Οι αιτίες που μας έφεραν ως εδώ και κυρίως «τι πρέπει να κάνουμε;» είναι το αντικείμενο έρευνας της Κρυσταλίας Πατούλη - ερωτήματα στα οποία δίνουν τη δική τους απάντηση γνωστές προσωπικότητες της τέχνης και των γραμμάτων. Σήμερα, δημοσιεύουμε τις απαντήσεις του καθηγητή Πολιτικής Οικονομίας στο Πανεπιστημίου του Παρισιού Κώστα Βεργόπουλου.
ΠΗΓΗ: TVXS
Δεν πιστεύω ότι στην Ελλάδα συμβαίνει κάτι το πολύ ιδιαίτερο με το δημόσιο χρέος, δεδομένου ότι το ίδιο πρόβλημα που έχει η Ελλάδα το έχουν οι περισσότερες χώρες στην ευρωζώνη. Για να μην πω ότι το έχει και η ευρωζώνη ολόκληρη ή σχεδόν ολόκληρη. Γιατί ακόμη και στη Γερμανία υπάρχει. Η υπερχρέωση αποτελεί γενικότερο φαινόμενο. Μ’ αυτό τον τρόπο θέλω να αποκλείσω δύο σημεία στα οποία έχει ατυχώς επικεντρωθεί η κοινή γνώμη στη χωρά μας. Αλλά και λόγο χειραγώγησης, η οποία γίνεται για αντιπερισπασμό εκ των άνω, ώστε να μη βλέπουμε το πραγματικό πρόβλημα.
Πρώτα από όλα προβάλλεται ότι στη χώρα μας έχουμε διεφθαρμένο και σπάταλο κράτος. Διεφθαρμένο κράτος αλλά και διεφθαρμένη κοινωνία. Αυτά και τα δύο εκπέμπονται εκ των άνω. Απ’ την κυβέρνηση. Αλλά γίνονται επίσης αποδεκτά και από μέγα μέρος της κοινωνίας. Το θεωρούν ως δεδομένο ότι έτσι είναι. Και οι άνθρωποι αυτοενοχοποιούνται. Συμφωνούν ότι πράγματι είμαστε διεφθαρμένοι, ότι το ελληνικό κράτος είναι το πιο διεφθαρμένο στον κόσμο και πολύ εκτεταμένο, ότι έχουμε καταντήσει μια χώρα δημοσίων υπαλλήλων. Το πρότυπο του διεφθαρμένου είναι ο δημόσιος υπάλληλος ο οποίος αξιώνει φακελάκια για να κάνει τη δουλειά του. Όλα αυτά είναι εκτός θέματος. Όχι διότι δεν συμβαίνουν, αλλά διότι συμβαίνουν παντού, σε όλες τις χώρες του κόσμου.
Πρώτον οι δαπάνες του ελληνικού κράτους είναι 48 με 50 τοις εκατό του εθνικού εισοδήματος, όπως είναι σε όλες τις χώρες, δεύτερον δεν έχουν αυξηθεί τα τελευταία χρόνια, για την ακρίβεια έχουν μάλλον μειωθεί. Η κρίση δεν προήλθε από το γεγονός ότι αυξήθηκαν οι δημόσιες δαπάνες, αλλά από το ότι μειώθηκαν οι εισπράξεις του δημοσίου. Εδώ έχουμε μία μοναδικότητα γιατί τα δημόσια έσοδα κατέρρευσαν όντως πάρα πολύ, από το 2008 και έτσι δημιουργήθηκε ακόμη μεγαλύτερο έλλειμμα. Ο λόγος για τον οποίο έπεσαν τα δημόσια έσοδα ταυτόχρονα σε όλες τις χώρες είναι η διεθνής οικονομική κρίση.
Εγώ ο ίδιος είχα βγάλει ένα βιβλίο το 2005 στο οποίο υποστήριζα: «προσοχή στον δανεισμό, ο οποίος αναπτύσσεται με τριπλάσιο και τετραπλάσιο ρυθμό απ ότι το εθνικό εισόδημα της Ελλάδας και συνεπώς η χώρα πηγαίνει κατευθείαν σε αδιέξοδο».
Έδώ και χρόνια ζούσαμε με χρήματα που εισέρεαν από το εξωτερικό, με επιδοτήσεις και δάνεια. Αλλά δεν είναι αυτή η αιτία που έχει δημιουργήσει τη σημερινή κρίση. Είναι ένα πρόσθετο στοιχείο το οποίο δεν είχε προβλέψει κανείς: η παγκόσμια κρίση από το 2008. Με αυτήν κατέρρευσαν τα δημόσια έσοδα και το αρχικό πρόβλημα απέβη πολύ μεγαλύτερο. Εκτός αυτού, όπως διαπιστώνει το ΔΝΤ, το 90% των δημοσίων ελλειμμάτων προέρχονται από την επιβράδυνση της οικονομίας, λογω της διεθνούς κρίσης. Το υπόλοιπο 10% προέρχεται από το ότι το κράτος έσπευσε να δώσει δεκάδες δισεκατομμύρια στις τράπεζες για να σωθούν αυτές από την κρίση, γεγονός που μεγάλωσε ακόμη περισσότερο το δημόσιο έλλειμμά και χρέος. Το ζήτημα είναι ότι οι τράπεζες πήραν τα χρήματα που τους έδωσε το κράτος, αλλά από αυτά που δεν είχε! Συνεπώς τα πήραν τελικά από τον φορολογούμενο, ο λαός δηλαδή έσωσε τις ιδιωτικές τράπεζες από τη χρεοκοπία, προσφέροντας τους δεκάδες δισεκατομμύρια ευρώ, πράγμα που προκάλεσε μεγαλύτερο έλλειμμα στο κράτος. Τώρα οι τράπεζες γυρίζουν και λένε στο κράτος «στοπ. Είσαστε υπερχρεωμένοι γι αυτό πρέπει να μειώσετε το έλλειμμά σας, να επιβραδύνετε την οικονομία σας, γιατί λειτουργεί στο κενό. Πρέπει να περάσετε σε ύφεση, να αυξήσετε την ανεργία, να κλείσουν επιχειρήσεις. Δηλαδή αφού πήραν τα δισεκατομμύρια τα οποία επέτειναν το πρόβλημα που υπήρχε, τώρα επιβάλλουν αυτό που από πριν ήθελαν: την λιτότητα, εις βάρος του κόσμου της εργασίας. Επιβάλλεται σήμερα από την χρηματοπιστωτική λογική η πολιτική της λιτότητας, με την αιτιολογία ότι πρέπει να γίνουμε ανταγωνιστικοί. Αυτή την επιλογή επιβάλλουν όχι μόνο στην Ελλάδα, αλλά και ολόκληρη στην Ευρώπη. Ακόμη και στη Γερμανία. Οι τράπεζες κυβερνούν παντού. Η Μέρκελ προωθεί το καινούργιο «Σύμφωνο ανταγωνιστικότητος», με το οποίο επιβάλλεται σε ολόκληρη την Ευρώπη μακροχρόνια λιτότητα, περιορισμός του τρόπου ζωής, των δημόσιων και ιδιωτικών δαπανών, δηλαδή λιτότητα όχι μόνον στο κράτος, αλλά και στην κοινωνία. Όμως, η Γερμανία δεν λέει αυτό που λέει αυτό που λέμε εδώ στην Ελλάδα, ότι το κράτος είναι διεφθαρμένο και πρέπει να εξυγιανθεί, δεν λέει ότι η κοινωνία μας είναι διεφθαρμένη και πρέπει να εξυγιανθεί. Λέει κάτι άλλο: Δεν έχετε υψηλή ανταγωνιστικότητα. Και πως θα την κατακτήσετε; Περικόπτοντας τους μισθούς. Και εδώ εμείς οι έλληνες τα βάζουμε ο ένας με τον άλλον, χωρίς να βλέπουμε το μεγάλο πρόβλημα που αφορά το σύνολο της κοινωνίας. Η πολιτική λιτότητας εφαρμόζεται παντού είτε επί διεφθαρμένων είτε επί αδιάφθορων χωρών. Πιστεύουμε ότι διαθέτουμε παγκόσμιες επιδόσεις στη διαφθορά. Δυστυχώς δεν διαθέτουμε ούτε αυτές. Αφού η νόσος μας είναι η νόσος όλων.
Το θέμα λοιπόν είναι συζητούμε όχι στη βάση ότι συμβαίνει κάτι μόνο σε μας, αλλά εάν αληθεύει ότι «έχουμε πράγματι έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, και εάν η συνταγή της λιτότητας είναι η λύση;» Είμαστε λοιπόν μη βιώσιμοι; Και θα πρέπει να πεθάνουμε όλοι; Ή αλλιώς να προσαρμοστούμε; Και η λιτότητα οδηγεί πράγματι στην προσαρμογή; Αυτό θα πρέπει να αποδεχθεί! Και όχι να το δεχτούμε επειδή το εμφανίζουν έτσι. Στα τελευταία 10 χρόνια η Ελλάδα είχε επενδύσεις πάγιου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού διπλάσιες από ότι είχε η Γερμανία. Είχε διπλάσια εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Δεν παρουσίασε έλλειμμα ανταγωνιστικότητος όπως ισχυρίζεται η Γερμανία. Ούτε η Ιρλανδία επίσης παρουσίασε κάτι τέτοιο έλλειμμα. Αλλά αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίον οι τράπεζες θέτουν το πρόβλημα και επιβάλουν αυτό που θέλουν: τη λιτότητα.
Το θέμα λοιπόν είναι συζητούμε όχι στη βάση ότι συμβαίνει κάτι μόνο σε μας, αλλά εάν αληθεύει ότι «έχουμε πράγματι έλλειμμα ανταγωνιστικότητας, και εάν η συνταγή της λιτότητας είναι η λύση;» Είμαστε λοιπόν μη βιώσιμοι; Και θα πρέπει να πεθάνουμε όλοι; Ή αλλιώς να προσαρμοστούμε; Και η λιτότητα οδηγεί πράγματι στην προσαρμογή; Αυτό θα πρέπει να αποδεχθεί! Και όχι να το δεχτούμε επειδή το εμφανίζουν έτσι. Στα τελευταία 10 χρόνια η Ελλάδα είχε επενδύσεις πάγιου κεφαλαιουχικού εξοπλισμού διπλάσιες από ότι είχε η Γερμανία. Είχε διπλάσια εξέλιξη της παραγωγικότητας της εργασίας. Δεν παρουσίασε έλλειμμα ανταγωνιστικότητος όπως ισχυρίζεται η Γερμανία. Ούτε η Ιρλανδία επίσης παρουσίασε κάτι τέτοιο έλλειμμα. Αλλά αυτό είναι ο τρόπος με τον οποίον οι τράπεζες θέτουν το πρόβλημα και επιβάλουν αυτό που θέλουν: τη λιτότητα.
Το ερώτημα είναι ότι αφού το θέμα του ελλείμματος ανταγωνιστικότητας είναι ατεκμηρίωτο, ποιο είναι το πραγματικό πρόβλημα το οποίο προφανώς συγκαλύπτεται; Το πραγματικό πρόβλημα είναι ότι με την γενίκευση της λιτότητος, δημιουργείται ύφεση της οικονομίας, πτώση τιμών, γιατί δεν θα υπάρχει αγορά, και όταν πέσουν οι τιμές και απαξιωθούν τα πραγματικά αγαθά, θα έρθουν αυτοί που έχουν το χρήμα και θα τα εξαγοράσουν όλα, σε τιμή ευκαιρίας, όπως αγόραζαν τα σπίτια στην κατοχή όσοι είχαν χρήματα. Οι άνθρωποι τότε επειδή πέθαιναν από την πείνα, πωλούσαν ότι είχαν και δεν είχαν για να μπορέσουν να επιβιώσουν. Για ένα μπουκάλι λάδι μπορεί να έδιναν ένα σπίτι στους μαυραγορίτες. Εκατομμύρια άνθρωποι έχασαν τα σπίτια τους για να μπορέσουν να ζήσουν. Όταν τελείωσε η κατοχή, ψηφίστηκε νόμος που ακύρωνε τις κατοχικές αγοραπωλησίες, ως αθέμιτες, διότι έγιναν υπό συνθήκες εκτάκτου ανάγκης. Αυτό μεθοδεύεται και τώρα. Σαν να βρισκόμαστε σε κάποια νέα κατοχή! Αυτός είναι ο κρυφός και ανομολόγητος στόχος! Η απώτερη γερμανική επιδίωξη: Αυτοί που έχουν το χρήμα (οι τραπεζίτες, χρηματιστές, πιστωτές) να εξαγοράσουν περιουσιακά στοιχεία. Αυτό ισοδυναμεί με συνθήκες νέας ειλωτείας. Το χαρακτηριστικό του είλωτα είναι ότι εργάζεται όλη του τη ζωή για λογαριασμό κάποιου άλλου! Φυσικά είμαστε ήδη είλωτες, αλλά τώρα επιδιώκεται και συνταγματική κατοχύρωση αυτού.
Εμείς τι μπορούμε να κάνουμε; Δεν είμαστε μόνοι σε αυτή την κατάσταση, εφόσον αυτό συμβαίνει σε όλη την Ευρώπη, πρέπει να έρθουμε σε επαφή με όλους τους άλλους λαούς της Ευρώπης, οι οποίοι είναι ομοιοπαθείς. Όλες οι χώρες τις Ευρώπης δυσανασχετούν εναντίον του γερμανικού Συμφώνου Σταθερότητος. Η Αυστρία, το Βέλγιο η Ιρλανδία, η Πορτογαλία. Η Ελλάδα δεν έχει αντιδράσει και δείχνει ότι το αποδέχεται. Και μάλιστα θριαμβολογεί. Όλες οι χώρες οργανώνονται στο να αντιδράσουν από κοινού. Δεν θα έπρεπε και η Ελλάδα να είναι μέσα σε αυτές; Αντί να δηλώνει πρόθυμα πλήρη υποταγή στη γερμανική πρόταση; Να κάτι που μπορούμε να κάνουμε! Πιστεύω ότι δεν έχουν εξαντληθεί τα περιθώρια να αντιδράσουμε μέσα στην Ευρώπη. Δεν ήρθε η στιγμή να πούμε ότι το κεφάλαιο Ευρώπη έκλεισε, και η μόνη λύση είναι να αποσυρθούμε από αυτήν. Θεωρώ ότι ένα παρόμοιο συμπέρασμα θα ήταν βιαστικό και επιπόλαιο. Πιστεύω ότι μέσα στην Ευρώπη υπάρχουν ακόμη δυνάμεις και δυνατότητες μεγάλες και μπορούμε να επηρεάσουμε την ευρωπαϊκή πορεία. Οι λαοί, τα συνδικάτα, μπορούν να αντιδράσουν πανευρωπαϊκά για να πιέσουν αυτές τις κυβερνήσεις. Οι κυβερνήσεις οι ίδιες δεν πρόκειται να αντιδράσουν, ή θα αντιδράσουν για να δώσουν απλά την εντύπωση ότι αντιδρούν. Γι αυτό το πραγματικό ζήτημα είναι υπόθεση των εργαζομένων, των λαών. Οι άνεργοι πρέπει επίσης να οργανωθούν. Να πολιτικοποιηθούν όλοι με την έννοια του πολίτη, είτε με την αρχαία έννοια είτε με τη σύγχρονη, αν θέλετε.
Στη χώρα μας, εμφανίζεται το μεγαλύτερο πρόβλημα που σε τέτοια έκταση δεν έχει ξαναυπάρξει: ο κοινωνικός αποκλεισμός! Η κοινωνία μας αλλά και οι άλλες κοινωνίες απειλούνται θανάσιμα από την νόσο του κοινωνικού αποκλεισμού. Εκατομμύρια άνθρωποι περιθωριοποιούνται, αποξενώνονται από την ζωή. Πρώτον οι άνεργοι, δεύτερον οι εργαζόμενοι σε συνθήκες επισφαλούς εργασίας, των όποιων ο αριθμός επεκτείνεται ταχύτατα. Το 60% των επισφαλώς εργαζομένων είναι γυναίκες και το 40% νεανικές ηλικίες. Αυτού του είδους η εργασία, ενώ απαγορεύεται, αυτή τη στιγμή επιδοτείται από το κράτος. Με το σκεπτικό ότι έτσι καταπολεμάται η ανεργία. Τόσο υποτιμημένη εργασία αποτελεί χρυσάφι για τους εργοδότες. Οι εργαζόμενοι στη χώρα μας σε παρόμοιες επισφαλείς συνθήκες είναι σήμερα το 25% των εργαζομένων και ο αριθμός τους επεκτείνεται αλματωδώς. Με αυτό τον τρόπο, ο καπιταλισμός παρακάμπτει το ελάχιστο όριο αμοιβής, τον ελάχιστο μισθό. Η υποβάθμιση και απαξίωση της εργασίας αποτελεί το μεγαλύτερο πρόβλημα της εποχής μας και αυτό συνιστά το πραγματικό επίμαχο ζήτημα για τις πολιτικές λιτότητας που σήμερα γενικεύονται τόσο στην χώρα μας όσο και στην υπόλοιπη Ευρώπη, ακόμη και στην ίδια την Γερμανία.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.