Ημερομηνία δημοσίευσης: 09/01/2011
του Θωμα Μαλουτα*
Οι θέσεις του Υπουργείου Παιδείας όσον αφορά τις απαιτούμενες αλλαγές στο θεσμικό πλαίσιο για την τριτοβάθμια εκπαίδευση μπορούν να συνοψισθούν στο ακόλουθο τρίπτυχο:
1. Έχουν αλλάξει οι συνθήκες από την εποχή του νόμου-πλαισίου του 1982 και το μαζικό πανεπιστήμιο δεν ανταποκρίνεται στις νέες απαιτήσεις. Προτείνεται να αντικατασταθεί από ιδρύματα πολλαπλώς διαφοροποιημένα, που να ανταποκρίνονται και στη διαφοροποίηση της ζήτησης.
2. Πάσχει σοβαρά η διοικητική διάρθρωση του πανεπιστημίου. Προτείνεται να μετριασθεί η συμμετοχή της πανεπιστημιακής κοινότητας στη διοίκηση των ιδρυμάτων με παράλληλη αύξηση της διοικητικής τους αυτοτέλειάς.
3. Το πανεπιστήμιο πάσχει όσον αφορά την Αριστεία, την εξωστρέφεια και τη διεθνή αναγνώριση. Προτείνεται αναβάθμιση μέσω αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα και αναζήτηση στελεχών διοίκησης και στις διεθνείς αγορές.
Τέλος του μαζικού πανεπιστημίου ή τέλος της κοινωνικής κινητικότητας;
Καταρχάς, οι θέσεις του Υπουργείου προσπερνούν το βασικό ερώτημα: Ποιο είναι το πρόβλημα και πώς τεκμηριώνεται; Είναι η ποιότητα των σπουδών; Είναι η σύνδεση με την αγορά εργασίας; Είναι το επίπεδο της έρευνας; Έτσι, υιοθετούνται, άλλοτε ρητά και συνήθως άρρητα, στερεοτυπικές αιτιάσεις εναντίον του πανεπιστημίου, οι οποίες δεν μπορούν να αποτελέσουν βάση σοβαρής συζήτησης και προσπάθειας για θετικές μεταβολές.
Οι θέσεις παραγνωρίζουν το ουσιαστικό κοινωνικό και πολιτικό ζήτημα που σηματοδοτεί η διαπίστωση ότι έχει επέλθει το τέλος του μαζικού πανεπιστημίου. Η αίσθηση τέλους εποχής δεν είναι αβάσιμη, αλλά για διαφορετικούς λόγους από εκείνους που συνδέονται με τα εσωτερικά προβλήματα του πανεπιστημίου. Η αίσθηση της μαζικότητας και του κοινωνικά δημοκρατικού ρόλου για το πανεπιστήμιο χτίστηκε πάνω στη μαζική κοινωνική κινητικότητα, την οποία στήριξε αποτελεσματικά επί δεκαετίες. Οι διέξοδοι και οι προοπτικές που προσέφερε δεν ήταν κοινωνικά ενιαίες: στα μεσαία-υψηλά στρώματα προσέφερε κυρίως θέσεις στις επίλεκτες σχολές, ενώ στα ενδιάμεσα και στα χαμηλότερα στρώματα θέσεις στις «καθηγητικές» σχολές και σε εκείνες που οδηγούσαν στη δημόσια διοίκηση. Έστω λοιπόν και αν εν γένει αναπαρήγαγε κοινωνικά άνισες προοπτικές, η γενικευμένη κοινωνική κινητικότητα με την οποία συνδέθηκε προσέφερε ελπίδες κοινωνικής κινητικότητας και απέτρεψε σε μεγάλο βαθμό την ταξική οριοθέτηση του ονείρου κοινωνικής ανόδου μέσω σπουδών για το μεγαλύτερο μέρος του κοινωνικού σώματος.
Εδώ και δύο δεκαετίες η κοινωνική κινητικότητα περιορίζεται, όχι τόσο λόγω της οικονομικής συγκυρίας αλλά της μεγάλης διόγκωσης των μεσαίων κοινωνικών θέσεων, η οποία αποτελεί καθεαυτή τροχοπέδη για περαιτέρω γενικευμένη ανοδική κινητικότητα σε συνδυασμό με την αδυναμία της αγοράς εργασίας να διευρύνει σημαντικά τον αριθμό θέσεων για υψηλού επιπέδου στελεχιακό δυναμικό.
Συνεπώς, αυτό που συχνά προβάλλεται ως αδυναμία του «μαζικού πανεπιστημίου» είναι, ουσιαστικά, το τέλος εποχής για τη μαζική κοινωνική κινητικότητα της μεταπολεμικής περιόδου. Το γεγονός ότι οι πανεπιστημιακοί τίτλοι έχουν πλέον μικρότερη πέραση στην αγορά εργασίας δεν αποτελεί, κατ’ ανάγκην, ένδειξη ότι η ποιότητα των σπουδών έχει καταστεί προβληματική. Το γεγονός ότι οι απόφοιτοι ελληνικών πανεπιστημίων δεν συναντούν δυσκολίες όταν επιχειρούν μεταπτυχιακές σπουδές στο εξωτερικό και το ότι δεν καταγράφεται μεγαλύτερη ανεργία όσων σπούδασαν στην Ελλάδα σε σχέση με εκείνους που απέκτησαν ομοειδείς τίτλους στο εξωτερικό αποτελούν σαφείς ενδείξεις ότι το πρόβλημα δεν αφορά, πρωταρχικά τουλάχιστον, το πανεπιστήμιο.
Συνεπώς, θεμελιώδες ζήτημα αποτελεί η κοινωνική κατανομή της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης ως πόρου που η αποτελεσματικότητά του στη στήριξη της κοινωνικής κινητικότητας φθίνει όλο και περισσότερο.
Διακυβεύματα πολιτικοϊδεολογικά και όχι τεχνικά
Στις θέσεις τονίζεται κατ’ επανάληψη η ανάγκη διαφοροποίησης μεταξύ ιδρυμάτων και η μεγαλύτερη αυτοδυναμία που θα πρέπει αυτά να αποκτήσουν στη στρατηγική ανάπτυξής τους ώστε να αυξάνονται και οι επιλογές των υποψηφίων φοιτητών-τριών. Αυτό συνδυάζεται και με την πρόβλεψη περί ευγενούς ανταγωνισμού μεταξύ ιδρυμάτων, ο οποίος, μέσω της αξιολόγησης, θα ανταμείβει εκείνα με τις υψηλότερες επιδόσεις. Υποστηρίζεται, ουσιαστικά, ότι είναι καλό να αντικατασταθεί η κεντρική διαχείριση των βασικών στρατηγικών μεγεθών της ανώτατης εκπαίδευσης --στο πλαίσιο της οποίας το κράτος διαφυλάσσει την ποιότητα και την προοπτική των θέσεων εκπαίδευσης σε όλα τα ιδρύματα-- από τον επιτελικό έλεγχο ότι τηρούνται οι θεσπισμένοι κανόνες της ανταγωνιστικής συνύπαρξης ιδρυμάτων.
Στο πνεύμα των θέσεων, μια τέτοια μεταβολή αναμένεται να οδηγήσει σε θετικά αποτελέσματα επειδή, σύμφωνα με την κυρίαρχη φιλελεύθερη αντίληψη, η κοινωνική πρόοδος έρχεται μέσα από τη διαφοροποίηση και τον ανταγωνισμό, και όχι μέσα από εξισωτικές ρυθμίσεις. Η σχετική επιλογή αποτελεί, βεβαίως, πολιτικοϊδεολογικό και όχι «τεχνικό» διακύβευμα. Η εφαρμογή της εξαρτάται, κυρίως, από τη νομιμοποίηση με την οποία θα μπορέσει να επενδυθεί, και όχι από τον ορθολογισμό και την πρακτική αποτελεσματικότητα των συγκεκριμένων επιμέρους ρυθμίσεων, που δεν αποτελούν εγγενή χαρακτηριστικά τους.
Αυτό που είναι αναμφισβήτητο, ωστόσο, είναι ότι η διαφοροποίηση μεταξύ ιδρυμάτων που προωθούν οι θέσεις θα διευρύνει τις μεταξύ τους ιεραρχήσεις, με άμεση συνέπεια την αυξημένη κοινωνική ανισότητα, ιδιαίτερα όσον αφορά την πρόσβαση στις επίλεκτες Σχολές και Τμήματα. Η διεύρυνση των επιλογών για τους υποψήφιους --που αποτελεί στόχο σύμφωνα με τις θέσεις-- οδηγεί στην ίδια κατεύθυνση. Με βάση τη διεθνή εμπειρία, η παροχή περισσότερων επιλογών στο χώρο της εκπαίδευσης τα τελευταία χρόνια έχει οδηγήσει σε ανακατανομή ευκαιριών υπέρ των μεσαίων και των υψηλών-μεσαίων στρωμάτων, τα οποία είναι πιο ευαίσθητα σε ζητήματα εκπαίδευσης, καλύτερα πληροφορημένα και διαθέτουν περισσότερους πόρους ώστε να κάνουν τις καλύτερες επιλογές προς όφελος της μελλοντικής κοινωνικής κινητικότητας των παιδιών τους. Χαρακτηριστική, από την άποψη αυτή, υπήρξε στο Ηνωμένο Βασίλειο η πολιτική του New Labour να διευρύνει τις δυνατότητες επιλογής δημόσιου σχολείου στην αρχή αυτής της δεκαετίας, σε μια προσπάθεια να προσελκύσει πολιτικά μεσαία στρώματα. Συνεπώς, η επιζητούμενη διαφοροποίηση μεταξύ ιδρυμάτων ενέχει τον κίνδυνο να οδηγήσει σε διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων, χωρίς μάλιστα να προσφέρει τίποτα ουσιαστικό για την αναβάθμιση του έργου που συντελείται στα πανεπιστήμια.
Η ουσιαστική συκοφάντηση του πανεπιστημίου στις θέσεις του Υπουργείου
Η αίσθηση που αναδύεται από τις θέσεις είναι ότι τα ελληνικά πανεπιστήμια είναι σχετικώς υποβαθμισμένα και διεθνώς απομονωμένα. Η πραγματικότητα, όμως, είναι αρκετά διαφορετική. Η ελληνική πανεπιστημιακή κοινότητα είναι από τις πλέον διεθνοποιημένες. Πολύ μεγάλο ποσοστό των πανεπιστημιακών δασκάλων έχουν κάνει σπουδές σε άλλες χώρες και ένα επίσης σημαντικό ποσοστό έχει σταδιοδρομήσει ή σταδιοδρομεί σε ξένα πανεπιστήμια και ερευνητικά κέντρα. Ελληνικές ομάδες συμμετέχουν συστηματικά και δυναμικά σε ευρωπαϊκά ερευνητικά προγράμματα και η παρουσία των ελλήνων ερευνητών στις διεθνείς δημοσιεύσεις είναι αξιόλογη. Όλες αυτές οι επιτυχίες των ελλήνων επιστημόνων δεν οφείλονται μόνο στις προσωπικές τους δυνατότητες και στη δουλειά τους, αλλά και στις βάσεις που οι περισσότεροι απέκτησαν στα ελληνικά πανεπιστήμια.
Στις θέσεις υφέρπει η κριτική προς τα ελληνικά πανεπιστήμια ότι δεν βρίσκονται μαζικά στις πρώτες θέσεις κάποιων φετιχοποιημένων διεθνών ιεραρχήσεων, ότι δεν διαθέτουν νομπελίστες και άλλους αντίστοιχους ακαδημαϊκούς αστέρες στο προσωπικό τους, ότι δεν παράγουν μαζικά επαναστατικές ευρεσιτεχνίες και τεχνολογικά άλματα που να ανοίγουν και σημαντικές οικονομικές προοπτικές. Πρόκειται για κριτική η οποία, παραγνωρίζοντας το ρόλο των συνθηκών μέσα στις οποίες δραστηριοποιούνται οι πανεπιστημιακές μονάδες ανά τον κόσμο --και ειδικότερα τη θέση των χωρών και των περιφερειών στις οποίες εντάσσονται στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας-- οδηγεί εξ ορισμού σε υποτίμηση του ελληνικού πανεπιστημίου, ορθώνοντας μπροστά του ασαφείς και ταυτόχρονα εξωπραγματικές απαιτήσεις. Με μερικά ακόμη λογικά άλματα, η υποτίμηση αυτή αποδίδεται στα κρούσματα πελατειακής γραφικότητας που εμφανίζονται κατά καιρούς και τα οποία γίνεται προσπάθεια να καταστούν βασικό στοιχείο της εικόνας του πανεπιστημίου στην κοινή γνώμη, μιας εικόνας που αναπαράγεται σταθερά από τα ΜΜΕ. Σε μια τέτοια τακτική ουσιαστικής συκοφάντησης του πανεπιστημίου μοιάζει να στηρίζεται η, εξίσου αστήρικτη με την κριτική, προοπτική ριζικής αναβάθμισης του πανεπιστημίου μέσα από τη διοικητική του αναδιοργάνωση, την αυτονόμησή του από την κρατική εγγύηση των πόρων που απαιτούνται για τη λειτουργία και ανάπτυξή του και την υιοθέτηση διαδικασιών αξιολόγησης.
Η μηδενιστική κριτική για το πανεπιστήμιο, που χρησιμοποιήθηκε ως προσπάθεια νομιμοποίησης των προτεινόμενων αλλαγών και στο ανάλογο εγχείρημα προηγούμενης πολιτικής ηγεσίας, αφήνει να εννοηθεί ότι αποτέλεσμα των νέων ρυθμίσεων θα είναι η συνολική αναβάθμιση των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων και των σπουδών στην Ελλάδα. Ωστόσο, οι ξένες πραγματικότητες τις οποίες εξιδανικεύει συγκριτικά με την ελληνική --και ιδιαίτερα η πραγματικότητα των πανεπιστημίων στις ΗΠΑ-- δεν ανταποκρίνονται καθόλου σε εικόνα συνολικής υψηλής ποιότητας. Χαρακτηρίζονται μάλλον από την έντονη ιεράρχηση μεταξύ μιας σχετικώς μικρής ομάδας επίλεκτων ιδρυμάτων και μιας πολύ ευρύτερης μάζας ιδρυμάτων μεσαίου και χαμηλού έως πολύ χαμηλού επιπέδου. Η προσπάθεια να αντιγραφεί ένα τέτοιο μοντέλο δεν μπορεί να γίνει επιλεκτικά. Δεν μπορούμε να περιοριστούμε μόνο στην κορυφή, αφού η προνομιακή συγκέντρωση κάθε είδους πόρων στις επίλεκτες μονάδες προϋποθέτει την ουσιαστική και διαρκή αποψίλωση των υπολοίπων, την οποία και αναπαράγει. Το συνολικότερο πνεύμα των θέσεων και των προτεινόμενων αλλαγών κλίνει προς το πρότυπο ενός ατομοκεντρικού πανεπιστημίου, όπου επιδιώκονται διαφοροποιήσεις και διαχωρισμοί, και όχι προς το πανεπιστήμιο ως συλλογικότητα. Συνεπώς, η μετάβαση από το αναφερόμενο ως μαζικό πανεπιστήμιο σε αυτό που εννοείται ότι απαιτείται σήμερα ενέχει διακυβεύματα που παραμένουν απολύτως αδιαφανή στο κείμενο των θέσεων του Υπουργείου.
Η κοινωνική λογοδοσία των πανεπιστημίων
Σημαντική παράμετρο στην περιρρέουσα κριτική κατά του πανεπιστημίου αποτελεί η απουσία «κοινωνικής λογοδοσίας». Τα πανεπιστήμια παρουσιάζονται ως οργανισμοί που δρουν λίγο-πολύ ανεξέλεγκτα. Όμως, η απουσία κοινωνικού ελέγχου όσον αφορά το πανεπιστήμιο («να γνωρίζει ο φορολογούμενος πολίτης πού πηγαίνουν τα λεφτά του») δεν στοιχειοθετείται. Τα πανεπιστήμια της χώρας μπορεί να διαθέτουν δομές αυτοδιοίκησης, αλλά τελούν ουσιαστικά υπό την εποπτεία του Υπουργείου, το οποίο καθορίζει το ύψος των πιστώσεων που καθένα θα λάβει, τον αριθμό των εισακτέων φοιτητών που θα δεχθεί --ακόμη και τον αριθμό των υπεράριθμων φοιτητών διαφόρων κατηγοριών που θα αναγκαστεί να δεχθεί με μετεγγραφή--, τη φυσιογνωμία και τη γεωγραφική θέση των νέων Τμημάτων που θα ιδρυθούν, τον αριθμό καθηγητών και λοιπού προσωπικού που θα προσληφθεί κλπ. Συνεπώς, οι σημαντικότερες δυσλειτουργίες των ελληνικών πανεπιστημίων δεν συνδέονται με την απουσία κοινωνικής λογοδοσίας από την πλευρά των διοικήσεων των πανεπιστημίων, αλλά με τη χρόνια αδυναμία των πολιτικών ηγεσιών του αρμόδιου Υπουργείου να δημιουργήσουν τις κατάλληλες προϋποθέσεις για την εύρυθμη λειτουργία της ανώτατης εκπαίδευσης.
Οι θέσεις προβληματίζουν ως προς αυτό το σημείο επειδή εμφανίζουν ως λύση εκείνο που αποκαλούν μεγαλύτερη αυτοτέλεια των ιδρυμάτων, καθώς οι νέες τους διοικητικές δομές προβλέπεται να αναλάβουν και τμήμα των σημερινών αρμοδιοτήτων του Υπουργείου. Σε μια τέτοια προοπτική, ο βασικός κίνδυνος που ελλοχεύει είναι η αποποίηση των ευθυνών του κράτους, που θα οδηγήσει το πανεπιστήμιο στα ίχνη της τοπικής αυτοδιοίκησης: περισσότερες αρμοδιότητες και λιγότεροι πόροι.
«Σταρ σύστεμ» στη διοίκηση των πανεπιστημίων
Η διοικητική αναδιοργάνωση των πανεπιστημίων αποτελεί την κεντρική --ή τουλάχιστον την πιο αναλυτική-- πρόταση του Υπουργείου. Με ασαφείς αιτιάσεις ως προς τις υπάρχουσες δυσλειτουργίες προτείνεται να καταλυθεί σε μεγάλο βαθμό η αυτοδιοίκηση από την πανεπιστημιακή κοινότητα --έστω και αν η ουσιαστική αυτοδιοίκηση στα ελληνικά πανεπιστήμια είναι μέχρι σήμερα εξαιρετικά περιορισμένη-- με τη συμμετοχή στη διοίκησή τους εξωπανεπιστημιακών παραγόντων. Χωρίς να διατυπώνεται ρητά, το πανεπιστήμιο καλείται ουσιαστικά να μεταφέρει στο εσωτερικό του τις διαδικασίες εναρμόνισης της παραγωγής γνώσης και επιστημόνων με τα δεδομένα της κοινωνίας και οικονομίας. Με μια τέτοια λογική έχει επιχειρηθεί η εισαγωγή μικτών διοικήσεων και σε άλλες χώρες, στην προσπάθεια να τερματίσουν τη μακραίωνα πορεία επιτυχούς αυτοδιοίκησης των πανεπιστημιακών ιδρυμάτων --που τους επέτρεπε την αναγκαία απόσταση από τη συγκυρία καθώς αποτελούν, και πρέπει να αποτελούν, θεσμούς μακράς πνοής-- και την αντικατάστασή της από σχήματα πιο ευαίσθητα στις βραχυπρόθεσμες συνθήκες και πιέσεις και, συνεπώς, στον αναπροσανατολισμό των στρατηγικών τους μέσα από την αμεσότερη έκθεση και υπαγωγή τους στην οικονομική συγκυρία.
Σύμφωνα με τις θέσεις του Υπουργείου, στις μικτές διοικήσεις θα συμμετέχουν εξωπανεπιστημιακοί παράγοντες ως μεμονωμένες προσωπικότητες και βάσει των επιτευγμάτων τους στο χώρο της επιστήμης, των γραμμάτων, των τεχνών, των επιχειρήσεων και της ευρύτερης κοινωνίας. Η πρόταση αυτή, που με αξιοπερίεργο τρόπο εμφανίζεται ως προάγουσα την κοινωνική λογοδοσία, είναι προβληματική τόσο ως προς τον δημοκρατικό έλεγχο των διαδικασιών υλοποίησής της, όσο και ως προς την αντίληψη από την οποία εμφορείται: ότι δηλαδή άτομα που διακρίνονται στον τομέα τους έχουν και τα απαιτούμενα προσόντα για να διοικήσουν έναν πολύπλοκο και ιδιόμορφο οργανισμό όπως το πανεπιστήμιο. Πρόκειται, και πάλι, για μια φιλελεύθερη αντίληψη που θεωρεί ότι η κοινωνική και οικονομική ανάπτυξη βασίζεται κυρίως στα άτομα και τα προσωπικά τους επιτεύγματα (σε ένα είδος σταρ σύστεμ, που συνδέει τους χώρους της πολιτικής, των επιχειρήσεων, της τέχνης, της φιλανθρωπίας και της επιστήμης μέσω προσωπικοτήτων που κινούνται με άνεση σε πολλούς από αυτούς τους χώρους), και όχι σε συλλογικότητες και συλλογικά επιτεύγματα. Πρόκειται για γνωστή και θεμιτή ιδεολογικοπολιτική θέση, όχι όμως απολύτως αναμενόμενη από τον πολιτικό χώρο στον οποίο κινείται το κυβερνών κόμμα.
***
Συνολικά, οι θέσεις του Υπουργείου για τις απαιτούμενες αλλαγές στην τριτοβάθμια εκπαίδευση μάλλον απογοητεύουν. Δεν ορίζουν σαφώς το πρόβλημα, δεν αναφέρονται στο ρόλο της ως μηχανισμού κοινωνικής αναπαραγωγής και οικονομικής ανάπτυξης και στην εξέλιξή του κατά τις τελευταίες δεκαετίες και, ως εκ τούτου, δεν αναφέρονται και στις επιπτώσεις που αναμένεται να έχουν στο επίπεδο αυτό οι προτεινόμενες αλλαγές. Με τον τρόπο αυτό περιορίζουν το ζήτημα της αναδιάρθρωσης της τριτοβάθμιας εκπαίδευσης σε ζήτημα απλής αναδιοργάνωσης της δομής και των διαδικασιών διοίκησης και εσωτερικής λειτουργίας. Παράλληλα, μοιάζουν απολύτως επηρεασμένες από τις στερεοτυπικές αιτιάσεις εναντίον του πανεπιστημίου (πελατειακές σχέσεις, κομματισμός, οικογενειοκρατία), τις οποίες και ανάγουν σε συνολική του εικόνα που πρέπει να αλλάξει. Τη διευθέτηση δε του προβλήματος που έχουν ασαφώς ορίσει, βλέπουν μέσα από την εισαγωγή ενός μοντέλου διοίκησης και λειτουργίας πανεπιστημιακών ιδρυμάτων που απαντά στον αγγλοσαξονικό κόσμο, χωρίς να μοιάζει να υπάρχει επίγνωση των δυσκολιών, αλλά και των παραμορφώσεων, που θα προέκυπταν από ένα τέτοιο εγχείρημα.
Το πολύ φτωχό ουσιαστικό περιεχόμενο των θέσεων συνδυάζεται και με άστοχους πολιτικούς χειρισμούς και ενέργειες που, επίσης, δεν προδικάζουν θετικά αποτελέσματα. Η υιοθέτηση μηδενιστικής κριτικής με λόγια και έργα όχι απλώς δεν προδιαθέτει θετικά, αλλά και προσβάλλει τους λειτουργούς της πανεπιστημιακής κοινότητας. Μόνο με τη συνεργασία των λειτουργών αυτών που αφιερώνουν τη ζωή τους στα ΑΕΙ και τα ερευνητικά κέντρα της χώρας θα μπορέσει να προχωρήσει οποιαδήποτε μεταρρύθμιση και ανασκευή προβληματικών καταστάσεων που έχουν επισσωρεύσει κυρίως οι ερασιτεχνικοί σχεδιασμοί, οι αποφάσεις με πολιτικά κριτήρια και, συχνά, η απλή ανικανότητα ηγεσιών που έχουν περάσει από το Υπουργείο Παιδείας. Η αξιοπιστία των προθέσεων του Υπουργείου πλήττεται από κινήσεις όπως η προνομιακή ανάθεση στις συνδικαλιστικές οργανώσεις καθηγητών και ερευνητών μεγάλου ερευνητικού προγράμματος, ενόψει μάλιστα της προώθησης του νέου θεσμικού πλαισίου και σε αντίθεση με τις στεντόρειες διακηρύξεις περί αξιολόγησης σε όλα τα επίπεδα, περί αξιοκρατίας και αριστείας. Δεν πρέπει, συνεπώς, η σχεδόν καθολικά αρνητική πρώτη αντίδραση στις θέσεις του Υπουργείου από πρυτάνεις, Σχολές και Τμήματα να ερμηνευθεί με τον εύκολο τρόπο ότι η πανεπιστημιακή κοινότητα δεν θέλει αλλαγές επειδή αποτελείται από μέτριους επιστήμονες, «βολεμένους» και πολλαπλώς υποτελείς. Η πανεπιστημιακή κοινότητα επιζητεί θετικές αλλαγές στη βάση αξιόπιστων προτάσεων και καλόπιστης κριτικής. Θα είναι μια ακόμη χαμένη ευκαιρία αν το Υπουργείο δεν αντιληφθεί την πραγματική κατάσταση και δεν ανταποκριθεί. Υπάρχει ακόμη χρόνος και συνθήκες για κινήσεις προς τη σωστή κατεύθυνση.
*Ο Θωμάς Μαλούτας είναι αντιπρόεδρος του ΕΚΚΕ και διδάσκει στο Τμήμα Γεωγραφίας, στο Χαροκόπειο Πανεπιστήμιο
«Συμβόλαιο θανάτου» του δημόσιου σχολείου
ΑπάντησηΔιαγραφήΣυγχωνεύσεις σχολείων, μαζικές μετακινήσεις εκπαιδευτικών και ελαχιστοποίηση προσλήψεων
Του Χρήστου Κάτσικα
Πληθαίνουν οι συζητήσεις και οι διεργασίες υπηρεσιακών παραγόντων του υπουργείου Παιδείας για την υλοποίηση σχεδίου εκτεταμένων συγχωνεύσεων δημοτικών, γυμνασίων και λυκείων σε όλη την Ελλάδα με στόχο τη μείωση του κόστους λειτουργίας.
Το υπουργείο Παιδείας προσανατολίζεται, προκειμένου να αντιμετωπίσει τις συνέπειες από τη δραστική μείωση των κονδυλίων για τη σχολική εκπαίδευση (όλα τα στοιχεία μιλάνε για μια μείωση της τάξης 30 έως 50%) καθώς και από την δραστική μείωση των διορισμών και των προσλήψεων τη χρονιά 2011-2012, να προχωρήσει σε εκτεταμένες συγχωνεύσεις.
Σε πρώτη φάση θα επιχειρηθεί να συγχωνευθούν ή να καταργηθούν περισσότερα από 300 ολιγοθέσια σχολεία της ηπειρωτικής Ελλάδας.
Οι προθέσεις του υπουργείου Παιδείας για μείωση με κάθε τρόπο του κόστους λειτουργίας των σχολείων έχει φανεί ήδη, καθώς φέτος έγιναν οι λιγότεροι διορισμοί της τελευταίας δεκαετίας, καταργήθηκε ουσιαστικά η Πρόσθετη και η Ενισχυτική Διδασκαλία, αποψιλώθηκαν τα σχολεία Δεύτερης Ευκαιρίας, οδηγήθηκαν σε κλείσιμο πολλά Αθλητικά Σχολεία.
Παράλληλα, καταργούνται δεκάδες Γραφεία Πρωτοβάθμιας και Δευτεροβάθμιας Εκπαίδευσης σε όλη τη χώρα, Γραφεία Φυσικής Αγωγής και Τεχνικής Εκπαίδευσης κι ενοποιούνται σε οικονομικό και διοικητικό επίπεδο οι περιφερειακές διευθύνσεις πρωτοβάθμιας και δευτεροβάθμιας σε κάθε περιφέρεια. Ήδη οι περιφερειακοί διευθυντές συγκαλούν συσκέψεις των διευθυντών εκπαίδευσης με θέμα το σχεδιασμό συγχωνεύσεων σχολικών μονάδων. Είναι φανερό πως εάν υλοποιηθούν αυτά τα σχέδια, τότε το σχολείο της γειτονιάς θα γίνει παρελθόν και χιλιάδες μαθητές και εκπαιδευτικοί θα εξαναγκαστούν σε μετακινήσεις.
Το σχέδιο των συγχωνεύσεων «κολλάει» και με τις εξαγγελίες για τη λυκειακή βαθμίδα, όπου, με βάση τα πρώτα σχέδια που είδαν το φως της δημοσιότητας, απαιτούνται μεγάλες μονάδες για να «απλωθούν» οι κατευθύνσεις που θα εξυπηρετούν το νέο σύστημα πρόσβασης.
Είναι φανερό ότι σε αυτή την κατεύθυνση θα χρησιμοποιηθούν ως πολιορκητικός κριός και οι δήμοι, οι οποίοι θα πιέζουν για συγχωνεύσεις, καθώς τα οικονομικά τους θα είναι περιορισμένα λόγω της μείωσης των πιστώσεων από το υπουργείο Οικονομικών.
Συνεχίζεται
Σύσταση ειδικής ομάδας
ΑπάντησηΔιαγραφήΣτο πλαίσιο αυτό, το υπουργείο Παιδείας προχωρά στη σύσταση «ειδικής» ομάδας για την εκπαίδευση, η οποία θα αναλάβει να οργανώσει και να υλοποιήσει όλες τις παραπάνω επιδιώξεις. Η ειδική αυτή ομάδα, η οποία θα κινηθεί έξω και πάνω από τους ίδιους τους θεσμοθετημένους φορείς του υπουργείου Παιδείας (Παιδαγωγικό Ινστιτούτο, Κέντρο Εκπαιδευτικής Έρευνας, Διευθύνσεις προσωπικού Α/βάθμιας και Β/βάθμιας εκπαίδευσης του Υπουργείου Παιδείας, Διευθύνσεις Σπουδών του υπουργείου Παιδείας, Περιφερειακές Διευθύνσεις Εκπαίδευσης κλπ) προβλέπεται από το νέο «Μνημόνιο 3». Συγκεκριμένα στο κεφάλαιο «Δράσεις για την τέταρτη αξιολόγηση» και με τον εύηχο τίτλο «Αναβάθμιση του εκπαιδευτικού συστήματος» προβλέπεται πως «η κυβέρνηση συστήνει μέχρι τα τέλη Φεβρουαρίου 2011, μια ανεξάρτητη ειδική ομάδα εκπαιδευτικής πολιτικής με στόχο την αύξηση της αποτελεσματικότητας του δημόσιου εκπαιδευτικού συστήματος (πρωτοβάθμια, δευτεροβάθμια και τριτοβάθμια εκπαίδευση) και της αποτελεσματικότερης χρήσης πόρων»!
Μιλάμε ουσιαστικά και τυπικά για «εκτέλεση συμβολαίου θανάτου», με αυστηρώς λογιστικά κριτήρια, του δημόσιου και δωρεάν χαρακτήρα (όποιου είχε απομείνει) της σχολικής εκπαίδευσης των εργασιακών σχέσεων των εκπαιδευτικών, των διορισμών και των προσλήψεων.
Η ακολουθούμενη πολιτική και η ενεργοποίηση της «ειδικής» ομάδας θα οδηγήσει στην προώθηση των καταργήσεων και συγχωνεύσεων σχολείων, τη μείωση των θέσεων εργασίας με την παύση των διορισμών αλλά και τις μαζικές μετακινήσεις εκπαιδευτικών, την ανατροπή των εργασιακών σχέσεων με τη σύνδεση του μισθού των εκπαιδευτικών με τις επιδόσεις των μαθητών, την αύξηση του ωραρίου των εκπαιδευτικών, την κατάργηση κάθε θεσμού στήριξης της μαθησιακής προσπάθειας, καθώς και τη δραστική μείωση των κονδυλίων για τα λειτουργικά έξοδα των σχολείων.
«Καλλικράτης» και στην εκπαίδευση
Ιδιαίτερο εργαλείο στα χέρια της «ειδικής» ομάδας θα αποτελέσει το κείμενο «Αναβάθμιση της διοίκησης της εκπαίδευσης» που ετοιμάζεται το υπουργείο Παιδείας να μετατρέψει σε νομοσχέδιο και να το φέρει στη Βουλή για ψήφιση. Πρόκειται ουσιαστικά για τη μεγαλύτερη επιχείρηση αναδιάρθρωσης του συστήματος διοίκησης της σχολικής εκπαίδευσης, μια συνολική αναδιοργάνωση της ως τώρα πυραμίδας διοίκησης-εποπτείας
κα
Νέο λύκειο, νέο πανεπιστήμιο και άλλοι αστικοί μύθοι
ΑπάντησηΔιαγραφήΑναρωτιέται κανείς με ποιο ηθικό έρεισμα θα κοιτάξουν αυτοί οι πολιτικοί αριβίστες τους φοιτητές στα μάτια στα τέλη του μήνα και θα μιλήσουν για εκσυγχρονισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας
Της Σοφίας Μανδηλαρά
Το μεγαλύτερο σκάνδαλο στην Ελλάδα δεν είναι η οικονομία αλλά η παιδεία. Κι αν για την οικονομία είναι λογικός ο καταμερισμός ευθυνών στα δύο κόμματα εξουσίας, όσον αφορά την παιδεία η ευθύνη βαραίνει κατ΄ αποκλειστικότητα το ΠΑΣΟΚ. Όχι πως η Νέα Δημοκρατία δε συμφωνούσε, ή δεν είχε τις βλέψεις της για το πολύπαθο εκπαιδευτικό σύστημα. Δεδομένης όμως της βραχείας διακυβέρνησης της και εκ του γεγονότος ότι στην παιδεία ο χρόνος κυλάει με αργούς ρυθμούς, δεν πρόλαβε να εφαρμόσει όσο επιθυμούσε τις δικές της νεοφιλελεύθερες διαθέσεις.
Είναι σαφές ότι το ΠΑΣΟΚ δεν κρατά πλέον ούτε τους τύπους. Στην πρόσφατη ανακοίνωση του Ιδρύματος Κρατικών Υποτροφιών, ενημερώθηκε, μόλις με δύο γραμμές, η εκπαιδευτική κοινότητα ότι κατόπιν αποφάσεως του Υπουργείου Παιδείας, Δια Βίου Μάθησης και Θρησκευμάτων, δεν θα προκηρυχθεί διαγωνισμός υποτροφιών για την εκπόνηση διδακτορικής διατριβής και μεταδιδακτορικής έρευνας φέτος. Μια είδηση που να σημειωθεί βεβαίως, παρά την αδιαμφισβήτητη σοβαρότητα της, δεν μεταδόθηκε από κανένα μέσο ενημέρωσης.
Ποιο είναι λοιπόν το δυσβάσταχτο αυτό κόστος των υποτροφιών που δεν μπορεί να σηκώσει η Ελλάδα για να επιβραβεύσει την αριστεία και να ενισχύσει όσους δε διαθέτουν τα μέσα, διαθέτουν όμως τη γνώση, την αποφασιστικότητα, την αγάπη για σπουδή και για βελτίωση; Περί τα 600€ μηνιαίως για 12 μήνες, δηλαδή συνολικά 7.200€ ανά υπότροφο. Ο δυσθεώρητος δε αριθμός των υποτρόφων ανέρχεται στους περίπου 200 πανελληνίως. Δηλαδή, το Υπουργείο εξοικονόμησε συνολικά 1.440.000€.
Ανησυχεί η ηγεσία του Υπουργείου, και ονομαστικά, η κ. Διαμαντοπούλου, η κ. Χριστοφιλοπούλου και ο κ. Πανάρετος, για το λεγόμενο Brain drain, το φαινόμενο δηλαδή κατά το οποίο τα καλύτερα μυαλά ενός τόπου μεταναστεύουν στο εξωτερικό για να πετύχουν καλύτερες συνθήκες σπουδών, εργασίας, ζωής εν τέλει. Διατείνεται μάλιστα σύσσωμο το ΠΑΣΟΚ ότι κόπτεται σχετικά. Αμέσως μετά αποφασίζουν να περικόψουν τις μοναδικές, ελάχιστες και έτσι κι αλλιώς τσουρούτικες κρατικές υποτροφίες που προορίζονται για την πρόοδο ολόκληρης της κοινωνίας.
Ταυτοχρόνως, το Υπουργείο δεν αναλογίστηκε ότι ενδεχομένως να εξοικονομούσε τα ίδια και πολύ περισσότερα χρήματα, αν καταργούσε κάποιον από τους οργανισμούς-φαντάσματα που διατηρεί για να βιοπορίζονται κομματικά στελέχη διοργανώνοντας συνέδρια αμφιβόλου αισθητικής και αποτελεσμάτων. Ίσως να μην το αναλογίστηκε, ,διότι ο κατάλογος αυτών των φορέων δεν εμφανίζεται πουθενά πλέον στη νέα ιστοσελίδα του Υπουργείου παρά τον γραφικό τίτλο Διαφάνεια στις επιλογές του χρήστη της ιστοσελίδας, που καθώς φαίνεται εξακολουθεί να μην υφίσταται στις πραγματικές επιλογές του πολίτη.
Επιπλέον, αμφίβολο παραμένει αν και πότε θα προμηθευτούν κάποια σχολεία τους διαδραστικούς πίνακες για τους οποίους επιδόθηκε σε εκστρατεία ενημέρωσης η κ. Διαμαντοπούλου προσωπικά. Όμως, είναι απολύτως βέβαιο ότι, δεδομένης της έλλειψης πόρων, εν προκειμένω στα σχολεία έως και για χαρτί φωτοτυπιών, θα ήταν βέλτιστο να παραγγείλει μερικούς πίνακες λιγότερους το Υπουργείο, το κόστος καθενός εκ των οποίων ανέρχεται από 600 έως 1.000€, και να διατηρήσει το πρόγραμμα κρατικών υποτροφιών ανέπαφο. Διότι ακόμα και αν τα σχολεία δε δουν ποτέ ούτε έναν διαδραστικό πίνακα, η παραγγελία θα γίνει οπωσδήποτε.
Συνεχίζεται
Ωστόσο, δεν πρόκειται για το πρώτο σκάνδαλο στο πεδίο των υποτροφιών. Ο κ. Μητσός, πρόσφατα παραιτηθείς γενικός γραμματέας του Υπουργείου και πρώην γενικός διευθυντής της Ευρωπαϊκής Επιτροπής, είχε συνηθίσει μάλλον να εκταμιεύονται τα χρήματα για τους σκοπούς για τους οποίους προορίζονται και να μην μένουν οι φάκελοι στα συρτάρια υπουργών μέχρι να ψηθούν αρκούντως. Δεν εξηγείται διαφορετικά η τύχη των προγραμμάτων Θαλής, Ηράκλειτος, Αρχιμήδης, η παρακράτηση ευρωπαϊκών χρημάτων τα οποία δεν καταβάλλονται με αδικαιολόγητες καθυστερήσεις στους δικαιούχους τους. Ο εμπαιγμός της ακαδημαϊκής και ερευνητικής κοινότητας δεν έχει τέλος.
ΑπάντησηΔιαγραφήΕίναι η ίδια αυτή ακαδημαϊκή και ερευνητική κοινότητα στην οποία η κ. Διαμαντοπούλου θα απευθυνθεί ξανά λίαν συντόμως και αφότου ευαγγελίστηκε το νέο λύκειο, θα ευαγγελιστεί το νέο πανεπιστήμιο, απαριθμώντας τις αδυναμίες του παλαιού. Λες και ήταν άλλο το κόμμα που έχτισε το εκπαιδευτικό σύστημα και το οδήγησε στην σημερινή του κατάσταση. Για να μαθαίνουν οι νέοι και να θυμούνται οι παλιοί, επί υπουργίας του κ. Παπανδρέου στο παιδείας, καταργήθηκε από το σχολικό πρόγραμμα η γραμματική της Ελληνικής γλώσσας ως περιττή! Αναρωτιέται κανείς με ποιο ηθικό έρεισμα θα κοιτάξουν αυτοί οι πολιτικοί αριβίστες τους φοιτητές στα μάτια στα τέλη του μήνα και θα μιλήσουν για εκσυγχρονισμό της εκπαιδευτικής διαδικασίας.
Στο νέο πανεπιστήμιο της κ. Διαμαντοπούλου θα κληθούν τα ιδιωτικά κεφάλαια να συνεισφέρουν τη στιγμή που αποσύρονται τα δημόσια. Για τις υποτροφίες επί παραδείγματι, θα κληθεί το ίδρυμα Κόκκαλη, Λάτση, Βαρδινογιάννη να ανοίξουν τον κύκλο των ήδη υπαρχουσών δραστηριοτήτων τους. Τίθενται βέβαια κάποιοι προβληματισμοί, αφού δεν μπορεί ο Έλληνας πολίτης να εμπιστευτεί το κράτος του για αξιοκρατία, πώς θα κατορθώσει ο φοιτητής να εμπιστευτεί κάποιο ίδρυμα ιδιωτικών συμφερόντων, στο οποίο μάλιστα το πολιτικό μέσον σχεδόν εγγυάται την επιτυχή διεκπεραίωση της υποθέσεως του.
Το συμπέρασμα που εξάγεται από την περίπτωση των κρατικών υποτροφιών αφορά ολόκληρο το ψεύδος για την αναδιάρθρωση του πανεπιστημίου. Και αυτό είναι πως η κ. Διαμαντοπούλου, δεν επιχειρεί να χτίσει κάτι νέο, προσπαθεί μόνο να γκρεμίσει τα ψήγματα δημόσιας, δωρεάν παιδείας που έχουν απομείνει σε αυτόν τον τόπο. Συγχρόνως όμως, αναδεικνύεται και κάτι ακόμα. Το γεγονός ότι κόβονται εν μία νυκτί, χωρίς καμία διαβούλευση, αυτές ακριβώς οι υποτροφίες, που δίνουν στους φτωχότερους άριστους την ευκαιρία να εξελιχθούν στην κοινωνία και στην επιστήμη, αποδεικνύει με τον αντίστροφο τρόπο, όπως όλα διεστραμμένα έχουν καταντήσει σ΄ αυτό το κράτος, ότι η παιδεία είναι δύναμη, ότι η πληροφορία νίκησε τον πόλεμο.
Η εκπαιδευτική μεταρρύθμιση Διαμαντοπούλου, ή ορθότερα, απορρύθμιση, είναι προ των πυλών. Όποιος δεν ξεχυθεί στους δρόμους με μανία, δεν επιτελεί το κοινωνικό του χρέος και είναι είτε αφελής, είτε ιδιοτελής. Στις μέρες μας δεν δικαιολογείται κανένα από τα δύο. Όχι μόνο οι φοιτητές, οι μαθητές, οι εκπαιδευτικοί, αλλά ολόκληρη η κοινωνία οφείλει να σηκώσει το βάρος αυτού του αγώνα. Έχει χιλιοειπωθεί, όμως είναι αλήθεια: γιατί αν γλυτώσει το παιδί, υπάρχει ελπίδα...