ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
του Κ. Τσουκαλά
Από την πρώτη κιόλας μέρα, ένα φάντασμα στοιχειώνει τους Έλληνες: το φάντασμα της ιστορικής τους μοναδικότητας. Η βαριά καταγωγική σφραγίδα τούς αντιδιέστειλε προς τη «βάρβαρη» μουσουλμανική Ανατολή και η ένδοξη ελληνική γλώσσα τούς ξεχώριζε από τους κατά τεκμήριον άξεστους σλαβόφωνους γείτονές της. Την ίδια στιγμή όμως, το υπανάπτυκτο και φτωχό λίκνο του πολιτισμού δεν μπορούσε παρά να παραμένει ριζικά «άλλο» σε σχέση με τον ανεπτυγμένο κόσμο της Δυτικής και Κεντρικής Ευρώπης. Οι συνέπειες υπήρξαν μακροπρόθεσμα καταλυτικές. Σε καμία άλλη χώρα τα πολιτιστικά και πολιτικά διλήμματα δεν υπήρξαν τόσο εγγενή και έμμονα. Ακόμα και σήμερα, το ερώτημα «πού ανήκουμε» εξακολουθεί να ταλανίζει το συλλογικό συνειδητό. Έχοντας υπάρξει ταυτόχρονα τα θύματα, οι αναγκαίοι συνεργοί και οι πρόθυμοι διαμεσολαβητές ενός επείσακτου, διαμεσολαβημένου και κακοχωνεμένου ελληνοκεντρικού οριενταλισμού, οι «ανάδελφοι» Έλληνες δεν έπαψαν σε καμιά στιγμή να κοιτάζονται στον παραμορφωτικό καθρέφτη της φυσιολογικής τους μοναδικότητας. Ίσως, άλλωστε, αυτή να είναι η κοινή μοίρα των λεγόμενων «περιούσιων» λαών. Ενδοσκοπώντας ακατάπαυστα και ψυχαναγκαστικά γύρω από τους ιδρυτικούς τους μύθους, τείνουν να παραβλέψουν ότι, όπως έλεγε ο Καρλ Μαρξ σε σχέση με τους Εβραίους, επιζούν και υπάρχουν όχι εις πείσμα, αλλά λόγω της Ιστορίας, προφανώς δε και της πανουργίας της.
Θα χρειαστούν πάνω από εκατό χρόνια και μια ανεπανόρθωτη καταστροφή για να μπορέσουν οι Έλληνες να αποδεχτούν ότι, από ορισμένες έστω απόψεις, είναι ένας λαός σαν όλους τους άλλους, να συνομιλήσουν με τους γείτονές τους σε συμβολικά ισότιμη βάση και να αρχίσουν να προβληματίζονται για τις ιδεολογικές προεκτάσεις της έμμονης ιδιαιτερότητάς τους. Όμως, η ιστορία είχε άλλη γνώμη. Ο ρους του Δεύτερου Πολέμου και του Εμφυλίου οδήγησαν τη χώρα σε μια νέα «ιδιαιτερότητα», αντικειμενική αυτή τη φορά. Ακόμα μια φορά, η μοίρα των λαών που μας περιέβαλλαν δεν εμφανίζονταν ευθέως συγκρίσιμη με εκείνη των Ελλήνων. Το γεγονός ότι η κατεστραμμένη Ελλάδα που αναδύθηκε από τα ερείπια ήταν η πιο φτωχή χώρα του ελεύθερου κόσμου και, ταυτόχρονα, η μόνη καπιταλιστική χώρα των Βαλκανίων, προδίκαζε και πάλι μια εντελώς ιδιαίτερη ιστορική εξέλιξη.
Υπό τις συνθήκες αυτές, οι όροι της βαθμιαίας κοινωνικής «εξομάλυνσης» και «ανασυγκρότησης» ήταν ίσως προδιαγεγραμμένοι. Κατ’ ανάγκην αλλά και κατ’ επιταγήν, το κύριο μέλημα του εύθραυστου κοινωνικού καθεστώτος εντοπιζόταν στην διατήρηση της συμμετοχής του στον «ελεύθερο κόσμο». Για να εξαργυρώσει τη μη μετατροπή της σε «λαϊκή δημοκρατία», η Ελλάδα υποτάθηκε άνευ όρων στις πολιτικές και ιδεολογικές προτεραιότητες μιας «διαρκούς» ανώμαλης συγκυρίας που, με τη μία ή την άλλη μορφή, διήρκεσε όσο και ο Ψυχρός Πόλεμος. Η υπόθεση που θα επιχειρήσω να αναπτύξω είναι ότι οι αποκλίσεις και τα αδιέξοδα της σημερινής ελληνικής κοινωνίας συναρτώνται με τις υπόγειες και αργόσυρτες κοινωνικές διαδικασίες που εγκαινιάστηκαν στη μετεμφυλιακή περίοδο. Η «ιδιαίτερη» Ελλάδα θα αντιμετωπίσει μιαν «ιδιαίτερη» κρίση.
Είναι βέβαια σαφές ότι η κρίση αυτή ενέσκηψε στη βάση ευρύτερων συστημικών εξελίξεων, που ξεπερνάν κατά πολύ την ίδια τη χώρα. Θα επικεντρωθώ όμως αποκλειστικά σε μερικές από τις ενδογενείς κοινωνικές και ιδεολογικές συνιστώσες της κρίσης στην Ελλάδα. Μιας κρίσης που, όπως έλεγε ο Τολστόι για τη δυστυχία, δεν μπορεί παρά να πλήττει κάθε οικογένεια και κάθε κοινωνία με διαφορετικό τρόπο. Δεν είναι παράλογο να υποθέσουμε πως οι δομικές και πολιτιστικές ιδιαιτερότητες μιας χώρας αναδεικνύονται πολύ πιο έντονα σε περιόδους όπου όλα τίθενται σε αμφισβήτηση.
Στο πλαίσιο αυτό, θα μου επιτρέψετε να «κοινωνιολογήσω», επιμένοντας στην ιδιαίτερη σημασία της εξέλιξης του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας και της ιστορικής αποκρυστάλλωσης των ατομικών επιβιωτικών στρατηγικών. Πράγματι, οι τρόποι με τους οποίους οι κάτοικοι μιας χώρας ζουν, σκέφτονται και σχεδιάζουν την επιβίωσή τους και το μέλλον τους συνιστούν αναγκαίο στοιχείο της συγκεκριμένης ιστορικής τους εξέλιξης. Πολλές από τις «αποκλίσεις» σε σχέση με όσα συμβαίνουν «αλλού» γίνονται ορατές μόνον από τη στιγμή που οι τρόποι αυτοί δεν εμφανίζονται πια ως «αυτονόητοι».
Οι ιστορικές ρίζες της κρίσης
Είναι λοιπόν,πιστεύω, εντελώς αποκαλυπτικό ότι στην καπιταλιστική μεταπολεμική Ελλάδα, το ποσοστό των αυτοαπασχολουμένων στον ενεργό πληθυσμό ήταν και συνεχίζει να είναι εξαιρετικά υψηλό σε σύγκριση με όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες. Για παραπάνω από μισό αιώνα, οι Έλληνες φαίνεται να «αντιστέκονταν» σθεναρά τόσο στην εκβιομηχάνιση όσο και στη μισθωτοποίηση. Χαρακτηριστικά, ακόμα και το 2011, όπου η Ελλάδα βρισκόταν ήδη στο μάτι του παγκόσμιου κυκλώνα, οι «ανεξάρτητοι» ανέρχονταν στο 27,4% των εργαζόμενων, ενώ το σύνολο των μισθωτών δεν ξεπερνούσαν τα 63,5%, την ίδια στιγμή που σε όλες τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες οι μισθωτοί ξεπερνούν τα τέσσερα πέμπτα ή ακόμα και το 90%, με μόνη εξαίρεση την Ιταλία, όπου είναι τα τρία τέταρτα.
Όμως, ακόμα μεγαλύτερη σημασία έχει η εντελώς ιδιαίτερη εσωτερική σύνθεση και «ειδίκευση» της εξαρτημένης εργασίας. Έτσι, ανάμεσα στο σώμα των μισθωτών, ενώ οι απασχολούμενοι στον ευρύτερο δημόσιο τομέα ξεπερνούν το 35% και οι μισοί περίπου δουλεύουν σε μικρομεσαίες, οικογενειακές κατά το πλείστον μονάδες, όσοι δουλεύουν σε στοιχειωδώς μεγάλες και παραγωγικές ιδιωτικές επιχειρήσεις, που απασχολούν πάνω από πενήντα άτομα, δεν ξεπερνούν το 17%. Δεν είναι λοιπόν τόσο αυτή καθεαυτή η κρατική υπερδιόγκωση που χαρακτηρίζει την ελληνική κοινωνία --όπως κατά κόρον λέγεται-- αλλά ο συνδυασμός της με την ισχνότητα της ανάπτυξης του ιδιωτικού καπιταλιστικού τομέα. Ακόμα και σήμερα, μετά από πολλά χρόνια κατά τη διάρκεια των οποίων όλες οι κυβερνήσεις επαγγέλονταν τον περιορισμό του κρατικού μηχανισμού, οι Έλληνες φαίνεται να επιζούν πρωτίστως είτε ως δημόσιοι υπάλληλοι είτε ως αυτοαπασχολούμενοι είτε ως μισθωτοί σε μικρές μονάδες με περιορισμένη συγκέντρωση κεφαλαίου. Η εξέλιξη του κοινωνικού καταμερισμού της εργασίας στην Ελλάδα δεν «μοιάζει» λοιπόν με καμιά άλλη αναπτυγμένη καπιταλιστική χώρα. Εξήντα χρόνια μετά το τέλος του Εμφυλίου, όλα συμβαίνουν ως εάν στην καπιταλιστική Ελλάδα δεν μπόρεσαν να κυριαρχήσουν τυπικά καπιταλιστικές παραγωγικές σχέσεις.
Και όμως, σε όλο αυτό το διάστημα, η Ελλάδα άλλαζε, και μάλιστα ραγδαία. Παρ’ όλη την παρεκκλίνουσα πορεία της, η χώρα φάνηκε να μπορεί να προοδεύει με θεαματικούς ρυθμούς. Χαρακτηριστικά, ανάμεσα στο 1955 και στο 1980, η κατά κεφαλήν ιδιωτική κατανάλωση αυξανόταν ταχύτερα από οποιαδήποτε άλλη χώρα του ΟΟΣΑ, με τη μόνη εξαίρεση την Ιαπωνία. Μέσα σε λιγότερο από δύο γενιές, οι τέως «φτωχοί» και ξυπόλυτοι Έλληνες φάνηκαν να προσβαίνουν στον παράδεισο της μαζικής καταναλωτικής κοινωνίας, δίχως σημαντικές προσαρμογές στις δομές της απασχόλησης και στις μορφές της καπιταλιστικής εκμετάλλευσης. Αυτό ακριβώς είναι το φαινόμενο που χαρακτηρίστηκε «διόγκωση δίχως ανάπτυξη».
Δεν είναι βέβαια δυνατόν να εγκύψω στις περίπλοκες ιστορικές παραμέτρους που οδήγησαν σε αυτή την εξέλιξη. Θα πρέπει όμως να θυμηθούμε ότι η μετεμφυλιακή κοινωνία δομήθηκε με κύριο μέλημα την πολιτική και κοινωνική της «σταθεροποίηση». Και, για να επιτευχθεί κάτι τέτοιο, έπρεπε να ανασυνταχτούν και να αποκατασταθούν οι εν πολλοίς κατεστραμμένες μεσαίες τάξεις. Δεν είναι λοιπόν τυχαίο ότι οι κρουνοί της αμερικανικής βοήθειας προσανατολίστηκαν είτε προς ένα διογκούμενο και ολοένα λιγότερο αποτελεσματικό δημόσιο τομέα που θα στελεχωθεί αποκλειστικά από «εθνικόφρονες», είτε προς την προνομιακή παροχή πιστώσεων προς «ημετέρους». Η «σπονδυλική στήλη» του αναγεννώμενου ελεύθερου έθνους, η νέα δηλαδή μεσαία τάξη, θα δομηθεί ως προϊόν εσκεμμένων και επιλεκτικών πολιτικών παρεμβάσεων. Υπό την προστασία των συμμάχων, το κράτος «έφτιαχνε» τις ιεραρχίες που φαινόταν να εγγυώνται την αναπαραγωγή του.
Αλλά δεν είναι μόνον αυτό. Μια άλλη εξέλιξη είναι εξίσου σημαντική. Σε μια περίοδο μαζικής ανεργίας, εξαθλίωσης και αστάθειας, ήδη στη δεκαετία του 1950, ένα μεγάλο μέρος του πληθυσμού εξωθήθηκε να επιλέξει τη λύση της μετανάστευσης, κυρίως προς τη Γερμανία του «οικονομικού θαύματος». Μέσα σε είκοσι περίπου χρόνια, αποδήμησε κάτι ανάμεσα στο ένα τρίτο και στο ένα τέταρτο του εργατικού δυναμικού, ποσοστό τεράστιο σε σύγκριση με όλες τις άλλες «εστίες» μεταναστών. Όλες σχεδόν οι οικογένειες είχαν κάποιο ξενιτεμένο μέλος, το οποίο συνέβαλε στην επιβίωση εκείνων που έμεναν πίσω. Έτσι, οι ροές των μεταναστευτικών εμβασμάτων υπήρξαν αποφασιστικός παράγοντας, τόσο για τη συντήρηση της μικρής αγροτικής ιδιοκτησίας όσο και για την βαθμιαία εκτόνωση των συσσωρευμένων κοινωνικών πιέσεων. Απαλλασσόμενη προσωρινά από τον «επικίνδυνο» πλεονάζοντα πληθυσμό της, η Ελλάδα σταθεροποιούνταν με τον δικό της ιδιώνυμο τρόπο.
Με δεδομένο λοιπόν πως, στην πρώτη τουλάχιστον φάση, οι «σύμμαχοι» εναντιώνονταν ρητά σε οποιοδήποτε σχέδιο εντόπιας βιομηχανικής ανάπτυξης, η χώρα έμοιαζε να θεμελιώνει τις νέες ισορροπίες της μέσα από την άνθηση μιας ανεξάντλητης εξαγωγικής «βιομηχανίας παραγωγής εργατικών χεριών». Μιας βιομηχανίας η οποία, από κοινού με τις άλλες «εθνικές βιομηχανίες», του τουρισμού, της ναυτιλίας και της οικοδομής φαινόταν να λύνει το πρόβλημα της κοινωνικής ισορροπίας, επιτρέποντας την επιβίωση εκείνων που έμεναν πίσω, παρέχοντας λύσεις για την εξισορρόπηση του μόνιμα ελλειμματικού ισοζυγίου πληρωμών και «κλειδώνοντας» την εξέλιξη του καταμερισμού της κοινωνικής εργασίας. Μαζί με τον τουρισμό, η μετανάστευση παρείχε στην Ελλάδα ένα προσωρινά τελεσφόρο παραγωγικό υποκατάστατο.
Για μιαν ακόμα φορά λοιπόν, ο Θεός της Ελλάδας φαινόταν να διαψεύδει τις Κασσάνδρες. Οι Έλληνες, εις πείσμα των Γραφών, έμοιαζαν να προχωρούν προς την καπιταλιστική ευημερία δίχως να χρειασθεί να ανατραπούν οι εύθραυστες ακόμα κοινωνικές ισορροπίες και χωρίς να θυμιασθεί η παραδοσιακή κοινωνική συνοχή. Βαθμιαία, μαζί με το επίπεδο ζωής αυξανόταν και το προσδόκιμό της, ενώ, την ίδια στιγμή, η χώρα μπορούσε να επαίρεται για τα θεαματικά χαμηλά ποσοστά των αρνητικών προεκτάσεων της καπιταλιστικής ανάπτυξης, των αυτοκτονιών, των ψυχικών διαταραχών, της εγκληματικότητας, των ναρκωτικών ουσιών, του αλκοολισμού κλπ. Οι «περιούσιοι» Έλληνες πίστεψαν εν χορώ ότι το «δαιμόνιό» τους τούς επέτρεπε να απολαμβάνουν τα αυξανόμενα αγαθά του καπιταλιστικού κόσμου δίχως να υφίστανται καταλυτικές κοινωνικές παρενέργειες. Όλα λοιπόν φαίνονταν να εξελίσσονται ομαλά σε μια κοινωνία που έμοιαζε να μπορεί να ενσωματώσει αζημίως ακόμα και τις δυσλειτουργίες και αντιφάσεις της, εν τέλει ακόμα και τη χούντα. Από τη στιγμή λοιπόν που το ΠΑΣΟΚ αποδυνάμωσε τις εμφύλιες διαχωριστικές γραμμές, εγκαθίδρυσε ένα πρόπλασμα κοινωνικού κράτους και προέβη σε μια σχετική ανακατανομή εισοδημάτων, το νεοελληνικό θαύμα εμφανιζόταν παράδοξο και άτυπο μεν, αλλά κοινωνικά και οικονομικά πραγματοποιήσιμο.
Το τέλος του «νεοελληνικού θαύματος»
Τα θαύματα όμως έχουν ημερομηνία λήξεως. Ήδη από τη δεκαετία του ’90, ήταν φανερό πως η εξέλιξη της ελληνικής οικονομίας οδηγούσε σε αδιέξοδα. Η σταθεροποίηση μιας κατά πλειοψηφία μικρομεσαίας, μικροϊδιοκτητικής, ιδιοκατοικούσας, αυτοαπασχολούμενης, κρατικοδίαιτης και χαρακτηριστικά αντιπαραγωγικής κοινωνίας είχε οδηγήσει στην αποκρυστάλλωση ολοένα και πιο αποκλινουσών συμπεριφορών. Η πλειοψηφία των Ελλήνων εθίσθηκε στην ιδέα ότι η προκοπή και η ασφάλειά τους εξαρτώνταν από την ατομική ευελιξία και επινοητικότητά τους, από τη δυνατότητά τους δηλαδή να κινούνται παράλληλα και ευκαιριακά σε πολλαπλά πεδία και εκ πρώτης όψεως ασύμβατους τομείς. Πολλοί μισθωτοί του ιδιωτικού αλλά και του δημόσιου τομέα εξακολουθούσαν να δουλεύουν σε μικρές οικογενειακές επιχειρήσεις και πολλοί από εκείνους που δραστηριοποιούνταν στις πόλεις δεν εγκατέλειπαν τις μικρές αγροτικές τους εκμεταλλεύσεις. Προγραμματίζοντας μιαν ευέλικτη προσαρμογή των οικογενειακών παραγωγικών δυνάμεων, αποθεμάτων και προϋπολογισμών στις αενάως κινούμενες περιστάσεις και μεγιστοποιώντας όλες τις «ευκαιρίες», η αλληλέγγυα οικογένεια λειτουργούσε ως «οιονεί επιχείρηση», όπου η μόνιμη απασχόληση ενός μέλους της οικογένειας στο δημόσιο παρείχε γλίσχρο μισθό, αλλά μακροπρόθεσμη ασφάλεια.
Οι παρενέργειες είναι πασίδηλες. Η άνθηση της υπόγειας οικονομίας, που έχει υπολογισθεί στο εξωφρενικό 35-40% του ΑΕΠ, η διάχυτη πολυπασχόληση και η άνθηση των ευκαιριακών επιχειρηματικών δράσεων δεν είναι παρά συμπτώματα αυτής της εκ πρώτης ίσως όψεως ασταθούς, αλλά στην πραγματικότητα σταθερής κοινωνικής δομής. Και στο ίδιο πλαίσιο εντάσσονται η εκτεταμένη φοροδιαφυγή, η εμμονή στα πελατειακά πλέγματα που διαμεσολαβούν ανάμεσα στο κράτος και τους πολίτες, η πανταχού παρούσα διαφθορά, ο συνδυασμός κρατοφοβίας και κρατολατρίας. Δεν είναι λοιπόν περίεργο ότι η σχετική πρόοδος και ευημερία των επιμέρους ιδιωτών δεν συνοδεύθηκε από έναν ανάλογο εκσυγχρονισμό των κρατικών δόμων. Όλο και περισσότεροι Έλληνες κατέληξαν να λειτουργούν και να επιβιώνουν ως λαθρεπιβάτες της ίδιας τους της χώρας.
Αποτέλεσμα αυτής της εξέλιξης είναι ότι η συνολική παραγωγική ικανότητα της χώρας υποχωρούσε συνεχώς. Από την άποψη αυτή λοιπόν, το μακροϊστορικό τίμημα της σταθεροποίησης των πολυσθενών μικρομεσαίων στρωμάτων υπήρξε βαρύτατο. Από το 1990 και πέρα, ήταν σαφές ότι η θεαματική αποβιομηχάνιση, η βαθμιαία απο-γεωργοποίηση και η συνεχής πτώση της ανταγωνιστικότητας οδηγούσαν σε αύξουσες αντιφάσεις και σωρευόμενα αδιέξοδα. Η επικράτηση της ιδέας του «εκσυγχρονισμού» στο πολιτικό λεξιλόγιο όλων των παρατάξεων σηματοδοτούσε ότι τα αδιέξοδα ήσαν πλέον ορατά διά γυμνού οφθαλμού.
Τα προβλήματα εντάθηκαν με τις αλλαγές στο διεθνές περιβάλλον. Η είσοδος της Ελλάδας στην ευρωζώνη συνέπεσε χρονικά με την καθολική πια επικράτηση των νεοφιλελεύθερων απόψεων και την άμεση αποδυνάμωση των αλληλέγγυων αναδιανεμητικών πολιτικών, όπως τα ΜΟΠ. Στο εξής, το κοινοτικό οικονομικό πλεόνασμα όχι μόνον δεν ανακατανεμόταν προς τους αδύνατους, αλλά συγκεντρωνόταν με βάση ανεξέλεγκτες αγοραίες διαδικασίες. Στα νέα πλαίσια, οι λιγότερο ανταγωνιστικοί καλούνταν να πληρώσουν το τίμημα της ανεπάρκειάς τους, την ίδια στιγμή που η δημιουργία του κοινού νομίσματος περιόριζε το κόστος του εξωτερικού δανεισμού. Μοιραία λοιπόν ίσως, γιγαντώνονταν η παραγωγική και δημοσιονομική εξάρτηση των «μικρών χωρών» από τους δανειοδότες, και μαζί με αυτούς από τις ισχυρές εξαγωγικές χώρες. Η φιλόδοξη επιδίωξη μιας βαθμιαίας «σύγκλισης» των βιοτικών επιπέδων των λαών που σημάδευε την προηγούμενη περίοδο έδινε τη θέση της στην προϊούσα και δομική «απόκλιση» ανάμεσά τους. Έτσι, οποιοδήποτε πρόταγμα μιας κοινωνικής ενοποίησης που θα επιτυγχάνονταν μέσα από μια σύγκλιση των επιπέδων ζωής θα μετατεθεί στις ελληνικές (ή μάλλον στις γερμανικές) καλένδες. Ο κύκλος εξελίσσονταν ως φαύλος. Η προϊούσα μείωση της ανταγωνιστικότητας επιβάρυνε τα δημόσια οικονομικά και η δημοσιονομική επιβάρυνση στραγγάλιζε τα περιθώρια αυτόνομης ανάπτυξης.
Σε ό,τι αφορά την ελληνική κοινωνία, οι συνέπειες υπήρξαν καταλυτικές, κυρίως μετά την έκρηξη της παγκόσμιας οικονομικής κρίσης, οπότε και το κακό φαινόταν κυριολεκτικά να «τριτώνει». Στην έμμονα αντιπαραγωγική δομή της ελληνικής κοινωνίας προστέθηκαν η ριζική μεταβολή των ευρωπαϊκών προτεραιοτήτων, η ευρύτερη ανακοπή της καπιταλιστικής ανάπτυξης στη Δύση και ο συνακόλουθος αναπροσανατολισμός των σπεκουλαδόρικων κεφαλαίων. Η αντιπαραγωγική και ελάχιστα ανταγωνιστική Ελλάδα υπήρξε η πρώτη που θα πληρώσει το τίμημα. Ποτέ άλλοτε και σε καμιά άλλη χώρα σε καιρό ειρήνης δεν παρατηρήθηκε τόσο ραγδαία κατάρρευση του επιπέδου ζωής, και μαζί της όλων των άμεσων προοπτικών ανάκαμψης. Η μη διαχειρισιμότητα του δημοσιονομικού ελλείμματος και η εμμονή του παραγωγικού ελλείμματος εμφανίζονταν μακροπροθέσμως καταλυτικές.
Εδώ ακριβώς εντοπίζεται, πιστεύω, η ιδιαίτερη δυσκολία της τρέχουσας συγκυρίας. Τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα και μεσοπρόθεσμα, ακόμα και αν «πετύχαινε» η μνημονιακή δημοσιοσιονομική εξυγίανση, ακόμα και αν εξασφαλιζόταν το κούρεμα των δανειακών υποχρεώσεων, βιώσιμες λύσεις δεν μπορεί να εμφανισθούν στον ορίζοντα αν δεν υπάρξουν οι προϋποθέσεις για μια ανταγωνιστική αναπτυξιακή και παραγωγική «απογείωση». Κάτι τέτοιο όμως δεν είναι δυνατόν να επισυμβεί παρά μόνον μακροπρόθεσμα. Με δεδομένη την αντιπαραγωγική διάρθρωση της ελληνικής κοινωνίας, δεν υπάρχουν μαγικές συνταγές που να οδηγούν σε άμεσες λύσεις. Πολλώ μάλλον που, σε πολιτικό και ιδεολογικό επίπεδο, η μαζική μεταβολή των επιβιωτικών προτύπων και των εσωτερικευμένων στρατηγικών επιβίωσης δεν μπορεί παρά να προσκρούει σε ανυπέρβλητες αντιστάσεις.
Σε δημοκρατικές κοινωνίες, κανένας λαός δεν μπορεί να αποδεχθεί αδιαμαρτύρητα ότι το επίπεδο ζωής στο οποίο είχε εθισθεί είναι δυνατόν να «πρέπει» να περιορισθεί μέσα σε μια νύχτα κατά το ήμισυ, κατά 60% ή κατά όσον ήθελε προκύψει. Κανένας λαός δεν μπορεί να απαλλαγεί, από τη μια μέρα στην άλλη, από τις «επιβιωτικές συνήθειες» που του επέβαλαν οι ιστορικές περιστάσεις. Κανένας λαός δεν μπορεί να «φαντασθεί» ότι η σχετικά άνετη μέχρι πρόσφατα ζωή του θα μετατραπεί σε μια κόλαση φτώχειας, αγωνίας και αβεβαιότητας. Και κανένας λαός δεν μπορεί να αποστερηθεί από το όνειρο της επανόδου σε μιαν εξιδανικευμένη «χρυσή εποχή», ακόμα και αν η εποχή αυτή φαίνεται να έχει παρέλθει ανεπιστρεπτί.
Η Ελλάδα ως οικονομικό και, κυρίως, πολιτικό πειραματόζωο
Εδώ ακριβώς αποκτά τη σημασία του ο «παραδειγματικός» χαρακτήρας της ελληνικής κρίσης. Στο μέτρο που τέτοια σχέδια φαίνεται να αντιστοιχούν στα οικουμενικά συμφέροντα του παγκοσμιοποιημένου κεφαλαίου, τίθεται κατ’ ανάγκην επί τάπητος το ζήτημα της πολιτικής και ιδεολογικής αντοχής των λαών. Και αυτός ακριβώς είναι ένας πρόσθετος λόγος για τον οποίο το «ελληνικό πρόβλημα» βρίσκεται στο επίκεντρο της παγκόσμιας προσοχής. Περισσότερο από οικονομικό «πειραματόζωο», η Ελλάδα λειτουργεί ως πολιτικό πειραματόζωο.
Η αναγκαστική και βίαια αναπροσαρμογή των εργασιακών και επιβιωτικών προοπτικών όλο και περισσότερων ανθρώπων αγγίζει όλο τον ανεπτυγμένο κόσμο. Από την άποψη αυτή, βρισκόμαστε ίσως σε σημείο καμπής. Μιας καμπής που θυμίζει την εποχή των βίαιων «περιφράξεων», που είχαν εκβιάσει τη μαζική εμφάνιση του ανέστιου βρετανικού προλεταριάτου. Με τη διαφορά ότι σήμερα διέξοδοι δεν υπάρχουν: η ανεργία καλπάζει, η παραγωγή και η παραγωγικότητα λιμνάζουν και οι μη απασχολήσιμες «άχρηστες» ψυχές πλεονάζουν στο πλαίσιο ενός παγκόσμιου συστήματος από το οποίο κανείς δεν φαίνεται πια να μπορεί να απαγκιστρωθεί μονομερώς. Σε οικουμενική κλίμακα λοιπόν, το μείζον πολιτικό στοίχημα των επόμενων δεκαετιών είναι η εκλογικευμένη κατασκευή κοινωνιών που οφείλουν να είναι ολοένα πιο άδικες και ανισοποιητικές. Στο πλαίσιο αυτό, μετατοπίζονται αποφασιστικά οι κυρίαρχες μορφές νομιμοποίησης. Στις αναδυόμενες ατομικιστικές κοινωνίες, οι απόκληροι καλούνται να συναινέσουν στην αθλιότητα στο όνομα της ατομικής τους ανεπάρκειας και της ατομικής ευθύνης απέναντι στη μοίρα τους. Έτσι λοιπόν, η ελληνική κρίση οφείλει να ερμηνεύεται ως προέκταση της ανεπάρκειας και ανευθυνότητας των θυμάτων. Έτσι, οι σκοπιμότητες που υποκρύπτονται πίσω από τις συστηματικές προσπάθειες ηθικής μαστίγωσης και ενοχοποίησης του ελληνικού λαού είναι προφανείς. Από τις αθλιότητες του κίτρινου ευρωπαϊκού Τύπου που καταγγέλλει την εγγενή τεμπελιά και αναξιοπιστία όλων των Ελλήνων μέχρι το αλήστου μνήμης «Όλοι μαζί τα φάγαμε» ή την κατ’ επίφασιν τεχνοκρατικότερη --και εκ πρώτης και μόνον όψεως ουδέτερη-- διαπίστωση ότι «ζούσαμε υπεράνω των δυνάμεών μας», καλούμαστε να αποδεχθούμε, εν σώματι και εν χορώ, ότι θα πρέπει να «πληρώσουμε» για το εθνικό μας «λάθος». Στο μέτρο που, όπως λέγεται, «δεν υπάρχει άλλη λύση», πρέπει να υποκύψουμε στο υπερκείμενο σύστημα, κάνοντας την ανάγκη φιλοτιμία, αποδεχόμενοι δηλαδή πως η «Νέμεση» είναι το αναγκαίο και εύλογο αποτέλεσμα της συστημικής «Ύβρης». Έχοντας υπάρξει αμαρτωλοί, οφείλουμε να αποδεχτούμε την κόλαση, ή, έστω, το καθαρτήριο.
Το πραγματικό «αμάρτημα» των Ελλήνων
Όμως, στην πραγματικότητα, το «λάθος» των Ελλήνων δεν είναι ότι «απέκλιναν» και «αμάρτησαν», αλλά ότι οι συνθήκες δεν τους άφησαν να αγιάσουν. Θα πρέπει να υπογραμμιστεί πως ο ασύδοτος ατομικιστικός νεοελληνικός καταναλωτισμός --κοινός τόπος για τους απανταχού αυτόκλητους ηθικοπλάστες-- δεν κάνει τίποτε άλλο από το να αντανακλά ευθέως τα παγκοσμίως ισχύοντα πρότυπα συμπεριφοράς του μαζικού καταναλωτικού καπιταλισμού. Όπως και αλλού, έτσι και στην Ελλάδα, το δόγμα του laser faire συμπληρώνεται με την οικουμενική παραίνεση: Μεγιστοποιήστε, εκμεταλλευτείτε, απολαύστε, καταναλώστε και, αν χρειαστεί --ή ακόμα και αν δεν χρειάζεται--, δανεισθείτε. Σε πλήρη αντιδιαστολή με τις καλβινιστικές ρίζες που κάποτε εξιδανίκευαν την ατομική εργασιακή πειθαρχία και τη λιτότητα, στο σύγχρονο καπιταλιστικό σύστημα η υπερκατανάλωση και η ατομική υπεραπόλαυση εμφανίζονται πλέον σαν καθήκοντα. Η άνθηση της μικρομεσαίας νεοελληνικής κοινωνίας δεν είναι παρά απλό σύμπτωμα της προσαρμογής τής οικουμενικά κυρίαρχης ατομικής μεγιστοποίησης στις ιδιαίτερες ιστορικές περιστάσεις.
Στο επίπεδο των ατομικών συμπεριφορών και προτεραιοτήτων λοιπόν, οι Έλληνες όχι μόνο δεν απέκλιναν από τα ατομοκεντρικά ωφελιμιστικά ήθη, αλλά αντίθετα εμφανίστηκαν σαν οι καλύτεροι μαθητές. Αν σκεφτούμε μάλιστα ότι, στον σημερινό παγκοσμιοποιημένο καπιταλισμό, οι πρακτικές των ακόρεστων νομαδικών «αγορών» φαίνεται να έχουν απαλλαγεί και από τα τελευταία υπολείμματα ηθικών ανασχέσεων και συλλογικών αξιακών μελημάτων. Είναι σαφές ότι η καπιταλιστική ασυδοσία των «αγορών» και η άνευ όρων και ορίων πλεονεξία συνιστούν πλέον τον ύπατο κανόνα. Χαρακτηριστικά όμως, αυτό συμβαίνει μόνον στις μεγάλες κλίμακες. Πράγματι, στους χώρους που ασκείται ευθέως η οικονομική και η πολιτική εξουσία, η απόλυτη «ορθολογική» ιδιοτέλεια είναι όχι μόνο ανεκτή, αλλά «αναγκαία» και ανενδοίαστη. Σε πλήρη όμως αντιδιαστολή, στις μικροκλίμακες όπου δρουν και επιβιώνουν οι μικρομεσαίοι και μαζί τους οι απόκληροι εργαζόμενοι υποτίθεται πως πρέπει να πρυτανεύει η εσωτερικευμένη και πειθαρχημένη «ανορθολογική» ανιδιοτέλεια. Σε τελική ανάλυση λοιπόν, οι ισχύοντες κανονιστικοί κώδικες διαφοροποιούνται με σαφέστατα ταξικά κριτήρια. Στο όνομα του παραγωγικού ορθολογισμού, οι μεν άνεργοι και απόκληροι καλούνται να αποδεχθούν απλώς την εξαθλίωσή τους, ενώ οι πειθήνιοι και ευγνώμονες εργαζόμενοι καλούνται να είναι εργατικοί, συνεπείς, έντιμοι και υπεύθυνοι.
Αν λοιπόν υπάρχει μια πραγματική συλλογική «ευθύνη» των απόκληρων πλέον μικρομεσαίων Ελλήνων, έγκειται στο γεγονός ότι υπέκυψαν, και υποκύπτουν ίσως ακόμα, στις παραπλανητικές εξαγγελίες των συστημικών ηθικολόγων και ιδεολόγων. Μαζί με όλους τους άλλους, είχαν την αφέλεια να πιστέψουν πως το «δικαίωμα στην ιδιοτέλεια» και στην άνευ ορίων μεγιστοποίηση των ατομικών απολαύσεων δεν είναι ταξικό προνόμιο των ήδη κατεχόντων και ότι μπορεί να επεκτείνεται ακόμη και σε αυτούς. Αν λοιπόν «φταίνε» σε κάτι, αυτό είναι επειδή δεν αντέδρασαν εν σώματι και προφητικά στο κυρίαρχο σύστημα ιδεών, επειδή ενστερνίστηκαν τις χίμαιρες με τις οποίες τους είχαν θρέψει και αναθρέψει, επειδή υπέκυψαν αδιαμαρτύρητα στις σειρήνες της συστημικής προόδου, επειδή πίστεψαν πως η ατομική ευημερία και η συνεχής ανάπτυξη είναι ιστορικά κεκτημένα για όλους, επειδή δηλαδή θεώρησαν ότι ο ρους της Ιστορίας μπορεί να είναι ρόδινος για τους ανίσχυρους.
Όμως, φυσικά, τέτοιες εκ των υστέρων προγνώσεις ξεπερνούσαν τα όριά τους. Ακόμα μια φορά, αποδεικνύεται πως η Ιστορία εκδικείται πρωτίστως εκείνους που δεν έχουν ούτε την αντικειμενική δυνατότητα και βούληση να αντιδράσουν ούτε την εξουσία να εκμεταλλευθούν τις αντιφάσεις για λογαριασμό τους. Για να ξαναστηθεί λοιπόν η κοινωνία, και μαζί της η δημοκρατία στα ποδάρια της, θα πρέπει να απαλλαγούμε κατ’ απόλυτη προτεραιότητα από τις υποβολιμαίες ηθικολογίες που μας περιβάλλουν. Δημοκρατία δεν μπορεί να υπάρξει παρά μόνον από τη στιγμή που αμφισβητούνται όλα τα έσχατα θεμέλια του αποστασιοποιημένου «καλού» και που ο ορίζοντας του γίγνεσθαι περιλαμβάνει όλα τα νοητά ριζικά «άλλα».
[Σχόλια και συζήτηση για το άρθρο στο ιστολόγιο των Ενθεμάτων]
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.