ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΤΣΟΥΚΑΛΑ
Ας αρχίσω με μια παραδοχή. Η κρίση δεν αναφέρεται μόνο στην εξέλιξη των οικονομικών μεγεθών και των θεσμών. Είναι επίσης κρίση νοημάτων, σημασιών, αξιών και συνειδήσεων.
Αναγκαζόμαστε λοιπόν να θέσουμε και πάλι τα θεμελιώδη ερωτήματα. Θα πρέπει να σκεφτούμε από την αρχή τι "είναι" η δημοκρατία, τι "είναι" η Πολιτεία, τι "είναι" το γενικό συμφέρον, τι σημαίνει λαός, τι είναι η λαϊκή κυριαρχία. Το θεμελιώδες ζήτημα τι, πώς και με ποιες διαδικασίες μπορεί να αλλάξει ο κόσμος και ποια είναι τα περιθώρια των πολιτικών αποφάσεων και παρεμβάσεων δεν μπορεί να απαντηθεί με τους όρους που γνωρίζαμε.
Έτσι, θα επικεντρώσω την παρέμβασή μου στις μεταλλαγές της πρόσληψης του πολιτικού. Πράγματι, αυτό που θεωρούσαμε πολιτικό υποσύστημα εμφανίζεται μεταλλαγμένο. Η ιδέα της δημοκρατίας ως αυτονόητης πολιτειακής αυταξίας και ως ανυπέρβλητης οργανωτικής μορφής δεν μπορεί να λειτουργήσει όπως πριν.
Ο λαός δεν φαίνεται πια να αποφασίζει για το μέλλον του, δεν είναι κυρίαρχος. Ακόμη και αν εξακολουθούν να είναι συμβολικά απαράκαμπτες, οι εκλογές εμφανίζονται σαν τελετουργία που αναβαπτίζει και προσεπικυρώνει μιαν έρπουσα ετερονομία.
Πράγματι, στην εποχή της λεγόμενης παγκοσμιοποίησης, η πολιτική εξουσία δεν λειτουργεί σαν αυθύπαρκτο κέντρο λήψης αποφάσεων. Το ίδιο το δημόσιο συμφέρον υπόκειται σε εξωγενείς προσδιορισμούς. Από τη στιγμή που γίνεται δεκτό πως καμιά χώρα δεν μπορεί πια να "αποχωρήσει" μονομερώς από το ευρύτερο σύστημα, οι όροι της ενσωμάτωσής της στον κόσμο μοιάζει να είναι προδιαγεγραμμένοι.
Από την άποψη αυτή, λοιπόν, η παγκοσμιοποίηση είναι πριν από όλα ιδέα, δόγμα, ιδεολογία. Δεν φαίνεται να υπάρχουν άλλες εναλλακτικές λύσεις. Το σύνδρομο ΤΙΝΑ εκφράζεται μέσα από μιαν αξιωματικά μονοδιάστατη σκέψη που εκφράζεται ως τέλος της ιδεολογίας και της ιστορίας.
Η ιστορική δυναμική εντάσσεται σε μιαν οικουμενικά προδιαγεγραμμένη συνταγή. Οι άνθρωποι δεν δικαιούνται πια να συζητούν για το τι μέλλει γενέσθαι. Πρόκειται για το τέλος του διαφωτισμού.
Με αυτήν την έννοια, το κυρίαρχο νεοφιλελεύθερο πρότυπο εμφανίζεται ωςολοκληρωτικό. Στο όνομα του νέου μονοθεϊσμού, στο όνομα του μονοδιάστατου και απλουστευτικού εργαλειακού παραγωγίστικου και ανταγωνιστικού ορθολογισμού, στο όνομα μιας οικουμενικά αποδεκτής κοινωνικής συνταγής, η αλήθεια εμφανίζεται δεδομένη. Η αλαζονεία του αφιλοσόφητου τεχνοκράτη που γνωρίζει εκ των προτέρων τη μόνη έλλογη λύση στις σωρευόμενες αντιφάσεις αντικαθιστά την κριτική, ανοικτή, επίμαχη, συγκρουσιακή και πάντα αμφιλεγόμενη φύση προς το μέλλον.
Για παράδειγμα, ο προβληματισμός γύρω από την εργασία και την επιβίωση έχει κυριολεκτικά αναστραφεί. Ένα ζήτημα που για δυο τουλάχιστον αιώνες εμφανιζόταν σαν το σημαντικότερο οικονομικό, πολιτικό και ηθικό πρόβλημα εξαφανίζεται από την ημερήσια διάταξη των αρμοδίων τεχνοκρατών. Πληροφορούμαστε π.χ. ότι ο κ. Όλι Ρεν βγάζει φλύκταινες (sic) όταν ακούει για συλλογικές συμβάσεις εργασίας, ενώ ο αντιπρόεδρος της ομοσπονδιακής γερμανικής κυβέρνησης, καθήμενος δίπλα στον Έλληνα υπουργό "Προστασίας του Πολίτη", εκφέρει χρησμούς του τύπου πρέπει να "εργάζεσθε περισσότερο".
Μόνο αντικείμενο του τρέχοντος περί εργασίας και επιβίωσης λόγου είναι η βελτίωση της ανταγωνιστικότητας και της παραγωγικότητας. Και στόχος φυσικά είναι η αύξηση της κερδοφορίας. Για πρώτη φορά η αξιακή διάσταση της ζωής των ανθρώπων εξαφανίζεται εντελώς από το προσκήνιο.
Η ιδεολογική και πολιτική τομή είναι λοιπόν τεράστια. Αγνοείται επιδεικτικά το γεγονός ότι οι δύο τελευταίοι αιώνες του ευρωπαϊκού πολιτισμού ανέδειξαν το κοινωνικό ζήτημα ως κεντρικό πολιτικό διακύβευμα. Αγνοείται ότι η αναζήτηση του γενικού συμφέροντος και του κοινού καλού αποτελούσε τον κύριο λόγο ύπαρξης ενός πολιτικού που δοκιμαζόταν συνεχώς σε αναφορά με τις αξιακές του επαγγελίες.
Και αγνοείται κυρίως ότι θεωρούνταν αυτονόητο πως το κοινό αυτό καλό δεν μπορεί να προκύψει έγκυρα αλλιώς, παρά μόνο μέσα από δημοκρατικές διαδικασίες. Αγνοείται δηλαδή ότι η δημοκρατία συνιστά προϋπόθεση για την έγκυρη αναζήτηση της κοινής προκοπής. Στην ουσία πρόκειται για μιαν οικουμενική πολιτιστική επανάσταση.
Υπό τις συνθήκες αυτές η δημοκρατία που γνωρίζαμε είναι το αντεστραμμένο είδωλο του εαυτού της. Το δημοκρατικό σώμα, ο δήμος, ο λαός δεν καλείται να αποφασίσει κυρίαρχα για το μέλλον του. Άλλοι αποφασίζουν στο όνομά του και για λογαριασμό του. Η λογική θα επικρατήσει της ελεύθερης βούλησης, η υπερβατική τάξη του καθαρού λόγου της αταξίας του πραγματικού κόσμου και η γνώση της ιστορίας.
Υπό τους όρους αυτούς, η πολιτική δεν είναι πια ούτε η τέχνη της συλλογικής προόδου, ούτε καν η τέχνη του εφικτού.
Είναι η τέχνη της άριστης εφαρμογής και προσαρμογής προς τις επιταγές του αληθούς μη πολιτικού. Είναι η τέχνη του σκηνοθετείν την απολεσθείσα και απαξιωμένη κυριαρχία, η τέχνη του μετονομάζειν την ετερωνυμία σε κατέκτυπη αυτονομία, η τέχνη του επικαλείσθαι έναν απόντα και αποδυναμωμένο λαό, η τέχνη του αποκρύπτειν ότι οι πραγματικοί πρωταγωνιστές του πολιτικού δράματος δεν είναι οι ηθοποιοί, αλλά οι υποβολείς, που είτε βρίσκονται πίσω από τη σκηνή είτε ακόμα και ανεβαίνουν επάνω σ' αυτήν.
Με αυτήν την έννοια, λοιπόν, η πολιτική είναι φενάκη. Και γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο τείνει ολοένα και περισσότερο να ομιλεί στο όνομα μιας μεταφυσικής σωτηρίας που μπορεί να προέλθει μόνον από την αλήθεια. Και μόνοι αρμόδιοι για να την αναζητήσουν είναι οι από καθέδρας επαΐοντες. Όμως η πραγματική δημοκρατία δεν χρειάζεται σωτήρες, ίσως μάλιστα να μην τους ανέχεται. Ο κυρίαρχος λαός δεν σώζει τον εαυτό του, αλλά τον θεσπίζει, τον δημιουργεί, τον μεταλλάσσει και τον ανατρέπει. Και γι' αυτό ακριβώς μπορεί να λέγεται ότι ο λαός δεν πλανάται ποτέ.
Σήμερα, αντιθέτως, ο λαός θεωρείται επικίνδυνος επειδή ακριβώς μπορεί να "πλανηθεί". Και γι' αυτό ακριβώς η πολιτική εμφανίζεται ως σωτηριολογούσα, συνομολογώντας ότι σε τελική ανάλυση καλείται να δρα πριν και ανεξάρτητα από οποιαδήποτε δημοκρατική της νομιμοποίηση. Για να αποφύγει τον διαβλητό και απρόβλεπτο λαό, προσφεύγει στον αδιάβλητο και προβλέψιμο λόγο. Στη θέση της πάντα κρίσιμης, ανοιχτής, δραματικής και εκάστοτε τραγικής "μη αποφασισιμότητας", το πολιτικό γίγνεσθαι οργανώνεται ως άσκηση υποταγής στα έξωθεν προαποφασισμένα κελεύσματα.
Ο οικουμενικά επιδιωκόμενος στόχος είναι, λοιπόν, σαφής. Θα επισημάνω τρία μόνο σημεία.
Πρώτον, επιδιώκεται η συνεχής ανακατανομή πλούτου και εξουσίας υπέρ των ισχυρών να συνιστά μόνιμο στοιχείο της κοινωνικής οργάνωσης.
Δεύτερον, επιχειρείται η τάση αυτή να μπορεί να εμφανίζεται ως ορθολογική, άρα και ως ιστορικά αναγκαία.
Τρίτον, καταβάλλεται συνεχής προσπάθεια οποιεσδήποτε κοινωνικές αντιστάσεις στις τρέχουσες εξελίξεις να μπορεί να εμφανίζονται ανορθολογικές.
Πάνω ακριβώς σε αυτή τη βάση επιχειρείται η χειραγώγηση των κοινωνιών και ταυτόχρονα η αποδυνάμωση της δημοκρατικής φαντασίωσης. Δεν είναι τυχαίο ότι όλες οι παραδοσιακά απαρέκκλιτες συλλογικές συσσωματώσεις και μορφές αποδυναμώνονται και απαξιώνονται. Οι πολίτες πρέπει να αντιληφθούν πως δεν έχουν τίποτα να ελπίζουν από τη συλλογική τους δράση, από τη δημοκρατική τους συσπείρωση. Και πρέπει, συνεπώς, να αποδεχθούν ότι οφείλουν να αρκούνται στην προώθηση των ατομικών τους συμφερόντων.
Και εδώ ακριβώς εμφανίζεται μια νέα, γενικής χρήσεως, εκλογίκευση, ένα νέο μεγάλο ιδεολογικό άλλοθι. Εκείνο που απομένει στους οιονεί πολίτες είναι η λεγόμενη κοινωνία των πολιτών. Τα ελεύθερα άτομα οφείλουν και μπορούν να ενεργούν από κοινού υπό την προϋπόθεση ότι θα δρουν ανεξάρτητα από όλα τα οργανωμένα συστήματα συλλογικής εκπροσώπησης. Ενάντια δηλαδή στο κράτος, ενάντια σε οτιδήποτε απειλεί να αποθεμελιώσει το δεδομένο, ενάντια σε οτιδήποτε δεν εμπνέεται από τη μεγιστοποιητική αγοραία λογική, ενάντια και ανεξάρτητα από όλα τα συλλογικά σώματα μέσω των οποίων είχαν μάθει και προωθούσαν οργανωμένα τις ιδέες τους και τα συμφέροντά τους.
Όπως κάποτε συνέβη με τη φιλοσοφία, που κατά τον Σαντ μπήκε στο μπουντουάρ, η πολιτική οφείλει να παραμένει έξω από τους θεσμούς, έξω από τις οργανωμένες μορφές διεκδίκησης, στους προθαλάμους, στα καφενεία, στα σαλόνια, στην ιδιωτικότητα, στην ιδιωτική ζωή. Οι οιονεί πολίτες πρέπει να νομίζουν ότι πρέπει να μπορούν να εκφράζονται αρκεί να μην ενοχλούν, πρέπει να συζητούν αρκεί να μην απειλούν την καθεστηκυία τάξη πραγμάτων, δικαιούνται να προωθούν τις απόψεις τους, αρκεί να μην έχουν την αξίωση να επηρεάζουν ευθέως τα τεκταινόμενα. Οφείλουν να σκέπτονται αρκεί να μην αποφασίζουν. Η δημοκρατία μεταμορφώνεται σε οιονεί δημοκρατία.
Άμεση προέκταση των παραπάνω είναι η μεταλλαγή της λειτουργίας της έννομης τάξης, της πολιτικής εξουσίας. Πράγματι στο σημείο αυτό ανακύπτει ένα νέο ζήτημα. Από τη στιγμή που ο λαός δεν αποφασίζει, από τη στιγμή που το κράτος δεν λειτουργεί ως ποιμένας για όλους τους πολίτες, από τη στιγμή που το πολιτικό Όλο δεν παρεμβαίνει στην οργάνωση των κοινωνικών σχέσεων, η πολιτική εξουσία είναι υποχρεωμένη να αντιμετωπίσει ένα πρωτόγνωρο κενό νομιμοποίησης. Η αποδυνάμωση της δημοκρατικής αυτοθέσπισης απειλεί να έχει ανεξέλεγκτες προεκτάσεις.
Και αυτός είναι και ο λόγος για τον οποίο το μετα-κοινωνικό μετα-πολιτικό κράτος αναγκάζεται να είναι ολοένα και πιο αυταρχικό, αυθαίρετο και καταπιεστικό. Έχοντας χάσει την αξιοπιστία τους, οι σημερινές νεοφιλελεύθερες έννομες τάξεις εξαρτούν την επιβίωσή τους από την κατασταλτική τους αποτελεσματικότητα. Μια αποτελεσματικότητα που θεμελιώνεται πλέον σε επιστημονικές και τεχνικές μεθόδους.
Τα συμπτώματα αυτής της μεταλλαγής είναι διάχυτα. Από τη μια μεριά η αυταρχική δημοκρατία χρησιμοποιεί ολοένα και πιο εκλεπτυσμένες τεχνικές ελέγχου, παρακολούθησης και καταπίεσης διεισδύοντας στους ιδιωτικούς χώρους που ήταν μέχρι σήμερα απόρρητοι. Το πανοπτικό οπλοστάσιο της εξουσίας επιτρέπει στο κράτος να γνωρίζει ακόμα και τις έσχατες λεπτομέρειες της ζωής και της δράσης των πολιτών. Στο όνομα του λόγου και της τάξης, όλοι παρακολουθούνται και επιτηρούνται. Ο φετιχισμός της πειθαρχίας δεν περιορίζεται στους χώρους εργασίας. Επεκτείνεται σε ολόκληρη τη ζωή.
Αυτό όμως δεν φτάνει. Όσο συστηματική κι αν είναι, η καταστολή ενέχει κινδύνους και όρια. Η ύστερη καπιταλιστική δημοκρατία πρέπει, λοιπόν, επίσης να μπορεί να χειραγωγεί, ακόμα κι αν δεν πείθει. Και οι νέες τεχνικές χειραγώγησης απειλούν να αποθεμελιώσουν ακόμα πιο αποφασιστικά τη δημοκρατία.
Πράγματι, δεν χρειάζεται να επιμείνω στην πρωταρχική πλέον σημασία των ΜΜΕ ως διαμορφωτών της κοινής γνώμης. Ούτε στο γεγονός ότι, γι' αυτόν ακριβώς τον λόγο, η οικονομική, η πολιτική και η μιντιακή εξουσία διαπλέκονται ολοένα περισσότερο, κατά παράβασιν όλων των κειμένων κανονιστικών περιορισμών.
Οι τάσεις, όμως, παγίωσης ενός αμετακίνητου νέου οικονομικο - μιντιακο - πολιτικού συμπλέγματος είναι οικουμενικές. Χαρακτηριστικά στις ΗΠΑ δύο πρόσφατες αποφάσεις του Ανωτάτου Δικαστηρίου ανατρέπουν ολόκληρο το σκηνικό. Η χειραγώγηση είναι πια επίσημη και έννομη. Από τη μια μεριά καταργήθηκαν οι περιορισμοί για τη χρηματοδότηση των πολιτικών κομμάτων από το μεγάλο κεφάλαιο. Από την άλλη μεριά, και σε πλήρη αντιδιαστολή με ό,τι συμβαίνει στη διαφήμιση προϊόντων, η πολιτική διαφήμιση μπορεί να είναι όχι μόνο αρνητική, αλλά και ψευδής.
Οι συνέπειες υπήρξαν άμεσες. Οι καθοδηγούμενες από το μεγάλο κεφάλαιο αρνητικές πολιτικές διαφημίσεις πολλαπλασιάστηκαν, τα κέρδη των ΜΜΕ αυξήθηκαν κατακόρυφα, η διαπλοκή ανάμεσα στην πολιτική και τις μεγάλες επιχειρήσεις κατοχυρώθηκε και η δίχως όρια και περιορισμούς πλύση εγκεφάλων απέκτησε πρωτόγνωρες διαστάσεις. Η ήττα του Ομπάμα στις τελευταίες εκλογές οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στις εξελίξεις αυτές. Βρισκόμαστε ίσως μπροστά στην ανάδυση νέων μορφών "χειραγωγημένης δημοκρατίας". Και όχι μόνον βέβαια στις ΗΠΑ.
Τι έχει μείνει λοιπόν από τη δημοκρατία; Ίσως μια νέα δημοκρατία του γαλατά. Όπου, όμως, επειδή δεν υπάρχουν πια γαλατάδες, αυτός που χτυπάει την πόρτα τα χαράματα δεν είναι ίσως ο αστυνόμος, αλλά ο εκπρόσωπος των τραπεζών που επισείει την κατάσχεση ή η ιδιωτική εταιρεία, που όπως οι αλήστου μνήμης ενοικιαστές φόρων αναλαμβάνει να υποκαταστήσει την κρατική εξουσία. Είναι η οιονεί δημοκρατία των άβουλων, των εξουθενωμένων, των αποδυναμωμένων οιονεί πολιτών.
Με βάση όσα είπα, πιστεύω ότι περισσότερο απ' οτιδήποτε άλλο η παρούσα κρίση είναι κρίση της ιδέας και της λειτουργίας της δημοκρατίας.
Κρίση κοσμοπαραστάσεων.
Κρίση ιδεολογιών σε μιαν εποχή που επαίρεται ότι δεν υπάρχουν πια ιδεολογίες.
Η μόνη λύση βέβαια είναι η αντίσταση στους νέους δαίμονες που μας περιτριγυρίζουν. Πρέπει να μάθουμε να αντιπαλεύουμε τους δαίμονες της αυτονόητης συμμόρφωσης στις υποδείξεις της λογικής, της μονόδρομης ΤΙΝΑ, στους δαίμονες της απελπισίας, της απόγνωσης και της αδράνειας.
Πριν από όλα οφείλει να επανέλθουν το πολιτικό, η αρμοδιότητα του λαού να αυτοθεσπίζεται, η δυνατότητα των ανθρώπων να σκέπτονται και να δρουν από κοινού. Πιστεύω πως η μόνη ίσως διέξοδος από την κρίση θα πρέπει να αναζητηθεί στην εμβάθυνση και διεύρυνση της δημοκρατίας. Και αυτό είναι δουλειά όλων μας.
Αν θυμάμαι καλά, και νομίζω θυμάμαι, ο κ. Τσουκαλάς ήταν ένας από τους "ανθρώπους του πνεύματος", που είχαν υπογράψει εκείνο το κείμενο υποστήριξης του Ε. Βενιζέλου (έναντι Γιωργάκη) πριν από 3-4 χρόνια. Μπορεί ειλικρινά να μας πει αν αναγνωρίζει ότι έσφαλε τότε?
ΑπάντησηΔιαγραφή