ΠΗΓΗ: ΔΡΟΜΟΣ
Συνέντευξη στον Σταμάτη Μαυροειδή. Κακά τα ψέματα: ο κόσμος που ζούσαμε ή νομίζαμε ότι ζούσαμε τελειώνει με πάταγο. Ουδείς γνωρίζει τη συνέχεια της οδοιπορίας, ούτε το βάθος του νέου καπιταλιστικού «υποδείγματος» που -δίκην πειραματόζωου- δοκιμάζεται και δοκιμάζει τις αντοχές ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας.
Το φαινόμενο βέβαια δεν είναι εγχώριο, η κρίση δεν είναι (αποκλειστικά) οικονομική. Είναι κρίση ολόκληρου του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού της Δύσης, που αντιδρώντας στον περιορισμό των κερδών του απαντά με την κήρυξη πολέμου ενάντια στους φτωχούς. Ενός πολέμου λυσσαλέου, προετοιμασμένου από καιρό, πρωτόγνωρου στην σύγχρονη ιστορία, καθώς δεν συντρίβονται μόνο κατακτήσεις και δικαιώματα ενός αιώνα. Αμφισβητείται, αναιρείται για να ακριβολογούμε, η υπόσταση και η συνείδηση του ανθρώπου που γνωρίζαμε. Η κοινωνική δικαιοσύνη, οι ελευθερίες, η αξιοπρέπεια, οι συνήθειές του, ό, τι μέχρι πρότινος συγκροτούσε το πολιτικό περιβάλλον της αστικής δημοκρατίας στέλνονται στα αζήτητα. Η έκταση της αδικίας και της ξεδιαντροπιάς απέναντι στους πολλούς είναι τεράστια. Η αντίδραση της κοινωνίας δυσανάλογη και δυσεξήγητη ακόμη. Δεν ξέρουμε την τελική έκβαση της μάχης, Πριν όμως δοθεί, όπως εύστοχα σημειώνει και ο Φώτης Τερζάκης στη συνέντευξη που ακολουθεί, «το ελάχιστο απαραίτητο, χωρίς το οποίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει, είναι να προσδιορίσουμε με ακρίβεια ποιος είναι ο εχθρός – σύμφωνα με την παλαιά πολιτική σοφία που λέει ότι το άλφα στην πολιτική είναι ο διαυγής καθορισμός του εχθρού και του φίλου».
Γινόμαστε ήδη μάρτυρες ιστορικών στιγμών παγκοσμίως όπου το σύστημα κλονίζεται συνθλίβοντας την πλειονότητα των πολιτών αλλά και μέρος τού… εαυτού του. Αυτή η επί θύραις τρομακτική κρίση, είναι κρίση μόνο οικονομικών μεγεθών ή κάτι περισσότερο κ. Τερζάκη;
Η κρίση αναπαρίσταται με οικονομικούς όρους επειδή η οικονομία έχει γίνει το κύριο σύστημα αναπαράστασης των πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων στις δικές μας κοινωνίες. Να πούμε όμως ότι η κρίση είναι οικονομική σημαίνει ότι υιοθετούμε την παραπλανητική γλώσσα εκείνων οι οποίοι την προκάλεσαν… Ουσία τής παρούσας κρίσης είναι, υποστηρίζω, η κρίση ενός συστήματος παραγωγής τεσσάρων αιώνων, του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παραγωγής, του καπιταλισμού. Αλλά ένα σύστημα παραγωγής δεν είναι απλώς «οικονομία»: είναι οι θεμελιώδεις όροι εξασφάλισης και αναπαραγωγής τής υλικής ύπαρξης των ανθρώπων, είναι επίσης οι σχέσεις εξουσίας που πλέκονται ανάμεσά τους, πάνω στα οποία εποικοδομούνται αξίες, σημασίες, κοσμοαντιλήψεις, ψυχολογικές διαμορφώσεις και ηθικές συμπεριφορές – όλ’ αυτά δηλαδή που λέμε πολιτισμό. Η κρίση που ζούμε σήμερα είναι ούτε λίγο ούτε πολύ η κρίση ενός ολόκληρου πολιτισμού: η κρίση του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού της Δύσης, ο οποίος εν τω μεταξύ έγινε παγκόσμιος, και με τον τρόπο αυτό θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο όλες τις μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη.
Σε αυτές τις συνθήκες η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, το 99% του πληθυσμού τής γης, δεν έχει ανακαλύψει ακόμη ένα σταθερό βηματισμό που να οδηγεί σ’ ένα ξέφωτο, σε μια πειστική εναλλακτική πρόταση… Ξέρουμε τι «δεν θέλουμε», όμως κάτι λείπει στο τί θέλουμε, αλλά τι; Χρειάζεται μια νέα γλώσσα ίσως, νέες ιδέες, άλλες θεωρήσεις και θεωρίες;
Όλος ο πληθυσμός της γης βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αναβρασμό, ακόμα κι ένας τυφλός το βλέπει…
Το τι όλος αυτός ο κόσμος θέλει μπορεί να μη λέγεται απερίφραστα πάντα, ωστόσο λέγεται αρκετά, και με πολλούς τρόπους επίσης υποβάλλεται: θέλει όρους ζωής που να του εξασφαλίζουν ειρήνη και βιοτική ασφάλεια, θέλει δικαιότερη κατανομή του παγκόσμιου πλούτου κι έναν βαθμό ελέγχου πάνω στην ίδια τη ζωή του, δηλαδή αυτονομία, αυτοδιαχείριση… Ούτε οι θεωρίες που αρθρώνουν αυτά τα αιτήματα μας λείπουν: όλη η ριζοσπαστική σκέψη από τη εποχή του Διαφωτισμού, ο μαρξισμός και ο αναρχισμός, οι «αριστερές» εκδοχές τής ψυχανάλυσης που συνδέθηκαν με τα κινήματα σεξουαλικής απελευθέρωσης και με τα κινήματα μειονοτικών δικαιωμάτων, είναι ένα τεράστιο θεωρητικό οπλοστάσιο που εξακολουθούμε να έχουμε στα χέρια μας και που η δύναμή του δεν έχει εξαντληθεί. Έχουμε λοιπόν από τη μία πλευρά επιθυμίες, από την άλλη πλευρά τα θεωρητικά όπλα που τους αντιστοιχούν, υπάρχει όμως κάτι που εμποδίζει την αποφασισμένη ανάληψή τους και τη μετουσίωσή τους σε μορφές δράσης… Τί είναι αυτό; Πιστεύω, είναι η φοβερή αποκαρδίωση των ανθρώπων, η αδυναμία τους να πιστέψουν ότι μία
απελευθέρωση είναι εφικτή. Οι τρομακτικές ήττες των επαναστατικών κινημάτων ––εργατικών, αντιαποικιακών, σπουδαστικών, κλπ.–– στη διάρκεια του αιώνα που πέρασε, και προπαντός η καπιταλιστική αφομοίωση όλων των εθνοκρατικών μορφωμάτων που ευαγγελίστηκαν μια μορφή κομμουνισμού (ή «κομμουνισμού») έχουν τραυματίσει την καρδιά τής ελπίδας στους ανθρώπους βαθύτερα απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, και το τραύμα αυτό δεν θα επουλωθεί γρήγορα.
Εν μέρει βέβαια αυτή η απελπισία έχει πραγματικές αιτίες: ο εχθρός της ανθρωπότητας, οι παγκόσμιες κεφαλαιοκρατικές τάξεις που διοικούν τον πλανήτη, έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους θηριώδη ισχύ την οποία είναι δυσκολότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία να διαβρώσεις. Βλέπετε τί γίνεται: παντού σε ολόκληρο τον κόσμο έχουμε κινητοποιήσεις, απίστευτα μαζικές, συγκινητικές, μεγαλειώδεις, και παντού ηττώνται…
εν ξέρω ειλικρινά τί μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε που να μην οδηγεί στη συντριβή. Πάντως το ελάχιστο απαραίτητο, χωρίς το οποίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει, είναι να προσδιορίσουμε με ακρίβεια ποιος είναι ο εχθρός – σύμφωνα με την παλαιά πολιτική σοφία που λέει ότι το άλφα στην πολιτική είναι ο διαυγής καθορισμός του εχθρού και του φίλου.
Η κρίση αναπαρίσταται με οικονομικούς όρους επειδή η οικονομία έχει γίνει το κύριο σύστημα αναπαράστασης των πολύπλοκων κοινωνικών σχέσεων στις δικές μας κοινωνίες. Να πούμε όμως ότι η κρίση είναι οικονομική σημαίνει ότι υιοθετούμε την παραπλανητική γλώσσα εκείνων οι οποίοι την προκάλεσαν… Ουσία τής παρούσας κρίσης είναι, υποστηρίζω, η κρίση ενός συστήματος παραγωγής τεσσάρων αιώνων, του κεφαλαιοκρατικού συστήματος παραγωγής, του καπιταλισμού. Αλλά ένα σύστημα παραγωγής δεν είναι απλώς «οικονομία»: είναι οι θεμελιώδεις όροι εξασφάλισης και αναπαραγωγής τής υλικής ύπαρξης των ανθρώπων, είναι επίσης οι σχέσεις εξουσίας που πλέκονται ανάμεσά τους, πάνω στα οποία εποικοδομούνται αξίες, σημασίες, κοσμοαντιλήψεις, ψυχολογικές διαμορφώσεις και ηθικές συμπεριφορές – όλ’ αυτά δηλαδή που λέμε πολιτισμό. Η κρίση που ζούμε σήμερα είναι ούτε λίγο ούτε πολύ η κρίση ενός ολόκληρου πολιτισμού: η κρίση του κεφαλαιοκρατικού πολιτισμού της Δύσης, ο οποίος εν τω μεταξύ έγινε παγκόσμιος, και με τον τρόπο αυτό θέτει σε θανάσιμο κίνδυνο όλες τις μορφές ζωής πάνω στον πλανήτη.
Σε αυτές τις συνθήκες η συντριπτική πλειοψηφία του κόσμου, το 99% του πληθυσμού τής γης, δεν έχει ανακαλύψει ακόμη ένα σταθερό βηματισμό που να οδηγεί σ’ ένα ξέφωτο, σε μια πειστική εναλλακτική πρόταση… Ξέρουμε τι «δεν θέλουμε», όμως κάτι λείπει στο τί θέλουμε, αλλά τι; Χρειάζεται μια νέα γλώσσα ίσως, νέες ιδέες, άλλες θεωρήσεις και θεωρίες;
Όλος ο πληθυσμός της γης βρίσκεται αυτή τη στιγμή σε αναβρασμό, ακόμα κι ένας τυφλός το βλέπει…
Το τι όλος αυτός ο κόσμος θέλει μπορεί να μη λέγεται απερίφραστα πάντα, ωστόσο λέγεται αρκετά, και με πολλούς τρόπους επίσης υποβάλλεται: θέλει όρους ζωής που να του εξασφαλίζουν ειρήνη και βιοτική ασφάλεια, θέλει δικαιότερη κατανομή του παγκόσμιου πλούτου κι έναν βαθμό ελέγχου πάνω στην ίδια τη ζωή του, δηλαδή αυτονομία, αυτοδιαχείριση… Ούτε οι θεωρίες που αρθρώνουν αυτά τα αιτήματα μας λείπουν: όλη η ριζοσπαστική σκέψη από τη εποχή του Διαφωτισμού, ο μαρξισμός και ο αναρχισμός, οι «αριστερές» εκδοχές τής ψυχανάλυσης που συνδέθηκαν με τα κινήματα σεξουαλικής απελευθέρωσης και με τα κινήματα μειονοτικών δικαιωμάτων, είναι ένα τεράστιο θεωρητικό οπλοστάσιο που εξακολουθούμε να έχουμε στα χέρια μας και που η δύναμή του δεν έχει εξαντληθεί. Έχουμε λοιπόν από τη μία πλευρά επιθυμίες, από την άλλη πλευρά τα θεωρητικά όπλα που τους αντιστοιχούν, υπάρχει όμως κάτι που εμποδίζει την αποφασισμένη ανάληψή τους και τη μετουσίωσή τους σε μορφές δράσης… Τί είναι αυτό; Πιστεύω, είναι η φοβερή αποκαρδίωση των ανθρώπων, η αδυναμία τους να πιστέψουν ότι μία
απελευθέρωση είναι εφικτή. Οι τρομακτικές ήττες των επαναστατικών κινημάτων ––εργατικών, αντιαποικιακών, σπουδαστικών, κλπ.–– στη διάρκεια του αιώνα που πέρασε, και προπαντός η καπιταλιστική αφομοίωση όλων των εθνοκρατικών μορφωμάτων που ευαγγελίστηκαν μια μορφή κομμουνισμού (ή «κομμουνισμού») έχουν τραυματίσει την καρδιά τής ελπίδας στους ανθρώπους βαθύτερα απ’ ό,τι μπορούμε να φανταστούμε, και το τραύμα αυτό δεν θα επουλωθεί γρήγορα.
Εν μέρει βέβαια αυτή η απελπισία έχει πραγματικές αιτίες: ο εχθρός της ανθρωπότητας, οι παγκόσμιες κεφαλαιοκρατικές τάξεις που διοικούν τον πλανήτη, έχουν συγκεντρώσει στα χέρια τους θηριώδη ισχύ την οποία είναι δυσκολότερο από κάθε άλλη φορά στην ιστορία να διαβρώσεις. Βλέπετε τί γίνεται: παντού σε ολόκληρο τον κόσμο έχουμε κινητοποιήσεις, απίστευτα μαζικές, συγκινητικές, μεγαλειώδεις, και παντού ηττώνται…
εν ξέρω ειλικρινά τί μπορούμε αυτή τη στιγμή να κάνουμε που να μην οδηγεί στη συντριβή. Πάντως το ελάχιστο απαραίτητο, χωρίς το οποίο τίποτα δεν μπορεί να γίνει, είναι να προσδιορίσουμε με ακρίβεια ποιος είναι ο εχθρός – σύμφωνα με την παλαιά πολιτική σοφία που λέει ότι το άλφα στην πολιτική είναι ο διαυγής καθορισμός του εχθρού και του φίλου.
Όλοι διαπιστώνουν την υποχώρηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας. Ληστρικοί χρηματοπιστωτικοί οίκοι χειραγωγούν ασύδοτα το πολιτικό και κοινωνικό «περιβάλλον». Θεωρείτε ότι ήρθε ο καιρός να νοηματοδοτήσουμε εκ νέου την πολιτική;
Πρώτα πρώτα πρέπει να καταλάβουμε ότι «οικονομία» ως κάτι διαφορετικό από την πολιτική δεν υπάρχει. Η «οικονομία» είναι δημιούργημα του κεφαλαιοκρατικού κόσμου και αντικατοπτρίζει τη δική του ιδεολογική αναπαράσταση του κόσμου. Ο Αριστοτέλης χειρίζεται το οικονομικό ζήτημα σαν μία υποσημείωση στους πολιτικούς στοχασμούς του. Μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν μιλούσαμε για «οικονομία» αλλά για «πλούτο» των εθνών ή της ανθρωπότητας, και η έννοια του πλούτου ανταποκρινόταν ακόμα εν μέρει σε πραγματικές αξίες χρήσης. Η απορρόφηση της αξίας από το γενικό ισοδύναμο, το χρήμα, ήταν η κεντρική στρατηγική τού αναπτυσσόμενου καπιταλισμού από την εποχή τής βιομηχανικής επανάστασης και μετά για την υποδούλωση της εργασίας – κι εν συνεχεία την υποδούλωση όλων τα άλλων μορφών ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόμη και του λεγόμενου «ελεύθερου χρόνου»… Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι η έννοια «αριστερός οικονομολόγος» είναι αντίφαση εν τοις όροις: ένας οικονομολόγος είναι εξ ορισμού ιδεολογικός φορέας των κεφαλαιοκρατικών αξιών· ένας αριστερός είναι ––δηλαδή, θα έπρεπε να είναι–– εξ ορισμού αντίπαλος της χρηματικής οικονομίας και ως εκ τούτου αφιερωμένος στο ξεσκέπασμα των πραγματικών σχέσεων ανισότητας, εκμετάλλευσης, κυριαρχίας που κρύβονται πίσω από τ’ αφηρημένα και ποσοτικοποιημένα, δήθεν «αντικειμενικά» οικονομικά μεγέθη. Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν κριτικός της πολιτικής οικονομίας, όχι οικονομολόγος…
Αυτό που έχουμε λοιπόν δεν είναι μια «υποχώρηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας» αλλά μια πολιτική δια της οικονομίας: ο χρηματοπιστωτισμός είναι μία κατάφωρη τέτοια χρήση «οικονομικών» μέσων για τη συντριβή ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού της γης, συντριβή εθνών και, σε τελευταία ανάλυση, συντριβή των εργαζόμενων τάξεων εκ μέρους τού πιο επιθετικού τμήματος τής παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής ελίτ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι το όπλο χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν στις πρώην αποικίες για να εξουδετερωθεί η πολιτική ανεξαρτησία που κέρδισαν με απίστευτα αιματηρούς αγώνες και να ξαναδεθούν στο άρμα των πρώην δυναστών τους, όπου τα οικονομικά όπλα έχουν αντικαταστήσει πλέον τα στρατιωτικά. Τώρα, η χρήση του όπλου αυτού γενικεύεται και στο εσωτερικό των ίδιων των «ανεπτυγμένων» ζωνών τής καπιταλιστικής μητρόπολης. Και ρωτώ: αν οι μεγαλύτερες σύγχρονες εθνικές οικονομίες φαίνονται να πλήττονται αυτή τη στιγμή από τις ανεξέλεγκτες κεφαλαιαγορές, ποιος τις εμποδίζει να τις ελέγξουν; Γιατί ένας συνασπισμός των ισχυρότερων εθνικών κρατών δεν μπορεί να νομοθετήσει με πολιτικά μέσα εναντίον του χρηματοπιστωτικού καρτέλ, να το συντρίψει ή να το εξαφανίσει ολοσχερώς; Θεωρητικά είναι απολύτως δυνατό, απλώς δεν θέλει... Και δεν θέλει διότι η χρηματοοικονομική αξιοποίηση είναι η απονενοημένη διέξοδος των κεφαλαίων που λιμνάζουν, χωρίς την οποία θα αποκαλυπτόταν γυμνή η δομική κρίση του καπιταλισμού που μεταφράζεται σε δραματική πτώση της κερδοφορίας τού κεφαλαίου. Η αντίθετη πολιτική θα ήταν να εξαναγκάσουμε τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να παραιτηθούν από τα κέρδη τους, πράγμα που θα μεταφραζόταν σε πρωτοφανή πλούτο και ελεύθερο χρόνο για τις εργαζόμενες τάξεις· αυτήν την πολιτική όμως είναι που δεν θέλουν να ασκήσουν οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες οι οποίες είναι σάρκα εκ της σαρκός των κεφαλαιοκρατικών τάξεων και πειθήνιοι δούλοι τους – εξ ου και οι ακατανόητοι δισταγμοί κι οι παλινωδίες τους. Το δίλημμα δεν είναι λοιπόν «οικονομία ή πολιτική» αλλά «ποια πολιτική: του κεφαλαίου ή της ζωής».
Μέσα στο κλίμα που περιγράφετε, ο «γάμος» της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό –αν ποτέ υπήρξε μια τέτοια σχέση– σήμερα αποσυντίθεται με πάταγο. Νομίζετε ότι πρέπει να ανανοηματοδοτηθούν η έννοια και το περιεχόμενο της δημοκρατίας;
Δημοκρατία και καπιταλισμός είναι ευθέως αντιτιθέμενες έννοιες, και θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί. Το νόημα της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή όλου του κοινωνικού σώματος τουλάχιστον στη νομοθετική εξουσία, είτε με άμεση διαβούλευση (το αρχαίο παράδειγμα) είτε μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων (το νεωτερικό παράδειγμα). Αν ένα μέρος τού πληθυσμού αποκλείεται καταστατικά από τη διαβούλευση, δεν μιλάμε για δημοκρατία αλλά για ολιγαρχία. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, για να μη συμβαίνει αυτό (πράγμα εξ αρχής δύσκολο) οι εκπρόσωποι θα πρέπει να προτείνονται από την ίδια την εκλογική βάση, οργανωμένη σε κατά τόπους συμβούλια, και να είναι άμεσα ανακλητοί – κάτι το οποίο δεν γίνεται σε καμία μοντέρνα κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επιπλέον, η διαβούλευση δεν είναι απλώς διαδικαστικό ζήτημα· έχει και μία περιεχομενική, απολύτως δεσμευτική μάλιστα προϋπόθεση, που είναι η σχετική ισότητα ισχύος των διαβουλευομένων. Καταλαβαίνετε ότι μια «διαβούλευση» ανάμεσά μας τη στιγμή που εγώ είμαι σε θέση να σε τσακίσω αν δεν συμφωνείς μαζί μου, τη στιγμή που μπορώ ν’ αγοράσω τη γνώμη σου και την ψήφο σου κι εσένα τον ίδιον, είναι τραγική φάρσα. Μιλώντας με ρεαλιστικούς όρους, και για να θέσω ένα πρόχειρο μέτρο, θα έλεγα ότι σε συνθήκες εισοδηματικής ανισότητας άνω του 1:10, δημοκρατία με οιαδήποτε έννοια δεν είναι ––όχι απλώς εφικτή, εφικτή μπορεί να μην είναι και υπό μικρότερη, αλλά–– καν διανοητή! Αν όμως η ισότητα είναι το καθ’ ύλην περιεχόμενο της δημοκρατίας, είναι αυτό που καταστατικά ––δηλαδή κατ’ αρχήν και εξ ορισμού–– αποκλείει ο καπιταλισμός. Αυτός όχι μόνο προϋποθέτει ως όρο δυνατότητάς του μια θεμελιώδη ανισότητα (μεταξύ εκείνων που κατέχουν κεφάλαιο κι εκείνων που δεν έχουν προς πώλησιν παρά μόνο την εργασία τους) αλλά και λειτουργεί βάσει της διαρκούς μεγιστοποίησης του κέρδους, άρα της συγκεντροποίησης και της συσσώρευσης. Η «φυσική» απόληξη του καπιταλισμού είναι το μονοπώλιο, και η πολιτική μορφή που αντιστοιχεί στο μονοπώλιο είναι ο ολοκληρωτισμός. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα – με ή χωρίς κοινοβουλευτικό πρόσχημα, αδιάφορο. Συνεπώς, το αίτημα της δημοκρατίας δεν είναι άλλο από την απαίτηση για ανάσχεση του καπιταλισμού και για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της κοινωνίας. Όλα τα άλλα είναι φληναφήματα για ανοϊκούς και παραπλανημένους.
Ας έρθουμε στο «πειραματόζωο» Ελλάδα. Πώς έγινε, μια χώρα του σκληρού πυρήνα των κρατών της Ευρώπης να μετατρέπεται ξαφνικά σε παράδειγμα προς αποφυγήν; Πως είναι δυνατόν το σύνολο των δυνάμεων του πολιτικού συστήματος να πιάνονται στον ύπνο;
Το ελληνικό πρόβλημα έχει πολλές σκοτεινές πλευρές, εννοώ μεθοδεύσεις για τις οποίες είναι συνένοχοι το ευρωπαϊκό διευθυντήριο και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από την εποχή του Σημίτη τουλάχιστον, τις οποίες ίσως δεν μάθουμε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι αναπόσπαστο μέρος ενός παγκόσμιου προβλήματος έστω κι αν δεν είναι ορατά όλα τα νήματα που συνδέουν το όλο με το μέρος. Για να μην ακολουθώ λοιπόν νήματα που οι διαδρομές τους χάνονται στο σκοτάδι, προτιμώ να ξεκινάω από την οπτική του όλου, που είναι πολύ πιο ξεκάθαρη. Η δομική κρίση του καπιταλισμού για την οποία μίλησα προηγουμένως ξεκινάει από τη γενίκευση των εφαρμογών του αυτοματισμού στη δεκαετία του 1970, οπότε μειώνεται ασύλληπτα ο αναγκαίος χρόνος εργασίας και αυτό, αντί να οδηγήσει στη μείωση του εργάσιμου χρόνου για όλους, οδηγεί σε αυτό που λέμε δομική ανεργία. Γιατί; Επειδή η εργασία εξακολουθεί να παραμένει εμπόρευμα, κάτι που ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου πουλάει και αγοράζει προς ίδιον όφελος. Αυτό όμως έχει μία διπλή συντριπτική συνέπεια για τον ίδιο τον καπιταλισμό: από τη μία πλευρά μειώνεται η δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας από τη στιγμή που μειώνεται το μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή το υπό εκμετάλλευσιν εργασιακό δυναμικό, και από την άλλη βραχυκυκλώνεται η ανακύκλιση των εμπορευμάτων από τη στιγμή που μειώνεται η αγοραστική δύναμη ενός διαρκώς αυξανόμενου ποσοστού τού πληθυσμού. Πρώτη φάση, λοιπόν, κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης: το ποσοστό κέρδους πέφτει και λιμνάζουν κεφάλαια (τέλη της δεκαετίας του 1980). Τί γίνεται τώρα για να τονωθεί η κερδοφορία; Χρηματοοικονομική αξιοποίηση, απεριόριστος δανεισμός κρατών και ιδιωτών, που σημαίνει προεξόφληση κερδών από μια δυνητική παραγωγή, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και, άρα, να επενδυθεί σε κάτι τι υλικό και πραγματικό. Δεύτερη φάση λοιπόν, «σπάσιμο της φούσκας» και χρηματοπιστωτική κρίση (2008). Τα τεράστια εικονικά κέρδη που έχουν σημειωθεί επί τουλάχιστον μια εικοσαετία, και τα έχουν πραγματικά εξαργυρώσει χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και πολυεθνικές, εμφανίζονται ως έλλειψη, τρύπα, απώλεια στη διεθνή οικονομία. Το ζήτημα είναι ποιος θα τα χρεωθεί, σε τίνος τις πλάτες θα φορτωθούν, και ξεκινάει ο άγριος διαγκωνισμός τού οποίου είμαστε μάρτυρες σήμερα όπου ο καθένας από τους παίκτες προσπαθεί να χρεώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος αυτής τής (επίσης εικονικής) έλλειψης στον πιο αδύναμο. Είναι ένας πραγματικός πόλεμος όλων εναντίον όλων: ανάμεσα σε ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κίνα, ανάμεσα στις ίδιες τις εθνοκρατικές συνιστώσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες και τις τράπεζες, και σε τελευταία ανάλυση ανάμεσα στην ανταγωνιστικά διαπλεκόμενη παγκόσμια κεφαλαιοκρατική ελίτ και στον κόσμο της εργασίας. Από τη σύνθλιψή του δηλαδή, σε παγκόσμιο επίπεδο, καλείται να εξοφληθεί σε τελευταία ανάλυση ο λογαριασμός των αμύθητων κερδών που σημειώνονται εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια χωρίς να αντιστοιχούν σε καμία πραγματική παραγωγή.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ανέκυψε η «ελληνική κρίση». Η Ελλάδα αποδείχθηκε ο πλέον αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, οπότε στις πλάτες της έγινε προσπάθεια να φορτωθεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος τού προβλήματος. Προφανώς βρέθηκε σε αυτή τη θέση λόγω ενδημικών παθολογιών τις οποίες όλοι ξέρουμε, αλλά δεν θα επαναλάβω εδώ γιατί ο υπερτονισμός τους στην τρέχουσα ρητορική έχει τον εξαιρετικά ύποπτο σκοπό να συγκαλύπτει την ολική εικόνα. Ο στερεότυπος που λέει, ας πούμε, «να προστατευθεί η Ευρώπη από τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης» είναι μια ύπουλη και κατάφωρα προπαγανδιστική αντιστροφή τού πραγματικού προβλήματος, που είναι ότι (λόγω εγγενών αδυναμιών που θα πρέπει να μας απασχολήσουν ξεχωριστά και πιο ειδικά) η Ελλάδα δεν μπορεί να προστατευθεί από τη μετάδοση της ευρωπαϊκής κρίσης. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει επίσης ν’ αποσαφηνίζουμε για ποια «Ελλάδα» μιλάμε κάθε φορά: το πρόβλημα των ελλήνων τραπεζιτών, εφοπλιστών και βιομηχάνων δεν είναι το ίδιο με το πρόβλημα των εργαζομένων και των ανέργων, και το μύθευμα της εθνικής ενότητας ή ομοψυχίας γίνεται ακόμα μία φορά στην ιστορία σφυρί για να συντρίψει τις καταληστευόμενες λαϊκές μάζες.
Είναι αρκετοί εκείνοι που βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία. Συμμερίζεστε μια τέτοιαν άποψη; Και αν δεν τη συμμερίζεστε, τί νομίζετε ότι πρέπει να γίνει ώστε να μετατρέψουμε το δράμα σε αναγέννηση;
Από τη δική μας σκοπιά, η κρίση δίνει όντως μια ευκαιρία: να επιτεθούμε κατά μέτωπον στον καπιταλισμό, να βραχυκυκλώσουμε οριστικά τις διαδικασίες «ανάπτυξης» και «κερδοφορίας» που οδηγούν μαθηματικά στον συλλογικό θάνατο, να επινοήσουμε τρόπους ζωής και αξίες ενάντιες στην εμπορευματική αγορά, δημιουργώντας κατά κάποιον τρόπο έναν θύλακο «άλλης» κοινωνίας μέσα σε αυτήν που καταρρέει μπροστά στα μάτια μας.
Παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ καταρρέει δημοσκοπικά και πραγματικά, όμως, το κοινωνικό σώμα δεν φαίνεται να μετατοπίζεται αποφασιστικά προς τα αριστερά. Που οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η διστακτικότητα του κόσμου;
Να μου επιτρέψετε να πω το εξής: στη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων της κρίσης φάνηκαν καθαρά τόσο οι μεγάλες αρετές όσο και οι μεγάλες παθολογίες του ελληνικού πληθυσμού. Στις αρετές του καταχωρώ μια ιδιοσυγκρασιακή απειθαρχία, ένα αναρχικό ανακλαστικό, αν μου επιτρέπεται η λέξη, που δείχνει πόσο λίγο χειραγωγήσιμος είναι εν συγκρίσει με άλλους λαούς της Ευρώπης. Αυτό για το οποίο πολλοί τον κατηγορούν, είναι κατά τη γνώμη μου ένα γνώρισμα που θα πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού και να το καλλιεργήσουμε μάλιστα με συνειδητούς τρόπους. Η μεγάλη παθολογία του, από την άλλη, είναι η απελπιστική του πολιτική ανωριμότητα. Από τον Δεκέμβρη του 2008 είχαμε ένα εξαιρετικά μαζικό αυθόρμητο κίνημα με διάφορες κορυφώσεις, παράδειγμα για πολλά άλλα ευρωπαϊκά και παγκόσμια κινήματα, το οποίο μέσα στον τελευταίο χρόνο έριξε δύο φορές ––ας μην έχει κανένας αμφιβολία επ’ αυτού–– την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ: μία στις 15 Ιουνίου και μία στις 31 Οκτωβρίου. Και τις δύο φορές όμως είδαμε την κυβέρνηση να ξαναστήνεται στα πόδια της σαν μαριονέτα, της οποίας τις κλωστές κινούν βέβαια κεφαλαιοκρατικοί κύκλοι της Ελλάδας και της Ευρώπης που την χρησιμοποιούν σαν πειθήνιο εργαλείο για την υλοποίηση των σκοπών τους. Ζούμε δηλαδή μια κατάσταση κυριολεκτικά προεξεγερσιακή, όπου το πολιτικό σύστημα έχει απονομιμοποιηθεί εντελώς και αμετάκλητα όμως η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν είναι σε θέση ν’ αποκρυσταλλωθεί σε πρόσφορες πολιτικές μορφές οι οποίες θα κατελάμβαναν το κενό εξουσίας.
Η ίδια περίπου ανωριμότητα είναι που ωθεί τον κόσμο σε μια παράλογη εκλογική συμπεριφορά: ψηφίζει τα ίδια εκείνα κόμματα και τους ίδιους πολιτικούς που μισεί, και ξεχνάει πάρα πολύ γρήγορα... Σε όλο αυτό βλέπω ένα τυφλό, νηπιώδες ανακλαστικό που ωθεί σε ταυτίσεις με ισχυρά γονεϊκά πρότυπα: υποψιάζομαι δηλαδή ότι ακολουθούν τα μεγάλα κόμματα μόνο και μόνον επειδή είναι μεγάλα, επειδή δίνουν μια ψευδαίσθηση ισχύος με την οποία το εκλογικό σώμα ταυτίζεται μαζοχιστικά ακριβώς για να μην αναλάβει τις ευθύνες της δικής του δράσης. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο κατά τη γνώμη μου γνώρισμα αυτού του λαού, που θα μπορούσε να τον κάνει ευάλωτο σε πραγματικούς φύρερ, αν υπήρχαν... Αλλά, εν πάση περιπτώσει, η τωρινή συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Νέα Δημοκρατίας, που ήταν το μεγάλο όνειρο της εγχώριας κεφαλαιοκρατικής τάξης (το βλέπουμε στη ρητορεία των πιο επιδέξιων δημαγωγών της, όπως ο Σ. Ράμφος), με χαροποιεί ιδιαίτερα επειδή νομίζω ότι θα έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: να «κάψει» αποτελεσματικά και τους δύο, απεγκλωβίζοντας τεράστιο μέρος τού λαϊκού πληθυσμού από τη δικομματική λαβή που τον κρατούσε τόσες δεκαετίες αιχμάλωτο και ν’ αποδεσμεύσει ένα επαναστατικό δυναμικό που λανθάνει.
Θεωρείτε ότι η αριστερά παραμένει ακόμη δέσμια μιας «δανει(α)κής» πολιτικής που προκύπτει από τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, ότι φοβάται ή και μεγεθύνει το γκρεμό που θα ζήσουμε αν αποπεμφθούμε από την ΕΕ;
Η αριστερά λοιπόν, μιας και το αναφέρετε, έχει μεγάλο μερίδιο της ευθύνης. Ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της είναι η τελευταία συνέπεια μιας πολύ δομικότερης μεταλλαγής της, η οποία την κάνει αναξιόπιστη και ανεπίκαιρη: μεταπολεμικά έχει γίνει οργανικό μέρος τού συστήματος, ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός κομματικού και συνδικαλιστικού χαρακτήρα που περιορίζεται σε «διεκδικήσεις» οι οποίες λαμβάνουν ως δεδομένες τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής όσο και οι συνάδελφοί της των αστικών κομμάτων στα βουλευτικά έδρανα. Ακόμη, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τα προγράμματά της είναι κεϋνσιανού τύπου, ξεπερασμένα από την ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού, όπως ας πούμε οι «κρατικές παροχές» και η «δημιουργία θέσεων εργασίας». Ο φετιχισμός τού παραγωγισμού και της εργασίας δεν της επιτρέπει να δει ότι το πρόβλημα σήμερα ξεκινάει από το ότι, ακριβώς, δεν χρειαζόμαστε πλέον τόση εργασία! Το ζητούμενο είναι η αυτοδιαχείριση της εργασίας και ο ελεύθερος χρόνος. Κι αν αυτά που λέω «φωτογραφίζουν» πρωτίστως το ΚΚΕ, τη μεγάλη αριστερή δύναμη που κρατάει εγκλωβισμένο ένα τόσο μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, ισχύουν σε διάφορους βαθμούς και για τα υπόλοιπα, μικρότερα και περισσότερο «ευέλικτα» αριστερά σχήματα…
Δεν είμαι εγώ αυτός που θα πει στην αριστερά τί να κάνει. Σκέφτομαι όμως ότι αν ήθελε να κερδίσει μία πραγματική ηγεμονία, ένα καλό παράδειγμα θα μπορούσε να πάρει από τα ισλαμιστικά κινήματα στις αραβικές χώρες: αφουγκραζόμενα τις αληθινές ανάγκες των στερημένων στρωμάτων, υφαίνοντας πυκνά δίκτυα αλληλοβοήθειας, συντονίζοντας μεθοδευμένες μορφές ανυπακοής στην πολιτική εξουσία και τρόπους αντίστασης από τα κάτω, δημιουργούν ένα σκιώδες «κράτος» παράλληλο με το υπάρχον, έτοιμο να καταλάβει το κενό όταν αυτό δημιουργηθεί και να βηματίσει αποφασιστικά μέσα στις ρωγμές του. Είναι η ίδια στρατηγική, αν θέλετε, των πρώιμων χριστιανικών κοινοτήτων στα πλαίσια της καταρρέουσας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Πρώτα πρώτα πρέπει να καταλάβουμε ότι «οικονομία» ως κάτι διαφορετικό από την πολιτική δεν υπάρχει. Η «οικονομία» είναι δημιούργημα του κεφαλαιοκρατικού κόσμου και αντικατοπτρίζει τη δική του ιδεολογική αναπαράσταση του κόσμου. Ο Αριστοτέλης χειρίζεται το οικονομικό ζήτημα σαν μία υποσημείωση στους πολιτικούς στοχασμούς του. Μέχρι τον δέκατο όγδοο αιώνα δεν μιλούσαμε για «οικονομία» αλλά για «πλούτο» των εθνών ή της ανθρωπότητας, και η έννοια του πλούτου ανταποκρινόταν ακόμα εν μέρει σε πραγματικές αξίες χρήσης. Η απορρόφηση της αξίας από το γενικό ισοδύναμο, το χρήμα, ήταν η κεντρική στρατηγική τού αναπτυσσόμενου καπιταλισμού από την εποχή τής βιομηχανικής επανάστασης και μετά για την υποδούλωση της εργασίας – κι εν συνεχεία την υποδούλωση όλων τα άλλων μορφών ανθρώπινης δραστηριότητας, ακόμη και του λεγόμενου «ελεύθερου χρόνου»… Αυτό σημαίνει, εκτός των άλλων, ότι η έννοια «αριστερός οικονομολόγος» είναι αντίφαση εν τοις όροις: ένας οικονομολόγος είναι εξ ορισμού ιδεολογικός φορέας των κεφαλαιοκρατικών αξιών· ένας αριστερός είναι ––δηλαδή, θα έπρεπε να είναι–– εξ ορισμού αντίπαλος της χρηματικής οικονομίας και ως εκ τούτου αφιερωμένος στο ξεσκέπασμα των πραγματικών σχέσεων ανισότητας, εκμετάλλευσης, κυριαρχίας που κρύβονται πίσω από τ’ αφηρημένα και ποσοτικοποιημένα, δήθεν «αντικειμενικά» οικονομικά μεγέθη. Ο ίδιος ο Μαρξ ήταν κριτικός της πολιτικής οικονομίας, όχι οικονομολόγος…
Αυτό που έχουμε λοιπόν δεν είναι μια «υποχώρηση της πολιτικής έναντι της οικονομίας» αλλά μια πολιτική δια της οικονομίας: ο χρηματοπιστωτισμός είναι μία κατάφωρη τέτοια χρήση «οικονομικών» μέσων για τη συντριβή ολόκληρων ομάδων του πληθυσμού της γης, συντριβή εθνών και, σε τελευταία ανάλυση, συντριβή των εργαζόμενων τάξεων εκ μέρους τού πιο επιθετικού τμήματος τής παγκόσμιας κεφαλαιοκρατικής ελίτ. Δεν πρέπει να ξεχνάμε ποτέ ότι το όπλο χρησιμοποιήθηκε κατεξοχήν στις πρώην αποικίες για να εξουδετερωθεί η πολιτική ανεξαρτησία που κέρδισαν με απίστευτα αιματηρούς αγώνες και να ξαναδεθούν στο άρμα των πρώην δυναστών τους, όπου τα οικονομικά όπλα έχουν αντικαταστήσει πλέον τα στρατιωτικά. Τώρα, η χρήση του όπλου αυτού γενικεύεται και στο εσωτερικό των ίδιων των «ανεπτυγμένων» ζωνών τής καπιταλιστικής μητρόπολης. Και ρωτώ: αν οι μεγαλύτερες σύγχρονες εθνικές οικονομίες φαίνονται να πλήττονται αυτή τη στιγμή από τις ανεξέλεγκτες κεφαλαιαγορές, ποιος τις εμποδίζει να τις ελέγξουν; Γιατί ένας συνασπισμός των ισχυρότερων εθνικών κρατών δεν μπορεί να νομοθετήσει με πολιτικά μέσα εναντίον του χρηματοπιστωτικού καρτέλ, να το συντρίψει ή να το εξαφανίσει ολοσχερώς; Θεωρητικά είναι απολύτως δυνατό, απλώς δεν θέλει... Και δεν θέλει διότι η χρηματοοικονομική αξιοποίηση είναι η απονενοημένη διέξοδος των κεφαλαίων που λιμνάζουν, χωρίς την οποία θα αποκαλυπτόταν γυμνή η δομική κρίση του καπιταλισμού που μεταφράζεται σε δραματική πτώση της κερδοφορίας τού κεφαλαίου. Η αντίθετη πολιτική θα ήταν να εξαναγκάσουμε τις κεφαλαιοκρατικές τάξεις να παραιτηθούν από τα κέρδη τους, πράγμα που θα μεταφραζόταν σε πρωτοφανή πλούτο και ελεύθερο χρόνο για τις εργαζόμενες τάξεις· αυτήν την πολιτική όμως είναι που δεν θέλουν να ασκήσουν οι σημερινές πολιτικές ηγεσίες οι οποίες είναι σάρκα εκ της σαρκός των κεφαλαιοκρατικών τάξεων και πειθήνιοι δούλοι τους – εξ ου και οι ακατανόητοι δισταγμοί κι οι παλινωδίες τους. Το δίλημμα δεν είναι λοιπόν «οικονομία ή πολιτική» αλλά «ποια πολιτική: του κεφαλαίου ή της ζωής».
Μέσα στο κλίμα που περιγράφετε, ο «γάμος» της δημοκρατίας με τον καπιταλισμό –αν ποτέ υπήρξε μια τέτοια σχέση– σήμερα αποσυντίθεται με πάταγο. Νομίζετε ότι πρέπει να ανανοηματοδοτηθούν η έννοια και το περιεχόμενο της δημοκρατίας;
Δημοκρατία και καπιταλισμός είναι ευθέως αντιτιθέμενες έννοιες, και θα σας εξηγήσω αμέσως γιατί. Το νόημα της δημοκρατίας είναι η συμμετοχή όλου του κοινωνικού σώματος τουλάχιστον στη νομοθετική εξουσία, είτε με άμεση διαβούλευση (το αρχαίο παράδειγμα) είτε μέσω εκλεγμένων εκπροσώπων (το νεωτερικό παράδειγμα). Αν ένα μέρος τού πληθυσμού αποκλείεται καταστατικά από τη διαβούλευση, δεν μιλάμε για δημοκρατία αλλά για ολιγαρχία. Στην αντιπροσωπευτική δημοκρατία, για να μη συμβαίνει αυτό (πράγμα εξ αρχής δύσκολο) οι εκπρόσωποι θα πρέπει να προτείνονται από την ίδια την εκλογική βάση, οργανωμένη σε κατά τόπους συμβούλια, και να είναι άμεσα ανακλητοί – κάτι το οποίο δεν γίνεται σε καμία μοντέρνα κοινοβουλευτική δημοκρατία. Επιπλέον, η διαβούλευση δεν είναι απλώς διαδικαστικό ζήτημα· έχει και μία περιεχομενική, απολύτως δεσμευτική μάλιστα προϋπόθεση, που είναι η σχετική ισότητα ισχύος των διαβουλευομένων. Καταλαβαίνετε ότι μια «διαβούλευση» ανάμεσά μας τη στιγμή που εγώ είμαι σε θέση να σε τσακίσω αν δεν συμφωνείς μαζί μου, τη στιγμή που μπορώ ν’ αγοράσω τη γνώμη σου και την ψήφο σου κι εσένα τον ίδιον, είναι τραγική φάρσα. Μιλώντας με ρεαλιστικούς όρους, και για να θέσω ένα πρόχειρο μέτρο, θα έλεγα ότι σε συνθήκες εισοδηματικής ανισότητας άνω του 1:10, δημοκρατία με οιαδήποτε έννοια δεν είναι ––όχι απλώς εφικτή, εφικτή μπορεί να μην είναι και υπό μικρότερη, αλλά–– καν διανοητή! Αν όμως η ισότητα είναι το καθ’ ύλην περιεχόμενο της δημοκρατίας, είναι αυτό που καταστατικά ––δηλαδή κατ’ αρχήν και εξ ορισμού–– αποκλείει ο καπιταλισμός. Αυτός όχι μόνο προϋποθέτει ως όρο δυνατότητάς του μια θεμελιώδη ανισότητα (μεταξύ εκείνων που κατέχουν κεφάλαιο κι εκείνων που δεν έχουν προς πώλησιν παρά μόνο την εργασία τους) αλλά και λειτουργεί βάσει της διαρκούς μεγιστοποίησης του κέρδους, άρα της συγκεντροποίησης και της συσσώρευσης. Η «φυσική» απόληξη του καπιταλισμού είναι το μονοπώλιο, και η πολιτική μορφή που αντιστοιχεί στο μονοπώλιο είναι ο ολοκληρωτισμός. Σε αυτό το σημείο βρισκόμαστε σήμερα – με ή χωρίς κοινοβουλευτικό πρόσχημα, αδιάφορο. Συνεπώς, το αίτημα της δημοκρατίας δεν είναι άλλο από την απαίτηση για ανάσχεση του καπιταλισμού και για κοινωνικοποίηση των μέσων παραγωγής της κοινωνίας. Όλα τα άλλα είναι φληναφήματα για ανοϊκούς και παραπλανημένους.
Ας έρθουμε στο «πειραματόζωο» Ελλάδα. Πώς έγινε, μια χώρα του σκληρού πυρήνα των κρατών της Ευρώπης να μετατρέπεται ξαφνικά σε παράδειγμα προς αποφυγήν; Πως είναι δυνατόν το σύνολο των δυνάμεων του πολιτικού συστήματος να πιάνονται στον ύπνο;
Το ελληνικό πρόβλημα έχει πολλές σκοτεινές πλευρές, εννοώ μεθοδεύσεις για τις οποίες είναι συνένοχοι το ευρωπαϊκό διευθυντήριο και όλες οι ελληνικές κυβερνήσεις από την εποχή του Σημίτη τουλάχιστον, τις οποίες ίσως δεν μάθουμε ποτέ. Σε κάθε περίπτωση, πάντως, είναι αναπόσπαστο μέρος ενός παγκόσμιου προβλήματος έστω κι αν δεν είναι ορατά όλα τα νήματα που συνδέουν το όλο με το μέρος. Για να μην ακολουθώ λοιπόν νήματα που οι διαδρομές τους χάνονται στο σκοτάδι, προτιμώ να ξεκινάω από την οπτική του όλου, που είναι πολύ πιο ξεκάθαρη. Η δομική κρίση του καπιταλισμού για την οποία μίλησα προηγουμένως ξεκινάει από τη γενίκευση των εφαρμογών του αυτοματισμού στη δεκαετία του 1970, οπότε μειώνεται ασύλληπτα ο αναγκαίος χρόνος εργασίας και αυτό, αντί να οδηγήσει στη μείωση του εργάσιμου χρόνου για όλους, οδηγεί σε αυτό που λέμε δομική ανεργία. Γιατί; Επειδή η εργασία εξακολουθεί να παραμένει εμπόρευμα, κάτι που ο ιδιοκτήτης κεφαλαίου πουλάει και αγοράζει προς ίδιον όφελος. Αυτό όμως έχει μία διπλή συντριπτική συνέπεια για τον ίδιο τον καπιταλισμό: από τη μία πλευρά μειώνεται η δυνατότητα απόσπασης υπεραξίας από τη στιγμή που μειώνεται το μεταβλητό κεφάλαιο, δηλαδή το υπό εκμετάλλευσιν εργασιακό δυναμικό, και από την άλλη βραχυκυκλώνεται η ανακύκλιση των εμπορευμάτων από τη στιγμή που μειώνεται η αγοραστική δύναμη ενός διαρκώς αυξανόμενου ποσοστού τού πληθυσμού. Πρώτη φάση, λοιπόν, κρίση υπερπαραγωγής και υπερσυσσώρευσης: το ποσοστό κέρδους πέφτει και λιμνάζουν κεφάλαια (τέλη της δεκαετίας του 1980). Τί γίνεται τώρα για να τονωθεί η κερδοφορία; Χρηματοοικονομική αξιοποίηση, απεριόριστος δανεισμός κρατών και ιδιωτών, που σημαίνει προεξόφληση κερδών από μια δυνητική παραγωγή, η οποία δεν μπορεί να πραγματοποιηθεί και, άρα, να επενδυθεί σε κάτι τι υλικό και πραγματικό. Δεύτερη φάση λοιπόν, «σπάσιμο της φούσκας» και χρηματοπιστωτική κρίση (2008). Τα τεράστια εικονικά κέρδη που έχουν σημειωθεί επί τουλάχιστον μια εικοσαετία, και τα έχουν πραγματικά εξαργυρώσει χρηματοπιστωτικοί οργανισμοί και πολυεθνικές, εμφανίζονται ως έλλειψη, τρύπα, απώλεια στη διεθνή οικονομία. Το ζήτημα είναι ποιος θα τα χρεωθεί, σε τίνος τις πλάτες θα φορτωθούν, και ξεκινάει ο άγριος διαγκωνισμός τού οποίου είμαστε μάρτυρες σήμερα όπου ο καθένας από τους παίκτες προσπαθεί να χρεώσει όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος αυτής τής (επίσης εικονικής) έλλειψης στον πιο αδύναμο. Είναι ένας πραγματικός πόλεμος όλων εναντίον όλων: ανάμεσα σε ΗΠΑ, Ευρωπαϊκή Ένωση και Κίνα, ανάμεσα στις ίδιες τις εθνοκρατικές συνιστώσες της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ανάμεσα στις πολιτικές ηγεσίες και τις τράπεζες, και σε τελευταία ανάλυση ανάμεσα στην ανταγωνιστικά διαπλεκόμενη παγκόσμια κεφαλαιοκρατική ελίτ και στον κόσμο της εργασίας. Από τη σύνθλιψή του δηλαδή, σε παγκόσμιο επίπεδο, καλείται να εξοφληθεί σε τελευταία ανάλυση ο λογαριασμός των αμύθητων κερδών που σημειώνονται εδώ και είκοσι-τριάντα χρόνια χωρίς να αντιστοιχούν σε καμία πραγματική παραγωγή.
Σε αυτό ακριβώς το πλαίσιο ανέκυψε η «ελληνική κρίση». Η Ελλάδα αποδείχθηκε ο πλέον αδύναμος κρίκος της Ευρωζώνης, οπότε στις πλάτες της έγινε προσπάθεια να φορτωθεί ένα όσο το δυνατόν μεγαλύτερο μέρος τού προβλήματος. Προφανώς βρέθηκε σε αυτή τη θέση λόγω ενδημικών παθολογιών τις οποίες όλοι ξέρουμε, αλλά δεν θα επαναλάβω εδώ γιατί ο υπερτονισμός τους στην τρέχουσα ρητορική έχει τον εξαιρετικά ύποπτο σκοπό να συγκαλύπτει την ολική εικόνα. Ο στερεότυπος που λέει, ας πούμε, «να προστατευθεί η Ευρώπη από τη μετάδοση της ελληνικής κρίσης» είναι μια ύπουλη και κατάφωρα προπαγανδιστική αντιστροφή τού πραγματικού προβλήματος, που είναι ότι (λόγω εγγενών αδυναμιών που θα πρέπει να μας απασχολήσουν ξεχωριστά και πιο ειδικά) η Ελλάδα δεν μπορεί να προστατευθεί από τη μετάδοση της ευρωπαϊκής κρίσης. Από την άλλη πλευρά, όμως, πρέπει επίσης ν’ αποσαφηνίζουμε για ποια «Ελλάδα» μιλάμε κάθε φορά: το πρόβλημα των ελλήνων τραπεζιτών, εφοπλιστών και βιομηχάνων δεν είναι το ίδιο με το πρόβλημα των εργαζομένων και των ανέργων, και το μύθευμα της εθνικής ενότητας ή ομοψυχίας γίνεται ακόμα μία φορά στην ιστορία σφυρί για να συντρίψει τις καταληστευόμενες λαϊκές μάζες.
Είναι αρκετοί εκείνοι που βλέπουν την κρίση ως ευκαιρία. Συμμερίζεστε μια τέτοιαν άποψη; Και αν δεν τη συμμερίζεστε, τί νομίζετε ότι πρέπει να γίνει ώστε να μετατρέψουμε το δράμα σε αναγέννηση;
Από τη δική μας σκοπιά, η κρίση δίνει όντως μια ευκαιρία: να επιτεθούμε κατά μέτωπον στον καπιταλισμό, να βραχυκυκλώσουμε οριστικά τις διαδικασίες «ανάπτυξης» και «κερδοφορίας» που οδηγούν μαθηματικά στον συλλογικό θάνατο, να επινοήσουμε τρόπους ζωής και αξίες ενάντιες στην εμπορευματική αγορά, δημιουργώντας κατά κάποιον τρόπο έναν θύλακο «άλλης» κοινωνίας μέσα σε αυτήν που καταρρέει μπροστά στα μάτια μας.
Παρά το γεγονός ότι το ΠΑΣΟΚ καταρρέει δημοσκοπικά και πραγματικά, όμως, το κοινωνικό σώμα δεν φαίνεται να μετατοπίζεται αποφασιστικά προς τα αριστερά. Που οφείλεται κατά τη γνώμη σας αυτή η διστακτικότητα του κόσμου;
Να μου επιτρέψετε να πω το εξής: στη διάρκεια αυτών των δύο χρόνων της κρίσης φάνηκαν καθαρά τόσο οι μεγάλες αρετές όσο και οι μεγάλες παθολογίες του ελληνικού πληθυσμού. Στις αρετές του καταχωρώ μια ιδιοσυγκρασιακή απειθαρχία, ένα αναρχικό ανακλαστικό, αν μου επιτρέπεται η λέξη, που δείχνει πόσο λίγο χειραγωγήσιμος είναι εν συγκρίσει με άλλους λαούς της Ευρώπης. Αυτό για το οποίο πολλοί τον κατηγορούν, είναι κατά τη γνώμη μου ένα γνώρισμα που θα πρέπει να διαφυλάξουμε ως κόρην οφθαλμού και να το καλλιεργήσουμε μάλιστα με συνειδητούς τρόπους. Η μεγάλη παθολογία του, από την άλλη, είναι η απελπιστική του πολιτική ανωριμότητα. Από τον Δεκέμβρη του 2008 είχαμε ένα εξαιρετικά μαζικό αυθόρμητο κίνημα με διάφορες κορυφώσεις, παράδειγμα για πολλά άλλα ευρωπαϊκά και παγκόσμια κινήματα, το οποίο μέσα στον τελευταίο χρόνο έριξε δύο φορές ––ας μην έχει κανένας αμφιβολία επ’ αυτού–– την κυβέρνηση του ΠΑΣΟΚ: μία στις 15 Ιουνίου και μία στις 31 Οκτωβρίου. Και τις δύο φορές όμως είδαμε την κυβέρνηση να ξαναστήνεται στα πόδια της σαν μαριονέτα, της οποίας τις κλωστές κινούν βέβαια κεφαλαιοκρατικοί κύκλοι της Ελλάδας και της Ευρώπης που την χρησιμοποιούν σαν πειθήνιο εργαλείο για την υλοποίηση των σκοπών τους. Ζούμε δηλαδή μια κατάσταση κυριολεκτικά προεξεγερσιακή, όπου το πολιτικό σύστημα έχει απονομιμοποιηθεί εντελώς και αμετάκλητα όμως η λαϊκή δυσαρέσκεια δεν είναι σε θέση ν’ αποκρυσταλλωθεί σε πρόσφορες πολιτικές μορφές οι οποίες θα κατελάμβαναν το κενό εξουσίας.
Η ίδια περίπου ανωριμότητα είναι που ωθεί τον κόσμο σε μια παράλογη εκλογική συμπεριφορά: ψηφίζει τα ίδια εκείνα κόμματα και τους ίδιους πολιτικούς που μισεί, και ξεχνάει πάρα πολύ γρήγορα... Σε όλο αυτό βλέπω ένα τυφλό, νηπιώδες ανακλαστικό που ωθεί σε ταυτίσεις με ισχυρά γονεϊκά πρότυπα: υποψιάζομαι δηλαδή ότι ακολουθούν τα μεγάλα κόμματα μόνο και μόνον επειδή είναι μεγάλα, επειδή δίνουν μια ψευδαίσθηση ισχύος με την οποία το εκλογικό σώμα ταυτίζεται μαζοχιστικά ακριβώς για να μην αναλάβει τις ευθύνες της δικής του δράσης. Αυτό είναι το πιο επικίνδυνο κατά τη γνώμη μου γνώρισμα αυτού του λαού, που θα μπορούσε να τον κάνει ευάλωτο σε πραγματικούς φύρερ, αν υπήρχαν... Αλλά, εν πάση περιπτώσει, η τωρινή συγκυβέρνηση ΠΑΣΟΚ-Νέα Δημοκρατίας, που ήταν το μεγάλο όνειρο της εγχώριας κεφαλαιοκρατικής τάξης (το βλέπουμε στη ρητορεία των πιο επιδέξιων δημαγωγών της, όπως ο Σ. Ράμφος), με χαροποιεί ιδιαίτερα επειδή νομίζω ότι θα έχει το αντίθετο από το επιδιωκόμενο αποτέλεσμα: να «κάψει» αποτελεσματικά και τους δύο, απεγκλωβίζοντας τεράστιο μέρος τού λαϊκού πληθυσμού από τη δικομματική λαβή που τον κρατούσε τόσες δεκαετίες αιχμάλωτο και ν’ αποδεσμεύσει ένα επαναστατικό δυναμικό που λανθάνει.
Θεωρείτε ότι η αριστερά παραμένει ακόμη δέσμια μιας «δανει(α)κής» πολιτικής που προκύπτει από τον ευρωπαϊκό προσανατολισμό της, ότι φοβάται ή και μεγεθύνει το γκρεμό που θα ζήσουμε αν αποπεμφθούμε από την ΕΕ;
Η αριστερά λοιπόν, μιας και το αναφέρετε, έχει μεγάλο μερίδιο της ευθύνης. Ο «ευρωπαϊκός προσανατολισμός» της είναι η τελευταία συνέπεια μιας πολύ δομικότερης μεταλλαγής της, η οποία την κάνει αναξιόπιστη και ανεπίκαιρη: μεταπολεμικά έχει γίνει οργανικό μέρος τού συστήματος, ένας γραφειοκρατικός μηχανισμός κομματικού και συνδικαλιστικού χαρακτήρα που περιορίζεται σε «διεκδικήσεις» οι οποίες λαμβάνουν ως δεδομένες τις κεφαλαιοκρατικές σχέσεις παραγωγής όσο και οι συνάδελφοί της των αστικών κομμάτων στα βουλευτικά έδρανα. Ακόμη, αυτή τη στιγμή που μιλάμε, τα προγράμματά της είναι κεϋνσιανού τύπου, ξεπερασμένα από την ίδια την εξέλιξη του καπιταλισμού, όπως ας πούμε οι «κρατικές παροχές» και η «δημιουργία θέσεων εργασίας». Ο φετιχισμός τού παραγωγισμού και της εργασίας δεν της επιτρέπει να δει ότι το πρόβλημα σήμερα ξεκινάει από το ότι, ακριβώς, δεν χρειαζόμαστε πλέον τόση εργασία! Το ζητούμενο είναι η αυτοδιαχείριση της εργασίας και ο ελεύθερος χρόνος. Κι αν αυτά που λέω «φωτογραφίζουν» πρωτίστως το ΚΚΕ, τη μεγάλη αριστερή δύναμη που κρατάει εγκλωβισμένο ένα τόσο μεγάλο κομμάτι των λαϊκών στρωμάτων στην Ελλάδα, ισχύουν σε διάφορους βαθμούς και για τα υπόλοιπα, μικρότερα και περισσότερο «ευέλικτα» αριστερά σχήματα…
Δεν είμαι εγώ αυτός που θα πει στην αριστερά τί να κάνει. Σκέφτομαι όμως ότι αν ήθελε να κερδίσει μία πραγματική ηγεμονία, ένα καλό παράδειγμα θα μπορούσε να πάρει από τα ισλαμιστικά κινήματα στις αραβικές χώρες: αφουγκραζόμενα τις αληθινές ανάγκες των στερημένων στρωμάτων, υφαίνοντας πυκνά δίκτυα αλληλοβοήθειας, συντονίζοντας μεθοδευμένες μορφές ανυπακοής στην πολιτική εξουσία και τρόπους αντίστασης από τα κάτω, δημιουργούν ένα σκιώδες «κράτος» παράλληλο με το υπάρχον, έτοιμο να καταλάβει το κενό όταν αυτό δημιουργηθεί και να βηματίσει αποφασιστικά μέσα στις ρωγμές του. Είναι η ίδια στρατηγική, αν θέλετε, των πρώιμων χριστιανικών κοινοτήτων στα πλαίσια της καταρρέουσας ρωμαϊκής αυτοκρατορίας.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.