Του Δημήτρη Α. Σεβαστάκη.
Η μαζική επανεμφάνιση στο καθαρό πολιτικό οδόστρωμα ενός θυελλώδους πλήθους από τα έγκατα της τηλεοπτικής νωθρότητας, από τα σπλάχνα της καταναλωτικής ηλιθιότητας, αυτό ήταν το πιο σημαντικό γεγονός της σκοτεινής χρονιάς.
Αντιφατικές, απειθάρχητες, φλογερές συγκεντρώσεις, πορείες, καπνογόνες μάχες. Χωρίς πούλμαν και συγκεντρωσιάρχες, χωρίς τηλέφωνα από τον κομματάρχη, μόνο με το σκληρό τρόπο του δίκιου και της συλλογικής απελπισίας.
Κι όμως, ξαφνικά σιωπή. Μια άπτωτη, το απότομο τράβηγμα των νερών πίσω, η λάσπη του βυθού. Το 85% σταθήκαμε στις ουρές περιμένοντας να αδειάσει το γκισέ από την αργή γραία, για να πληρώσουμε τον φόρο, να πραΰνουμε την επιφορολόγηση, την αναφορολόγηση, την τιμωρία, την συστημική εκδίκηση. Οι ίδιοι που χθες, προχθές ήμασταν μαζί, περιπατητές μιας μεγάλης πολιτικής και συντροφικής διαύγειας στη Λεωφόρο Αμαλίας, σήμερα είμαστε πάλι μαζί, στο διάδρομο των ταμείων της ΔΕΗ. Σιωπή. Σα μια κανονική μέρα όχι του τέλους του 2011 αλλά του 2001: « Άνοδος στις πωλήσεις αυτοκινήτων», «καλός καιρός, 17⁰C τα Χριστούγεννα», τα «Ολυμπιακά έργα προχωρούν αργά», «ο πρωθυπουργός κ. Σημίτης μίλησε για την ιστορική κατάκτηση του ευρώ, καταθέτοντας τον Προϋπολογισμό του 2002». Κάτι τέτοιο. Κανονικό, τηλεοπτικό, εύρωστο, ελπιδοφόρο, παχύ. Μια συνηθισμένη μέρα, μια κοινή ουρά. Κι όμως, η πειθήνια ουρά στη ΔΕΗ, τρέχει δίπλα σε μια απειθάρχητη κόλαση. Άνθρωποι κοιμούνται σε πιλοτές, σε εισόδους πολυκατοικιών, σε σαράβαλα αυτοκίνητα γεμάτα νάιλον σακούλες με ρούχα και παλιές φωτογραφίες. Παλιοί συμμαθητές, άστεγοι, που διασταυρώνονται στην Ακαδημίας και δεν μιλούν - ντρέπονται ο ένας τον άλλον. Παιδιά ενός νέου υποσιτισμού, μιας νέας ένδειας, μιας νέας μεταμαρξιστικής ταξικής κλίμακας: παιδιά του τίποτα, του πουθενά, του καθόλου.