Οι παλιές ιδέες (όπως και οι συνήθειες άλλωστε) πεθαίνουν δύσκολα…
Η γνωστή παθολογία της Αριστεράς, η υπόκλιση στα αστικά εθνικά ιδεολογήματα, έκανε μεγαλόπρεπα την επανεμφάνισή της στη συζήτηση για την οικονομική κρίση. Ίσως η πλέον ξεκάθαρη εμφάνιση υπήρξε στην νέα εφημερίδα που επιδιώκει να εκφράσει ό,τι ριζοσπαστικότερο στον ΣΥΡΙΖΑ, την εφημερίδα Δρόμο. Σε αυτήν διαβάζουμε:
«[…] τα «σωσίβια» αντί να σώζουν, βουλιάζουν και πνίγουν την χώρα και τους εργαζόμενους. Ότι η κοινοπραξία Γερμανίας-Γαλλίας, Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας-ΔΝΤ συνεχίζει να έχει ως στόχο την κατάσχεση και δήμευση της χώρας προς όφελος των δανειστών της. Η Ελλάδα του ευρώ βυθίζεται, δένεται πισθάγκωνα, δεν έχει καμία επιλογή».[1]
Είναι πραγματικά κρίμα για την καλή εφημερίδα της ριζοσπαστικής Αριστεράς να υποστηρίζει θέσεις που ακόμα και το ΚΚΕ τις έχει ξεπεράσει. Το ΚΚΕ, έστω προσεκτικά και συγχυσμένα, μιλά για ελληνικό ιμπεριαλισμό και έχει ελαττώσει κατά πολύ τις κορώνες για τα υποτιθέμενα «εθνικά ξεπουλήματα» από την πλευρά των καπιταλιστών.[2] Θα πρέπει να συνειδητοποιήσουμε ότι η ρητορική περί «ξεπουλήματος της χώρας» διευκολύνει την αστική προπαγάνδα δεν της δημιουργεί κανένα πρόβλημα.
Ασφαλώς δεν είναι καθόλου τυχαίο ότι την «εθνική ερμηνεία» της οικονομικής κρίσης την ανέλαβε η ίδια η κυβέρνηση μέσω του «σιδηρού άνδρα» της, του Θεόδωρου Πάγκαλου. Γνωρίζοντας πολύ καλά ότι αυτό αποπροσανατολίζει από την κατανόηση της οικονομικής κρίσης ενώ διευκολύνει την κυβέρνηση στο να πάρει σκληρά αντεργατικά μέτρα, απέδωσε όλα τα δεινά στη… Γερμανία:
«Αυτό που είναι πραγματικά πίσω από την γερμανική στάση είναι ότι υπολογίζεις ότι σπεκουλάροντας τα ελληνικά ομόλογα εις βάρος του εταίρου και φίλου σου, επιτρέποντας στους χρηματοπιστωτικούς θεσμούς της χώρας να συμμετέχουν σε αυτό το άθλιο παιχνίδι, κάποιοι στη Γερμανία κερδίζουν χρήματα».[3]
Προσέξτε ποιος ζητάει αλληλεγγύη από «εταίρους και φίλους». Αυτός που παρέδωσε τον Οτσαλάν στην Τουρκία και είναι από τους πλέον σκληρούς νεοφιλελεύθερους της κυβέρνησης, ζητάει από τους «εταίρους» της Ε.Ε…. αλληλεγγύη. Ο κλέφτης φωνάζει ότι τον κλέβουνε…
Θεωρίες «Οικονομικής καταστροφής»
και η αναδιάρθρωση
του ελληνικού καπιταλισμού
Η εθνική και όχι ταξική θεώρηση του ελληνικού κοινωνικού σχηματισμού ασφαλώς δεν είναι σημερινή παθογένεια για την ελληνική Αριστερά. Όταν η Ελλάδα υπέβαλε αίτηση για ένταξη στην ΕΟΚ στα τέλη της δεκαετίας του 1950, το σύνολο της Αριστεράς προέβλεπε τον αφανισμό της «εθνικής οικονομίας», την απορρόφηση «όλων των ελληνικών επιχειρήσεων» από τα δυτικοευρωπαϊκά μονοπώλια.[4] Ο ελληνικός καπιταλισμός παρουσιαζόταν έτοιμος να… αυτοκτονήσει ενώ η ταξική πάλη μετατρεπόταν σε αντίθεση ανάμεσα σε «εθνική αστική τάξη» και σε «ερωπαιόδουλους» (μια νέα κατηγορία που προστέθηκε στους «αμερικανόδουλους»).
Η προφανής και κατηγορηματική διάψευση όλων αυτών των εκτιμήσεων της επίσημης Αριστεράς από την ίδια την ιστορική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού, είναι τόσο απόλυτη, που σχεδόν κάνει άνευ λόγου την προσπάθεια ανασκευής τους.
Η πρόσδεση του ελληνικού καπιταλισμού στην «ευρωπαϊκή πορεία» υπήρξε γι’ αυτόν (εξεταζόμενη συνολικά), εξαιρετικά κερδοφόρα. Κατά την περίοδο 1960-1975 το ΑΕΠ της Ελλάδας αυξάνεται κατά 8,5% ετησίως (έναντι 3,8% της τότε ΕΟΚ), διατηρείται αλλά εξασθενίζει την επόμενη δεκαετία, υπολείπεται του μέσου όρου της ΕΟΚ την περίοδο 1985-94, αλλά αμέσως μετά και μέχρι σήμερα η ανάπτυξη του ελληνικού ΑΕΠ είναι υψηλότερη από το μέσο όρο της Ε.Ε.[5] Σύμφωνα με το ΙΝΕ-ΓΣΕΕ «ηπραγματική σύγκλιση της ελληνικής οικονομίας, δηλ. ΑΕΠ ανά κάτοικο σε Μονάδες Αγοραστικής Δύναμης την περίοδο 2004-2008 αναμένεται να φθάσει στο 80% το μέσου όρου της Ε.Ε.-15, έναντι 75% το 2004 και 66,3% το 2000».[6] Για την πορεία της οικονομικής ανάπτυξης 1992-2006 δείτε το διάγραμμα:
Ασφαλώς η τωρινή παγκόσμια οικονομική κρίση έχει σοβαρότατες επιπτώσεις στην ελληνική οικονομία που αντέστρεψαν την μέχρι τώρα πορεία (η ελληνική οικονομία θα παρουσιάσει αρνητικούς ρυθμούς ανάπτυξης το 2009 και το 2010).[7] Αλλά η συνολική πορεία μιας καπιταλιστικής οικονομίαςδεν μπορεί να κριθεί από τις περιστάσεις της συγκυρίας. Οι οικονομικές κρίσεις αποτελούν ενδημικό φαινόμενο του καπιταλιστικού τρόπου παραγωγής, σε καμιά περίπτωση όμως μόνιμο χαρακτηριστικό του (για να θυμηθούμε τα βασικά της μαρξιστικής πολιτικής οικονομίας). Αν η παρούσα κρίση πάρει τις διαστάσεις της οικονομικής κρίσης του 1929 τότε πράγματι η ελληνική οικονομία θα βρεθεί στην άβυσσο. Αλλά, σε μια τέτοια περίπτωση, δεν θα είναι η μόνη…
Επομένως, η συμμετοχή του ελληνικού καπιταλισμού στην Ε.Ε. θα πρέπει να κριθεί στις μακροχρόνιες συνέπειες και όχι συγκυριακά. Να κριθεί με βάση τις ταξικές επιλογές της άρχουσας τάξηςκαι όχι με βάση κάποια φαντασιακά «εθνικά συμφέροντα».
Με τη συμμετοχή του στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» ο ελληνικός καπιταλισμός κατόρθωσε:
- Να εκσυγχρονίσει και να κάνει πιο αποτελεσματικό το παραγωγικό του δυναμικό.
- Να χρησιμοποιήσει τα οφέλη της συμμετοχής του στην Ε.Ε. στις γενικότερες εξορμήσεις του στα Βαλκάνια και στην αναβάθμιση της γεωπολιτικής του θέσης. Χωρίς τη συμμετοχή της Ελλάδας στο ευρώ και την Ε.Ε. η ιμπεριαλιστική επέκταση των ελλήνων καπιταλιστών στα Βαλκάνια θα ήταν πρακτικά από αδύναμη έως αδύνατη στη συγκυρία που διαμορφωνόταν μετά την κατάρρευση των χωρών του κρατικού καπιταλισμού (των παλιών «κομμουνιστικών» καθεστώτων).
- Διευκόλυνε την ταξική κυριαρχία του κεφαλαίου στο εσωτερικό της χώρας. Τα σκληρά μέτρα λιτότητας και τις ιδιωτικοποιήσεις, να τις παρουσιάσει η ελληνική άρχουσα τάξη σαν «αναγκαιότητα» για να μην χάσει «η χώρα το ευρωπαϊκό τρένο». Με αυτόν τον τρόπο έπεισε μεγάλα κομμάτια των εργαζομένων να δεθούν γύρω από την αστική τάξη για την επίτευξη της νέας «Μεγάλης Ιδέας».
Πραγματική ενίσχυση
της θέσης των ελλήνων καπιταλιστών
Ασφαλώς, τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού, όπως η μικρότερη ανταγωνιστικότητα σε σχέση με τις ισχυρές οικονομίες της βόρειας Ευρώπης και τα (αυξανόμενα) εμπορικά ελλείμματα, επαναφέρουν τον προβληματισμό για τη θέση του στην Ε.Ε. Κάποιοι στην Αριστερά, χωρίς να έχουν διδαχθεί οτιδήποτε από τη διάψευση των προηγούμενων προβλέψεών τους, επιμένουν στην «εθνική» καταστροφολογία: η «θέση της χώρας» υποβαθμίζεται μετατρέπεται σε «αποβιομηχανοποιημένη ζώνη», σε επαρχία των ανεπτυγμένων χωρών του βορρά κ.λπ., κ.λπ..
Στην πραγματικότητα, η συνολική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού στην «ευρωπαϊκή ολοκλήρωση» εξακολουθεί να είναι θετική (για τον ίδιο και τα ταξικά του συμφέροντα), πράγμα που δεν μπορεί να αναιρεθεί από τις συγκυριακές δυσκολίες και τα προβλήματα που αντιμετωπίζει.
Το εμπορικό έλλειμμα αυξάνει μεν, αλλά μια επιπόλαιη «ανάγνωσή» του, δεν μπορεί να αναιρέσει το γεγονός ότι η Ελλάδα είχε (μέχρι τα ξέσπασμα της παγκόσμιας οικονομική κρίσης στα τέλη του 2007), τα υψηλότερα επίπεδα επενδύσεων παγκοσμίως, και μάλιστα ιδιωτικών, όχι απλώς δημοσίων. Ένα μεγάλο μέρος του εμπορικού ελλείμματος προέκυπτε από το γεγονός ότι η ελληνική οικονομία αναπτυσσόταν ταχύτατα (σε σχέση με το μέσο όρο της Ε.Ε.), ενώ το μεγαλύτερο τμήμα του μηχανολογικού εξοπλισμού των επιχειρήσεων εισάγεται (γιατί δεν παράγεται στην Ελλάδα). Επομένως, το εμπορικό έλλειμμα δεν ήταν εξ’ ολοκλήρου ένας αρνητικός δείκτης για την ελληνική οικονομία. Αντίθετα, ο μηχανικός και τεχνολογικός εκσυγχρονισμός του παραγωγικού δυναμικού του ελληνικού καπιταλισμού αποτελεί όρο για να παραμείνει η Ελλάδα ανάμεσα στις πιο αναπτυγμένες χώρες του πλανήτη. Η Ελλάδα ήταν δεύτερη (μετά την Ιρλανδία) στο ρυθμό αύξησης των επενδύσεων σε μηχανικό εξοπλισμό (12,4% ετησίως) κατά την επταετία 1996-2002.
Η σαφής, διαρκής βελτίωση του μηχανολογικού εξοπλισμού, αποτελεί τη βάση για την αντιμετώπιση του ανταγωνιστικού ελλείμματος του ελληνικού καπιταλισμού. Πάνω σ’ αυτή στηρίχθηκε η αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα. Είναι η δεύτερη μεγαλύτερη (μετά την Ιρλανδία) κατά την επταετία 1996-2002 με ετήσιο ρυθμό 2,8%. Η παραγωγικότητα της εργασίας από το επίπεδο του 65% του μέσου όρου της Ε.Ε. το 1990, ανήλθε στο 85% περίπου το 2002. Μάλιστα υπολογιζόταν (μέχρι το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης) ότι το 2010 θα φτάσει το 91%. Η τάση αυτή σταμάτησε μόνον χάρις στη σημερινή παγκόσμια οικονομική κρίση.
Προβλήματα ανταγωνισμού και θέσης
στην ευρωπαϊκή καπιταλιστική ιεραρχία
Ασφαλώς, όλα τα παραπάνω δεν ανέτρεψαν το ανταγωνιστικό έλλειμμα ανάμεσα στον ελληνικό καπιταλισμό και των ανταγωνιστών του στο εσωτερικό της Ε.Ε.. Ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε μια περίοδο αναδιάρθρωσης του παραγωγικού του δυναμικού, και ασφαλώς, δεν υπάρχει καμιά εγγύηση ότι τα πράγματα θα εξελιχθούν σίγουρα με ευνοϊκό γι’ αυτόν τρόπο.
Η εισαγωγή του ευρώ εξέθεσε άμεσα τον ελληνικό καπιταλισμό στον ευρωπαϊκό ανταγωνισμό, πράγμα που τον εξαναγκάζει να εκσυγχρονίσει το παραγωγικό του δυναμικό. Ωστόσο, για να λειτουργήσει προς αυτήν την κατεύθυνση η όξυνση του ανταγωνισμού, προϋπόθεση είναι να οδηγήσει σε μαζικές επενδύσεις στην παραγωγική δομή και σε δραστική βελτίωση της παραγωγικότητας (και αυτό μακροχρόνια). Πράγμα που είναι πολύ αμφίβολο σε συνθήκες παγκόσμιας οικονομικής κρίσης και αστάθειας. Εάν αυτό δεν συμβεί, τότε τα πράγματα γίνονται χειρότερα. Η πρόσδεση σε ισχυρά νομίσματα, κάνει ουσιαστικά τα προϊόντα μιας χώρας ακριβότερα στη διεθνή αγορά και τις εισαγωγές φθηνότερες. Με άλλα λόγια, πράγματι η σημερινή συγκυρία αναδεικνύει όλα τα προβλήματα του ελληνικού καπιταλισμού.
Επομένως, η πορεία της παγκόσμιας οικονομίας θα παίξει καθοριστικό ρόλο στις μελλοντικές προοπτικές της ελληνικής οικονομίας. Η τωρινή οικονομική κρίση (η μεγαλύτερη ύφεση από τη δεκαετία του 1930, κατά τους ίδιους τους αστούς οικονομολόγους) «φρενάρει» τον παραγωγικό εκσυγχρονισμό του ελληνικού καπιταλισμού, ενώ παράλληλα επιδεινώνει τα προβλήματά του.
Υπάρχει, λοιπόν, ένα στοιχείο αβεβαιότητας ως προς τη μελλοντική πορεία του ελληνικού καπιταλισμού. Αλλά αυτή η αβεβαιότητα, δεν αφορά μόνο τον ελληνικό καπιταλισμό. Ο καπιταλισμός είναι ένα σύστημα ανταγωνιστικό, οι συσχετισμοί δύναμης ανάμεσα στους διάφορους καπιταλισμούς είναι διαρκώς μια μετακινούμενη άμμος με αβέβαια κατάληξη. Η Βρετανία ήταν η πρώτη οικονομική δύναμη του πλανήτη στις αρχές του 20ου αιώνα. Την τελευταία εικοσαετία ανεβοκατεβαίνει διαρκώς ανάμεσα στην έβδομη και την τρίτη-τέταρτη θέση. Η Γερμανία και η Ιαπωνία ήσαν κατεστραμμένοι και ηττημένοι καπιταλισμοί στο τέλος του Β’ Παγκόσμιου Πολέμου. Σήμερα είναι οι μεγαλύτεροι ανταγωνιστές των ΗΠΑ.
Θα πρέπει να είναι κανείς εξαιρετικά καχύποπτος στα εύκολα «εθνικά» καταστροφικά σενάρια. Για τον απλό λόγο ότι δεν είναι καθόλου αθώα αλλά ταξικά κατευθυνόμενα. Στη Γερμανία, για παράδειγμα, οι επιθέσεις ενάντια στο σύστημα κοινωνικής πρόνοιας (οι περικοπές στα επιδόματα ανεργίας, η αύξηση του ορίου συνταξιοδότησης κ.λπ.) πραγματοποιήθηκαν, δήθεν, για να μην «υποσκελισθεί η γερμανική οικονομία από τους ανταγωνιστές της». Το ίδιο συμβαίνει σήμερα και στην Ελλάδα. Η Αριστερά είναι τραγικό λάθος να διευκολύνει την αστική προπαγάνδα προβάλλοντας θεωρίες «ξεπουλήματος της χώρας στο ξένο κεφάλαιο».
Εν κατακλείδι, ο ελληνικός καπιταλισμός βρίσκεται σε κρίσιμη φάση αναδιάρθρωσης, όπου οι κίνδυνοι είναι πολλοί και μεγάλοι, αλλά εξ’ ίσου μεγάλες είναι και οι ευκαιρίες για τα ταξικά του συμφέροντα (η ελληνική ιμπεριαλιστική επέκταση στα Βαλκάνια είναι γεγονός παρά τις δυσκολίες της συγκυρίας). Είναι εντελώς διαφορετική λογική, το να αμφισβητεί κανείς την προοπτική της «ισχυρής Ελλάδας» στην Ε.Ε. (ιδεολόγημα που χρησιμοποιείται από τους εκπροσώπους του ελληνικού καπιταλισμού για την επιβολή νεοφιλελεύθερων μέτρων), ή να αμφισβητεί τη «σύγκληση» με τους ισχυρούς καπιταλισμούς της δυτικής Ευρώπης. Και είναι εντελώς διαφορετική λογική το να κλαψουρίζει κάποιος για την «καταστροφή και υποταγή» της «εθνικής οικονομίας» (δηλαδή των ελλήνων καπιταλιστών!) στους «ξένους». Η ελληνική εργατική τάξη δεν έχει ανάγκη από αυτού του είδους τις πολιτικές δυνάμεις, αλλά ούτε και οι έλληνες καπιταλιστές! Έχουν το εθνικό τους κράτος να τους προστατεύσει από τους ανταγωνιστές, και τους προστατεύει αποτελεσματικά.
Σε τελευταία ανάλυση, αν επέλθει οικονομική καταστροφή, αυτή θα είναι το αποτέλεσμα μιας γενικευμένης κρίσης που θα πλήξει ολόκληρο τον πλανήτη, όπως φυσικά και την Ε.Ε. Επιπλέον, η ιστορία του παγκόσμιου καπιταλισμού μέχρι σήμερα δεν έχει να επιδείξει αναπτυγμένες χώρες, σαν την Ελλάδα, που να μεταβλήθηκαν σε υπανάπτυκτες, αποβιομηχανοποιημένες χώρες.
Θεωρίες συνωμοσίας
και πραγματική κρίση
του ελληνικού καπιταλισμού
Με το ξέσπασμα της οικονομικής κρίσης η πλειοψηφία σχεδόν της ελληνικής Αριστεράς κινήθηκε προς θεωρίες συνωμοσίας. Είτε σε «εθνικές ερμηνείες», όπως αυτές που περιγράψαμε, είτε αρνήθηκε ολοκληρωτικά ότι υπάρχει οικονομική κρίση. Συντάχθηκε στην άποψη ότι η οικονομική κρίση οφείλεται σε κερδοσκόπους ή αποτελεί πρόσχημα για να επιβληθούν «αντιλαϊκά μέτρα». Σύμφωνα με τον Αλέξη Τσίπρα για παράδειγμα:
«Το δημόσιο χρέος της χώρας ανέρχεται περίπου στα 300 δισ. ευρώ, είναι περίπου το 3% του ακαθάριστου εγχώριου προϊόντος της Ευρωζώνης. Δεν μιλάμε δηλαδή για μεγέθη μη αντιμετωπίσιμα. Το 1993 η χώρα μας έδινε για την αποπληρωμή του χρέους, για τόκους, ποσοστό 12% του ΑΕΠ, σήμερα δίνουμε ποσοστό 5% του ΑΕΠ”. Με βάση τα προαναφερθέντα στοιχεία αναρωτήθηκε “προς τι λοιπόν όλη αυτή η κρίση της χρεωκοπίας”, προσθέτοντας ότι, κατά την εκτίμησή του, “παίζονται κερδοσκοπικά παιχνίδια, παίζονται παιχνίδια που έχουν να κάνουν με την ίδια την προοπτική του ευρώ”».[8]
Θα το πούμε για μια ακόμα φορά: δεν προσφέρουμε καλές υπηρεσίες ούτε στο εργατικό κίνημα ούτε στη γενικότερη υπόθεση για την ανάπτυξη μιας επαναστατικής και ριζοσπαστικής Αριστεράς με το να μη δεχόμαστε το πασιφανές. Σήμερα ο παγκόσμιος καπιταλισμός βρίσκεται σε βαθιά οικονομική κρίση και μαζί του και ο ελληνικός. Ναι, υπάρχουν κερδοσκόποι. Ναι, υπάρχουν ενδο-ιμπεριαλιστικοί ανταγωνισμοί στην Ε.Ε. όπως και ιμπεριαλιστική ιεραρχία στην οποία η θέση του ελληνικού καπιταλισμού δεν είναι από τις πρώτες. Αυτό σε καμιά περίπτωση δεν μπορεί να μας οδηγήσει στο συμπέρασμα ότι η κρίση είναι το αποτέλεσμα «κερδοσκόπων», «αντιλαϊκών σκοπιμοτήτων» είτε ότι απειλείται να «ξεπουληθεί η χώρα». Αυτά δεν έχουν τίποτα να κάνουν με μια μαρξιστική ανάλυση είτε της οικονομίας είτε του ιμπεριαλισμού.
Για την επόμενη περίοδο τα πράγματα είναι όντως δύσκολα για τους Έλληνες καπιταλιστές. Την επόμενη τετραετία (2011-2014) λήγουν ομόλογα συνολικής αξίας 120 δισεκατομμυρίων ευρώ, ποσό που αντιστοιχεί περίπου στο 50% του ΑΕΠ.[9] Τα spread που πληρώνει το ελληνικό δημόσιο θα παραμείνουν υψηλά όχι χάριν των «κερδοσκόπων» αλλά γιατί η οικονομική κρίση υπερχρέωσε όλες τις μεγάλες καπιταλιστικές χώρες στην προσπάθειά τους να διασώσουν τους «δικούς τους» καπιταλιστές. Η ζήτηση για δάνεια είναι μεγάλη επομένως το ελληνικό spread δεν πρόκειται να υποχωρήσει δραματικά:
«Στο σεργιάνι για δάνεια έχουν βγει όλες οι χώρες της ευρωζώνης προκειμένου να καλύψουν τα μεγάλα τους ελλείμματα…
Ήδη τις πρώτες εβδομάδες της φετινής χρονιάς έχουν σηκώσει από τις διεθνείς αγορές το ποσό-ρεκόρ των 110 δισ. ευρώ. Είναι μόνο η αρχή, καθώς στο σύνολο της χρονιάς θα χρειαστούν περί τα 2,2 τρισ. ευρώ ή 3,7% περισσότερα από τα 2,12 τρισ. ευρώ που δανείστηκαν πέρυσι.
Απ’ αυτά η Ελλάδα θα χρειαστεί 54 δισ. ευρώ. Η Ιταλία, το όνομα της οποίας αρχίζει να εμφανίζεται δειλά δειλά ως υποψήφιου θύματος της κρίσης στη νοτιοανατολική Ευρώπη, θα αντλήσει 393 δισ. ευρώ. Η Ισπανία σχεδιάζει να δανειστεί μέσω της αγοράς ομολόγων 76,8 δισ. ευρώ, ποσό που είναι πάντως μικρότερο από τα 116,7 δισ. ευρώ που πήρε το 2009.
Τις μεγαλύτερες ανάγκες, όμως, έχουν οι ισχυρότερες οικονομίες του ευρώ. Η Γαλλία χρειάζεται 454 δισ. ευρώ, ενώ η Γερμανία θα δανειστεί 386 δισ. ευρώ. Όσο για τη Βρετανία, θα αναγκαστεί να συγκεντρώσει το ισόποσο των 279 δισ. ευρώ».[10]
Με δεδομένο πλέον ότι η κρίση του δημόσιου χρέους θα είναι για όλες τις καπιταλιστικές χώρες μακροχρόνια υπόθεση (η ανάκαμψη που δειλά έχει αρχίσει [;] είναι εξαιρετικά αδύναμη) όλες οι καπιταλιστικές χώρες υποχρεώνονται να πάρουν δραστικά μέτρα. Πολύ περισσότερο ο ελληνικός καπιταλισμός που αντιμετωπίζει σοβαρά προβλήματα ανταγωνισμού. Πέρυσι η αξία των ελληνικών εξαγωγών έπεσε κάτω από τα επίπεδα του 2005 και η συνολική τους αξία είναι μικρότερη από το 30% των εισαγωγών.[11]
Δεν είναι ορθή η σύγκριση με το 1993 που κάνει ο Αλέξης Τσίπρας στο προαναφερθέν απόσπασμα. Τότε ακολούθησε η ανάκαμψη της αμερικανικής οικονομίας που λειτούργησε σαν ατμομηχανή για την παγκόσμια οικονομία για πάνω από μια δεκαετία. Σήμερα οι προοπτικές είναι είτε ασθενής ανάκαμψη είτε νέο βάθεμα της κρίσης:
«Ως το τέλος του 2011 το χρέος της χώρας θα έχει ανέλθει περίπου στο 150% του ΑΕΠ.
Σχεδόν το 80% αυτού του χρέους είναι στα χέρια ξένων, εκ των οποίων ένα μεγάλο ποσοστό είναι κάτοικοι της Γαλλίας και της Γερμανίας.
Για κάθε 1 ποσοστιαία μονάδα αύξησης στο επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας, η χώρα θα πρέπει να πληρώνει στους ξένους πιστωτές της 1,2% του ΑΕΠ της.
[…] Τι θα γίνει αν το επιτόκιο δανεισμού της Ελλάδας φτάσει το 10%, ένα μέτριο ποσοστό για τη χώρα με την χειρότερη αναλογία εξωτερικού χρέους/ΑΕΠ στον κόσμο; Σε αυτήν την περίπτωση, λένε, η Ελλάδα θα πρέπει να πληρώνει ετησίως στους πιστωτές της 12% του ΑΕΠ της[…].
[…] είναι όχι μόνο αδύνατο αλλά και ανήκουστο για οποιαδήποτε μεγάλη περίοδο στην ιστορία: Οι αποζημιώσεις της Γερμανίας μετά τον Α’ Παγκόσμιο Πόλεμο αντιστοιχούσαν μόλις στο 2,4% του ΑΕΠ της την περίοδο 1925-32, και τα χρόνια μετά το 1982, οι καθαρές πληρωμές για το χρέος της Λατινικής Αμερικής αντιστοιχούσαν στο 3,5% του ΑΕΠ της περιοχής».[12]
Επομένως για τους Έλληνες καπιταλιστές και τους πολιτικούς τους διαχειριστές υπάρχει μονόδρομος: την υπαρκτή κρίση να την πληρώσουν οι εργαζόμενοι και όχι οι ίδιοι. Τόσο απλά, τόσο ρεαλιστικά. Τα περί κερδοσκόπων ή «εθνικών κινδύνων για υποβάθμιση της χώρας» δεν αποτελούν παρά ιδεολογήματα για την επίτευξη αυτού του στόχου.
Είναι καθήκον της Αριστεράς να μην υποκύψει σε κανένα εθνικό ιδεολόγημα. Είναι άνευ όρων παράδοση στην αστική ιδεολογική ηγεμονία να ισχυριζόμαστε ότι η άρχουσα τάξη θέλει να ξεπουλήσει το ίδιο της το έθνος «στους ξένους». Η αλήθεια βρίσκεται στην αντίθετη κατεύθυνση: η άρχουσα τάξη ξέρει να υπερασπίζεται πολύ καλά τα συμφέροντά της, γι’ αυτό άλλωστε και είναι άρχουσα τάξη. Η «πατρίς» της ανήκει, και γι’ αυτό η Αριστερά δεν χρειάζεται να ανησυχεί για το «έθνος».
Το ζήτημα για τους εργαζόμενους είναι ποιος θα πληρώσει την κρίση. Μέχρι τώρα τις συνέπειες της κρίσης δεν την έχουν υποστεί οι καπιταλιστές αλλά οι εργαζόμενοι: Η φορολόγηση κερδών μειώθηκε στο 15,9% (ο μέσος όρος στην Ε.Ε. είναι στο 33%). Το μέσο δηλωθέν εισόδημα το 2008 ήταν 16.000 ευρώ για μισθωτούς- συνταξιούχους και 13.000 ευρώ για εμπόρους- βιομηχάνους![13] Η συμμετοχή της φορολόγησης της εργασίας στο σύνολο των φορολογικών εσόδων στην Ελλάδα αυξήθηκε κατά 5,9 εκατοστιαίες μονάδες από το έτος 2000, ενώ στη ζώνη του ευρώ μειώθηκε κατά 1,5 εκατοστιαία μονάδα.[14] Τα δώρα προς τους καπιταλιστές είναι πολύπλευρα, όπως η μαύρη εργασία που τους επιτρέπει να αυξάνουν τα κέρδη τους ξεζουμίζοντας τους εργαζόμενους. Περισσότεροι από ενάμισι εκατομμύριο εργαζόμενοι απασχολούνται παράνομα ή χωρίς ασφάλιση στην Ελλάδα, σύμφωνα με επίσημα στοιχεία. Τα ασφαλιστικά ταμεία έχουν απώλεια άνω των 6 δισεκατομμυρίων ευρώ ετησίως.
Επομένως αυτό που πρέπει, ως Αριστερά, να απαιτήσουμε είναι την κρίση να την πληρώσουν αυτοί που τη δημιούργησαν: οι καπιταλιστές. Όχι στο όνομα του έθνους, αλλά στο όνομα των ταξικών συμφερόντων του κόσμου της εργασίας.
Για μια συνολική θεώρηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, τόσο από ιστορική όσο και από οικονομική άποψη, δες το βιβλίο:
«Η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Μια μελέτη από τις απαρχές της Ε.Ε. στη δεκαετία του 1950 μέχρι το 2004».
Κατεβάστε το βιβλίο από τη διεύθυνση:
Σημειώσεις
[1] Δρόμος της Αριστεράς, 27/3/2010.[2] Θέσεις της Κεντρικής Επιτροπής του ΚΚΕ στο 17ο Συνέδριο.
Διάβαζε ακόμα:
Ο Ελληνικός Ιμπεριαλισμός, του Δημήτρη Κατσορίδα.
[4] Οι διαπραγματεύσεις για τη Σύνδεση Ελλάδας – ΕΟΚ, άρχισαν τον Ιούλιο του 1959 και ολοκληρώθηκαν μετά από δυο περίπου χρόνια, στις 30 Μαρτίου 1961. Η επίσημη υπογραφή έγινε στην Αθήνα στις 9 Ιουλίου 1961, η επικύρωσή της από την ελληνική Βουλή το Φεβρουάριο του 1962 και η συμφωνία άρχισε να ισχύει από την 1η Νοεμβρίου 1962.
[5] Για την περίοδο 1974-1979 ρυθμοί ανάπτυξης ΑΕΠ: Ελλάδα 3,7%, Ε.Ε.-12: 2,6%. 1980-1985: Ελλάδα 1,4%, Ε.Ε.-12: -1,5%. 1986-1990: Ελλάδα 1,7%, Ε.Ε.-12: 3,1%. 1991-1994: Ελλάδα 1,1%, Ε.Ε.-12: 1,2%. 1994-2001: Ελλάδα 3,2%, Ε.Ε.-15: 2,5% (Λουκάς Τσούκαλης, Η νέα ευρωπαϊκή οικονομία, στο κατώφλι του 21ου αιώνα, εκδόσεις Παπαζήση, σελ. 45, και Eurostat, yearbook 2002 και 2003).
μπράβο! καταπληκτικό άρθρο.
ΑπάντησηΔιαγραφή