ΠΗΓΗ: CYNICAL
Τα διαγράμματα και τα στοιχεία είναι από την Ετήσια Έκθεση 2010, του ΙΝΕ/ΓΣΕΕ, με τη συμβολή του Ηλία Ιωακείμογλου
Σε συνέχεια της προηγούμενης ανάρτησης «Πόσο συνδέεται το μισθολογικό κόστος με την ανταγωνιστικότητα;» είχαμε αφήσει ασχολίαστο ένα σημαντικό ερώτημα σχετικά με το είδος του νομίσματος βάσει του οποίου διεξάγεται το εξαγωγικό εμπόριο και την επίδραση των συναλλαγματικών ισοτιμιών. Το διεθνές εμπόριο της Ελλάδας (αγαθών και υπηρεσιών) δεν διεξάγεται μόνον με την Ευρωπαϊκή Ένωση, αλλά με ένα ευρύτερο σύνολο χωρών, εκ των οποίων 35 καλύπτουν το μεγαλύτερο ποσοστό των διεθνών ανταλλαγών της Ελλάδας. Οι εμπορικές συναλλαγές με την ΕΖ μάλιστα καλύπτουν ένα ποσοστό λίγο μεγαλύτερο του 50% του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας.
Η Ανταγωνιστικότητα δεν αποτελεί αυθύπαρκτο μέγεθος, αλλά αποκτά νόημα μόνο σε σχέση με άλλες χώρες. Επειδή δε ως κύριο νόμισμα διεθνών συναλλαγών χρησιμοποιείται το δολάριο, είναι λογικό να εξετάσουμε πώς αυτό επηρεάζει τις ποσότητες που ορίζουν το μοναδιαίο κόστος εργασίας (μ.κ.ε.) και εξ αυτού την ανταγωνιστικότητα. Το μ.κ.ε. δεν πρέπει να συγκρίνεται με το αντίστοιχο κάποιας μεμονωμένης χώρας, ειδικά της Γερμανίας που είναι και το σύνηθες, αλλά με το σύνολο των χωρών με τις οποίες έχουμε εμπορικές σχέσεις, φυσικά με το ανάλογο στατιστικό βάρος.
A. Μεταβολή της Παραγωγικότητας
Με βάση τα παραπάνω ας εξετάσουμε τη μεταβολή της Παραγωγικότητας στο χρονικο διάστημα 1995-2009 έναντι των 35 κυριότερων ανταγωνιστριών χωρών.
Όπως φαίνεται στο προηγούμενο διάγραμμα, η αύξηση της παραγωγικότητας στην Ελλάδα, κατά τα έτη 1995-2003, υπήρξε θεαματική: με βάση 100 το έτος 1995, η παραγωγικότητα εργασίας είχε αυξηθεί το 2003 κατά 12% περισσότερο από όσο στις 35 ανταγωνίστριες χώρες. Το προβάδισμα που απέκτησε έτσι η ελληνική οικονομία διατηρήθηκε εν συνεχεία μέχρι το 2009.
Η ταχεία αύξηση της παραγωγικότητας της εργασίας στην Ελλάδα, σε σύγκριση με τις 35 ανταγωνίστριες χώρες, συνοδεύτηκε από αυξήσεις των ονομαστικών αποδοχών (ετήσιες ακαθάριστες αποδοχές ανά απασχολούμενο) που ακολούθησαν και αυτές ρυθμούς υψηλότερους από τις 35 ανταγωνίστριες χώρες.
Εντούτοις, οι ρυθμοί αύξησης των δύο μεγεθών στο σύνολο της περιόδου 1995-2009 ήταν παραπλήσιοι, με αποτέλεσμα να διατηρείται η σχετική σταθερότητα του κόστους εργασίας ανά μονάδα προϊόντος της Ελλάδας έναντι των 35 ανταγωνιστριών χωρών (υπολογισμοί σε εθνικά νομίσματα) Οι υπολογισμοί αυτοί έχουν γίνει σε εθνικό νόμισμα και δεν λαμβάνουν επομένως υπόψη τους την επίπτωση που έχει στην ανταγωνιστικότητα η ισοτιμία του ευρώ.
B. Μεταβολή των Μέσων Ακαθάριστων Αποδοχών
Οι μέσες ακαθάριστες αποδοχές στην Ελλάδα, όντως παρουσίασαν σημαντική άνοδο σε σχέση με τις αντίστοιχες στην ΕΕ. Πιο συγκεκριμένα, ο λόγος αποδοχών Ελλάδας/ ευρωζώνης αυξήθηκεαπό το 50% περίπου το 1995 σε 75% περίπου το 2009.
Σε σχέση όμως με τις 35 κυριότερες ανταγωνίστριες χώρες με τις οποίες πραγματοποιείται το μεγαλύτερο μέρος του εξωτερικού εμπορίου της Ελλάδας, η αύξηση των μέσων ακαθάριστων αποδοχών ανήλθε, κατά τα έτη 1995-2009, σε 12,5%.
Ο υπολογισμός αυτός έχει γίνει σε εθνικό νόμισμα και ως εκ τούτου δεν λαμβάνει υπόψη του τις μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ. Προκειμένου να συνυπολογίσουμε στην σύγκριση των μισθών Ελλάδας / 35 ανταγωνιστριών χωρών την επίπτωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ, μετατρέπουμε όλες τις αποδοχές σε έναν κοινό νόμισμα (εν προκειμένω το δολάριο) και διαμορφώνουμε εκ νέου έναν δείκτη που εκφράζει την αναλογία μισθών στην Ελλάδα έναντι των ανταγωνιστριών χωρών.
Όπως φαίνεται στο παρακάτω διάγραμμα, ο δείκτης που συγκρίνει τις αμοιβές στην Ελλάδα με τις αντίστοιχες στις 35 ανταγωνίστριες χώρες, σε κοινό νόμισμα (σε δολάρια), παρουσιάζει εξέλιξη κατά πολύ διαφορετική από την αντίστοιχη του δείκτη σε εθνικά νομίσματα: Ενώ οι αποδοχές στην Ελλάδα, υπολογισμένες σε εθνικά νομίσματα, αυξήθηκαν κατά 12,5% περισσότερο από ό,τι οι αποδοχές στις ανταγωνίστριες χώρες, παρουσίασαν αύξηση (+30%) όταν τις υπολογίζουμε σε δολάρια (όταν δηλαδή λαμβάνεται υπόψη η συναλλαγματική ισοτιμία του ευρώ έναντι των άλλων νομισμάτων).
C. Μεταβολή του Μοναδιαίου Κόστους Εργασίας
Η αύξηση του μοναδιαίου κόστους εργασίας στην Ελλάδα έναντι των 35 κυριοτέρων ανταγωνιστριών χωρών, σε δολάρια, κατά το 2001-2008, ήταν μεγάλη (περίπου 20%). Τίθεται στο σημείο αυτό το ερώτημα εάν για την αύξηση αυτή ευθύνονται οι εργαζόμενοι ή εάν πρόκειται για αύξηση που θα έπρεπε να αποδοθεί στιςσυναλλαγματικές ισοτιμίες. Επειδή οι ανταγωνίστριες χώρες δεν έχουν όλες κοινό νόμισμα με την Ελλάδα, αλλά διατηρούν τα δικά τους εθνικά νομίσματα, εάν θέλουμε να συγκρίνουμε την ανταγωνιστικότητα κόστους εργασίας (δηλαδή την ανταγωνιστικότητα στο βαθμό που εξαρτάται από το κόστος εργασίας ανά μονάδα προϊόντος) μεταξύ Ελλάδας και ανταγωνιστριών χωρών, τότε θα πρέπει να υπολογίσουμε το κόστος εργασίας στις διάφορες χώρες στο ίδιο νόμισμα (σε δολάρια).
Εάν όμως θέλουμε να υπολογίσουμε πόσο επέδρασαν στην ανταγωνιστικότητα κόστους ο ιαπαιτήσεις των μισθωτών, επομένως οι αυξήσεις των μισθών (λαμβανομένης υπόψη και της παραγωγικότητας της εργασίας), τότε θα πρέπει να συγκρίνουμε το μοναδιαίο κόστος εργασίας σε εθνικά νομίσματα –αλλιώς υπάρχει ο κίνδυνος να αποδώσουμε στις αυξήσεις των μισθών, μεταβολές που οφείλονται στις συναλλαγματικές ισοτιμίες.Υπάρχει δηλαδή ο κίνδυνος να εμφανίζεται κάθε ανατίμηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του ευρώ έναντι των νομισμάτων των εμπορικών εταίρων της Ελλάδας ως αποτέλεσμα των υποτιθέμενων παράλογων απαιτήσεων των εργαζομένων.
Με βάση τέτοια λανθασμένα συμπεράσματα καλούνται οι εργαζόμενοι, επιδεικνύοντας αυτοσυγκράτηση, να αναλάβουν εκείνοι την αναπλήρωση της απώλειας ανταγωνιστικότητας που οφείλεται στην αύξηση της συναλλαγματικής ισοτιμίας. Ωστόσο, το ρίσκο από τις δυσμενείς μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι ένα ρίσκο που πρέπει να αναλαμβάνουν οι επιχειρήσεις, όχι οι μισθωτοί, ακριβώς όπως αυτές ωφελούνται όταν οι μεταβολές της συναλλαγματικής ισοτιμίας είναι ευνοϊκές.
Έκανες καλή δουλειά σε ένα πολύ σημαντικό ζήτημα.. Σε ευχαριστώ!
ΑπάντησηΔιαγραφήΥΓ Έχω και εγώ την έκθεση, αλλά δεν είχα χρόνο να ασχοληθώ..