ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Του Ανέστη Ταρπάγκου
Και το τελευταίο Βαρόμετρο της Public Issue που δημοσιεύτηκε ("Καθημερινή" 15 Ιανουαρίου 2012), καταδεικνύει τη στασιμότητα της Ν.Δ. στο 30,5%, την καταβαράθρωση του ΠΑΣΟΚ στο 14%, την άνοδο των αριστερών κομμάτων (ΚΚΕ 12,5% και ΣΥΡΙΖΑ 12%). Ωστόσο, το πλέον εντυπωσιακό στοιχείο είναι η συνέχιση της ισχυρής δημοσκοπικής ανόδου της ΔΗΜ.ΑΡ. (13,5%). Είναι ακριβώς ένα πολιτικό φαινόμενο που η Ριζοσπαστική Αριστερά οφείλει να ερμηνεύσει κοινωνικά, να σημασιολογήσει πολιτικά και να ορίσει τη στάση της απέναντί του.
Η ιστορική διαδρομή του ανανεωτικού - εκσυγχρονιστικού εγχειρήματος
Η σύγχρονη ανανεωτική - εκσυγχρονιστική αριστερά, όπως ενσαρκώνεται στο εγχείρημα της Δημοκρατικής Αριστεράς (ΔΗΜ.ΑΡ.), αποτέλεσε ένα περιορισμένο μεν, ωστόσο με ιστορική σταθερότητα τμήμα του ελληνικού αριστερού κινήματος από τη Μεταπολίτευση μέχρι σήμερα. Κύριο σταθερό του χαρακτηριστικό υπήρξε η δισυπόστατη πολιτική του φυσιογνωμία, η οποία από τη μία πλευρά αποτύπωνε μια ορισμένη εκδοχή της ανανέωσης του παραδοσιακού κομμουνιστικού κινήματος και από την άλλη πλευρά ενέτασσε αυτή την ανανέωση σε μια εκσυγχρονιστική τροχιά. Παράλληλα, η κοινωνική της σύνθεση και εκπροσωπήσεις αφορούσαν πάντοτε μικροαστικά στρώματα της επιστημονικής - διανοητικής εργασίας, τα οποία, ως εκ της ταξικής τους θέσης, «αιωρούνταν» ως εκκρεμές μεταξύ του αριστερού ριζοσπαστισμού και του μικροαστικού εκσυγχρονισμού.
Σ’ ολόκληρη την ιστορική διαδρομή των τελευταίων 10ετιών αναπαράγονταν πολιτικά ως τμήμα των αριστερών πολιτικών σχηματισμών του ΚΚΕ εσωτερικού (1974-1986) και του ΣΥΝ (1993-2010). Σ' αυτό το πλαίσιο συνυπήρχε με το ρεύμα του αριστερού ευρωκομμουνισμού και με την πολιτική του αριστερού ριζοσπαστισμού, μέσα σ’ ένα πλαίσιο συνεχών εντάσεων, παλινδρομήσεων και τριβών. Ωστόσο, σε δύο περιπτώσεις επιχείρησε την πολιτική του αυτονόμηση ως η δύναμη της «υπεύθυνης αριστεράς»:
* Στα μέσα της 10ετίας του 1980, με τη μετεξέλιξη του ΚΚΕ Εσωτερικού σε Ελληνική Αριστερά (ΕΑΡ), διασφαλίζοντας την αναγκαία πλειοψηφία για την «αποκομμουνιστικοποίησή» του, με κατεύθυνση την συμμαχία με το ΚΚΕ και τη δημιουργία του τότε ενιαίου ΣΥΝ. Εντούτοις, αυτή η αριστερή συμπαράταξη κινήθηκε στα τέλη της 10ετίας του 1980, και κυρίως στο κρίσιμο μεταίχμιο του 1989, σε μια τροχιά οικουμενικής διακυβέρνησης (με την ΝΔ και το ΠΑΣΟΚ), αναπτυξιολογίας και εκσυγχρονισμού, πράγμα που δεν στάθηκε γόνιμο στην πορεία του ελληνικού αριστερού κινήματος, συντελώντας από μια άποψη στη μετέπειτα ανάδειξη της διακυβέρνησης του μετωπικού νεοσυντηρητισμού της Ν.Δ. (1990-93).
Η διάσπαση του ενιαίου ΣΥΝ στις αρχές της 10ετίας του 1990 επανέφερε το ανανεωτικό ρεύμα σε μια ενωτική συγκρότηση με το Αριστερό Ρεύμα που εγκατέλειπε το ΚΚΕ, αναδεικνύοντας τον ΣΥΝ που υπήρξε στην επόμενη 20ετία. Ωστόσο, η αριστερή στροφή που καταγράφηκε στο 4ο Συνέδριο του ΣΥΝ και η απαρχή διαμόρφωσης του ΣΥΡΙΖΑ, ως ενωτικού σχηματισμού της Ριζοσπαστικής Αριστεράς, διαμόρφωσε εκ νέου ένα ασφυκτικό πεδίο για το ρεύμα της «εκσυγχρονιστικής ανανέωσης»: Μόνιμες πιέσεις για την κεντροαριστερή συμμαχία, άρνηση καταψήφισης του Ευρωσυντάγματος, κριτική των «15 Σημείων Στόχων Πάλης» του ΣΥΡΙΖΑ πριν τρία χρόνια κ.λπ. Έτσι οδηγήθηκε λόγω της ριζικής του αντίθεσης στον ΣΥΡΙΖΑ στην έξοδό του από τον ΣΥΝ με το τελευταίο του Συνέδριο και στην εκ νέου πολιτική του αυτονόμηση (ΔΗΜ.ΑΡ.).
Διεύρυνση των κοινωνικών εκπροσωπήσεων της Δημοκρατικής Αριστεράς
Η νέα αφετηριακή πολιτική φυσιογνωμία της ΔΗΜ.ΑΡ. συνέχισε με μια εκπληκτική ιστορική σταθερότητα να αποτυπώνει το εγγενώς αντιφατικό δίπολο αριστερής ανανέωσης - μικροαστικού εκσυγχρονισμού, με κοινωνική σύνθεση που συνέχισε να εδράζεται στα επιστημονικά - διανοητικά στρώματα των μικροαστικών τάξεων και με μια εκλογική εμβέλεια που φαίνονταν να το θέτει εκτός κοινοβουλευτικής εκπροσώπησης. Η συνέχιση της κίνησής του στην τροχιά της αναπαλαίωσης της κεντροαριστεράς και της συμμαχίας με το ΠΑΣΟΚ που καταγράφηκε στην τελευταία περίοδο, αλλά και ο αποκλεισμός από την πλευρά του οποιασδήποτε ενωτικής συμπαράταξης με τις δυνάμεις της αριστεράς (που κατηγορούσε για παλαιό ή νεο-κομμουνιστικό αναχωρητισμό), το έθεταν προφανώς εκτός του πολιτικού πλαισίου του ριζοσπαστικού ενωτικού εγχειρήματος του ΣΥΡΙΖΑ.
Τα πράγματα θα έμεναν σ’ αυτό το επίπεδο και δεν θα αποτελούσαν ζήτημα ιδιαίτερου προβληματισμού, αν δεν άρχιζε να καταγράφεται η δημοσκοπική άνοδος της ΔΗΜ.ΑΡ. τους τελευταίους μήνες, με ρυθμό γεωμετρικής προόδου. Πραγματικά, η κατάρρευση της εκλογικής επιρροής του ΠΑΣΟΚ εξαιτίας της δίχρονης άσκησης της μνημονιακής πολιτικής και της κοινωνικής καταστροφής που έχει προκαλέσει μέχρι σήμερα, ενώ οδηγεί τα πληβειακά – λαϊκά στρώματα της ιστορικής σοσιαλδημοκρατίας προς τα αριστερά (στην κατεύθυνση του ΣΥΡΙΖΑ και του ΚΚΕ) ταυτόχρονα επιφέρει τη μετατόπιση των μικροαστικών μερίδων που εκπροσωπούσε το ΠΑΣΟΚ προς την κατεύθυνση της ΔΗΜ.ΑΡ., με αποτέλεσμα την υπερδιόγκωση της κοινωνικής της εκπροσώπησης.
Η ταξική πόλωση διαπερνά και την "εκσυγχρονιστική ανανέωση"
Εντούτοις, οι εγγενείς αντιφάσεις της ΔΗΜ.ΑΡ. αναπαράγονται εξ αυτού του λόγου και οξύνονται ακόμη περισσότερο: Από τη μια πλευρά είναι ιστορικά αναγκασμένη να διατηρεί το αριστερό πολιτικό της πρόσημο και μ’ αυτή την έννοια αρνήθηκε να υπερψηφίσει το Μνημόνιο του Μαΐου 2010 και το Μεσοπρόθεσμο Πρόγραμμα του Ιουνίου 2011, καθώς και την κυβέρνηση της τρικομματικής αστικής συμπαράταξης τελευταία. Γι’ αυτό άλλωστε και φαίνεται να συσπειρώνει κατώτερα τμήματα των μικροαστικών τάξεων που αυτομολούν από το ΠΑΣΟΚ και τη βρίσκουν ως «πρώτο σταθμό» μετεγκατάστασης.
Από την άλλη πλευρά, λόγω του βαθιά εκσυγχρονιστικού της χαρακτήρα, και εξ αυτού του λόγου της συσπείρωσης ανώτερων μερίδων των μικροαστικών τάξεων, που εξίσου παίρνουν τις αποστάσεις τους από την πολιτική παραφθορά του ΠΑΣΟΚ, απορρίπτει κατηγορικά την αριστερή πολιτική συμμαχία και αναζητεί ρόλο στη μελλοντική κυβερνητική διαχείριση που θα προκύψει μετεκλογικά, όπου ως «υπεύθυνη δύναμη» αποδέχεται θεμελιακές πλευρές της σύγχρονης αστικής πολιτικής, επιχειρώντας βέβαια να αμβλύνει τις ακραίες της οικονομικές και κοινωνικές συνέπειες.
Τα μικροαστικά στρώματα που στρέφονται προς τη ΔΗΜ.ΑΡ. δεν είναι ενιαία και πολώνονται κι αυτά προς διαφορετικές κατευθύνσεις. Μερίδες που πλήττονται από τη μνημονιακή πολιτική αλλά δεν εμφανίζουν ακόμη χαρακτηριστικά ριζοσπαστικοποίησης, την αντιμετωπίζουν ως μια «ήπια εκδοχή» της αριστεράς, ενώ τμήματα που δεν θίγονται καίρια από τις μνημονιακές μεταλλάξεις επιδιώκουν διά μέσου της ΔΗΜ.ΑΡ. μια καινούργια διαπραγμάτευση των όρων συμμαχίας τους με τον αστικό συνασπισμό εξουσίας. Η εγγενής της αντίφαση (ανανέωση - εκσυγχρονισμός) δεν αποτελεί κάποια πολιτική «ιδιομορφία», αλλά αντανάκλαση των εκπροσωπήσεων διαφοροποιημένων τμημάτων των μικροαστικών τάξεων. Η φαινομένη εκλογική της άνοδος συνεπιφέρει την προσέγγιση του κρίσιμου σημείου των πολιτικών της επιλογών, με ποιους θα πάει και ποιους θα αφήσει: Είτε με την αστική πολιτική σύμπραξη, ωθώντας τα κατώτερα τμήματα των μικροαστικών εκπροσωπήσεων προς την αριστερά, είτε με την αριστερή πολιτική συμμαχία (την οποία σήμερα ξορκίζει), εκδιώκοντας τις εκπροσωπήσεις των ανώτερων μικροαστικών μερίδων προς τα δεξιά. Αυτή η πορεία της στην «κόψη του ξυραφιού» ορίζει και το πεδίο της πολιτικής της αντιμετώπισης από τις δυνάμεις της ριζοσπαστικής αριστεράς, χωρίς προκαταλήψεις αλλά και δίχως αυταπάτες, με επίγνωση των ταξικών τάσεων του κοινωνικού υποστρώματος που αντιπροσωπεύει. Η πρόταση πολιτικής συμμαχίας στη βάση μιας σαφούς προγραμματικής αριστερής εναλλακτικής λύσης και η επιδίωξη κοινωνικών συμμαχιών με παραφθειρόμενες μερίδες των μικροαστικών τάξεων είναι οι αναγκαίες παράμετροι μιας τέτοιας αντιμετώπισης.
Ας κρατάμε μικρό καλάθι για τα γεωμετρικά αυξανόμενα ποσοστά της ΔΗΜΑΡ. Κυρίως επειδή η συγκεκριμένη δημοσκόπηση γίνεται για λογαριασμό του Αλαφούζου.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕπίσης, το κόμμα ψήφισε κατά του μεσοπροθέσμου και μετά κάποιοι βουλευτές του, μεταξύ των οποίων και ο Ψαριανός, δήλωσαν ότι θα ήθελαν να είχαν ψηφίσει υπέρ...
Αλλο ανανέωση της κομμουνιστικής ιδεολογίας που είναι το ζητούμενο και άλλο αναπαλαίωση της σοσιαλ-δημοκρατίας που επιχειρεί η ΔΗΜΑΡ.
ΑπάντησηΔιαγραφή