Το σημαντικότερο κομμάτι της Νέας Οικονομικής Διακυβέρνησης αφορά την αυστηροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας που κρίθηκε αναγκαία λόγω της τροπής που έχει πάρει η κρίση στην Ευρώπη αλλά και λόγω της ανάγνωσης των αιτίων της από την Επιτροπή ΠΗΓΗ: rednotebook.gr |
Tης Έλενας Παπαδοπούλου Το γεγονός ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ως οικονομικός, κοινωνικός και πολιτικός χώρος όπως τον γνωρίζαμε μέχρι τώρα τελεί υπό αμφισβήτηση δεν εκπλήσσει πλέον κανένα. Εξ’αλλου όταν το ζήτημα της πιθανής διάλυσής της τίθεται τόσο ανοιχτά είναι φανερό ότι αφορά πλέον ευρύτερα ακροατήρια από εκείνα που το εξέταζαν χρόνια πριν σε επιστημονικούς, πολιτικούς ή διανοητικούς κύκλους . Συζητήσεις, λοιπόν, όπως αυτή που δημοσίευσε την Κυριακή 20/11/11 η Ελευθεροτυπία στο φάκελο: “Έχει ζωή η ευρωζώνη, έχει θέση η Ελλάδα μέσα σ’ αυτή” ή το πρώτο θέμα του Economist της προηγούμενης εβδομάδας φανερώνουν πως παρότι η κυρίαρχη πολιτική ασκείται με μια λογική business as usual, στην πραγματικότητα βρισκόμαστε σε μια συγκυρία συνολικής επαναδιαπραγμάτευσης. Με άλλα λόγια το μέλλον φαίνεται τόσο ρευστό, όσο το τρεμάμενο χέρι της πολιτικής ηγεσίας της ΕΕ που αδυνατεί ακόμα και να σηματοδοτήσει τη δυνατότητα επίλυσης της κρίσης. Ωστόσο, η «συνολική» αυτή επαναδιαπραγμάτευση, είναι συνολική μόνο στον κόσμο του υπό την ευρεία έννοια δημόσιου διαλόγου. Στον κόσμο, δηλαδή, όπου με κάποιο τρόπο έχουμε πρόσβαση όλοι όσοι διαβάζουμε, γράφουμε, βλέπουμε τηλεόραση και ξέρουμε να χρησιμοποιούμε τα διαφόρων ειδών social media. Εκεί όλα τα ενδεχόμενα μοιάζουν να είναι ανοιχτά: από τη διάλυση της ευρωζώνης και της ΕΕ, μέχρι τη μονομερή αποχώρηση μιας ή περισσότερων χωρών, τη δημιουργία νέων νομισματικών περιοχών, την πολιτική ενοποίηση κλπ. Και σε ενα βαθμό είναι ανοιχτά, υπό την έννοια ότι η δυναμική των πραγμάτων είναι τέτοια που δε μπορούν να αποκλειστούν ακόμα και ακραία σενάρια παρότι σε άλλη περίπτωση ίσως να μην επιλέγονταν. Στον κόσμο της πολιτικής πρακτικής, όμως, οι επιλογές δε μοιάζουν να έχουν την αντίστοιχη ευρύτητα. Παρότι η δυναμική που ανέφερα προηγουμένως παίζει οπωσδήποτε ρόλο στις όποιες εξελίξεις, το βέβαιο είναι ότι τα πράγματα δεν είναι αφημένα τόσο στην τύχη τους όσο τα κάνει να φαίνονται η αναποφασιστικότητα των ευρωπαϊκών ελίτ. Υπ’ αυτή την έννοια παρότι είμαστε πολύ κοντά στο να μάθουμε αν η ευρωζώνη (πιθανώς και η ΕΕ) έχουν φτάσει σε οριστικό αδιέξοδο, δεν νομίζω ότι είμαστε ακόμα σε θέση να το αποφανθούμε. Ένας από τους λόγους αυτής της διαπίστωσης είναι οι πρόσφατες αποφάσεις του Ευρωπαϊκού Συμβουλίου (28 Σεπτεμβρίου 2011) για την υιοθέτηση του λεγόμενου σιξ-πακ, μιας δέσμης έξι νομοθετημάτων (πέντε κανονισμών και μιας οδηγίας) που προτάθηκαν το Σεπτέμβριο του 2010 από την Επιτροπή στο πλαίσιο της Νέας Οικονομικής Διακυβέρνησης της ΕΕ και που μπόρεσαν να ψηφιστούν μόνο ένα χρόνο αργότερα με οριακές πλειοψηφίες. (σημείωση: μέσα στην εβδομάδα ο Μπαρόζο εισηγήθηκε την ενσωμάτωση άλλων δύο νομοθετικών μέτρων καταστρέφοντας την ωραία παρομοίωση του πακέτου με την καλογυμνασμένη κοιλιακή χώρα στην οποία παραπέμπει ο ευφημισμός σιξ-πακ). Απλουστευτικά, θα μπορούσαμε να πούμε ότι το σημαντικότερο κομμάτι της Νέας Οικονομικής Διακυβέρνησης αφορά την αυστηροποίηση του Συμφώνου Σταθερότητας που κρίθηκε αναγκαία λόγω της τροπής που έχει πάρει η κρίση στην Ευρώπη αλλά και λόγω της ανάγνωσης των αιτίων της από την Επιτροπή. Ο 1ος κανονισμός, λοιπόν, αφορά ακριβώς την τροποποίηση του προληπτικού σκέλους του ΣΣΑ. Συγκεκριμενα, ενώ διατηρείται ο στόχος του 3% για το ετήσιο έλλειμμα, προτείνεται οι αυξήσεις δαπανών να μην υπερβαίνουν ένα μεσοπρόθεσμο ρυθμό αύξησης του ΑΕΠ (εκτός και αν η «υπερβολική» δαπάνη καλύπτεται από αντίστοιχα μέτρα από την πλευρά των εσόδων). Ο 2ος κανονισμός αφορά το διορθωτικό σκέλος του ΣΣΑ και τη στενότερη παρακολούθηση του δημόσιου χρέους. Και εδώ διατηρείται ο ποσοτικός στόχος για δημόσιο χρέος μικρότερο από 60% του ΑΕΠ, προστίθεται όμως η υποχρέωση η όποια απόκλιση να μειωθεί με ρυθμούς της τάξης του 5% ανά τριετία. Αδυναμία επίτευξης του στόχου συνεπάγεται υπαγωγή στις διαδικασίες υπερβολικού ελλείματος, εκτός εάν διαπιστωθεί ότι το μακροοικονομικό περιβάλλον δεν διευκολύνει την αποκλιμάκωση του δημόσιου χρέους. Ο 3ος κανονισμός εισάγει τη δυνατότητα επιβολής κυρώσεων, πράγμα που δεν ίσχυε στις προηγούμενες συνθήκες. Συγκεκριμένα, η κύρωση αφορά αναγκαστική κατάθεση από την πλευρά του κράτους μέλους στο EFSF (μέχρι να αντικατασταθεί το 2013 από το ESM), η οποία κυμαίνεται από 0,1%-0,5% του ΑΕΠ του προηγούμενου έτους. Η κατάθεση επιστρέφει στο κράτος-μέλος αν συμμορφωθεί με τις συστάσεις της Επιτροπής, ενώ διαφορετικά μπορεί να εξελιχθεί σε πρόστιμο (μη-ανακτήσιμη κατάθεση). Ο 4ος κανονισμός αφορά την πρόληψη και διόρθωση των μακροοικονομικών ανισορροπιών και ανισορροπιών στην ανταγωνιστικότητα. Προϋπόθεση για την επίτευξή του είναι ο προσδιορισμός των μακροοικονομικών μεγεθών και η παρακολούθησή τους. Τα βασικότερα από αυτά όσον αφορά τις εσωτερικές ανισορροπίες είναι το ιδιωτικό και δημόσιο χρέος, το επίπεδο μισθών, οι δείκτες παραγωγικότητας εργασίας, πόρων και κεφαλαίου, οι δημόσιες και ιδιωτικές δαπάνες για έρευνα και ανάπτυξη, τα ποσοστά ανεργίας και η εξέλιξη της, οι εξελίξεις των τιμών των περιουσιακών στοιχείων κ.α. Όσον αφορά τις εξωτερικές ανισορροπίες μερικά από τα μεγέθη που παρακολουθούνται είναι οι πραγματικοί ρυθμοί ανάπτυξης του ΑΕΠ, το ισοζύγιο τρεχουσών συναλλαγών, η καθαρή θέση άμεσων ξένων επενδύσεων, η εξέλιξη των μεριδίων αγοράς των εξαγωγών εντός και εκτός της ΕΕ. Η Επιτροπή ορίζει μέγιστα και ελάχιστα όρια για τους παραπάνω δείκτες, ενώ τυχόν «υπέρβαση είτε των κατώτατων είτε των ανώτατων αυτών ορίων ενεργοποιεί μια διαδιασία (εμπεριστατωμένη επισκόπηση), μέσω της οποίας η Επιτροπή μπορεί να θέσει ένα κράτος-μέλος σε διαρθρωτική προσαρμογή η οποία υπό ορισμένες προϋποθέσεις καταλήγει στην επιβολή κυρώσεων- προστίμων. Τα δύο τελευταία μέτρα αφορούν διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις που θα γίνουν στο πλαίσιο της στρατηγικής «Ευρώπη 2020». Εδώ υπάρχει μία βασική διαφορά σε σχέση με τη στρατηγική της Λισαβόνας: ότι πρωταρχικός στόχος αυτή τη φορά δεν είναι η δημιουργία θέσεων απασχόλησης αλλά η ανάπτυξη. Μια ανάπτυξη το περιεχόμενο της οποίας συνεπάγεται από μόνο του πολλά για την αναπαραγωγή των παραγωγικών σχέσεων και κοινωνικών σχέσεων στην υπάρχουσα μορφή τους που μέχρι τώρα έχει οξύνει τη φτώχεια, τις ανισότητες και την επιβάρυνση του περιβάλλοντος. Οι διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις έχουν δύο κατευθύνσεις. Η πρώτη αφορά την κατάργηση εμποδίων για την ανάπτυξη και η δεύτερη σχετίζεται με τα λεγόμενα αναπτυξιακά εμπόδια & την κοινωνική πολιτική (ενδεικτικά: αύξηση ορίου ηλικίας συνταξιοδότησης, μείωση πρόωρων συντάξεων και επιμήκυνση εργάσιμου βίου, συσχέτιση συνταξιοδοτικού συστήματος με την βιωσιμότητα της δημοσιονομικής πολιτικής, συγκράτηση των μισθών, ευελιξία της εργασίας, αποκέντρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων κλπ.) Απλά αναφέρω εδώ ότι επισήμως η Κομισιόν επιμένει ιδιαίτερα στη λέξη συστάσεις, για να επιχειρηματολογήσει ότι δεν είναι εκείνη που επιβάλλει τελικά τις αναδιαρθρώσεις, την αυστηροποίηση και τη λιτότητα, αλλά αυτά αποτελούν επιλογές των κρατών-μελών. Μερικά σχόλια: 1. Όσο και να φαίνεται αντιφατικό, αυτό που αποτυπώνει το καινούριο στοιχείο στον περιγραφικό τίτλο Νέα Οικονομική Διακυβέρνηση δεν είναι η λέξη Νέα. Τα μέτρα αυτά δεν είναι νέα. Είναι μέτρα που συνεχίζουν με προσήλωση τον παλιό νεοφιλελεύθερο δρόμο οικονομικής οργάνωσης στις χώρες της ΕΕ. Η λέξη που φέρει το νέο στοιχείο στην υπόθεση είναι η λέξη Διακυβέρνηση και κυρίως η αντιπαράθεσή της προς την έννοια της κυβέρνησης. Για να γίνει πιο σαφές το περιεχόμενο της καινοτομίας, παραπέμπω στο τελευταίο σχόλιο. 2. Η Νέα Οικονομική Διακυβέρνηση και το σιξ-πακ δεν απαντούν στη σημερινή κρίση. Αυτό δεν είναι μια δική μου αξιολόγηση – παρότι προφανώς είναι και δική μου. Είναι η επίσημη θέση της Κομισιόν που έχει διατυπωθεί πολλές φορές και δημόσια. Στην πιο κρίσιμη καμπή της ευρωπαϊκής κρίσης, και ενώ οι οικονομικοί αναλυτές σε Ευρώπη και Αμερική χύνουν τόνους μελάνι (η γλώσσα δεν έχει προλάβει να παρακολουθήσει την τεχνολογία σ’ αυτή την οικεία έκφραση) για την καταστροφική διαχείρισή της, η ΕΕ «προνοεί» για την επόμενη. Από την πλευρά της Κομισιόν το επιχείρημα είναι ότι σ’ αυτή τη φάση της κρίσης η λιτότητα, η ευελιξία της αγοράς εργασίας και όλη η δέσμη μέτρων που γνωρίζουμε πολύ καλά και που γνωρίζουν ή πρόκειται να γνωρίσουν και οι εργαζόμενοι σε πολλές άλλες χώρες τις Ευρώπης είναι ο επίπονος τρόπος να ξεπεράσουμε μια δύσκολη περίοδο αποκαθιστώντας την εμπιστοσύνη των αγορών για να ξαναμπούμε στη φάση της ανάπτυξης που διακηρύσσει η στρατηγική της «Ευρώπης 2020». Στην πραγματικότητα, συνεχίζει το επιχείρημα, στόχος του προγράμματος της ΝΟΔ είναι να προστατεύσουμε την ευρωζώνη από τις κρίσεις του μέλλοντος (το αν θα υπάρχει ή όχι η ευρωζώνη μοιάζει να μην έχει καμιά σημασία στην ανάλυση αυτή) διασφαλίζοντας τη δημοσιονομική υπευθυνότητα των χωρών. Αυτό που λέει δηλαδή η Κομισιόν είναι ότι η σημερινή κρίση έχει τις ρίζες της στη μέχρι τώρα δημοσιονομική ανεθυνότητα (δείτε σχετικό βίντεο εδώ) (http://www.youtube.com/watch?v=W0gEc1TKPgY&feature=related). Ωστόσο, εκείνο που δεν κατανοεί ή κάνει ότι δεν κατανοεί ή εν πάσει περιπτώσει κατανοεί αλλά αγνοεί με επικίνδυνο τρόπο για την κοινωνική και την πολιτική τροπή που μπορεί να πάρουν τα πράγματα σ’ αυτή τη συγκυρία είναι πως το πρόβλημα έγκειται ακριβώς στην ανάλυσή της για την κρίση. Χώρες όπως οι Ιρλανδία και η Ισπανία αντιμετωπίζουν πολύ σοβαρά δημοσιονομικά προβλήματα χωρίς να έχουν υπάρξει «δημοσιονομικά ανεύθυνες», χωρίς να έχουν «τεράστιους δημόσιους τομείς» και «σπάταλο κοινωνικό κράτος». Αντίθετα, η δημοσιονομική κρίση εκεί ξέσπασε λόγω της μεγάλης τραπεζικής κρίσης και της έκρηξης του ιδιωτικού χρέους που μετατράπηκε σε δημόσιο, καθώς και εξ’ αιτίας της φούσκας στην αγορά ακινήτων. Αυτά τα θεμελιώδη αίτια της κρίσης χρέους που φυσικά σχετίζονται με τη συστημική φύση της κρίσης συνολικά βρίσκονται, όμως, εκτός του πλαισίου παρέμβασης. 3. Το τρίτο σχόλιο αφορά τον τρόπο με τον οποία αντιλαμβάνεται η Επιτροπή την αντιμετώπιση των λεγόμενων μακροοικονομικών ανισορροπιών μια από τις οποίες είναι και τα ελλείμματα-πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών. Πολλοί αριστεροί (και όχι μόνο) οικονομολόγοι έχουν σχολιάσει το γεγονός ότι τα πλεονάσματα του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών της Γερμανίας για παράδειγμα (αλλά και άλλων χρών όπως η Αυστρία και η Φινλανδία) αντικατοπτρίζονται στα αντίστοιχα ελλείματα άλλων χωρών της ΕΕ, συμπεριλαμβανομένης και της Ελλάδας. Η “κλωνοποίηση” του μοντέλου της Γερμανίας, που συνεπάγεται αποπληθωρισμό με σκοπό τη βελτίωση των εξαγωγικών επιδόσεων των χωρών και που προωθείται μέσω της ΝΟΔ, θα οξύνει τις μακροοικονομικές ανισορροπίες, και, αφού περάσει μέσα από ανταγωνιστικές εσωτερικές υποτιμήσεις, θα καταλήξει σε ένα αδύνατο παράδειγμα εμπορικών συναλλαγών δεδομένου του ποσοστού των συναλλαγών που διεξάγεται εντός της ΕΕ, αλλά και της παραγωγικής εξειδίκευσης που έχει παγιωθεί όλα αυτά τα χρόνια στην πορεία λειτουργίας της ενιαίας αγοράς. 4. Το τελευταίο σχόλιο αφορά το ζήτημα της δημοκρατίας που έχει ανοίξει σε πολλά επίπεδα λόγω της ταυτόχρονης εξέλιξης της πολιτικής κρίσης: Στην ομιλία του στο Ευρωκοινοβούλιο κατά την ψήφιση του σιξ-πακ τον περασμένο Σεπτέμβριο ο Μπαρόζο είπε το εξής: «Χρειαζόμαστε, περισσότερο από ποτέ την ανεξάρτηση εξουσία της Επιτροπής για να προτείνει και να αξιολογήσει τις δράσεις που πρέπει να εφαρμόζουν τα κράτη μέλη. Ας είμαστε ειλικρινείς, οι κυβερνήσεις δε μπορούν να το κάνουν αυτό ούτε μόνες τους, ούτε σε συνεργασία μεταξύ τους. Η ανεξαρτησία της Κομισιόν σ’ αυτή τη συγκυρία την καθιστά εγγυητή της δικαιοσύνης». Τι άλλο μπορεί να σημαίνει αυτή η δήλωση πέρα από μια παραδοχή ότι αφού η δημοκρατία δεν εξυπηρετεί την οικονομική αποτελεσματικότητα- όπως την εννοεί ο Μπαρόζο φυσικά- τόσο το χειρότερο για τη δημοκρατία. |
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου
Πρώτη προειδοποίηση!
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να παραμένουν εντός θέματος.
Θα σας παρακαλούσα τα σχόλια να είναι ευπρεπή.
Αλλιώς θα αναγκαστώ να πάρω μέτρα.