Τρίτη, 27 Ιουνίου 2010
Πηγή: ΕΠΟΧΗ
Με άρθρο του στη «Μοντ Ντιπλοματίκ», ο γνωστός αμερικανός οικονομολόγος Τζέιμς Κ. Γκαλμπρέιθ, καθηγητής πολιτικής οικονομίας στο Πανεπιστήμιο του Τέξας, αναλύει πόσο «απλή» θα μπορούσε να ήταν η αντιμετώπιση της δικτατορίας των χρηματοπιστωτικών αγορών, αν η ΕΕ είχε τη διάθεση να ενισχύσει το οπλοστάσιο των δημόσιων αρχών με πολύ γνωστά μέσα, που βρίσκονται σε αχρηστία στο σημερινό καθεστώς της κυριαρχίας του νεοφιλελευθερισμού. Τώρα, γιατί δεν εφαρμόζονται τα μέτρα αυτά; Διότι η εφαρμογή τους δεν είναι θέμα τεχνικοοικονομικής επιλογής, αλλά ταξικής. Η «Εποχή» δημοσιεύει σήμερα τα κυριότερα σημεία του άρθρου.
Tου Τζέιμς Κ. Γκαλμπρέιθ
Με τις εκατοντάδες δισεκατομμύρια ευρώ που διατέθηκαν από την ΕΕ για το μηχανισμό στήριξης των χωρών μελών, ηρέμησαν για κάποιο διάστημα τα πράγματα. Πολύ γρήγορα, όμως, έγινε εμφανές ότι οι χώρες μέλη της ΕΕ μπορούν να βρουν χρήμα μόνο δανείζοντας η μία την άλλη. Κι αυτό γιατί τους έχει απαγορευθεί να δημιουργούν νέα αποθέματα, όπως ακριβώς δεν μπορούν να ενισχύουν την ανάπτυξη και ταυτόχρονα να διαγράφουν χρέη. Αυτό μπορεί να το κάνει μόνο η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα (ΕΚΤ).
Στην αρχή της κρίσης ο ρόλος που έπαιξε η ΕΚΤ δεν ήταν καθόλου σαφής. Σε αντίθεση με τις ίδιες τις αρχές της, κατέληξε να αγοράζει χωρίς όριο κρατικά ομόλογα. Μ’ αυτό τον τρόπο έπαιρνε υπό έλεγχο το πρόβλημα του χρέους, αλλά με αποτέλεσμα το ευρώ να γίνει πιο ελαστικό νόμισμα. Έγινε, λοιπόν, αυτό που έπρεπε να γίνει: το ευρώ κατέβηκε από το βάθρο του «σκληρού» νομίσματος, για ν’ αρχίσει την αναπόφευκτη πτωτική πορεία του (...)
Η Ευρώπη έκανε τεράστιες προσπάθειες για να δημιουργήσει μια «ενιαία αγορά», αλλά χωρίς να έχει τα μέσα για να την ελέγχει και απαγορεύοντας στην ΕΚΤ να προσθέτει συμπληρωματικά χρήμα στο σύστημα. Με τον τρόπο αυτό έκανε τις αγορές πιο ισχυρές από τα κράτη και οδήγησε τα υπερχρεωμένα κράτη στο χείλος της πτώχευσης. Μόνο η ΕΚΤ μπορεί να θεραπεύσει αυτή την τυφλότητα εγκαταλείποντας τον ιδρυτικό της νόμο, που της βάζει πολλά εμπόδια
Μέχρι ποιο σημείο όμως θα αντιγράψει η ΕΚΤ την πολιτική παροχής ρευστότητας, που ακολούθησε η ομοσπονδιακή τράπεζα των ΗΠΑ το φθινόπωρο του 2008; Ένα πράγμα είναι βέβαιο: ακόμη κι αν φτάσει ως την άκρη αυτή η αλλαγή στάσης και μπει τέλος στην χρηματοπιστωτική κρίση, η οικονομική κρίση θα ενταθεί.
Με τις τράπεζες ή με τους λαούς;
Κάθε χώρα, μέλος που «σώζεται», θα αποκτά όσα ακριβώς χρειάζεται για να πληρώσει τους πιστωτές της, ενώ σε αντάλλαγμα θα προχωρεί σε δραστική μείωση των δημοσίων δαπανών της. Οι τράπεζες θα βγουν κερδισμένες από αυτή τη διαδικασία, όχι όμως και οι λαοί. Η Ευρώπη θα βυθιστεί στην ύφεση.
Εκτός αν αλλάξουν πολλά και οι κοινωνικές δυνάμεις που οικοδόμησαν το κράτος πρόνοιας ξεσηκωθούν ξανά για να το υπερασπιστούν. Και η ΕΕ επίσης αναγνωρίσει την καταστατική δυσπλασία της, που προέρχεται από την ανυπαρξία ενός μηχανισμού μακροοικονομικής διέγερσης.
Αυτό που θα χρειαζόταν η ΕΕ, είναι ένα ολοκληρωμένο φορολογικό καθεστώς, μια κεντρική τράπεζα αφιερωμένη στο καθήκον της διασφάλισης της οικονομικής ευημερίας και ένας χρηματοπιστωτικός τομέας που να μην είναι βλαπτικός.
Πάνω απ’ όλα της λείπει ένας αυτόματος δημοσιονομικός μηχανισμός στραμμένος στην κατεύθυνση της πλήρους απασχόλησης, που θα αναχαιτίζει εν τη γενέσει της την ύφεση και θα αντιμετωπίζει την πτώση της ζήτησης στις πιο φτωχές περιοχές της ΕΕ. Ένα τέτοιο σύστημα θα μπορούσε να στηριχτεί κυρίως στην κυβερνητική δράση, αλλά επίσης και στους πολίτες.
Υπάρχουν άλλες λύσεις
Από καθαρά τεχνική άποψη, υπάρχουν αρκετά απλά μέσα, που μπορούν να κάνουν πραγματικότητα αυτό το στόχο. Η ίδρυση μιας ευρωπαϊκής ένωσης συνταξιοδοτικών ταμείων θα μπορούσε, για παράδειγμα, να εναρμονίσει το επίπεδο συντάξεων μεταξύ των χωρών μελών, με αποτέλεσμα οι απόμαχοι της εργασίας στην Πορτογαλία, την Ελλάδα ή την Ισπανία να ευνοηθούν από τα πρότυπα που ισχύουν στις πιο προηγμένες χώρες μέλη.
Με τον ίδιο τρόπο θα μπορούσαμε να φανταστούμε ένα ολοκληρωμένο σύστημα εγγύησης ενός αξιοπρεπούς κατώτατου μισθού για όλους τους μισθωτούς της ΕΕ. Μια ευρωπαϊκή τράπεζα επενδύσεων, επίσης, θα μπορούσε να χρηματοδοτεί την ίδρυση διεθνικών πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και να εγγυάται την ποιοτική εκπαίδευση από το Βορρά ως το Νότο. Βασική αρχή για όλα αυτά: η μόνη απάντηση που ταιριάζει στη μαζική ανεργία και στα δημοσιονομικά ελλείμματα είναι η αύξηση των δημόσιων δαπανών και όχι η μείωσή τους.
Ορισμένοι θα παρατηρήσουν ότι με ένα τέτοιο σενάριο θα φορολογούνται οι Γερμανοί για χάρη των Ελλήνων. Αυτό το επιχείρημα δεν έχει κανένα νόημα από οικονομική άποψη. Γιατί το ζήτημα είναι πώς θα κινητοποιηθεί στο σύνολο της Ευρώπης το ανενεργό δυναμικό και πώς αυτό θα ενταχθεί στο παραγωγικό κύκλωμα.
Ένας τέτοιος προσανατολισμός δεν συνεπάγεται καθόλου επιπλέον κόστος γι’ αυτούς που ήδη έχουν μια θέση εργασίας, καθώς η προσφορά αγαθών και υπηρεσιών για όλους θα αυξανόταν σ’ αυτή την περίπτωση με γρήγορο ρυθμό. Από την άλλη, ένα ολοκληρωμένο ευρωπαϊκό φορολογικό σύστημα θα επέτρεπε στις αρχές της ΕΕ να φρενάρουν τη διεύρυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος που φθείρει την Ελλάδα και άλλες χώρες του ευρωπαϊκού Νότου.
Βέβαια, οι μεταρρυθμίσεις αυτού του είδους συνεπάγονται βαρύτερη φορολόγηση, η οποία όμως θα θίξει τους πλούσιους των φτωχών χωρών και όχι του φτωχούς των πλούσιων χωρών.
Η εμπειρία των τελευταίων μηνών μας δείχνει ότι η πολυαναμενόμενη ανάκαμψη θα δυσκολευτεί να προχωρήσει, εφόσον οι αγορές διατηρούν τη δύναμη πυρός που διαθέτουν. Υπογραμμίζει, συνεπώς, την ανάγκη αφοπλισμού του χρηματοπιστωτικού τομέα, ώστε να πάψει να απειλεί την ΕΕ.
Το καθήκον αυτό δεν συναντά ανυπέρβλητα εμπόδια. Προϋπόθεση για να ευοδώσει, είναι μια προσπάθεια ελέγχου των αγορών, μια προσπάθεια στο φορολογικό τομέα και στον τομέα της αναθεώρησης του χρέους των μεσογειακών χωρών.
Ριζοσπαστικές μεταρρυθμίσεις
Μια επιθετική κίνηση ελέγχου θα ήταν η απαγόρευση της κερδοσκοπίας πάνω στα κρατικά ομόλογα των χωρών μελών με τα γνωστά CDS, ώστε να υποχρεωθούν οι πιο μανιώδεις κερδοσκόποι να εκτοπιστούν στους φορολογικούς παραδείσους.
Οι τράπεζες που θα πτώχευαν σ’ αυτή την περίπτωση, θα επιτάσσονταν και θα εθνικοποιούνταν. Θα μπορούσε να επιβληθεί ένας ευρωπαϊκός φόρος στις υπεραξίες. Παρόμοιος φόρος θα μπορούσε να επιβληθεί στις χρηματοπιστωτικές συναλλαγές. Δεν θα ήταν, βέβαια, πανάκεια, αλλά η επιβολή του έχει σίγουρα καθυστερήσει.
Αν επιστρέψει ο έλεγχος των κεφαλαίων, ώστε να ανακοπεί η μετάδοση της χρηματοπιστωτικής ασθένειας, σίγουρα κανείς δεν πρόκειται να πεθάνει για αυτό. Τα κράτη οφείλουν να μη χάσουν τη μάχη απέναντι στις χρηματοπιστωτικές αγορές: η ύπαρξη ενός κάπως πολιτισμένου συστήματος εξαρτάται από την έκβαση αυτής της μάχης.
Όσο για την αναθεώρηση του χρέους, αυτή η διαδικασία απαιτεί από την Ευρώπη τη σύσταση ενός μηχανισμού ανάλογου με εκείνον που ιδρύεται με το 9ο κεφάλαιο του αμερικανικού νόμου για τη χρεοκοπία.
Αυτό θα επέτρεπε στις κυβερνήσεις να διατηρήσουν το επίπεδο των βασικών υπηρεσιών προς τους πολίτες τους και ταυτόχρονα να απαλλαγούν από το τμήμα εκείνο του χρέους που αδυνατούν να εξυπηρετήσουν.
Οι τράπεζες, βέβαια, θα πληγούν από μια τέτοια ενέργεια, αλλά οι δημόσιες αρχές μπορούν να περιορίσουν τις συνέπειες αυτού του είδους εγγυούμενες τα τραπεζικά αποθεματικά και παίρνοντας στα χέρια τους τα ηνία εκείνων των τραπεζικών ιδρυμάτων που απειλούνται περισσότερο από την αναδιάρθρωση του χρέους. Άλλωστε, η δουλειά των τραπεζών είναι να κερδίζουν χρήμα. Μερικές φορές, όμως, ίσως χρειαστεί και να χάσουν (...)
Βέβαια, τέτοιου είδους εξελίξεις θα είχαν ριζοσπαστικό χαρακτήρα. Μπορούμε, όμως, να ελπίζουμε ακόμα ότι είναι δυνατόν οποιαδήποτε εξέλιξη της κατάστασης να μην είναι ριζοσπαστική; Υπάρχει κάποιος που να αμφιβάλλει ότι η νεοφιλελεύθερη αρχιτεκτονική της Ευρώπης βρίσκεται υπό κατάρρευση; Οι εναλλακτικές λύσεις που διαθέτουμε είναι απλές: καταστροφικός ριζοσπαστισμός της δημοσιονομικής αυστηρότητας ή δημιουργικός ριζοσπαστισμός της πλήρους απασχόλησης; Τραπεζικός ή κοινωνικός ριζοσπαστισμός;
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.