυβερνήσεις ήδη από το 1932, όταν και υιοθετήθηκαν σταδιακά οι κεϋνσιανές πολιτικές. Ωστόσο με βάση τα όσα παρουσιάσαμε παραπάνω οι επιλογές αυτές ήταν σε μεγάλο βαθμό αναγκαστικές προκειμένου να διατηρηθεί η νομισματική ένωση ενός μεγάλου αριθμού διαφορετικών οικονομιών, χωρίς πολιτική ενοποίηση και ενιαία οικονομική πολιτική. Μία πιο χαλαρή δημοσιονομική και νομισματική πολιτική, είτε θα επέτεινε τις φυγόκεντρες τάσεις μεταξύ των οικονομιών της Ζώνης, είτε θα υπονόμευε την ισχύ του νέου νομίσματος, καθιστώντας το λιγότερο ελκυστικό σε μία σειρά χώρες (πχ Γερμανία) και άρα θέτοντας εκ νέου σε αμφισβήτηση τη χρησιμότητα του.
Μέσα σε αυτό το πολύ αυστηρό πλαίσιο λειτουργίας του νέου νομίσματος, οι μόνοι τρόποι προσαρμογής στο διεθνή ανταγωνισμό που έμειναν στις χώρες, μετά την παραίτηση από τη συναλλαγματική και νομισματική τους πολιτική, είναι οι εξής τρεις, ένας μακροπρόθεσμος: η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας και γενικά της διαρθρωτικής ανταγωνιστικότητας (αυτή που δεν σχετίζεται με τις τιμές) και δύο βραχυπρόθεσμοι: η μείωση των περιθωρίων κέρδους ή η μείωση του κόστους εργασίας (το μέρος δηλαδή της αξίας που πηγαίνει στους εργάτες). Επειδή όμως στο καπιταλισμό το ισχυρό μέρος είναι το κεφάλαιο, αυτό που επιλέγεται είναι συνήθως το τελευταίο, δηλαδή η μείωση του κόστους παραγωγής μέσα από τη συμπίεση των μισθών και την ελαστικοποίηση της αγοράς εργασίας. Και αυτό ακριβώς έγινε, όχι εν αγνοία των σχεδιαστών της ΟΝΕ αλλά εντελώς προσχεδιασμένα. Όπως πολύ ανάγλυφα περιγράφει ο Ηλίας Ιωακείμογλου:
«Θα μπορούσαμε να γράψουμε την ιστορία των οικονομικών ιδεών, που αναπτύχθηκαν κυρίως στην δεκαετία του 1990, αμέσως πριν την δημιουργία του ευρώ, με τον τίτλο «Το χρονικό ενός προαναγγελθέντος εγκλήματος», με την έννοια ότι όσα συμβαίνουν αυτή τη στιγμή στην Ελλάδα δεν αποτελούν ιστορικό ατύχημα, αλλά φυσικό αποτέλεσμα μιας νομισματικής ένωσης που σχεδιάστηκε ακριβώς για να παράγει τέτοια αποτελέσματα. Αλλά ας πάρουμε τα πράγματα από την αρχή.
O δούρειος ίππος
Στην οικονομική βιβλιογραφία της δεκαετίας του 1990, οι περισσότεροι οικονομολόγοι αντιλαμβάνονταν το νέο ανταγωνιστικό περιβάλλον της Οικονομικής και Νομισματικής Ένωσης της Ευρώπης ως Δούρειο Ίππο που θα επιτρέψει την απορρύθμιση των αγορών εργασίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Όπως έγραφε ένας γνωστός οικονομολόγος, “εκτός εάν κάποιο απίθανο θαύμα συμβεί στην πανευρωπαϊκή συλλογική διαπραγμάτευση, οι αγορές εργασίας θα γίνονται όλο και πιο ευέλικτες στο μέλλον” (Burda 2001). Ένας συνάδελφός του, ακόμη πιο γνωστός (Calmfors 1998) έφθανε στο συμπέρασμα ότι οι μεγαλύτερες μεταβολές στην απασχόληση που θα προκληθούν από το κοινό νόμισμα, δηλαδή η ευκολότερη άνοδος της ανεργίας, θα αποτελέσουν κίνητρο για την εφαρμογή μεταρρυθμίσεων στην αγορά εργασίας, και ότι η νομισματική ένωση θα επιδρά ως καταλύτης για την ελευθέρωση της αγοράς εργασίας καθώς η κοινή γνώμη θα μεταστρέφεται υπό το βάρος της νέας πραγματικότητας, οι δε συνδικαλιστικές οργανώσεις θα πείθονται ότι δεν-υπάρχει-εναλλακτική-λύση (there-is-no-alternative)».(Εποχή, 28/02/2010)
Με άλλα λόγια η εφαρμογή του νέου νομίσματος σχεδιάστηκε με τέτοιο τρόπο ώστε να διαμορφώσει τις κατάλληλες προϋποθέσεις για μία άνευ προηγουμένου επίθεση στις δυνάμεις της εργασίας που οδήγησε σε σημαντική αναδιανομή του πλούτου υπέρ του κεφαλαίου. Αυτή ήταν η βασική συγκολλητική ουσία που ένωσε τις αστικές τάξεις των κρατών της Ζώνης του Ευρώ, παρά τις διαφορές τους, στο κοινό νόμισμα. Ωστόσο το ευρώ, ενώ έφερε κοντά τις ευρωπαϊκές αστικές τάξεις και τα κράτη τους στον αγώνα τους ενάντια στου εργαζόμενους της Ευρώπης, δεν εξαφάνισε τον ανταγωνισμό μεταξύ τους, αντίθετα από πολλές απόψεις μπορούμε να πούμε πως τον όξυνε αφού αφαίρεσε ορισμένα από τα παραδοσιακά όπλα των πιο αδύναμων κρατών όπως τη δυνατότητα υποτίμησης του εθνικού τους νομίσματος. Έτσι οι χώρες του Νότου (εξαιρείται η Ιταλία η οποία συνιστά μία ιδιαίτερη περίπτωση), όπως η Ελλάδα με παραδοσιακά μικρότερη ανταγωνιστικότητα από τα κράτη του Κέντρου και του Βορρά βρέθηκαν να δυσκολεύονται να ανταποκριθούν στο νέο σκηνικό, αντιμετωπίζοντας μία σειρά προβλήματα τα οποία υπονομεύουν τη συνοχή της Ζώνης του Ευρώ.


Οι ανισορροπίες του ευρώ
Με την είσοδο τους στο ευρώ οι χώρες του Νότου: Πορτογαλία, Ισπανία, Ελλάδα και τελευταία η Κύπρος εμφανίζουν υψηλά και χρόνια εμπορικά ελλείμματα ένδειξη της χαμηλής τους ανταγωνιστικότητας:
Διάγραμμα 1
Το έλλειμμα αυτό είναι αποτέλεσμα πολλών παραγόντων. Ο ένας είναι η ανατίμηση του ευρώ. Από 0,95 δολάρια τη στιγμή της εισαγωγής του έφτασε στα 1,58 τον Ιούλιο του 2008 (για να πέσει περίπου στο 1,33 σήμερα). Αυτό κατέστησε τα προϊόντα της ζώνης του ευρώ πιο ακριβά σε σχέση με του εξωτερικού. Ταυτόχρονα οι χώρες του Νότου εμφάνιζαν συστηματικά υψηλότερη ανάπτυξη από του εμπορικούς τους εταίρους της Κεντρικής και Βόρειας Ευρώπης, ιδίως από τη Γερμανία και την Ιταλία (διάγραμμα 2) με αποτέλεσμα η ζήτηση των πρώτων για προϊόντα των δεύτερων να αυξάνει ταχύτερα από τη ζήτηση των δεύτερων για προϊόντα των πρώτων.
Διάγραμμα 2
Η υψηλότερη αυτή ανάπτυξη είχε ως αποτέλεσμα οι χώρες του Νότου να εμφανίζουν συστηματικά υψηλότερο πληθωρισμό από τις χώρες του Κέντρου και του Βορρά:
Διάγραμμα 3
Αυτό είχε ως συνέπεια οι χώρες της Νότιας Ευρώπης (και η Ιρλανδία) να υποστούν μία εσωτερική ανατίμηση των προϊόντων τους εντός της Ζώνης σε σχέση με τη Γερμανία και την Ιταλία και τις άλλες χώρες του Κέντρου. Πιο συγκεκριμένα στην Ελλάδα η διεύρυνση του εμπορικού της ελλείμματος σχετίζεται άμεσα με την ανατίμηση τόσο της δραχμής (από τη στιγμή που αποφάσισε να προσχωρήσει στο κοινό νόμισμα) όσο και του ευρώ:
Διάγραμμα 4
Τέλος, πρέπει να τονίσουμε πως είναι λάθος οι απόψεις που χρεώνουν τη χαμηλή ανταγωνιστικότητα του ελληνικού καπιταλισμού στην υπερβολική αύξηση των μισθών. Μπορεί οι μισθοί στην Ελλάδα να αυξάνονταν ταχύτερα από το μέσο όρο της Ζώνης του Ευρώ, ωστόσο ταχύτερα αυξάνονταν και η παραγωγικότητα της εργασίας με αποτέλεσμα η συμβολή της αύξησης των μισθών στην ανταγωνιστικότητα από το 1995 και ύστερα να είναι σχεδόν ουδέτερη. Αντίθετα η συμβολή του ποσοστού κέρδους των ελληνικών εξαγωγικών εταιριών είναι μονίμως αρνητική. Οι εταιρείες δηλαδή προκειμένου να αυξήσουν τα περιθώρια κέρδους τους αύξαναν συστηματικά τις τιμές των προϊόντων τους με αποτέλεσμα να μειώνεται η ανταγωνιστικότητα τους. Όπως δείχνει το παρακάτω διάγραμμα η κερδοφορία έχει διαρκώς αρνητική επίπτωση στην ανταγωνιστικότητα από το 1995 και ύστερα:
Διάγραμμα 5
(η ίδια τάση συνεχίζεται μέχρι και το 2009 σύμφωνα με την έκθεση του ΙΝΕ ΓΣΕΕ 2009).
Ανακεφαλαιώνοντας, η Ελλάδα (και οι υπόλοιπες χώρες του Νότου) εμφανίζουν πρόβλημα ανταγωνιστικότητας εξ’ αιτίας της ανατίμησης του ευρώ, της ταχύτερης ανάπτυξης των οικονομιών τους από αυτή των εμπορικών τους εταίρων που είχε ως αποτέλεσμα γοργότερη αύξηση της ζήτησης σε σχέση με αυτή των βόρειων εταίρων τους και υψηλότερο πληθωρισμό. Η ταχύτερη αυτή ανάπτυξη ήταν απαραίτητη προκειμένου να επιτύχουν τη σύγκλιση με τις πιο πλούσιες χώρες της Ζώνης. Αντίθετα οι χώρες του κέντρου και ιδίως η Γερμανία με την περιοριστική πολιτική που άσκησαν όλα τα προηγούμενα χρόνια, με καθήλωση μισθών και των δημόσιων δαπανών εμφανίζουν μικρότερη ανάπτυξη και χαμηλότερη αύξηση της παραγωγικότητας.
Διάγραμμα 6
Η ισχνή ανάπτυξη της Γερμανίας μετά το 2004 με την οποία κατάφερε να μειώσει την ανεργία οφείλεται σχεδόν αποκλειστικά στην αύξηση των εξαγωγών της προς τις χώρες του ευρώ (αποτελούν τα 2/3 των εξαγωγών της) η οποία στηρίχθηκε στη συμπίεση των μισθών των εργαζομένων της.
Πιο συγκεκριμένα από τότε που μπήκαν στο ευρώ οι χώρες του Νότου απήλαυσαν τη δραστική μείωση των ονομαστικών επιτοκίων δανεισμού του δημοσίου τους και σε συνδυασμό με την αναδιάρθρωση του τραπεζικού τους τομέα, αντίστοιχα και στον ιδιωτικό τομέα. Αυτό είχε ως συνέπεια μία κατακόρυφη αύξηση του δανεισμού (ιδιωτικού και δημόσιου) που οδήγησε σε έκρηξη της οικοδομικής δραστηριότητας και του προστατευμένου από τον ανταγωνισμό τομέα των υπηρεσιών. Η ανάπτυξη που ακολούθησε αυτή την έκρηξη δανεισμού (ιδιωτικού, κυρίως για την Ισπανία και την Πορτογαλία, δημόσιου, περισσότερο για την Ελλάδα) συσσώρευσε υψηλά εμπορικά ελλείμματα τα οποία χρηματοδοτούνταν από το εξωτερικό. Τα πλεονάσματα των χωρών του κέντρου ανακυκλώνονταν υπό τη μορφή δανείων στο Νότο. Για χρόνια επικρατούσε η άποψη πως σε μία ενιαία νομισματική ζώνη η χρηματοδότηση των εμπορικών ελλειμμάτων εντός της Ζώνης δεν αποτελεί πρόβλημα. Ωστόσο αποδεικνύεται πως κάτι τέτοιον δεν ισχύει. Αφενός μεν γιατί μακροχρόνια οδηγεί σε μία όλο και μεγαλύτερη φυγή πόρων από τις ελλειμματικές χώρες στο εξωτερικό με τη μορφή τόκων και χρεολυσίων, περιορίζοντας την εγχώρια ανάπτυξη. Αφ’ εταίρου διότι η έκθεση σε όλο και μεγαλύτερο εξωτερικό δανεισμό μπορεί να αυξήσει το ασφάλιστρο κινδύνου καθιστώντας όλο και πιο ακριβό ή και απαγορευτικό το δανεισμό λόγω της ανόδου των επιτοκίων. Κατ’ αυτό τον τρόπο οδηγήθηκε σε πρακτική χρεοκοπία η Ελλάδα τις τελευταίες ημέρες.
Το ενδιαφέρον με την παραπάνω κατάσταση είναι πως οι αγορές μέχρι πρόσφατα δεν είχαν στείλει κάποιο μήνυμα στις ελλειμματικές χώρες προκειμένου να διορθώσουν τις ανισορροπίες τους. Συνέχισαν να δανείζονται με ιδιαίτερα χαμηλά επιτόκια, δανεισμό με τον οποίο διατηρούσαν μία υψηλή ανάπτυξη η οποία όμως διεύρυνε το εμπορικό τους έλλειμμα. Αντίθετα τα κράτη του Κέντρου και ιδίως η Γερμανία αύξαναν τις εξαγωγές τους εκμεταλλευόμενες τη ζήτηση από το Νότο γνωρίζοντας με τη σειρά τους ανάπτυξη παρά τη συμπίεση της εσωτερικής τους ζήτησης. Εάν υπήρχαν τα εθνικά νομίσματα τα κράτη της Νότιας Ευρώπης, μεταξύ των οποίων και η Ελλάδα δεν θα μπορούσαν να συσσωρεύσουν τόσο υψηλά εμπορικά ελλείμματα για τόσο μεγάλο διάστημα, χωρίς να υποστούν συναλλαγματική κρίση (αδυναμία χρηματοδότησης του εμπορίου τους), εξέλιξη βέβαια που θα τις οδηγούσε κατευθείαν στην πόρτα του ΔΝΤ. Όπως χαρακτηριστικά επισημαίνει ο Ιωακείμογλου:
«[…] η ΟΝΕ δεν λειτουργεί αρμονικά, όπως αρχικά είχε προβλεφθεί από τους οικονομολόγους της κυρίαρχης θεωρίας: η αρχιτεκτονική της ΟΝΕ οδηγεί σε σοβαρές αποκλίσεις στους κόλπους της ζώνης του ευρώ, οι αποκλίσεις αυτές δεν διορθώνονται εύκολα ελλείψει εθνικών νομισμάτων και απειλούν τη μακροχρόνια συνοχή της ζώνης του ευρώ.
Εάν έτσι έχουν τα πράγματα, πιθανές μεταρρυθμίσεις ώστε να υπάρξει πιστωτής τελευταίας καταφυγής, αξιόλογος κοινοτικός προϋπολογισμός, μεταφορά πόρων προς τις λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες κ.λπ., θα αποτελούν λύσεις που προσπαθούν να αντιμετωπίσουν τις επιπτώσεις του προβλήματος και όχι το ίδιο το πρόβλημα, που είναι βαθύτερο: το κοινό νόμισμα δημιουργεί ένα σύστημα εγγενώς εκτός ισορροπίας, ένα σύστημα που απειλείται διαρκώς από την άνιση συσσώρευση κεφαλαίου, δηλαδή από την άνιση ιστορική εξέλιξη, των χωρών μελών του». (Αυγή 28/02/2010).
Στη διεθνή αγορά υπάρχει τροποποίηση της τάσης εξίσωσης του ποσοστού κέρδους που χαρακτηρίζει τον καπιταλισμό καθώς ο ανταγωνισμός διαμεσολαβείται από τα εθνικά νομίσματα. Η λειτουργία του εθνικού νομίσματος επιτρέπει την αναπαραγωγή διαφορετικών ποσοστών κέρδους στις διαφορετικές χώρες καθώς προστατεύει (μέσω της υποτίμησης) τα λιγότερο παραγωγικά κεφάλαια από τα πιο ισχυρά. Έτσι οι επιχειρήσεις μίας λιγότερο αναπτυγμένης χώρας προστατεύονται από τον ανταγωνισμό που υφίστανται από τις πιο ισχυρές. Με τον ίδιο τρόπο μπορούν να ισοσκελίζεται και το εμπόριο. Όταν μία χώρα εμφανίζει εμπορικό έλλειμμα μπορεί να υποτιμήσει το νόμισμά της και να καταστήσει τις εισαγωγές πιο ακριβές και τις εξαγωγές της πιο φθηνές, εξαφανίζοντας με αυτό τον τρόπο το έλλειμμα χωρίς να βελτιώσει την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας της.
Στη Ζώνη του Ευρώ αυτή η δυνατότητα έχει εξαφανιστεί, με αποτέλεσμα οι πιο αδύναμες οικονομίες όπως της Ελλάδας να εκτεθούν πλήρως στον ανταγωνισμό των πιο ισχυρών χωρών του Κέντρου και του Βορρά. Αυτό είχε ως αποτέλεσμα οι λιγότερο ανταγωνιστικές χώρες του Νότου, να εμφανίζουν ένα χρόνιο και όλο και διευρυνόμενο εμπορικό έλλειμμα, σε αντιδιαστολή με τις χώρες του Κέντρου που εμφανίζουν συστηματικά πλεονάσματα (διάγραμμα 7):
(Η Ιρλανδία αποτελεί εξαίρεση λόγων των υψηλών ξένων άμεσων επενδύσεων που δεχόταν τα προηγούμενα χρόνια).
Ταυτόχρονα αυτή η γυμνή έκθεση των πιο αδύναμων χωρών στον ανταγωνισμό είχε μία σειρά συνέπειες για τις οικονομίες τους:
  • Την επιτάχυνση των αναδιαρθρώσεων, την εισαγωγή νέων τεχνολογιών στην παραγωγή προκειμένου να κλείσει το τεχνολογικό χάσμα και αύξηση της συγκέντρωσης και συγκεντροποίησης του κεφαλαίου στο εσωτερικό τους προκειμένου να δημιουργηθούν οικονομίες κλίμακας που θα μπορούν να σταθούν πιο αποτελεσματικά στον ανταγωνισμό.
  • Τη συστηματική προσπάθεια μείωσης του εργατικού κόστους με συμπίεση μισθών και απελευθέρωση της αγοράς εργασίας, την απασχόληση μαύρης εργασίας (κυρίως μεταναστών και νέων). Η επιτυχία όμως σε αυτό τον τομέα εξαρτάται από το επίπεδο της ταξικής πάλης σε κάθε χώρα. Η σχετική δύναμη του εργατικού κινήματος και της αριστεράς στην Ελλάδα δεν επέτρεψαν στην αστική τάξη και το κράτος να προχωρήσουν όσο γρήγορα θα ήθελαν, όπως πχ στη Γερμανία.
  • Την εξαγωγή κεφαλαίου και την μετεγκατάσταση επιχειρήσεων σε χώρες χαμηλότερου εργατικού κόστους και πιο αδύναμων νομισμάτων. Το σκληρό ευρώ διευκόλυνε ιδιαίτερα αυτή τη διαδικασία. Πιο συγκεκριμένα για τον ελληνικό καπιταλισμό ενισχύεται ιδιαίτερα η ιμπεριαλιστική-επεκτατική του τάση τα τελευταία χρόνια:
«Το ελληνικό κεφάλαιο πραγματοποιεί κατά τα τελευταία χρόνια σημαντικές άμεσες επενδύσεις στο εξωτερικό, κυρίως στις ΗΠΑ και τις χώρες της Βαλκανικής. Από τις αρχές του 21ου αιώνα η Ελλάδα έχει μετατραπεί σε καθαρή κεφαλαιοεξαγωγική χώρα, και μάλιστα σε σημαντικά υψηλότερο ποσοστό από τον μέσο όρο της ΕΕ, καθώς οι εκροές άμεσων ξένων επενδύσεων ξεπέρασαν σημαντικά τις αντίστοιχες εισροές (λόγω και της μικρής αύξησης των εισροών άμεσων ξένων επενδύσεων).
Ιδιαίτερη σημασία έχουν οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στις βαλκανικές χώρες (Ρουμανία, Βουλγαρία, Αλβανία, Π. Γ. Δ. της Μακεδονίας, Ο. Δ. της Γιουγκοσλαβίας), όπου δραστηριοποιούνται περισσότερες από 3.500 επιχειρήσεις ελληνικών συμφερόντων, οι οποίες έχουν επενδύσει εκεί το μεγαλύτερο τμήμα από τα ελληνικά αποθέματα εκροών άμεσων ξένων επενδύσεων (συνολικά 7.027 εκατ. δολάρια, ή 5% του ελληνικού ΑΕΠ το 2002, σύμφωνα με στοιχεία της UNCTAD): Καθώς η Ελλάδα αναδεικνύεται σε μια από τις σημαντικότερες κεφαλαιοεξωγωγικές χώρες στην περιοχή, οι ελληνικές άμεσες επενδύσεις στα Βαλκάνια αποκτούν όχι μόνον οικονομική αλλά και γεωπολιτική βαρύτητα, εξασφαλίζοντας σημαντικές οικονομικές, πολιτικές και στρατηγικές “επιρροές”». (Αποτελεί ο «αντιιμπεριαλισμός» αριστερή ιδεολογία και πολιτική; Περιοδικό ΘΕΣΕΙΣ, Τεύχος 88, περίοδος: Ιούλιος – Σεπτέμβριος 2004 )
Σύμφωνα με την Ετήσια Έκθεση του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ-ΑΔΕΔΥ (2006), κατά την περίοδο 2003-2006 μετεγκαταστάθηκαν από την Κεντρική, Ανατολική και Δυτική Μακεδονία σε Βαλκανικές χώρες (είτε υπό ένταξη στην Ε.Ε είτε τρίτες χώρες) 3.000 επιχειρήσεις, με αποτέλεσμα την απώλεια, κατά τη συγκεκριμένη περίοδο, στις προαναφερόμενες διοικητικές-γεωγραφικές περιφέρειες 60.000 θέσεων εργασίας.
  • Την τριτογενοποίηση της οικονομίας με ώθηση του τομέα των υπηρεσιών και της οικοδομής, κλάδοι που είναι πιο προστατευμένοι από τον διεθνή ανταγωνισμό (στην Ελλάδα ο τομέας των υπηρεσιών αντιστοιχεί στο 75,8 του ΑΕΠ και της γεωργίας στο 3,4%)
  • Αύξηση της ανεργίας καθώς ένα όλο και πιο μεγάλο μέρος της εγχώριας ζήτησης καλύπτεται από εισαγωγές και όχι από εσωτερική παραγωγή. Έτσι εξηγείται εν μέρει η συστηματικά υψηλότερη ανεργία των χωρών του Νότου από εκείνων του Κέντρου και του Βορρά.
Εδώ χρειάζεται να επισημάνουμε πως οι παραπάνω τάσεις εμφανίζονται και εντός μίας εθνικής οικονομίας. Ωστόσο εκεί δρουν παράλληλα και μία σειρά αντεπιδραστικές τάσεις που μετριάζουν η ακυρώνουν τις συνέπειές των πρώτων. Υπάρχει μεγάλη κινητικότητα του εργατικού δυναμικού προς τις πιο γοργά αναπτυσσόμενες περιοχές (εσωτερική μετανάστευση) καθώς και μεταφορά πόρων αλλά και κινήτρων στις επιχειρήσεις για επενδύσεις στις λιγότερο αναπτυγμένες περιφέρειες. όλα αυτά εξασφαλίζονται από τον κεντρικό οικονομικό σχεδιασμό, την ενιαία φορολογική πολιτική και προϋπολογισμό που εξασφαλίζει το ενιαίο κράτος, στόχος του οποίου είναι η διατήρηση της κοινωνικής και πολιτικής συνοχής ενός γεωγραφικού χώρου (έθνος). Στη Ζώνη του Ευρώ όμως, απουσία όλων αυτών οι παραπάνω εγγενής ανισορροπίες έχουν συσσωρεύσει τεράστια ελλείμματα στις χώρες του Νότου τα οποία χρηματοδοτούνται με εξωτερικό δανεισμό. Η διεθνής συγκυρία το προηγούμενο διάστημα βοήθησε στο να συγκαλύπτονται για μεγάλα διαστήματα αυτές οι στρεβλώσεις. Πιο συγκεκριμένα η δυναμική ανάπτυξη του παγκόσμιου καπιταλισμού όλα τα προηγούμενα χρόνια οδήγησε σε σημαντική αύξηση των κερδών που αναζητούσαν αξιόλογες επενδυτικές ευκαιρίες και πτώση του κόστους του χρήματος διεθνώς. Τα κέρδη αυτά ανακυκλώνονταν, διαμέσου των τραπεζών στις χώρες του Νότου (και όχι μόνο) με τη μορφή δανεισμού, ιδιωτικού και δημόσιου. Η συμμετοχή των χωρών αυτών στην ΟΝΕ εκλείφθηκε από τις διεθνής αγορές ως ένδειξη υψηλής ασφάλειας και χαμηλού ρίσκου αφού προεξοφλούνταν η στήριξη από τις ισχυρές χώρες όπως η Γερμανία , με αποτέλεσμα τα επιτόκια να καταρρεύσουν. Πιο συγκεκριμένα το spread ανάμεσα στα επιτόκια των ελληνικών δεκαετών ομολόγων σε σχέση με των αντίστοιχων γερμανικών από 1800 μονάδες βάσης τον Μάη του 1993, πριν την επικύρωση της συνθήκης του Μάστριχτ, έπεσε σχεδόν στις μηδέν τον Μάιο του 2001.
Διάγραμμα 8


Επίλογος
Με βάση τα παραπάνω μπορούμε να κατανοήσουμε το αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται αυτή τη στιγμή ο ελληνικός καπιταλισμός αλλά και η ΟΝΕ. Τα προβλήματα του πρώτου δεν οφείλονται απλά και μόνο στο σπάταλο ελληνικό δημόσιο, πόσο μάλλον στους δήθεν υψηλά αμειβόμενους Έλληνες εργαζόμενους. Η διεθνής κρίση ανέδειξε διάπλατα τις θεμελιώδης αδυναμίες της αρχιτεκτονικής του ευρώ. Από τη μία η Γερμανία θέλει να καταστήσει παράδειγμα την ελληνική χρεοκοπία προς τις άλλες χώρες, πουλώντας ακριβά την οικονομική στήριξη προς την Ελλάδα, με τη μορφή ενός σαρωτικού πακέτου νεοφιλελεύθερων μεταρρυθμίσεων. Από την άλλη με αυτό τον τρόπο ρισκάρει να προκαλέσει ένα ντόμινο καταρρεύσεων με άμεσους υποψήφιους την Πορτογαλία και την Ισπανία, κάτι που θα έθετε σε κίνδυνο την ίδια την ΟΝΕ.
Ακόμα και έτσι όμως η όποια βοήθεια δοθεί στην Ελλάδα δεν θα λύσει τα δομικά προβλήματα της Ζώνης του Ευρώ. Αντίθετα η απόφαση της ελληνικής κυβέρνησης, με τη συμφωνία των υπόλοιπων Ευρωπαίων ηγετών και του ΔΝΤ, να βελτιώσουν την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας διαμέσου της διαβόητης εσωτερικής υποτίμησης, δηλαδή της μείωσης των μισθών έως και 20% θα προκαλέσει μία πρωτοφανή ύφεση, με εκτόξευση της ανεργίας στο 20% και πάνω, για πολλά χρόνια. Σύμφωνα με μία έκθεση του ΔΝΤ για την αξιολόγηση της παρέμβασής του στην Αργεντινή ( THE IMF AND ARGENTINA, 1991–2001 Evaluation Report / http://www.imf.org) η προσπάθεια της χώρας με τη στήριξη του ταμείου, να διατηρήσει την πρόσδεση του νομίσματός της στο δολάριο (σε ισοτιμία 1 προς 1), τη στιγμή μάλιστα που το τελευταίο ανατιμώνταν, οδήγησε σε τριετή βαθιά ύφεση (1998 – 2001), η οποία κατέληξε στη χρεοκοπία με τα γνωστά σε όλους μας αποτελέσματα.
Σε κάθε περίπτωση η παρούσα κρίση του ελληνικού καπιταλισμού είναι πολύ βαθιά. Το ξεπέρασμα της απαιτεί τη μαζική απαξίωση, πτώχευση της εργασίας. Τα μέτρα που θα εφαρμόσει το επόμενο διάστημα η κυβέρνηση δεν επιβάλλονται έξωθεν, από το ΔΝΤ και τις Βρυξέλλες. Η ελληνική αστική τάξη και το κράτος είναι αναγκασμένη να πάρει αυτά τα μέτρα προκειμένου να στήσει τον καπιταλισμό και πάλι στα πόδια του. Το ΔΝΤ και η Κομισιόν προσφέρουν μία χείρα βοηθείας στο κράτος με τη μορφή δανείων και ιδεολογικής κάλυψης προκειμένου να διευκολυνθεί η εφαρμογή των μέτρων κατεδάφισης των εργατικών δικαιωμάτων. Ο ρόλος της αριστεράς δεν είναι να καταθέτει προτάσεις για την αποτελεσματικότερη λειτουργία της ευρωζώνης, ούτε να αναζητεί φθηνότερους δανειστές για το ελληνικό κράτος, αλλά να συνεισφέρει στην οργάνωση των δυνάμεων της εργασίας και της νεολαίας στην αντίσταση ενάντια στα νέα μέτρα. Προβάλλοντας ταυτόχρονα αντικαπιταλιστικό πρόγραμμα πάλης που θα απαντάει στα εκβιαστικά αλλά πλαστά διλήμματα των αστών και της κυβέρνησης. Στο τρίτο και τελευταίο μέρος αυτού του κειμένου θα σταθούμε στην τοποθέτηση μερίδων της αριστεράς απέναντι στην ΕΕ και το ευρώ αναφορικά με την οικονομική κρίση και τις στρατηγικές ξεπεράσματος της.
Δημήτρης Τσ.
Πηγές
EUROZONE CRISIS: BEGGAR THYSELF AND THY NEIGHBOUR, C. Lapavitsas, A. Kaltenbrunner, D. Lindo, J. Michell, J.P. Painceira, E. Pires, J. Powell, A. Stenfors, N. Tele
Η ελληνική οικονομία και η απασχόληση, ετήσια Έκθεση 2009 INE ΓΣΕΕ
Ανταγωνιστικότητα και Απασχόληση: η ανάγκη ενός νέου αναπτυξιακού υποδείγματος, Τετράδια του ΙΝΕ ΓΣΕΕ Τεύχος 26 Απρίλιος 2006.
Η ελληνική οικονομία κατά το 2007-2008, ΙΝΕ ΓΣΕΕ
Νομισματική πολιτική 2009 – 2010, έκθεση της Τράπεζας της Ελλάδας Μάρτιος 2010
Adjustment Difficulties in the GIPSY, Club CEPS Working Document No. 326/March 2010. Daniel Gros.

Δεν υπάρχουν σχόλια: