Πώς θα χαρακτηρίζατε, με δυο λόγια, την κατάσταση που ζούμε το τελευταίο διάστημα στην Ελλάδα.
Εντελώς επιγραμματικά, θα έλεγα ότι συνιστά μια μετάβαση στον άγριο, αρχετυπικό, δίχως όρια και περιορισμούς καπιταλισμό. Προφανώς και πριν καπιταλισμό είχαμε. Ωστόσο μια ιδιότυπη ιστορική συγκυρία είχε καταστήσει δυνατή την αναστολή ή άμβλυνση ορισμένων χαρακτηριστικών του. Έτσι στην Ελλάδα η διαδικασία της μισθωτοποίησης, της ευθείας δηλαδή υπαγωγής των δυνάμεων της εργασίας στο κεφάλαιο, υπήρξε εξαιρετικά αργόσυρτη. Το μεγαλύτερο ποσοστό του εργατικού δυναμικού ήταν αυτοαπασχολούμενοι στο πλαίσιο οικογενειακών επιχειρήσεων είτε στην ύπαιθρο είτε στη δευτερογενή παραγωγή είτε στις υπηρεσίες. Μέχρι πρόσφατα ήταν μια χώρα καπιταλιστική βέβαια, η οποία ωστόσο δεν στηριζόταν, παρά μόνο δευτερευόντως στη μισθωτή εργασία. Και καθώς το μεγαλύτερο κομμάτι των μισθωτών είναι δημόσιοι υπάλληλοι, μόνο το ένα τέταρτο του πληθυσμού, ίσως λίγο παραπάνω, εμφανίζονταν ως μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα. Σε άλλες ανεπτυγμένες χώρες, στις ΗΠΑ, στην Αγγλία και στη Γερμανία το ποσοστό αυτό αγγίζει το 80-90%, οι οποίοι κυριαρχούν σε αναπτυγμένες χώρες όπως η Γαλλία, η Γερμανία, οι ΗΠΑ.
Δεν μπορώ να μπω σε λεπτομέρειες, αλλά σχηματικά αυτό οφείλεται στην ιστορική επιβίωση της μικρής οικογενειακής επιχείρησης, η οποία ενισχύθηκε από το πλέγμα παλιννόστηση-μετανάστευση στην ύπαιθρο (και στη συνέχεια από τις ευρωπαϊκές επιδοτήσεις) και στην πόλη, την ίδια στιγμή που ο καπιταλιστικός τρόπος παραγωγής δεν αναπτύχθηκε στη βάση της μεγάλης βιομηχανίας. Με αυτό τον τρόπο δημιουργήθηκαν οι προϋποθέσεις για ένα ιδιότυπο σύστημα κοινωνικής εργασίας. Εκείνο που διαλύεται σήμερα είναι η μικρή αγροτική επιχείρηση, η οποία εδώ και χρόνια έχει αρχίσει να εξασθενεί, αλλά και όλες οι μικρομεσαίες οικογενειακές επιχειρήσεις στις υπηρεσίες (τουρισμός κ.λπ.), στο εμπόριο και στη μικρή επιτηδευματική παραγωγή.