ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Ημερομηνία δημοσίευσης: 26/06/2011
Του Ευκλείδη Τσακαλώτου
Θέλω να παραθέσω δύο επιχειρήματα που μπορούν να μας βοηθήσουν στο πώς αντιμετωπίζουμε το πρόβλημα του χρέους. Πρώτον, η κρίση δεν είναι μόνο οικονομική. Παρόλο που πολλοί και πολλές έχουν ασκήσει κριτική στον οικονομισμό, όταν τους ακούω καταλαβαίνω ότι δεν το λέει η καρδούλα τους. Δεύτερον, η κρίση δεν αφορά κυρίως το χρέος. Έχει βαθύτατες κοινωνικές, πολιτικές και οικονομικές ρίζες, όπως έχουν επισημάνει αναλυτές που εκπροσωπούν όλα τα ιδεολογικά ρεύματα της Αριστεράς.
Από την πλευρά του ιδεολογικού ρεύματος που αντιπροσωπεύω, ένας τρόπος για να διατυπωθούν αυτά τα δύο επιχειρήματα είναι να δούμε ότι η κρίση έχει πολλές «στιγμές»: ιδεολογική, οικονομική, κοινωνική, πολιτική. Όλες αυτές οι στιγμές έχουν τη δική τους αυτονομία, τη δική τους χρονικότητα, τη δική τους λογική. Αλλά, μετά το 2008, όλες αυτές οι στιγμές συνέκλιναν και λειτούργησαν πολλαπλασιαστικά.
Η στιγμή της πολιτικής
Αρχίζω από την πολιτική στιγμή. Ο νεοφιλελευθερισμός έχει συνδεθεί με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας. Σε αυτό συνέβαλε και η σύγκλιση της κεντροαριστεράς και κεντροδεξιάς στο ίδιο, πάνω κάτω, οικονομικό μοντέλο -- ό,τι κόμμα και να ψήφιζε κανείς, το αποτέλεσμα δεν άλλαζε και πολύ. Εξάλλου, ως ύστατος κριτής της οικονομικής πολιτικής αναδείχθηκαν οι χρηματαγορές, και όχι η κάλπη. Οι «ανεξάρτητες» κεντρικές τράπεζες, οι ανεξάρτητες ρυθμιστικές αρχές και το Σύμφωνο Σταθερότητας αποτέλεσαν μερικούς μόνο από τους θεσμούς που συνέβαλαν στην τεχνοκρατικοποίηση της οικονομικής και κοινωνικής ζωής. Και με τη συρρίκνωση της δημοκρατίας είχαμε και την κρίση της κοινωνικής αντιπροσώπευσης, καθώς όλα και πιο πολλά στρώματα των κοινωνιών δεν έβλεπαν το πρόσωπό τους στην κεντρική πολιτική σκηνή.
Έτσι πρέπει να αντιμετωπίσουμε την απαξίωση της πολιτικής, την άνοδο της αντιπολιτικής, την επιστροφή μιας ριζοσπαστικής Δεξιάς με μια πολιτισμική ατζέντα κατά των μεταναστών και υπέρ του έθνους. Το πρώτο συμπέρασμα, λοιπόν, είναι ότι αποτελεί χρέος όλης της Αριστεράς να αντιστρέψει αυτή την απαξίωση. Να αναδείξει ότι η πολιτική μετράει, ότι μπορεί να φέρει αποτελέσματα. Για αυτό θεωρώ την πρωτοβουλία της Επιτροπής Λογιστικού Ελέγχου (ΕΛΕ) τόσο σημαντική. Γιατί ενσαρκώνει ένα δημοκρατικό αίτημα πληροφόρησης για το πώς φτάσαμε ως εδώ: όχι μόνο για το πιο κομμάτι του χρέους είναι επαχθές, αλλά για να ξέρουμε και σε ποιους χρωστάμε. Αναδεικνύει το βασικό --λενινιστικό-- ερώτημα της πολιτικής: Ποιος κάνει τι σε ποιον, και ποιος ωφελείται.
Η στιγμή της κοινωνίας
Έχουμε αναλύσει, ως Αριστερά, τις κοινωνικές ρίζες της κρίσης, και ότι το χρέος αποτελεί περισσότερο σύμπτωμα παρά θεμελιακή αιτία. Πιο βαθιά αιτία, που ούτε και αυτή όμως μπορεί να είναι θεμελιακή, αποτελούν οι ανισότητες που δημιουργήθηκαν στη νεοφιλελεύθερη διακυβέρνηση. Δεν είναι τυχαίο ότι τα τοξικά ομόλογα ξεκίνησαν από δάνεια στα πιο φτωχά στρώματα της αμερικανικής κοινωνίας.
Τώρα πια οι ανισότητες και οι διακρίσεις, του συστήματος αφορούν όλο και ευρύτερα κοινωνικά στρώματα. Και όχι μόνο λόγω των προγραμμάτων λιτότητας που κυριαρχούν μετά το 2009. Αλλά επειδή και τα μεσαία στρώματα επηρεάζονται από την παγκοσμιοποίηση, καθώς, από τη μία, πολλές θέσεις εργασίας (λ.χ. σε λογιστικά, δικηγορικά, αρχιτεκτονικά και διαφημιστικά γραφεία) μεταφέρονται στον Νότο, ενώ, από την άλλη, οι νέες τεχνολογίες έχουν οδηγήσει σε πολλές θέσεις εργασίας με μικρή αυτονομία, πολλή ρουτίνα και χαμηλούς μισθούς. Το σύνθημα όλων των εκσυγχρονιστών, «Εκπαίδευση, εκπαίδευση, εκπαίδευση», δεν έχει δικαιώσει τις προσδοκίες, ιδιαίτερα γι’ αυτά τα τμήματα της νεολαίας που επιστρέφουν με μάστερ από τις βόρειες χώρες και αντιμετωπίζουν ή την ανεργία ή δουλειές που δεν έχουν καμία σχέση με τις σπουδές και προσδοκίες τους.
Με αυτό τον τρόπο καταλαβαίνουμε γιατί η κοινωνική κρίση συγκλίνει με την κρίση της πολιτικής. Η Αριστερά χρειάζεται να χτίσει πάνω στα θέματα της αναδιανομής του εισοδήματος και του πλούτου. Και ως μια εναλλακτική στις πολιτικές λιτότητας, και ως βάση μεταβατικών διεκδικήσεων που αλλάζουν τη λογική της ασκούμενης οικονομικής πολιτικής. Αν δεν μπορέσουμε να πείσουμε για την ανάγκη αναδιανομής, είναι σίγουρο ότι θα αποτύχουμε στα πιο απαιτητικά αιτήματα που μας θέτει η συγκυρία. Και για πρώτη φορά, μετά από πολλές γενιές, έχουμε ένα ακροατήριο που εμπεριέχει και σημαντικό κομμάτι των μεσαίων στρωμάτων.
Η στιγμή της οικονομίας
Καμία προσέγγιση για την κρίση δεν μπορεί να αγνοήσει την οικονομία και τον ρόλο του χρηματοπιστωτικού συστήματος στον νεοφιλελευθερισμό. Η φιλελευθεροποίηση του χρηματοπιστωτικού συστήματος μπορεί να αύξησε τα κέρδη αυτού του τομέα, αλλά δεν είχε θετικές συνέργειες με την υπόλοιπη οικονομία. Η Maureen Massey το παρομοιάζει με το τροπικό δένδρο Upas, κάτω από τη σκιά του οποίου τίποτα άλλο δεν φυτρώνει. Και όπου γιγαντώθηκε περισσότερο, όπως στις ΗΠΑ και στη Βρετανία, οι κοινωνικές ανισότητες και οι περιφερειακές αποκλίσεις ήταν μεγαλύτερες.
Το νεοφιλελεύθερο μοντέλο δεν φάνηκε να μπορεί να εξασφαλίσει αρκετές θέσεις εργασίας, ικανοποιητικούς μισθούς και αρκετό φορολογητέο εισόδημα για να χρηματοδοτηθεί ένα επαρκές κοινωνικό κράτος. Η αντιμετώπιση αυτών των προβλημάτων μέσω δανεισμού, αλλά και κρατικών δαπανών για τη στήριξη ιδιωτικών επιχειρήσεων (μερικών από αυτών ιδιωτικοποιημένων), δεν αποτέλεσε βιώσιμη λύση.
Άρα, η οικονομική στιγμή ανοίγει το βασικό ερώτημα που πάντα έθετε η Αριστερά: «Ποιος παράγει τι, για ποιον, και κάτω από ποιες συνθήκες;». Μια ριζοσπαστική απάντηση στην κρίση ανοίγει όλη αυτήν τη θεματολογία, και τη συνδέει με όλες αυτές τις προσεγγίσεις που μας έχουν θέσει τα φεμινιστικά, οικολογικά και αντιπαγκοσμιοποιητικά κινήματα. Χρειαζόμαστε λύσεις που αμφισβητούν τους στόχους και τα μέσα του νεοφιλελευθερισμού, χωρίς αυτό να σημαίνει ότι βασιζόμαστε στο παλιό μοντέλο της προηγούμενης σοσιαλδημοκρατικής συναίνεσης.
Η ιδεολογική στιγμή
Ο νεοφιλελευθερισμός βασίστηκε στον ατομικισμό, στον ανταγωνισμό και στην ιδιοτέλεια. Σε ένα επίπεδο, όλοι στην Αριστερά συμφωνούμε ότι αυτή η ιδεολογία πρέπει να ηττηθεί. Αλλά μερικές φορές αμφιβάλλω. Συμφωνούμε όλοι και όλες ότι οι πολίτες που απαιτούσαν να γίνουν οι Ολυμπιακοί Αγώνες στην πατρίδα μας ή οι μικρομεσαίοι που πλήρωναν τους φόρους που τους αναλογούσε σε «εθελοντική βάση», έχουν μερίδιο της ευθύνης για το χρέος; Ότι έχουμε να αντιπαραταχτούμε στο ιδεολογικό επίπεδο με δυνάμεις πέρα από το «μεγάλο κεφάλαιο»; Ότι, με αυτή την έννοια, δεν μπορεί όλο το χρέος να το βαφτίσουμε επαχθές;
Η ιδεολογική στιγμή δεν αντιμετωπίζεται μόνο στο ιδεολογικό επίπεδο. Όλα αυτά που κάνουμε μαζί, σε σχέση με την πολιτική ανυπακοή, την κοινωνική αλληλεγγύη και την κοινωνική οικονομία δεν είναι μόνο άμεσες απαντήσεις για το πρόβλημα του χρέους, αλλά αποτελούν και βαθύτατες ιδεολογικές παρεμβάσεις. Αμφισβητούν την ατομικιστική ιδεολογία και, συγχρόνως, αναδεικνύουν τα σπέρματα μιας εναλλακτικής οικονομίας που δεν θα βασίζεται στο χρέος.
Για την άμεση συγκυρία
Η κυρίαρχη ιδεολογία έχει κάθε λόγο να κρατήσει τις διάφορες στιγμές της κρίσης ξεχωριστές. Να αναδείξει ότι τα διάφορα προβλήματα απαιτούν συγκεκριμένες τεχνοκρατικές λύσεις· για παράδειγμα, το χρηματοπιστωτικό σύστημα απλώς θέλει μια καλύτερη ρύθμιση και το χρέος λίγα χρόνια λιτότητας. Εμείς, αντιθέτως, πρέπει να αναδείξουμε όλες τις στιγμές, όλους τους συνδετικούς κρίκους. Μόνο έτσι θα συμβάλουμε σε ένα μεγάλο κίνημα αμφισβήτησης που, καθώς θα μεγαλώνει, θα επεξεργάζεται και στρατηγικές και πολιτικές προτάσεις για την τότε συγκυρία.
Και, για να γίνουν όλα αυτά, πρέπει να προτάσσουμε την ενότητα σε σχέση με τη «γραμμή», και γιατί υπάρχουν τόσες πολλές γραμμές και γιατί στη δική μου σύλληψη η γραμμή δεν μπορεί να προϋπάρχει του κινήματος. Για να εξηγηθώ καλύτερα θέλω να εξηγήσω εν συντομία γιατί δεν έχω υποστηρίξει τη γραμμή της στάσης πληρωμών και της εξόδου από το ευρώ.
Πρώτον, γιατί δεν θεωρώ ότι αυτή η γραμμή αμφισβητεί επαρκώς την κυρίαρχη ιδεολογία. Δεν εμπλέκεται αρκετά με τα ιδεολογήματα της εθνικής οικονομίας και της ανταγωνιστικότητας, για παράδειγμα. Στις σοβαρές οικονομικές συνέπειες μιας στάσης και μιας εξόδου (για λόγους που δεν έχω καιρό να εξηγήσω εδώ, είναι πιο σοβαρές από αυτό που υπονοούν οι υποστηρικτές αυτής της γραμμής) θα αντιπαραθέσουμε μια εθνική πολιτική προς τον σοσιαλισμό. Υποτίθεται, για λόγους που δεν είναι σαφείς σε μένα, ότι στο εθνικό επίπεδο οι συσχετισμοί είναι πιο ευνοϊκοί. Αλλά πολύ φοβάμαι ότι οι πιέσεις από τις χρηματαγορές, που βεβαίως δεν ελέγχονται στο επίπεδο του εθνικού κράτους, θα ασκήσουν ακόμα εντονότερες πιέσεις για την ανταγωνιστικότητα της οικονομίας μας. Γι’ αυτό το λόγο θεωρώ ότι χρειαζόμαστε υπερεθνικές λύσεις για υπερεθνικά προβλήματα.
Δεύτερον, θεωρώ ότι πρέπει να δούμε τη σειρά με την οποία θέτουμε τις γραμμές μας. Μια επιθετική αναδιαπραγμάτευση έχει πολλά ατού αυτήν τη στιγμή. Μπορεί να εκμεταλλευτεί το χάος στην Ε.Ε. όπου ενδυναμώνεται η άποψη ότι η τωρινή προσέγγιση δεν είναι βιώσιμη και θέτει σε αμφισβήτηση την ύπαρξη του ευρώ, και όπου τα διάφορα θεσμικά όργανα και κράτη έχουν διαφορετικές προσεγγίσεις για το πώς θα λυθεί η κρίση της ευρωζώνης. Η διάλυση του ευρώ δεν αφήνει αδιάφορες τις χώρες του Βορρά, και γιατί κινδυνεύουν οι τράπεζές τους, και γιατί ένα νέο νόμισμα των βορείων χωρών θα είχε τέτοια ανατίμηση που θα έσβηνε τα κέρδη ανταγωνιστικότητας που απολάμβαναν όλη την προηγούμενη περίοδο. Μια επιθετική αναδιαπραγμάτευση μπορεί να εκμεταλλευτεί το γεγονός ότι τόσες πολλές χώρες αντιμετωπίζουν το ίδιο πρόβλημα. Αν αποτύχει μια αναδιαπραγμάτευση μπορείς να προχωρήσεις σε στάση, αλλά αφού έχεις αναδείξει ποιος εμπόδισε τις αναγκαίες αλλαγές.
Τρίτον, πρέπει να ξεχωρίσουμε τις τακτικές από τις στρατηγικές. Έτσι και αλλιώς, το τοπίο αλλάζει συνεχώς και σε λίγους μήνες μπορεί να μην υπάρχει ευρώ. Έχουμε τους συσχετισμούς είτε για μια επιθετική αναδιαπραγμάτευση είτε για στάση; Θα επιστρέψουμε σε μια Αριστερά της οποίας το κυβερνητικό πρόγραμμα ήταν η πεμπτουσία της πολιτικής; Με αυτή την έννοια πρέπει να προτάσσουμε την ενότητα σε σχέση με τη γραμμή. Αν είχαμε ένα κίνημα που πίστευε στην αναδιανομή του εισοδήματος και στην ανάγκη να βασιστούμε σε εναλλακτικά καταναλωτικά και παραγωγικά πρότυπα, μπορεί και εγώ να προσχωρήσω στην αναγκαιότητα της στάσης πληρωμών. Αλλά δεν είμαστε σε εκείνο το σημείο τώρα.
Έχουμε τόσα να κάνουμε μέχρι να φτάσουμε εκεί που θα θέλαμε. Και σε αυτή την πορεία δεν πρέπει οι διαφορετικές γραμμές να είναι δικαιολογία για νέες διαχωριστικές γραμμές. Επειδή εγώ και ο Κώστας Λαπαβίτσας διαφωνούμε για το ευρώ δεν μπορούμε να συνεργαστούμε; Είναι λογική αυτή; Έχουμε μια μεγάλη ατζέντα στα διάφορα επίπεδα της οικονομίας, της κοινωνίας, της πολιτικής και της ιδεολογίας. Εγώ λέω ότι στην ερώτηση αυτού του πάνελ για τη λύση στο πρόβλημα του χρέους, απαντάμε με πολλές λύσεις, πολιτικές και πρωτοβουλίες, με πολλά κινήματα και εναλλακτικά παραδείγματα, με τον πλούτο της κοινής δράσης, της συζήτησης, της αλληλεγγύης και της ενότητας.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος διδάσκει οικονομικά στο Πανεπιστήμιο Αθηνών. Το κείμενο βασίζεται στην ομιλία του στο Διεθνές Συνέδριο για το Χρέος, που οργάνωσε η Επιτροπή Λογιστικού Ελέγχου, Νομική Σχολή Αθηνών, 6-8.2011.
Έργο του Ρόυ Λιχτενστάιν, 1973
Βέρνερ Τύμπκε, «Εργατική τάξη και ιντελιγκέντσια», 1972-1973
Καλό άρθρο.Πετυχημένη ανάρτηση.
ΑπάντησηΔιαγραφή