ΠΗΓΗ: Το Περγάδι
των Danilo Corradi και Marco Bertorello
Η κρίση του ευρώ κουβαλάει μαζί της ένα πλήθος προβλημάτων και πιθανές λύσεις. Οι οικονομικές πολιτικές που ακολουθούνται σε ευρωπαϊκό επίπεδο αποκαλύπτουν όλες τις αντιφάσεις τους, συντομεύοντας τις εξελίξεις και καθιστώντας επείγουσες τις αποφάσεις για ριζική αλλαγή. Στην κρίση αντιστοιχεί η επιστροφή μιας εθνικής πολιτικής, ικανή να λύσει τα σημερινά προβλήματα. Ο κίνδυνος είναι, η αντίθεση στις περικοπές και στη λιτότητα να διολισθήσει προς προγράμματα εθνικής αναδίπλωσης, που δεν αντιμετωπίζουν τα παγκόσμια προβλήματα και αρνούνται μια προσέγγιση συστημική και πραγματικά εναλλακτική. Σε κάθε περίπτωση, το σημείο εκκίνησης αντιπροσωπεύεται από την περίπτωση της Ελλάδας.
Η Ελλάδα βγαίνει, ή είναι έξω;
Σε πρόσφατη παρέμβαση του ο Emiliano Brancaccio θεώρησε ως κλειδί ανάγνωσης της ήττας του ΣΥΡΙΖΑ την "εμφανώς ασυνεπή" θέση του να ζητήσει την επαναδιαπραγμάτευση του περίφημου μνημόνιου, χωρίς να κάνει ρητή αναφορά στις πιθανές συνέπειες από μια ενδεχόμενη αποτυχία του εν λόγω αιτήματος. Είναι πιθανό ο ΣΥΡΙΖΑ να φάνηκε απρόθυμος να συζητήσει λεπτομερώς τις συνέπειες από μια αρνητική απάντηση της Τρόικας, αλλά ήταν σαφές ότι οι επιπτώσεις από ένα τερματισμό των διαπραγματεύσεων θα οδηγούσαν στη μονομερή αναδιάρθρωση του χρέους από τη μεριά της Ελλάδας. Η στάση του ΣΥΡΙΖΑ, ως εκ τούτου, ήταν μία κίνηση τακτικής, δεδομένου ότι οι αντίπαλοι του ήταν αυτοί που τον κατηγορούσαν για το αντιευρωπαϊκό δήθεν προφίλ του, αλλά δεν μπορούμε να ισχυρηστούμε ότι δεν χρησιμοποιούσε το μοναδικό διαπραγματευτικό χαρτί που είχε η Ελλάδα: στα χέρια της,το χρέος της, και επιπλέον την ελεύθερη κυκλοφορία κεφαλαίων και εμπορευμάτων στην επικράτειά της. Η σφοδρότητα της προεκλογικής εκστρατείας στην Ελλάδα, ακόμα και με ομοβροντίες από την υπόλοιπη ήπειρο, χαρακτηρίστηκε από την υστερία ναι στο ευρώ όχι στο ευρώ, λες και είχαμε να κάνουμε με κάποιο δημοψήφισμα για το ενιαίο νόμισμα, και όχι με την αναζήτηση λύσεων διεξόδου από την κρίση στην Ευρώπη, γενικά, και ειδικά για το δημόσιο χρέος της.
Η κριτική του Brancaccio, αν και βάσιμη, είναι επομένως, ελάχιστα "γενναιόδωρη". Αναμφίβολα, η μονομερής αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους της Ελλάδας θα μπορούσε να σημαίνει την εγκατάλειψη του ενιαίου νομίσματος.
Αλλά αν και αυτό ήταν το πιο προβλέψιμο αποτέλεσμα, εντούτοις, δεν θα έπρεπε να θεωρείται και ως δεδομένο. Τακτικισμούς στο μέτωπο της Ελλάδας δεν είχαμε μόνο από την πλευρά των Ελληνικών πολιτικών δυνάμεων, αλλά και από το Ευρωπαϊκό διευθυντήριο και τη Μέρκελ. Η έξοδος μιας χώρας από το ευρώ, όσο μικρή κι αν είναι αυτή, μπορεί να έχει απρόβλεπτες συνέπειες. Αν αληθεύει ότι τα δύο αυτά χρόνια, στη φυγή κεφαλαίων στο εξωτερικό αντιστοιχούσε μια σταδιακή απεμπλοκή ξένων κεφαλαίων στην Ελλάδα, τότε τα ποσά της έκθεσης της Αγγλίας της Γαλλίας και της Γερμανίας θα πρέπει να υπερβαίνουν τα 68 δισεκατομμύρια δολάρια, συν τα χρήματα του Ταμείου σωτηρίας και των άλλων ευρωπαϊκών χωρών. Επιπλέον, στις συγκεκριμένες συνθήκες γενικευμένης δυσκολίας δεν θα πρέπει να αποκλείσουμε ένα φαινόμενο μετάδοσης των συνεπειών της πτώχευσης σε χώρες με μεγαλύτερα προβλήματα.
Εδώ και κάποιο διάστημα, ακούγαμε να λένε ότι τελικά όλοι ήταν έτοιμοι σε περίπτωση πτώχευσης της Ελλάδας, αλλά αυτό πιο πολύ έμοιαζε με μέσο αποτροπής ενός τέτοιου ενδεχόμενου, παρά σαν σοβαρό μέσο μετριασμού των συνεπειών της. Ετσι, δεν θα έπρεπε να αποκλειστεί το ενδεχόμενο συμμαχιών μεταξύ χωρών των PIIGS για να προσπαθήσουν να αντιμετωπίσουν το ζήτημα του χρέους με διαφορετικούς τρόπους. Με λίγα λόγια, μία Ελλάδα με κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ θα μπορούσε να παίξει ένα παιχνίδι για να προσπαθήσει να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, διαταράσσοντας παγιωμένους συσχετισμούς σε μια συγκυρία όπου οι παγιωμένες καταστάσεις είναι σχετικά λίγες.
Η αδυναμία πρόβλεψης των συνεπειών σε μια τέτοια συγκυρία μπορεί να προκαλέσει σοβαρούς κίνδυνους σε όλους, συμπεριλαμβανομένων και αυτών που έχουν να χάσουν πολλά. Υπήρχαν πολιτικά περιθώρια πέρα από τις υποτιθέμενες προσταγές της οικονομίας. Το κορώνα ή γράμματα, το μέσα ή έξω, είναι μια λογική που δεν είναι πάντα αποτελεσματική, ειδικά όταν πρόκειται για σύνθετες δομές και συμφέροντα. Ακόμα και η χρεοκοπία του ελληνικού δημόσιου δεν θέτει αυτόματα ζήτημα εξόδου από το ευρώ και την Ευρωπαϊκή Ένωση.
Δεν υπάρχουν διαδικασίες για μια τέτοια περίπτωση, κανείς δεν τις είχε προβλέψει, οπότε το ταξίδι γίνεται χωρίς πυξίδα με θέα στην ανοιχτή θάλασσα,όπου τίποτα δεν μπορεί να αποκλειστεί και τελικά αυτά που θα μετρήσουν θα είναι τα συν και τα μείον της κάθε επιλογής. Εάν θέλετε με το μόνο ίσως που θα μπορούσε να συγκριθεί, αν και αυτό είναι πολύ σχετικό, δεδομένου του μεγαλύτερου βαθμού ολοκλήρωσης,θα ήταν με τις ΗΠΑ, όπου η στάση πληρωμών ορισμένων Πολιτειών δεν συνοδεύτηκε με την εκδίωξή τους από την Ένωση.
Εξάλλου, η Ελλάδα από πολλές απόψεις, έχει ήδη πτωχεύσει τεχνικά και η αναδιάρθρωση του χρέους της βρίσκεται ήδη σε εξέλιξη. Όπως θα δούμε λοιπόν στη συνέχεια το ζητούμενο δεν είναι αν πρέπει ή όχι να κηρύξει στάση πληρωμών, αλλά πώς θα το κάνει.
Με αυτό δεν μπορούμε να αποκλείσουμε την επιδείνωση της σύγκρουσης και της αντιπαράθεσης και την έξοδο της Ελλάδας από το ευρώ, ακόμη και την Ευρωπαϊκή Ένωση. Από αυτή την άποψη,στο τελευταίο πρόγραμμα του ο ΣΥΡΙΖΑ δεν έκρυψε καθόλου τις προθέσεις του, γιατί όχι μόνο επιβεβαίωσε την απόρριψη του μνημονίου, αλλά αναφέρθηκε και στην κατάργηση των νόμων για τους κατώτατους μισθούς και συντάξεις, τις απολύσεις, διαδικασίες επανεθνικοποίησης του τραπεζικού συστήματος και εθνικοποίηση των βασικών βιομηχανιών στρατηγικής σημασίας της χώρας. Ένα πρόγραμμα που σιωπηρά αποδεχόταν τη δύσκολη πρόκληση μιας πιθανής απομόνωσης, προσπαθώντας να ξαναπάρει στα χέρια του τα βασικά ηνία της οικονομίας για να αντέξει στο χτύπημα. Για να υπερασπιστεί αυτούς που πλήττονται περισσότερο αυτά τα χρόνια της λιτότητας.
Αυτό που αξίζει να δούμε είναι αν μια τέτοια προοπτική πρέπει να αποτελέσει τον στόχο μιας άλλης πολιτικής, διαφορετικής από την υπάρχουσα, δεδομένου ότι αυτή θα ήταν ο πιο αποτελεσματικός τρόπος εξόδου ή τουλάχιστον άμβλυνσης της κρίσης.
Ευρω-Τοτέμ
Όταν αναφερόμαστε σε αποτυχία του ευρώ ή σε έξοδο από το ευρώ, το ενιαίο νόμισμα το θεωρούμαι ως τοτέμ, ένα εργαλείο πρακτικά με θεϊκές ιδιότητες και ως εκ τούτου πέρα κάθε αμφισβήτησης, η μόνη μας αναφορά όταν πρόκειται για πλούτο και ευημερία. Αν και το επίπεδο της εξύμνησης του τα τελευταία χρόνια έχει μειωθεί, ωστόσο θεωρείται ένας στόχος μη αναστρέψιμος και ο μόνος που μπορεί να μας βγάλει από την κρίση. Χωρίς σχετικοποίηση, χωρίς να λαμβάνονται υπόψη οι περιορισμοί του. Αλλά αυτά έχουν αρχίσει να συζητούνται σε κάποιους επιχειρηματικούς κύκλους που στέκονται περισσότερο στην ουσία και λιγότερο στην ιδεολογία. Ακόμη και στο χώρο των εκτιμητών έχει βρει ευνοϊκό έδαφος μια κριτική για τα πενιχρά αποτελέσματα που επιτεύχθηκαν μέσα σε δέκα χρόνια. Ας τα δούμε.
Στην Ευρωπαϊκή Νομισματική Ένωση έχουν καταγραφεί ποσοστά πληθωρισμού ίδια με αυτά που καταγράφηκαν και εκτός ευρωζώνης (Δανία, Σουηδία και Ηνωμένο Βασίλειο) και ρυθμοί ανάπτυξης που σίγουρα δεν είναι υψηλότεροι. Να προσθέσουμε ότι εντωμεταξύ στις χώρες του ευρώ έχουν συσσωρευτεί ανισορροπίες και ολοένα και μεγαλύτερη αστάθεια, που βάθυναν τις αποκλίσεις των οικονομικών κύκλων. Τέλος, η οικονομική ολοκλήρωση ευνόησε μια απόκλιση του κόστους του κεφαλαίου. Ετσι, συμβολικά, μπορούμε να συνοψίσουμε διακρίνοντας μια πρώτη ζώνη της κεντρικής Ευρώπης που έχει αποκομίσει σημαντικά κέρδη από το ενιαίο νόμισμα και μια περιφέρεια που έχει δει τη θέση της να αποδυναμώνεται περαιτέρω, με τη Γαλλία να βρίσκεται σε μια θέση ενδιάμεση, αλλά να ολισθαίνει πιο πολύ προς τη δεύτερη παρά προς την πρώτη.Το μόνο αναμφισβήτητα θετικό στοιχείο είναι το χαμηλό επιτόκιο, ενώ φαίνεται πιο αμφίβολη στην πράξη η συγκράτηση του πληθωρισμού.
Για να κατανοήσουμε πλήρως την πορεία του ενιαίου νομίσματος, όμως, δεν μπορούμε να μη λάβουμε υπόψη το πλαίσιο στο οποίο δημιουργήθηκε. Ένα σημαντικό κείμενο του οικονομολόγου [Jacques Sapir [Πρέπει να εγκαταλείψουμε το ευρώ;, Ombre corte, 2012] επισημαίνει πως η Ευρώπη και στη συνέχεια το ενιαίο νόμισμα είναι η απάντηση σε ευρωπαϊκό επίπεδο στην μεταβαλλόμενη παγκόσμια οικονομία. Το ευρώ είναι η απάντηση στις διαδικασίες χρηματιστηριοποίησης σε συνδυασμό με την κρίση στην πραγματική οικονομία. Δηλαδή είναι η προσπάθεια να ανακοπεί η διαδικασία καθυστέρησης της Ευρώπης σε παγκόσμια κλίμακα. Σε αυτήν την δίνη κάποιες χώρες της ζώνης του ευρώ βρήκαν στο ευρώ ένα πιθανό εργαλείο ασφάλειας. Επειδή αυτή η διαδικασία είναι πάντα το αποτέλεσμα προϋπάρχοντος συσχετισμού δυνάμεων, ο κεντροευρωπαϊκός πυρήνας υπό τη γερμανική ηγεσία είναι αυτός που κατάφερε να επιβάλει μια φυσιογνωμία της νομισματικής ένωσης που ταίριαζε περισσότερο στα συμφέροντά του.
Αυτό δεν σημαίνει ότι οι κυρίαρχες τάξεις των χωρών της Μεσογείου και της περιφέρειας εύρισκαν αρκετές συμφέρουσες προϋποθέσεις ώστε να συμμετάσχουν στη δημιουργία του Ευρώ. Για να συνοψίσουμε, η Γερμανία είχε ανάγκη να κατευθύνει την οικονομία της προς τις εξαγωγές και να δημιουργήσει ένα ισχυρό εμπορικό πλεόνασμα για να αντιμετωπίσει μια ταχεία γήρανση του πληθυσμού και την αποδυνάμωση των εγκαταστάσεων παραγωγής κάτω από τα χτυπήματα των διαδικασιών χρηματιστηριοποίησης και της παγκοσμιοποίησης.
Τα προβλήματα αυτά πολύ συχνά δεν λαμβάνονται επαρκώς υπόψη,μάλιστα πολύ συχνά δεν υπολογίζουμε πως αυτές οι τάσεις επηρεάζουν όλες τις δυτικές χώρες, όπως τη Γερμανία, που χαρακτηρίζεται από ένα προηγμένο τομέα μεταποίησης. Το Ευρώ, λοιπόν, γεννιέται από χώρες που έχουν τις εξαγωγές τους ως κινητήρια δύναμη των οικονομιών τους σε ένα πλαίσιο που το χαρακτηρίζει η υπερανταγωνιστικότητα. Ελευθερία κίνησης των κεφαλαίων, σε συνδυασμό με τη διεθνή ανταγωνιστικότητα (ηπειρωτική) και από τα έξω. Αυτοί είναι οι κανόνες του παιχνιδιού για την υπεράσπιση των εαυτών τους αλλά και την επίτευξη μιας ικανοποιητικής σύγκλισης μεταξύ τόσο διαφορετικών χωρών. Οι στόχοι αυτοί, ωστόσο, μετά από δέκα χρόνια, δεν έχουν επιτευχθεί πλήρως. Αντίθετα, οι αποκλίσεις μεγαλώνουν και ορισμένες διαρθρωτικές δυναμικές καθόρισαν το ξέσπασμα της κρίσης.
Η ανάγνωση που ενοχοποιεί τις λιγότερο ενάρετες χώρες, για δημοσιονομική ανευθυνότητα, όπως αποκαλεί ο Paul Krugman, ένα είδος "ελληνοποίησης του ευρωπαϊκού οικονομικού λόγου" είναι παραπλανητική, δεδομένου ότι, όπως παρατηρεί ο αμερικανός νομπελίστας, ακόμη και προ κρίσης οι χώρες αυτές βελτίωναν τη θέση τους ως προς το λόγο του χρέους τους προς το ΑΕΠ. Οι αιτίες, επομένως, είναι πιο περίπλοκες.
Υπάρχουν διαρθρωτικές αιτίες σε κάθε χώρα ξεχωριστά, όπως το μέγεθος του δημόσιου χρέους,η διαφθορά και η αδυναμία του φορολογικού συστήματος στην Ιταλία,ή η ανεργία στην Ισπανία, ο βαθμός της διαφθοράς και η αδυναμία της ελληνικής βιομηχανίας, αλλά τα τελευταία χρόνια εμφανίστηκαν και ειδικότερα προβλήματα αυτού που ο Michel Husson ονομάζει " σύστημα ευρώ".
Το ενιαίο νόμισμα, στην πραγματικότητα, καθόρισε ένα άκαμπτο νομισματικό περιβάλλον, το οποίο, ελλείψει ενός κοινού φορολογικού καθεστώτος, οι υφιστάμενες ανισότητες δεν μπορεί να αντιμετωπιστούν μέσω της υποτίμησης του νομίσματος. Για αυτό και η διαδικασία αυτή επιτυγχάνεται μέσω αυτού που ονομάζεται "εσωτερική υποτίμηση", η μείωση μισθών και συντάξεων. Οταν δηλαδή μια χώρα, όπως οι ευρωπαϊκές, δεν μπορεί πλέον να υποτιμήσει το νόμισμά της για να κάνει τα προϊόντα της πιο ανταγωνιστικά, πρέπει να καταφύγει σε πολιτικές υποτίμησης των μισθών.
Δεδομένου ότι σε πολλές χώρες της ευρωζώνης, το ποσοστό των εμπορικών συναλλαγών που γίνονται με το κοινό νόμισμα είναι γύρω στο 60%, αντιλαμβάνεται κανείς την ανάγκη να υπάρχουν τέτοιες περιοριστικές πολιτικές. Οι επιλογές αυτές, ωστόσο, έχουν ως πολλαπλές επιπτώσεις μια περαιτέρω συμπίεση της εγχώριας ζήτησης και κατά συνέπεια μια μείωση της φορολογητέας βάσης, με αποτέλεσμα να δημιουργείται ένας φαύλος κύκλος.Υπάρχει και ένα τελευταίο πρόβλημα διαρθρωτικής τάξης. Μέσα στη δίνη του ανταγωνισμού το χάσμα μεταξύ χωρών του κέντρου και χωρών της περιφέρειας έγινε πιο έντονο καθώς χώρες όπως η Γερμανία αύξησαν την ανταγωνιστικότητα τους μέσω της απορρύθμισης της αγοράς εργασίας και της συμπίεσης της εγχώριας ζήτησης κάτι που δεν επέτρεψε στις άλλες χώρες, που βρέθηκαν μπροστά σε ένα ολοένα και μεγαλύτερο πλεόνασμα, να έχουν θετικά αποτελέσματα.
Παραδόξως, αν οι χώρες της περιφέρειας κατάφερναν να μειώσουν τις εισαγωγές τους που τις έκαναν με δανεικά,όλα αυτά τα χρόνια, και ακολουθούσαν σε επιδόσεις τη Γερμανία, τότε η ύφεση σε ηπειρωτικό επίπεδο θα ήταν ακόμα πιο έντονη.
Τέλος,στην παρατεταμένη συρρίκνωση των δραστηριοτήτων και της κερδοφορίας των επιχειρήσεων στην πραγματική οικονομία αντιστοιχούσε ένας δυναμισμός της κίνησης των κεφαλαίων προς αναζήτηση νέων τομέων μεγαλύτερης κερδοφορίας. Η Ελλάδα και Ισπανία, μετά τη νομισματική ένωση θεωρήθηκαν πιοσταθερές από ό, τι στο παρελθόν, προσελκύοντας τεράστια χρηματικά ποσά και έτσι συνέβαλαν σημαντικά στο να δημιουργηθούν κερδοσκοπικές φούσκες. Φταίνε οι χώρες που προσπάθησαν να ζήσουν πάνω από τις δυνατότητες τους, ή τα ξένα κεφάλαια που επενδύθηκαν σε αυτές στην προσπάθειά τους να κερδίσουν περισσότερα από το επιτρεπτό;
Να βγούμε από το ευρώ;
Και φτάνουμε στο μεγάλο ερώτημα αυτών των ημερών: για να βγούμε από την κρίση, είναι αναγκαίο να εγκαταλείψουμε το ευρώ; Η δεξιά δεν φαίνεται να έχει πολλούς ενδοιασμούς, στα αριστερά, έχουμε ένα κρεσέντο δηλώσεων προς την ίδια κατεύθυνση. Αναμφίβολα υπάρχουν οι συστημικές αντιφάσεις του ενιαίου νομίσματος, που περιπλέκουν ακόμη περισσότερο τις προοπτικές πολλών χωρών μελών, αλλά το να περιορίσουμε το κέντρο του ενδιαφέροντος μας βάζοντας αυτά τα ζητήματα μόνο σε αυτή τη βάση, χωρίς να λαμβάνουμε υπόψη το βασικό πλαίσιο, δεν σημαίνει ότι προσπαθούμε να δώσουμε μια ριζική λύση στα προβλήματα. Υποστηρίζοντας την επιστροφή στη λιρέτα ή την πεσέτα, γενικώς, σημαίνει ότι προτείνουμε ένα δρόμο για να ξαναγίνουν ανταγωνιστικές χώρες όπως η Ιταλία και η Ισπανία.Το πρόβλημα όμως σήμερα είναι ότι το ανταγωνιστικό σύστημα, έχει φτάσει στα όρια του. Είναι η αρχή του ανταγωνισμού στην οικονομία της αγοράς η αιτία της κρίσης που φαίνεται πως είναι μόνιμη. Δεν είναι τυχαίο ότι η κρίση είναι περιβαλλοντική, οικονομική και κοινωνική ταυτόχρονα, ότι είναι κρίση που πλήττει όλες τις ηπείρους. Η πολυδιαφημισμένη οικονομική ανάπτυξη δεν είναι σταθερή σε όλες τις δυτικές χώρες και κάνει βήματα προς τα πίσω σε αναδυόμενες αγορές.
Οι αντι-μεταρρυθμίσεις, παντού, δίνουν ανάσα στα χρηματιστήρια, αλλά υποβαθμίζουν τις υλικές συνθήκες εκατομμυρίων ατόμων.
Στην εξαθλίωση των κατώτερων τάξεων, προστίθεται η μεσαία τάξη και στον παγκόσμιο ανταγωνισμό γινόμαστε μάρτυρες της εξαφάνισης πολλών επιχειρήσεων που δεν αντέχουν τους νέους ρυθμούς και το βαθμό συγκέντρωσης και συγκεντροποίηση που έχει επιτευχθεί.
Αυτοί οι συστημικοί λόγοι δε μας επιτρέπουν να ασπαστούμε,απλά, μια επιστροφή σε εθνικές οικονομίες που, σε τελική ανάλυση, βρίσκονται υπό συνεχή ανταγωνισμό μεταξύ τους. Δεν είναι δυνατόν να πιστεύουμε ότι θα βγούμε από τη σημερινή κρίση μέσα από μια γεωγραφική κονιορτοποίηση του επιπέδου του ανταγωνισμού. Σε ένα παγκόσμιο πλαίσιο σχετικά υγιές, όπως σαν και αυτό των αρχών της δεκαετίας του 1990, η ανταγωνιστική υποτίμηση της λίρας έδωσε μια ανάσα λίγων χρόνων, αλλά δεν οδήγησε σε μια ανατροπή της τάσης, στην αλλαγή του συσχετισμού δυνάμεων μεταξύ των τάξεων- αλλά αντίθετα, από τότε οι ανισότητες μεταξύ κερδών και μισθών αυξήθηκαν δραματικά και στην Ιταλία.
Η επιστροφή στα βασικά της οικονομίας είναι η αναγκαία πορεία για να καταλάβουμε ποιο δρόμο πρέπει να ακολουθήσουμε. Οι θεσμικές αλχημείες δε μπορούν να αναπληρώσουν την δυσλειτουργία των θεμελιωδών μηχανισμών του καπιταλισμού. Από τη μια έχουμε αυτούς που προτείνουν ευρωομόλογα και τη δυνατότητα της ΕΚΤ να τυπώνει χρήμα, με όλους τους κανονισμούς του ενιαίου τραπεζικού μηχανισμού και τους κανονισμούς αντι-σπρεντ. Από την άλλη, βρίσκονται όσοι προτείνουν την επιστροφή στα εθνικά νομίσματα για να μπορούν να υποτιμούνται και να γίνονται πιο ανταγωνιστικά.
Κανείςόμως δεν θέτει το ζήτημα των μηχανισμών της αγοράς, αν αυτοί είναι ή δεν είναι λειτουργικοί σε υπερεθνικό επίπεδο. Ο Μόντι πανηγυρίζει για την πρόσφατη ευρωπαϊκή συμφωνία και δεν ανέχεται τις διακηρύξεις του προέδρου του ιταλικού ΣΕΒ,του Σκουίντζι, ο οποίος παρομοιάζει την κρίση με πόλεμο.Λέει ότι είναι πιο εύκολο να καταλήξει σε συμφωνία με τη Μέρκελ στην Ευρώπη, παρά με κάποιους αντιπροσώπους των κοινωνικών εταίρων στην Ιταλία. Όμως, τα στοιχεία του ιταλικού ΣΕΒ περιγράφουν καλύτερα την κατάσταση που βιώνουμε σήμερα. Από αυτή τη σκοπιά η έξοδος από το Ευρώ κινδυνεύει να γίνει μια απλούστευση.
- Καταρχάς, φαίνεται πως είναι ένα εγχείρημα που ικανοποιεί διαφορετικά επιχειρηματικά συμφέροντα, σύμφωνα με το βαθμό ένταξης τους στην παγκόσμια οικονομία, και που δύσκολα θα προστατεύονταν τα συμφέροντα των εργαζομένων.
- Δεύτερον, μια έξοδος από το Ευρώ, εκτός του ότι θα οδηγούσε στο άγνωστο, ως προς τις διαδικασίες και τις συγκρούσεις που θα δημιουργούσε (για παράδειγμα, ως προς τη δυνατότητα ή μη να μετατραπεί η αξία των δανείων στο νέο νόμισμα), θα προκαλούσε την άμεση αύξηση του κόστους ζωής, ιδίως σε μια χώρα όπως η Ιταλία, η οποία, ιστορικά, εξαρτάται από πρώτες ύλες και ενεργειακές πηγές. Άρα, το τίμημα της αλλαγής θα το πλήρωναν, αναπόφευκτα, πανάκριβα οι εργαζόμενοι.
Αυτά τα προβλήματα δεν θα πρέπει βέβαια να μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι θα πρέπει να βγάλουμε για πάντα από το μυαλό μας τη δυνατότητα μιας εξόδου από το Ευρώ (μια διαδικασία που την αποφασίζουν τουλάχιστον δύο μέρη: αυτός που φεύγει και αυτοί που βάζουν τόσο καταπιεστικούς όρους, που τον εξαναγκάζουν να φύγει) αλλά, ότι απλά, δεν πρέπει να θεωρήσουμε την έξοδο από το Ευρώ ως το βασικό δρόμο που θα μας βγάλει από τη σημερινή δύσκολη θέση. Γιατί τα σημερινά προβλήματα θα εμφανιζόντουσαν και πάλι σε τοπική πλέον βάση.
Διαφορετικά, τίθεται άμεσα ο στόχος μιας αναδιάρθρωσης του δημοσίου χρέους από κοινωνική σκοπιά, που θα μπορούσε να γίνει ο θεμέλιος λίθος πάνω στον οποίο θα οικοδομηθεί η ιδέα μιας άλλης Ευρώπης διαφορετικής από τη σημερινή Ευρωπαϊκή Ένωση. Η έξοδος από το Ευρώ είναι μια παράμετρος αυτής της πάλης. Κι ως προς αυτό, το ζήτημα που θέτει ο Brancaccio, σχετικά με το ποιος θα διαχειριστεί τις διαδικασίες εξόδου από την κρίση, είναι υπαρκτό.
Τόσο ως προς τη διάλυση του κοινού νομίσματος, όσο και ως προς την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους, δεν είναι καθόλου αδιάφορο ποιο θα είναι το πολιτικά ηγεμονικό υποκείμενο που θα ελέγχει το παιχνίδι.Τότε, ο συσχετισμός δυνάμεων μεταξύ των κοινωνικών ομάδων θα είναι ο αποφασιστικός παράγοντας. Αυτό όμως που επείγει σε αυτή τη φάση είναι η οικολογική και κοινωνική μεταστροφή της οικονομίας, η οποία δε μπορεί να γίνει υπακούοντας στους νόμους του ανταγωνισμού της αγοράς, αλλά με την επιστροφή στις δημόσιες επενδύσεις, με την εθνικοποίηση του τραπεζικού συστήματος, τον περιορισμό της αγοράς, τη διαγραφή του παράνομου χρέους, την αναδιανομή του πλούτου, την δοκιμή νέων μορφών σχεδιασμού.
* Βλέπε το βιβλίο "Τοξικός καπιταλισμός"
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.