Καθώς η οικονομική κατάσταση στην Ελλάδα επιδεινώνεται, χειροτερεύει και το πολιτικό κλίμα
Πηγή: ΜΑΑ
*Του Αντώνη Βραδή, από το Al Jazeera 3/5
μετάφραση Αριάδνη Αλαβάνου
Την 1η Απριλίου 2012, δύο υπουργοί της ελληνικής συγκυβέρνησης έδωσαν κοινή συνέντευξη Τύπου: ο Μιχάλης Χρυσοχοΐδης, υπουργός Προστασίας του Πολίτη και ο Ανδρέας Λοβέρδος, υπουργός Υγείας και Κοινωνικής Αλληλεγγύης, κάλεσαν για την άμεση διευθέτηση του προβλήματος των χωρίς χαρτιά μεταναστών. Σύμφωνα με τα λόγια τους, η παρουσία των μεταναστών είχε μετατρέψει το κέντρο της Αθήνας σε μια “υγειονομική βόμβα”. Ανακοίνωσαν μια σειρά μέτρων τα οποία συμπεριλαμβάνουν υποχρεωτικό πιστοποιητικό υγείας για όλους τους μετανάστες που μπαίνουν και κατοικούν στην Ελλάδα. Λίγες ημέρες νωρίτερα, ο Χρυσοχοΐδης είχε ανακοινώσει και πάλι, εκ μέρους της συγκυβέρνησης, ένα φιλόδοξο σχέδιο δημιουργίας τριάντα αποκαλούμενων “κλειστών νοσοκομειακών κέντρων”: πρώην στρατόπεδα θα μετατρέπονταν σε εγκαταστάσεις κράτησης για μετανάστες χωρίς χαρτιά που συλλαμβάνονταν μαζικά πριν από την απέλαση.
Οι αλλεπάλληλες ανακοινώσεις έγιναν λίγες εβδομάδες πριν από τις κοινοβουλευτικές εκλογές της 6ης Μαΐου και μόλις λίγες ημέρες μετά τη δημοσίευση μιας συνέντευξης του Γάλλου πολιτισμικού θεωρητικού και μελετητή των αστικών κέντρων Πολ Βιρίλιο με τίτλο “Η διαχείριση του φόβου”, στην οποία εντόπιζε την εδραίωση της “διπλής ιδεολογίας περί υγείας και ασφάλειας” στα δυτικά κράτη που είναι πλέον ανίκανα να προσφέρουν στους πολίτες τους τα οφέλη του κοινωνικού κράτους , έτσι τα αντικαθιστούν με τη διακήρυξη ότι αντ' αυτών μπορούν να φροντίσουν την ασφάλειά τους.
Ισχύει αυτό; Ας σκεφτούμε προς στιγμήν την περίπτωση της Ελλάδας. Μιας χώρας που βιώνει τις πιο σκληρές επιπτώσεις της πρόσφατης παγκόσμιας
χρηματοπιστωτικής κρίσης, και η οποία διεξάγει τις πρώτες εκλογές μετά το ξέσπασμά της. Θα πίστευε κανείς πως αυτή η κρίση και τα αποτελέσματά της στη ζωή του πληθυσμού ή στους τρόπους πολιτικής εκπροσώπησης θα καταλάμβαναν την κεντρική σκηνή . Οι επιπτώσεις της κρίσης όντως αποτέλεσαν κεντρικό θέμα της δημόσιας συζήτησης πριν από την αναγγελία των εκλογών, όταν συνέβη κι αυτή η μετατόπιση προς την αντιμεταναστευτική στάση. Συνεπώς, θα ήταν εύκολο να αποδώσει κανείς αυτή τη στροφή σε μια προσπάθεια δελεασμού του εκλογικού σώματος το οποίο φαίνεται να έχει, εν μέρει, ταραχτεί βαθιά μπροστά στην απότομη επιδείνωση του βιοτικού επιπέδου του. Σύμφωνα με τον Βιρίλιο, υπάρχουν πολύ λίγα να προσφέρουν σ' αυτόν τον κόσμο εκτός από την υπόσχεση της ασφάλειας.
Όμως, η κυρίαρχη συζήτηση στην Ελλάδα φαίνεται να προχωρεί πιο μακριά ακόμη και από την ξενοφοβία. Λίγο μετά την προαναφερθείσα συνέντευξη Τύπου, ο Αντώνης Σαμαράς που διαλαλεί ότι θα είναι ο επόμενος πρωθυπουργός, έσπευσε να συμφωνήσει και να υπερθεματίσει: “ Οι πόλεις μας έχουν καταληφθεί από παράνομους μετανάστες”, δήλωσε. “Θα τις ανακαταλάβουμε”. Τόσο πολεμικές δηλώσεις από μια ηγετική πολιτική προσωπικότητα μπορεί να φαίνονται περίεργες εκ πρώτης όψεως. Μια χώρα που ακόμη είναι μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που ζει μια από τις πιο ειρηνικές περιόδους στην κατά τα άλλα ταραγμένη πρόσφατη ιστορία της, βλέπει πολιτικούς να χρησιμοποιούν πολεμική γλώσσα. Αυτή η γλώσσα μέχρι στιγμής χρησιμοποιούνταν μόνο κατά εξωτερικών εχθρών. Όμως, όσον αφορά τα εσωτερικά θέματα, την οικονομία, την πολιτική εκπροσώπηση, ο τόνος της συζήτησης έχει αλλάξει ελάχιστα, αν όχι καθόλου -- παρόλο που η ελληνική κοινωνία έχει βιώσει ορισμένες από τις πιο δραματικές αλλαγές που έχουν καταγραφεί στην ιστορία της χώρας σε καιρούς ειρήνης.
Οι κρυφές απώλειες της οικονομικής προσαρμογής
Σε ελαφρώς λιγότερα από δύο χρόνια αφότου η ελληνική κυβέρνηση υπέγραψε το πρώτο Μνημόνιο με την αποκαλούμενη “τρόικα” , το πρόγραμμα ριζικής αναδιάρθρωσης που το συνοδεύει προκάλεσε κατακλυσμιαίες συνέπειες. Τον Απρίλιο του 2010, ένα μήνα πριν από το πρώτο Μνημόνιο, η επίσημη ανεργία ήταν 11.7%. Σε λιγότερο από δύο χρόνια αργότερα (Ιανουάριος 2012) είχε αυξηθεί στο 21.8%. Τον ίδιο μήνα, η ΕΛΣΤΑΤ ανέφερε ότι η ανεργία των νέων ξεπέρασε για πρώτη φορά τον μισό πληθυσμό αυτής της ηλικιακής ομάδας (15-24 ετών). Φτάνοντας το 50,8%, υπερδιπλασιάστηκε σε τρία χρόνια. Και αυτά τα στοιχεία δεν απεικονίζουν ένα πολύ ευρύτερο τοπίο μαύρης/μερικής απασχόλησης, μεγάλης επισφάλειας και ταχύτατης μείωσης των μισθών και των συντάξεων (μόνο ο εθνικός κατώτατος μισθός μειώθηκε περίπου κατά 20%).
Αυτή η κατάσταση συμπληρώνεται με την τεράστια αύξηση των φόρων (πολυάριθμων νέων φόρων που προστίθενται στους ήδη υπάρχοντες) και με ένα μεγάλο κύμα μετανάστευσης που ακόμη δεν έχει καταγραφεί ως επί το πλείστον στις επίσημες στατιστικές, εν μέρει γιατί υπάρχει μη περιορισμός στη μετακίνηση ανάμεσα στις χώρες της συνθήκης Σένγκεν. Τελευταίο μα όχι λιγότερο σημαντικό, η Ελλάδα έχει τη μεγαλύτερη αύξηση του ετήσιου αριθμού αυτοκτονιών στην Ε.Ε.
Σκεφθείτε λέξεις όπως πείνα, μαζική μετανάστευση, “ανθρωπιστική κρίση” (που αναφέρθηκαν στην Αθήνα από το περιφερειακό κέντρο πληροφόρησης του ΟΗΕ και αρκετές Μη Κυβερνητικές Οργανώσεις) και πόλεις που είναι “κατειλημμένες” -- και δικαιολογημένα θα πιστεύατε ότι χρησιμοποιούνται για να περιγράψουν μια εμπόλεμη ζώνη. Πολλοί που ζουν τις μεταβαλλόμενες οικονομικές, κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες στη χώρα, αισθάνονται κάπως έτσι ήδη. Το σημείωμα που άφησε ο Δημήτρης Χριστούλας πριν αυτοκτονήσει στο Σύνταγμα, απεικονίζει την τεράστια οργή: “αν ένας συμπατριώτης μου άρπαζε ένα Καλάσνικοφ, θα ήμουν ο αμέσως επόμενος που θα τον ακολουθούσε”.
Μια καθόλου πολιτισμένη πραγματικότητα και ο μη ομολογημένος, “πολιτισμένος” πόλεμος
Η αυτοκτονία του Χριστούλα παρουσιάστηκε με συμπόνια και εκτενώς στα ελληνικά ΜΜΕ, σκίζοντας στιγμιαία το πέπλο σιωπής που καλύπτει το κύμα των αυτοκτονιών που θα ερχόταν ξανά στη δημοσιότητα ύστερα από λίγες ημέρες, με την αυτοκτονία ενός 45χρονου δάσκαλου, του Σάββα Μετοικίδη, επίσης μια πράξη πολιτικής διαμαρτυρίας. Ωστόσο, εκείνο που δεν αναφέρθηκε στην περίπτωση του Χριστούλα ήταν πως στο σημείωμά του καλούσε σε ένοπλη εξέγερση, “οι νέοι χωρίς μέλλον ... να πάρουν τα όπλα και να κρεμάσουν τους προδότες της χώρας”.
Η διαφορά ανάμεσα στο σημείωμα του Χριστούλα και στην κάλυψη του γεγονότος από τα ΜΜΕ που “καταδίκασαν” ευρέως τις αψιμαχίες νέων με την αστυνομία που έγιναν μετά την κηδεία του ως βιαιότητες αποτελεί παράδειγμα μιας επίσημης συζήτησης που συσκοτίζει τις βασικές αιτίες της κρίσης, λειαίνει την περιγραφή των γεγονότων και αντ' αυτών προβάλλει μια γλώσσα πολέμου προς τους “ξένους” -- τους “ξένους” οι οποίοι συμπεριλαμβάνουν από τα ξένα κέντρα ισχύος (Γερμανία στην Ε.Ε.) μέχρι τους χωρίς χαρτιά μετανάστες. Συνεπώς, δεν εκπλήσσει που η νεοναζιστική Χρυσή Αυγή μετατοπίστηκε από το κοινωνικό και πολιτικό περιθώριο στο κέντρο της δημόσιας συζήτησης, και τώρα είναι περισσότερο από απτή η πιθανότητα να εισέλθει στο κοινοβούλιο.
Αλλά η περίπτωση της Χρυσής Αυγής είναι τυπική μιας άλλης ιδιόμορφης, γενικότερης κατάστασης. Παρά τις εμφανείς νεοναζιστικές δραστηριότητές της και τη νεοναζιστική ιδεολογία της, η ομάδα αρνείται αυτή την ταμπέλα – επιλέγοντας τη φαινομενικά πιο ήπια “εθνικιστικό κίνημα”. Οι Χρυσαυγίτες αυτο-αποκαλούνται εθνικιστές. Ο Χρυσοχοΐδης είναι υπουργός της αυτο-αποκαλούμενης Προστασίας του Πολίτη (ένας ευφημισμός για αυτόν που διοικεί την ελληνική αστυνομία που είναι διαβόητη για το ιστορικό παραβιάσεων των ανθρωπίνων δικαιωμάτων). Ο Λοβέρδος είναι υπουργός Κοινωνικής Αλληλεγγύης (δύσκολα θα περίμενε κανείς να αποκαλείται έτσι κάποιος που εκδίδει υποχρεωτικά πιστοποιητικά υγείας για όλους τους μετανάστες). Η πρωτοφανής αναδιάρθρωση της πολιτικής και κοινωνικής ζωής της χώρας ελάχιστα εμφανίζεται εκτός από τα χαρτιά των Μνημονίων και της διαλαλούμενης ανάγκης να συμμορφωθεί σ' αυτά: συνολικά, ακόμη κι αν οι συνθήκες της καθημερινής ζωής μοιάζουν όλο και περισσότερο με συνθήκες πολέμου, αυτός ο πόλεμος δεν έχει ομοιότητες με τις ένοπλες συγκρούσεις του πρόσφατου παρελθόντος της. Αν αυτός είναι πόλεμος, είναι “πολιτισμένος” πόλεμος και όχι εμφύλιος: ένας πόλεμος στον οποίο οι βίαιες καταστάσεις που αντιμετωπίζει μια όλο και μεγαλύτερη μερίδα του πληθυσμού κρύβονται κάτω από έναν αξιοσημείωτα ευγενικό τόνο.
Με τη διευρυνόμενη διάσταση ανάμεσα στα γεγονότα που ζουν οι άνθρωποι και στον τρόπο που παρουσιάζονται, ήταν απλώς ζήτημα χρόνου να κηρύξει το πλέγμα εξουσίας πόλεμο σε κάποια κατεύθυνση, ως δοκιμασμένο μέσο για τη διατήρηση της νομιμοποίησής του. Μ' αυτή την έννοια, δεν εκπλήσσεται κανείς βλέποντας αυτόν τον πόλεμο που διεξάγεται σήμερα εναντίον των πιο αδύναμων, την ξενοφοβική συζήτηση να γεμίζει τα πάντα και τους οπαδούς των Ναζί να κερδίζουν ένα προγεφύρωμα στην επίσημη αντιπροσώπευση. Και για πολλούς, η εισαγωγή των πολεμικών τόνων στην επίσημη συζήτηση τελικά αποκαλύπτει –ακόμη κι αν διαστρεβλώνει—τον ακήρυκτο πόλεμο που διεξάγεται στο εσωτερικό της χώρας και εκεί που ζει ο κόσμος. Και αν αυτός ο πόλεμος ήταν μέχρι τώρα άρρητος, τις τελευταίες ημέρες και εβδομάδες έγινε πόλεμος των δόλιων λέξεων.
Έτσι το βασικό ερώτημα είναι αν και πότε η κατάσταση μάχης που ζει η Ελλάδα θα εκφραστεί συνεκτικά, αν και πότε θα σηκωθεί τελικά αυτό το πέπλο ευγενικών διατυπώσεων που καλύπτει μια κοινωνία που βρίσκεται σε πόλεμο.
*Ο Αντώνης Βράδης είναι διδακτορικός φοιτητής στο London School of Economics, έχει συμμετάσχει στη συγγραφή του βιβλίου Revolt and Crisis in Greece [AK Press, 2011], μέλος της ομάδας Occupied London και εκ των συντελεστών του δικτυακού τόπου CITY.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.