ΠΗΓΗ: UNFOLLOW#3
του Λ. Βατικιώτη
Ο κύκλος των ιδιωτικοποιήσεων που φθάνει στο απόγειό του τώρα, με τις ρητές εντολές της Τρόικας για άνευ όρων και ορίων ξεπούλημα και του τελευταίου ίχνους δημόσιας περιουσίας, άνοιξε επί κυβέρνησης Κ. Μητσοτάκη (1990-1993). Σχεδόν μια δεκαετία αργότερα από τις αγγλοσαξονικές χώρες όπου η νεοφιλελεύθερη αντεπανάσταση έκανε τα νηπιακά της βήματα, λίγο – πολύ όμως σε συγχρονισμό με τις υπόλοιπες χώρες του ευρωπαϊκού νότου. Τα τεράστια βήματα που πραγματοποιήθηκαν προς όφελος του ιδιωτικού κεφαλαίου και σε βάρος του δημοσίου συμφέροντος εκείνα τα χρόνια καθιστούν την συγκεκριμένη χρονική περίοδο χωρίς υπερβολή καθοριστική για την μετέπειτα πορεία των ιδιωτικοποιήσεων.
Αξίζει αρχικά να δούμε τις κοινωνικές δυνάμεις που υπαγόρευσαν αυτή τη ρήξη με το παρελθόν των προηγούμενων μεταπολιτευτικών κυβερνήσεων. Επί Μητσοτάκη έφθασε στο αποκορύφωμά της η οικονομική κρίση που σοβούσε το δεύτερο μισό της δεκαετίας του 1980. Η βιομηχανική παραγωγή το 1990 σε σχέση με τον προηγούμενο χρόνο μειώνεται κατά 2,8%, το 1991 κατά 0,9%, το 1992 κατά 1,3% και το 1993 μειώνεται κατά 3,3%. Οι άνεργοι από 254.000 το 1990 αυξάνονται κατά 100.000 και το 1993 φθάνουν τους 351.000. Φαίνεται επομένως ότι η όξυνση της οικονομικής κρίσης έδωσε ώθηση στις ιδιωτικοποιήσεις, όπως ακριβώς συμβαίνει και σήμερα. Κι αυτό συνέβη για δύο κυρίως λόγους: Πρώτο, ως ένα τρόπο αύξησης της λιμνάζουσας κερδοφορίας με τα ιδιωτικά κεφάλαια να βρίσκουν ασφαλές καταφύγιο σε «παρθένους» μέχρι τότε τομείς οικονομικής δραστηριότητας που ως γνώρισμα έχουν τα υψηλά ποσοστά κέρδους. Κατά δεύτερο, οι κρίσεις ευνοούν τις ιδιωτικοποιήσεις γιατί η αλλαγή του ιδιοκτησιακού καθεστώτος μειώνει το κόστος εργασίας καθώς με ισχύ φυσικού νόμου κάθε μεταβίβαση κρατικής περιουσίας στον ιδιωτικό τομέα συνοδεύεται από ελαστικοποίηση των εργασιακών σχέσεων κι επίσης από μειώσεις προσωπικού ακόμη και απολύσεις.