ΠΗΓΗ: Επίκαιρα (8/12/2011)
του Λ. Βατικιώτη
Μηνύματα με πολλούς αποδέκτες εξέπεμψε η συντονισμένη παρέμβαση των 6 μεγαλύτερων κεντρικών τραπεζών του κόσμου στις 30 Νοεμβρίου, που αποσκοπούσε στην αποτροπή μιας πιθανής κρίσης ρευστότητας στο εσωτερικό του ευρωπαϊκού χρηματοπιστωτικού τομέα. Η παρέμβαση αφορούσε στην διοχέτευση φθηνών δολαρίων (στο 50% της προγενέστερης τιμής) στην ευρωπαϊκή τραπεζική αγορά μέσω συμφωνιών ανταλλαγής (swaps). Μια κίνηση που ισοδυναμεί με μείωση των επιτοκίων κι έγινε δεκτή με ενθουσιασμό από την αγορά όπως έδειξε η άνοδος των τιμών στα χρηματιστήρια ένθεν κι ένθεν του Ατλαντικού, χωρίς ωστόσο να επιλύεται καμιά από τις σοβαρές αιτίες της κρίσης της ευρωζώνης, παρά μόνο τα συμπτώματα.
Το πρώτο μήνυμα υπογραμμίζει ότι η κρίση επέστρεψε εκει που έκανε για πρώτη φορά την εμφάνισή της: τις τράπεζες. Ξεχάστε «σπάταλα κράτη», «45άρηδες συνταξιούχους» και τη σχετική φιλολογία. Ο μεγάλος ασθενής της Ευρώπης είναι ο χρηματοπιστωτικός τομέας. Μάρτυρας η γενικευμένη καχυποψία που έχει εδραιωθεί στο εσωτερικό του με αποτέλεσμα ο μοναδικός διατραπεζικός δανεισμός που προσφέρεται σχετικά απλόχερα να μην υπερβαίνει τις 24 ώρες και κανένας να μην αναλαμβάνει τον κίνδυνο να δανείσει για μεγάλο χρονικό διάστημα. Δεν είναι όμως μόνο αυτό.
Η προσφυγή στην αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα για να δανείσει τις ευρωπαϊκές τράπεζες αποτελεί επίδειξη δύναμης για το δολάριο και πλήγμα για το ευρώ. Η αμερικανική ευαισθησία κατ’ αρχάς δεν πρέπει να αποδοθεί στην έκθεση των αμερικανικών τραπεζών στην ευρωπαϊκή αγορά. «Ενώ πολλές ευρωπαϊκές τράπεζες είχαν επικίνδυνες ποσότητες αμερικανικών στεγαστικών δανείων το 2008, οι αμερικανικές τράπεζες σήμερα έχουν σχετικά μικρή έκθεση στα προβληματικά κράτη της Ευρώπης», τονίζει ο Εκόνομιστ που κυκλοφορεί. Δεν είναι κατά συνέπεια τόσο σημαντικά τα οικονομικά διακυβεύματα, με τη στενή έννοια του όρου έστω, για τους Αμερικάνους στην Ευρώπη. Περισσότερο είναι οι κίνδυνοι που εγκυμονούνται για την παγκόσμια οικονομική σταθερότητα, στην περίπτωση που η ευρωπαϊκή κρίση πυροδοτήσει ένα ανεξέλεγκτο ντόμινο χρεοκοπιών, και πολύ περισσότερο η μέριμνα για τα δικά τους οφέλη στον υπό εξέλιξη ακήρυχτο πόλεμο των νομισμάτων.
Γεμάτο αντιφάσεις το ευρώ
Η χορήγηση επιπλέον δολαριακής ρευστότητας στην ευρωζώνη είναι αποτέλεσμα των εκρηκτικών αντιφάσεων της ευρωζώνης και του ίδιου του ευρώ. Πρακτικά τι παρατηρούμε; Τις πύλες για την ειρηνική εισβολή του δολαρίου στην ευρωζώνη και δη στις τράπεζες της να τις ανοίγει εν χορδαίς και οργάνοις αυτή ακριβώς η πολιτική που στόχευε στην ανάδειξη του ευρώ ως παγκόσμιου νομίσματος αμφισβητώντας μάλιστα την πλανητική κυριαρχία και την επιρροή του δολαρίου. Σε αυτόν ακριβώς το βωμό, της ανάδειξης του ευρώ ως παγκόσμιου νομίσματος, αιχμή του δόρατος των επεκτατικών βλέψεων του Τέταρτου Ράιχ, θυσιάστηκαν οι περιφερειακές οικονομίες της ευρωζώνης που έχουν οδηγηθεί μία – μία στη χρεοκοπία. Και τώρα το ενιαίο νόμισμα προσκρούει στα όρια που του θέτει η λιτότητα και ο υβριδικός χαρακτήρας του και χάνει μέρος από την λάμψη του.
Η μείωση στο μισό των επιβαρύνσεων που χρεώνει η αμερικανική κεντρική τράπεζα για τη δολαριακή ρευστότητα αναιρεί έστω εν μέρει την τάση υποχώρησης του δολαρίου στις παγκόσμιες συναλλαγές. Μια τάση ωστόσο που επ’ ουδενί δεν θέτει υπό αμφισβήτηση την κυρίαρχη θέση του όπως υποδηλώνουν πρόσφατα στοιχεία του ΔΝΤ βάσει των οποίων το 60% έως 65% των παγκόσμιων αποθεμάτων του αναπτυσσόμενου κόσμου τηρείται σε δολάρια. Εμφανώς μικρότερο από το ποσοστό του 70% που ίσχυε πριν μια δεκαετία, σχεδόν διπλάσιο όμως ακόμη κι έτσι από το ποσοστό του ευρώ που κινείται γύρω στο 30%, με καθοδική πορεία. Αυτή η τάση ενισχύεται από μια αλάνθαστη δυναμική που συνοδεύει κάθε κρίση και αποδίδεται με τον όρο «στροφή στην ποιότητα», τοποθέτηση δηλαδή των χρημάτων στην πιο ασφαλή επένδυση που παραμένει το δολάριο, παρά τις αμφισβητήσεις που έχει δεχθεί η αμερικανική οικονομία από τους οίκους αξιολόγησης επ’ αφορμή την αύξηση του δημόσιου χρέους. Πολύ παραπάνω αυτή η τάση υποστηρίζεται όταν το μέλλον του ευρώ παραμένει άδηλο όπως συμβαίνει σήμερα.
Η απάντηση της Κίνας
Το δικό τους μερίδιο ευθύνης στην υπονόμευση του δολαρίου έχουν οι τέσσερις αναπτυσσόμενες χώρες που περιγράφονται συχνά με το αρκτικόλεξο BRIC: Βραζιλία, Ρωσία, Ινδία και Κίνα. Ειδικότερα Βραζιλία και Κίνα προέβησαν τα δύο τελευταία χρόνια σε σημαντικές συμφωνίες ανταλλαγής νομισμάτων, με άμεσο στόχο να μη χρησιμοποιούν το δολάριο στο μεταξύ τους εμπόριο. Κατά το πρώτο τρίμηνο του 2011, ως αποτέλεσμα των παραπάνω πρακτικών, το 7% του εξωτερικού εμπορίου της Κίνας διεξαγόταν στο εθνικό της νόμισμα, ποσοστό μικρό μεν, που είναι όμως 20 φορές μεγαλύτερο σε σχέση με έναν χρόνο πριν! Η δε Βραζιλία στην ακήρυχτη αυτή αντιπαράθεση πρόσφερε τα σύμβολα και τους όρους, καθώς ο υπουργός Οικονομικών της Γκουίντο Μαντέγκα μίλησε τον Σεπτέμβριο του 2010 πρώτη φορά για «νομισματικό πόλεμο». Αφορμή των καταγγελιών του ήταν τα μέτρα ποσοτικής χαλάρωσης (Quantitative Easing I & II) που εξήγγειλε η αμερικανική ομοσπονδιακή τράπεζα και τα οποία ισοδυναμούσαν με αύξηση της ποσότητας χρήματος και επομένως μείωση της συναλλαγματικής ισοτιμίας του δολαρίου. Ο υπόλοιπος κόσμος αντέδρασε γιατί κατ’ αυτό τον τρόπο απειλήθηκε η ανταγωνιστικότητα του και τα κέρδη από τις εξαγωγές. Έτσι δεν έμεινε στα λόγια αλλά τα συνόδευσε και με άνοδο των επιτοκίων, με συνεχείς και δαπανηρές παρεμβάσεις των κεντρικών τραπεζών που στόχευαν στην άντληση της υπερβάλλουσας ρευστότητας ακόμη και με την επιβολή φραγμών στην ροή κεφαλαίων σε μια προσπάθεια να περιορίσει τη διαβρωτική επίδραση των πολιτικών της FED, που αν κάτι συνιστούν είναι την προσπάθεια να εξάγουν την κρίση.
Για το βόρειο ημισφαίριο και δη τον δυτικό κόσμο ωστόσο, νομισματικός πόλεμος …ουδέποτε υπήρξε. Σε μια σημαντική ομιλία που εκφώνησε ο σημερινός διοικητής της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Μάριο Ντράγκι, τον Ιούλιο του 2011, ενώ ήταν διοικητής της κεντρικής τράπεζας της Ιταλίας κατέφυγε στην ορολογία της θεωρίας των παιγνίων, επιχειρώντας να συγκαλύψει μια σκληρή πραγματικότητα, και μίλησε απλώς για τον κίνδυνο να κερδίσουν έδαφος σε λίγα χρόνια «μη συνεργατικά παιχνίδια». Προς επίρρωση των ισχυρισμών του επικαλέστηκε το γεγονός ότι 17 από τα 20 κράτη που αποτελούν το G20 έχουν ήδη εισάγει προστατευτικά μέτρα, παρά τη σχετική δέσμευση των 20 ηγετών, υπογράμμισε μάλιστα τα πρωτεία που κρατούν οι ΗΠΑ. Απέδωσε δε αυτή τη δυναμική στις εξής τρεις αιτίες: Την άνιση ανάκαμψη, την ανάδυση ενός πολυ-πολικού κόσμου και τις μακρο-οικονομικές ανισορροπίες. Αιτίες που κάνουν πολύ πιο έντονη την εμφάνισή τους όσο η κρίση βαθαίνει και παίρνει πιο ανεξέλεγκτο χαρακτήρα στην ευρωζώνη.
Η προσπάθεια δολαριοποίησης ανεξάρτητων εθνικών οικονομιών (επιβολής δηλαδή του δολαρίου ως εθνικού τους νομίσματος) συνιστά ένα περαιτέρω βήμα σε αυτό τον πόλεμο στον βαθμό που πετυχαίνει τρεις στόχους. Πρώτο, έρχεται εκ των υστέρων και καλύπτει τη φούσκα που έχει δημιουργήσει η αμερικανική κεντρική τράπεζα επιχειρώντας να διαχειριστεί με νομισματικά εργαλεία μια βαθιά και δομική κρίση με αποτέλεσμα το μόνο που καταφέρνει να είναι η μετάθεση για το μέλλον της στιγμής της κρίσης. Κατά δεύτερο, δίνει επιπλέον ώθηση στις αμερικανικές εξαγωγές κεφαλαίου καθώς εξαλείφει τον συναλλαγματικό κίνδυνο, διευρύνοντας έτσι και την σφαίρα πολιτικής επιρροής της Ουάσινγκτον. Και τρίτο περιορίζει τη σφαίρα επιρροής φιλόδοξων ανταγωνιστών.
Κι όλα αυτά φυσικά ενώ η χώρα – στόχος καταδικάζεται να γίνει αποικία…
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.