Τετάρτη 13 Ιουλίου 2011

Η αριστερή στρατηγική απέναντι στην κρίση


ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ (10/7/2011)
Του Χρήστου Λάσκου

Οι κομμουνιστές ξεχωρίζουν από τα άλλα προλεταριακά κόμματα [...] επειδή στους διάφορους εθνικούς αγώνες των προλετάριων προβάλλουν και προωθούν τα κοινά και ανεξάρτητα από εθνικότητα συμφέροντα του προλεταριάτου ως σύνολο...
Μανιφέστο του Κομμουνιστικού Κόμματος

Είναι γνωστό πως, εδώ και ενάμιση χρόνο τουλάχιστον, στο πλαίσιο της ελληνικής Αριστεράς συγκρούονται δύο κύριες οπτικές, σε ό,τι αφορά την κρίση και την απάντηση σε αυτήν.
Στην πραγματικότητα, βέβαια, η διαμάχη ως προς τα βασικά της συστατικά έρχεται από πολύ παλιά, αναπαράγοντας στο όριο τις αντιπαραθέσεις της δεκαετίας του ’30 --της περιόδου της Μεγάλης Ύφεσης-- περί καπιταλιστικής ή αστικοτσιφλικάδικης Ελλάδας ή, διαφορετικά, τις διαφωνίες σχετικά με τον χαρακτήρα της επανάστασης, σοσιαλιστικό ή αστικοδημοκρατικό. Αυτή η διαμάχη συνεχίστηκε για τα επόμενα ενενήντα σχεδόν, χρόνια αντιπαραθέτοντας «αντιιμπεριαλιστές» με «αντικαπιταλιστές», «καθαρούς» ή σε μίγματα διάφορων αναλογιών. Δεν σκοπεύω να αναπτύξω εδώ αυτήν τη θεματική, βέβαια. Η ιστορία μπορεί να περιμένει όταν οι συνθήκες είναι τόσο πιεστικές όσο οι τωρινές. Για όποιον όμως ενδιαφέρεται παραπέμπω στο βιβλίο του Παντελή Πουλιόπουλου, από το μακρινό 1934, με τίτλο Δημοκρατική ή σοσιαλιστική επανάσταση στην Ελλάδα; και ιδίως το κεφάλαιο με τίτλο «Το ιλαροτραγικό πρόγραμμα της ελληνικής «δημοκρατικής διχτατορίας»».

***
Οι δύο βασικές γραμμές λοιπόν, που διατρέχουν τη σημερινή συζήτηση, νομίζω πως σχηματικά πολώνονται γύρω από το ζήτημα της Ευρώπης. Προσοχή! Επειδή πολλές φορές υπάρχει η αίσθηση πως κεντρικό είναι το ζήτημα της «στάσης πληρωμών» ή όχι, έχει σημασία να διευκρινιστεί εξαρχής πως αυτό είναι ένα θέμα απολύτως ήσσονος σημασίας. Κατά κύριο λόγο, μάλιστα, αφορά την τακτική της διαπραγμάτευσης, τη στιγμή που το ουσιώδες είναι το ποιος είναι αυτός που θα διαπραγματευθεί. Το θέτω συνεπώς εντός παρενθέσεως, θεωρώντας πως ήδη έχει υπάρξει μια μεγάλη σειρά επιχειρημάτων --περισσότερων από όσα του άξιζαν-- που αναδεικνύουν τα σχετικά προβλήματα.
Ας επιχειρήσουμε λοιπόν να ορίσουμε του δύο πόλους της σημερινής διαμάχης. Κατά την άποψη του Κώστα Λαπαβίτσα,1 ο ένας πόλος είναι αυτός των ευρωπαϊστών (ένθερμων ή απρόθυμων) και ο άλλος ο δικός του, ο οποίος δεν προσδιορίζεται όμως με κάποιο ιδιαίτερο όνομα. Αυτή η έλλειψη μπορεί να εξηγηθεί είτε γιατί είναι προφανές περί τίνος πρόκειται είτε γιατί υπάρχει το πρόβλημα του τι είναι το αντίθετο του «ευρωπαϊσμού», και ιδίως του «επαναστατικού ευρωπαϊσμού», όπως ονομάζει ο ίδιος τον ένα από τους δύο «ευρωπαϊσμούς», τον απρόθυμο. Νομίζω πως έχουμε, χωρίς αμφιβολία, να κάνουμε με το δεύτερο: τη δυσκολία δηλαδή του αυτοπροσδιορισμού όσων δεν είναι «ευρωπαϊστές», πολύ περισσότερο όταν το σύνολο σχεδόν της ευρωπαϊκής αντικαπιταλιστικής Αριστεράς --χωρίς να αναφερθούμε καν στο ΚΕΑ-- αποτελείται από «επαναστάτες ευρωπαϊστές».
Βέβαια, οι τελευταίοι επ’ ουδενί αισθάνονται «ευρωπαϊστές», όπως φαντάζομαι και ο Λαπαβίτσας, κατ’ αντίστιξη, δεν νιώθει «εθνικιστής» -- να, ωστόσο, το όνομα που λείπει, αν αποδεχτούμε τη συγκεκριμένη λογική της δικής του ονοματοθεσίας.
Όπως σημειώνει η Özlem Onaran,2μεταξύ των αντικαπιταλιστικών δυνάμεων στην Ευρώπη έχει εγκαθιδρυθεί μια συμφωνία σχετικά με τη στρατηγική απέναντι στην κρίση γύρω από τέσσερις άξονες: α) αντίσταση απέναντι στις πολιτικές λιτότητας και τις περικοπές, β)ένα ριζικά προοδευτικό-αναδιανεμητικό φορολογικό σύστημα και ελέγχους στην κίνηση του κεφαλαίου, γ) κοινωνικοποίηση και δημοκρατικό έλεγχο των τραπεζών και δ) δημοκρατικό έλεγχο του χρέους με στόχο τη διαγραφή του σε ευρωπαϊκό επίπεδο.
Η λογική αυτής της ευρείας συμφωνίας στο πλαίσιο της ευρωπαϊκής Αριστεράς συνίσταται στην προφανή διαπίστωση πως ο διεθνής χαρακτήρας της επίθεσης του κεφαλαίου επιτάσσει πως η αντίσταση θα πρέπει εξίσου να οργανωθεί σε διεθνές επίπεδο. Απέναντι στην πολυεθνική άρχουσα τάξη της Ευρώπης, μια διεθνιστική απάντηση μπορεί να διαμορφώσει μια πολύ ισχυρότερη εναλλακτική συγκριτικά με αντίστοιχες εθνικές στρατηγικές.
Διαπιστώνετε κάτι ιδιαίτερα «ευρωπαϊστικό» σε αυτή την τοποθέτηση; Εγώ, πάλι, όχι. Αντίθετα, ακριβώς, διακρίνω μια σοβαρή έγνοια να διασφαλιστούν δύο ουσιώδεις προϋποθέσεις για μια αποτελεσματική αριστερή απάντηση: η ενότητα του μεγαλύτερου δυνατού αριθμού δυνάμεων στη σύγκρουση με το κεφάλαιο και η αποφυγή επιλογών, που είναι απολύτως αποδεδειγμένο ιστορικά πως αντιστοιχούν πολύ περισσότερο σε εθνικιστικά και δεξιόστροφα κινήματα -- ειδικά, μάλιστα, σήμερα που ο εθνικισμός αναπτύσσεται ραγδαία στο κέντρο της Ευρώπης και η άκρα Δεξιά ξαναγίνεται ισχυρός κίνδυνος. Ακριβώς γι’ αυτό, η πρόταξη της αντίστασης και των ταξικών πλευρών, που τίθενται πρώτες από την ίδια την ιεράρχηση των αξόνων, διασφαλίζει μια αριστερή πρόσληψη του προγράμματος.
***
Έναντι αυτών τι προτείνει η άλλη πλευρά; Νομίζω, εν πολλοίς, προτείνει την έξοδο από το ευρώ (με αιχμή του δόρατος τη στάση πληρωμών, αλλά, όπως ήδη τόνισα, αυτό δεν έχει στρατηγικό χαρακτήρα). Όλα τα υπόλοιπα (κρατικοποιήσεις, έλεγχοι κεφαλαίων, βιομηχανική πολιτική κλπ) στην πραγματικότητα έχουν ως απόλυτη προϋπόθεση το πρώτο. Η ιδέα, συνεπώς, εύκολα συγκεντρώνεται στο δίπολο «δραχμή + αριστερή κυβέρνηση» στο πλαίσιο του εθνικού κράτους.
Η έξοδος από το ευρώ, όπως πολλές φορές έχει υποστηριχθεί, θα έχει ως πρώτη συνέπεια τη δυνατότητα άσκησης νομισματικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της ανταγωνιστικότητας της ελληνικής οικονομίας. Επειδή, προφανώς, η μείζων αυτή επιλογή δεν έχει καμιά σχέση με ο,τιδήποτε θα θύμιζε Αριστερά έρχεται ο δεύτερος προσθετέος της φόρμουλας, η «αριστερή κυβέρνηση» δηλαδή, με το πρόγραμμά της. Μόνο που κι εκεί είναι πολλά τα προβλήματα. Γιατί ο προτεινόμενος κρατικός καπιταλισμός, παρόλο που πολλές φορές έχει διακηρυχθεί πως αποτελεί πρόκριμα για το σοσιαλισμό, ποτέ δεν εξηγήθηκε, ούτε ακροθιγώς, το πώς και το γιατί. Παρομοίως, το γιατί μια πρόταση κρατικού καπιταλισμού σε εθνικό επίπεδο συνιστά αντικαπιταλιστική κίνηση είναι εξίσου μυστηριώδες. Ο στόχος της «εθνικής ανεξαρτησίας» --ό,τι κι αν σημαίνει αυτό-- είναι απολύτως σαφής. Ο στόχος της ενίσχυσης της θέσης του ελληνικού καπιταλισμού στο πλαίσιο του διεθνούς καταμερισμού εργασίας, επίσης.
Το ταξικό περιεχόμενο αυτής της πολιτικής, αντίθετα, δεν είναι καθόλου σαφές. Πολύ περισσότερο, μάλιστα, όταν όλη αυτή την ανάλυση τη διατρέχει η αντίληψη πως ο έσχατος αντίπαλος είναι οι «πιστωτές» και όχι η καπιταλιστική τάξη. Είναι πολύ ενδεικτικό, από αυτή την άποψη, πως καθόλου δεν προβάλλεται το γεγονός πως ενώ οι γαλλικές και γερμανικές τράπεζες --οι χειρότεροι των «πιστωτών»-- έχουν απαιτήσεις κάποιων δεκάδων δισεκατομμυρίων ευρώ, οι έλληνες καπιταλιστές --και όχι μόνον οι μεγάλοι-- διαθέτουν σε καταθέσεις στο εξωτερικό, παράκτιες εταιρίες και ρευστότητα του εφοπλιστικού κεφαλαίου χρηματικά ποσά που μετρούνται σε τρις (χωρίς να συνυπολογίσουμε την υπόλοιπη περιουσία τους) και τα οποία θα απέδιδαν σε φόρους ποσά πολλαπλάσια του συνολικού ελληνικού χρέους. Όπως, επίσης, είναι ενδεικτικό πως η πρόταξη, από τη δική μας πλευρά, των ζητημάτων της αναδιανομής και της άγριας φορολόγησης του κεφαλαίου και του πλούτου θεωρείται «συνδικαλιστική», ενώ είναι προφανές πως αυτό που παίζεται κατεξοχήν είναι το να αποφύγουν ακριβώς «αυτοί» να πληρώσουν τόσο το χρέος όσο και την κρίση. Γιατί, ακόμη και στην περίπτωση της ολικής διαγραφής του χρέους, «αυτοί» είναι που κυρίως θα ευνοηθούν, εκτός και αν στοχοποιηθούν με συστηματικό τρόπο, κάτι με το οποίο οι υποστηρικτές της «εξόδου» ελάχιστα ασχολούνται.
Πράγμα απολύτως λογικό, βέβαια, αν σκεφτούμε πως, για τον Λαπαβίτσα, «[η] κρίση οφείλεται στις αδυναμίες της ελληνικής αστικής τάξης... Η απώλεια ανταγωνιστικότητας, το έλλειμμα τρεχουσών συναλλαγών, η ροπή προς την ιδιωτική κατανάλωση, ο υπερδανεισμός των νοικοκυριών, η γιγάντωση των τραπεζών (! Χ.Λ.) μέσα στο σύστημα του ευρώ συνιστούν την ουσία του ελληνικού προβλήματος... Από θέσεως αδυναμίας, η ελληνική άρχουσα τάξη αποδέχτηκε το Μνημόνιο» (Η Αυγή, 10.10.2010). Η ελληνική άρχουσα τάξη απολαμβάνοντας τη μεγαλύτερη κερδοφορία στην Ευρωπαϊκή Ένωση, έχοντας τη χρηματική «επιφάνεια», στην οποία αναφερθήκαμε ήδη, διεισδύοντας ισοπεδωτικά στις οικονομίες των γειτονικών χωρών σε ποσοστά ασύλληπτα, παρ’ όλα αυτά θεωρείται «αδύναμη», και μάλιστα η «αδυναμία» της γίνεται αίτιο της ελληνικής κρίσης, φέρνοντάς τη στη δυσάρεστη θέση να αποδεχτεί το Μνημόνιο! Το γεγονός πως το τελευταίο δουλεύει ως η τέλεια μηχανή για τα δικά της συμφέροντα, σε βαθμό που ούτε στα πιο τρελά της όνειρα δεν θα μπορούσε να φανταστεί, προφανώς είναι, επίσης, ένδειξη «αδυναμίας».
Εδώ βρίσκεται το κύριο σημείο διαχωρισμού των δύο αναλύσεων. Γιατί η ανάλυση της «εξόδου» αυτό που προσάπτει στον ελληνικό καπιταλισμό είναι πως «απέτυχε», ενώ είναι προφανές πως, σε ό,τι αφορά αυτό που κάνει το κεφάλαιο να είναι κεφάλαιο, η δυνατότητά του δηλαδή να εκμεταλλεύεται την εργασία, η επιτυχία του είναι περιφανής. Και, από αυτή την άποψη, η ανάλυση αυτή προσομοιάζει ιδιαίτερα με αυτήν της κυβέρνησης. Τι λέει η κυβέρνηση; Το πρόβλημα είναι η «ανταγωνιστικότητα» και το δημόσιο χρέος («χρεοκοπία του μοντέλου ανάπτυξης»). Τι λέμε εμείς; Το πρόβλημα είναι η ακραία εκμετάλλευση και η ανισότατη διανομή. Να πληρώσουν αυτοί!
Γι’ αυτό και από την πρώτη στιγμή επιχειρήσαμε να μετατοπίσουμε την ατζέντα της συζήτησης μακριά από αυτά που έθετε η κυβέρνηση, χωρίς να βοηθηθούμε καθόλου, προφανώς, από όσους μας κατήγγελαν πως «δεν καταλαβαίναμε την ιδιοτυπία της ελληνικής κρίσης, γενικολογώντας». Γι’ αυτό, από την πρώτη στιγμή, επιμείναμε στον διεθνή προσανατολισμό, κατανοώντας την κοινότητα της ταξικής διάστασης της ευρωπαϊκής κρίσης. Γι’ αυτό εμμένουμε να μιλάμε με παραδοσιακούς μαρξιστικούς όρους για παγκόσμια καπιταλιστική κρίση υπερσυσσώρευσης, υπογραμμίζοντας πως μια εκτεταμένη διαδικασία καταστροφής κεφαλαίου θα τεθεί αναγκαστικά σε κίνηση προκειμένου να περάσει το σύστημα σε νέα φάση συσσώρευσης.
***
Δεδομένων των προηγουμένων είναι, νομίζω, σαφές, γιατί η ευρωπαική ριζοσπαστική Αριστερά δεν μπορεί να προσχωρήσει σε ιδέες που αναπτύσσονται με κέντρο μια στρατηγική «εξόδου». Γιατί απορρίπτει, δηλαδή, αυτό τον ιδιότυπο «μονεταρισμό», που δαιμονοποιώντας ένα νόμισμα επιτρέπει την απόκρυψη των καπιταλιστικών σχέσεων, οι οποίες είναι η αιτία των προβλημάτων -- και, μάλιστα, στην περίπτωσή μας, η άμεση αιτία.
Φυσικά, ενός κακού μύρια έπονται. Έτσι, και εδώ, η όλη στρατηγική πρόταση που ακολουθεί τη βασική ιδέα της «εξόδου» εμφορείται από στοιχεία στα οποία η ριζοσπαστική Αριστερά έχει επί πολύ ασκήσει δριμεία και αποδομητική κριτική. Κατά μία έννοια, ό,τι καταδικάζονταν στη θεωρία του κρατικομονοπωλιακού καπιταλισμού και του λαϊκομετωπισμού επανέρχεται ως σύγχρονη αριστερή πρόταση.
Ας θυμηθούμε λοιπόν πως η κριτική που ασκήθηκε κατά τη διάρκεια της κρίσης της δεκαετίας του ’70 στις κυρίαρχες τότε δυνάμεις της Αριστεράς απέδιδε στη στρατηγική των τελευταίων ένα τρίπτυχο ιδεών, που βρίσκονταν στη βάση της παταγώδους αποτυχίας τους να υπερασπιστούν τότε τα συμφέροντα της εργατικής τάξης: οικονομισμός-κρατισμός-κυβερνητισμός.
Τι γίνεται σήμερα;
α) Η συζήτηση κινδυνεύει να εγκλωβιστεί σε ένα ψευτοδίλημμα περί του κατάλληλου λαϊκού (!) νομίσματος. Λες και η υποτιμημένη δραχμή δεν θα «συμπεριφέρεται», για κάποιο μυστηριώδη λόγο, με βάση τους κοινωνικοταξικούς συσχετισμούς, που δομούν τον ελληνικό κοινωνικό σχηματισμό. Η αντιμετώπισή της ως σχεδόν «υπερόπλου» εναντίον του γερμανικού πυρήνα (!) ή τουλάχιστον ως της απόλυτης προϋπόθεσης γαι τη σωτηρία «μας» συνιστά κλασικό οικονομισμό και, μάλιστα, εξαιρετικά ρηχό.
β) Η κεντρική θέση που καταλαμβάνει το κράτος στη στρατηγική της «εξόδου» δεν την διαφοροποιεί σε τίποτε, μα τίποτε, από την κρατιστική εμμονή π.χ. του Γαλλικού ΚΚ τη δεκαετία του ’70 πως η αλλαγή στον «κάτοχο» του κρατικού μηχανισμού είναι ικανότατος όρος για την εφαρμογή μιας άλλης πολιτικής. Νομίζω πως μια τέτοια θέση, εκτός του ό,τι σπέρνει ψευδαισθήσεις που γρήγορα καταρρέουν συμπαρασύροντας και τους υποστηρικτές τους, μας απομακρύνει τόσο πολύ από τον καταστατικό αντικρατισμό μας, από την αντιμετώπιση του κράτους, για να θυμηθούμε τον Μαρξ, ως «τρομερού τέρατος», που γίνεται επικίνδυνη. Είμαστε τόσο αντικρατιστές όσο ακριβώς και αντικαπιταλιστές ή δεν είμαστε τίποτε. Επιδιώκουμε από τώρα να δομήσουμε μορφές κοινωνικής παρέμβασης και οικονομικής αυτοοργάνωσης εκτός και σε αντιπαλότητα με το κράτος ή συνεργούμε στην εγκαθίδρυση ενός εθνικο-κρατικού καπιταλισμού. Γι’ αυτό κι εμείς στο ΣΥΝ έχουμε τόσο μεγάλη εμμονή στην πρόταξη των ιδεών της οικονομίας των αναγκών και της κοινωνικής και αλληλέγγυας οικονομίας. Γι’ αυτό δεν παθιαζόμαστε από παραγωγικές ανασυγκροτήσεις και βιομηχανικές πολιτικές -- εκτός εάν, ενάντια σε όλη την παραγωγιστική και παρωχημένη αριστερή παράδοση του παρελθόντος, εννοούμε ανασυγκροτήσεις και πολιτικές που αφορούν τη δόμηση των παραγωγικών σχέσεων και όχι την «ανταγωνιστικότητα» της χώρας. Τίποτε στην πρόταση της «εξόδου» δεν πείθει για το τελευταίο.
γ) Είναι διάχυτη η άποψη πως η αλλαγή στο κυβερνητικό επίπεδο, η εκλογή μιας αριστερής κυβέρνησης, είναι καθοριστικό βήμα για όσα προτείνονται. Έτσι επιλύεται ένα πρόβλημα χωρίς καν να τεθεί. Ακόμη χειρότερα, αντικειμενικά ενισχύεται ο εγγενής κυβερνητισμός της όλης Αριστεράς. Κι όταν λέω όλης δεν εξαιρώ προφανώς ούτε τη δική μας. Κάθε άλλο, μάλιστα. Ο κυβερνητισμός, όμως, είναι μείζων κίνδυνος. Γιατί αποτρέπει από την επιδίωξη του ουσιώδους, που δεν είναι άλλο από την πραγματική είσοδο των μαζών στην πολιτική, από την αναζήτηση εκείνων των μορφών που προσιδιάζουν στις απαιτήσεις εκτεταμένης και ουσιαστικής συμμετοχής, οι οποίες βρίσκονται στη βάση οποιουδήποτε χειραφετητικού εγχειρήματος. Τη στιγμή που ο κόσμος κινητοποιείται με πρωτοφανή τρόπο στις πλατείες, ανοίγοντας αφάνταστες μέχρι λίγες μέρες πριν δυνατότητες, κάποιοι μεταξύ μας θεωρούν πρώτο το ζήτημα της αριστερής κυβέρνησης. Αλήθεια, τι είναι μια «αριστερή κυβέρνηση»;
δ) Στη βάση της όλης στρατηγικής σύλληψης της «εξόδου» βρίσκεται ένας κλασικού τύπου λαϊκομετωπισμός. Πολλές φορές μάλιστα είναι και ομολογημένος. Ο ελληνικός «λαός», έτσι αδιαφοροποίητα, πλην μιας δράκας μεγαλοκαρχαριών, έχει συμφέρον να αντιταχθεί στην κυρίαρχη πολιτική. Έτσι, για μια ακόμη φορά, ο ταξικός χαρακτήρας των γεγονότων εξατμίζεται αφήνοντας να κυριαρχεί η εικόνα μιας «χώρας» που δέχεται επίθεση πανταχόθεν -- γι’ αυτό, άλλωστε, τόσο συχνά τονίζεται η ανάγκη συνειδητής συμπερίληψης της «εθνικής» διάστασης των πραγμάτων. Μόνο που, αντί να συμπεριλαμβάνεται, η «εθνική» διάσταση κατακυριαρχεί καθορίζοντας τα πάντα. Η «Σπίθα» είναι ο λογικός πολιτικός αποδέκτης, ανεξαρτήτως προθέσεων. Αν και για ένα σημαντικό τμήμα οπαδών της «εξόδου» αυτό, μάλλον, δεν συνιστά πρόβλημα.
ε) Έτσι, όμως, αγνοείται η ανάγκη να δούμε ποιός πραγματικά κοινωνικά είναι με ποιόν και ποιός, παρά τα επιφαινόμενα, δεν είναι. Αντιγράφοντας τον Π. Λ. Ρυλμόν, νομίζω μαζί του πως, «τα ανώτερα κοινωνικά στρώματα και το μεγαλύτερο μέρος των μεσαίων στρωμάτων αποδέχονται την επιδείνωση της ανισότητας ως προς το εισόδημα και τις κοινωνικές υπηρεσίες, όπως αποδέχονται την αύξηση της ανεργίας και την επέκταση της φτώχειας. Παρόλο που οι επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης και των πολιτικών που τη διαχειρίζονται έχουν για όλο σχεδόν τον πληθυσμό κάποιες αρνητικές επιπτώσεις, η επιδείνωση των ανισοτήτων που επιβάλλουν αυτές οι πολιτικές, υποστηρίζεται και γίνεται δεκτή με ενθουσιασμό από τη συντριπτική πλειοψηφία των προνομιούχων [...]. Στις επιχειρήσεις [μεγάλες και μικρές] βρίσκεται σε εξέλιξη ένα σαρωτικό σχέδιο απολύσεων όσων υπερασπίζονται τα νόμιμα δικαιώματα των εργαζομένων [...]. Οι εκκλήσεις επομένως για παλλαϊκή ενότητα σε αυτές τις συνθήκες αποτελούν υπεκφυγές, από όπου κι αν προέρχονται» (Η Εποχή, 1.5.2011).

***

Ας το ξαναπούμε, λοιπόν. Η όλη ανάλυση, που τονίζει τα νομίσματα, τα ισοζύγια πληρωμών και τις διεθνείς μακροοικονομικές ανισορροπίες δεν μπορεί παρά να τοποθετεί στο κέντρο τη δι-εθνική «κλοπή αξίας» στη θέση της υπεραξίας και της εκμετάλλευσης, να προτάσσει δηλαδή την ανισότητα μεταξύ «κέντρου» και «περιφέρειας» σε μια νέα, όχι και πολύ ιδιότυπη, εκδοχή της ανδρεοπαπανδρεϊκής «ανάλυσης» της δεκαετίας του ’70 που, ως γνωστόν, έφερε «το ΠΑΣΟΚ στην κυβέρνηση, το λαό στην εξουσία» εγκαθιδρύοντας τον «σοσιαλισμό στις 18». Κι ας έφαγαν οι μαρξιστές την ψυχή τους για να δείξουν περί ποίων ασυναρτησιών επρόκειτο. Κι ας είναι απολύτως φανερό πως οι «μακροοικονομικές ανισορροπίες και τα ελλειμματικά ισοζύγια» είναι συνέπειες και όχι αίτια. Συνέπειες, μάλιστα, ενός κατεξοχήν ταξικού, με την πιο «καθαρή» έννοια του όρου, συμβάντος: της τεράστιας, ιστορικής σημασίας ίσως, νίκης που πέτυχε το κεφάλαιο απέναντι στην εργασία, όχι στην «περιφέρεια», αλλά στο γεμανικό «κέντρο».
Δεν υπάρχει, νομίζω, αμφιβολία πως ο Θ. Παρασκευόπουλος έχει δίκιο συνοψίζοντας: «Να πληρώσουν οι πλούσιοι. Αυτό θα ήταν η σωστή πανευρωπαϊκή απαίτηση της αριστεράς για την αντιμετώπιση του χρέους και για την εύρεση πόρων για την ανάπτυξη και την απασχόληση. Στο πρώτο του προγραμματικό κείμενο ο ΣΥΡΙΖΑ έλεγε ότι αντιλαμβάνεται την Ευρωπαϊκή Ένωση ως ταξική εξουσία. Και ακριβώς αυτή η ταξική εξουσία χρειάζεται ανατροπή, που μπορουν να την κάνουν μόνο οι εργαζόμενες τάξεις της Ευρώπης μαζί. Γιατί αυτό είναι το μεγάλο απόκτημα της ένωσης της Ευρώπης: η ένωση των εργατικών της τάξεων. Βέβαια υπό το κεφάλαιο, βλέπεις οι καπιταλιστές το κάνανε. Αλλά δεν είναι ανοησία να υποστηρίζεις την αποχώρηση από αυτή την ένωση, για να τα βάλεις μόνος σου με τους τραπεζίτες και τα χετζ φαντς;» (Η Εποχή, 15.5.2011). Αυτό είναι που λέμε. Τίποτε περισσότερο και τίποτε λιγότερο.
Ο Χρήστος Λάσκος είναι οικονομολόγος

1 σχόλιο:

ODA Nobunaga είπε...

Τα πάντα ρει! Το κόμμα των σαλονιών και της θολοκουλτούρας μετατρέπεται σιγά σιγά σε κάτι άλλο.
Μαρξιστικό? Καλό!