ΠΗΓΗ: ΕΠΟΧΗ
του Θόδωρου Παρασκευόπουλου
Με το βλέμμα στραμμένο στους δρόμους της Ευρώπης
Eνα από τα επιχειρήματα που είχαν προβληθεί κατά της «Συνταγματικής Συνθήκης» και της γρήγορης πολιτικής ενοποίησης, της «γέννησης ενός κράτους στη ζούλα», όπως είχε ονομάσει αυτή τη διαδικασία ο Ελεφάντης, ήταν ότι η ανυπαρξία ευρωπαϊκού λαού επέτρεπε μόνο την αυταρχική επιβολή αυταρχικής κρατικής δομής. Επιπλέον όμως, η απουσία του ευρωπαϊκού λαού προσφέρει το έδαφος για την απόρριψη της «κοινότητας μεταβιβαστικών πληρωμών», δηλαδή για την ανάληψη αλληλεγγύως των βαρών και των δυσκολιών. Η νεοφιλελεύθερη αρχή «ο καθένας μόνος του», που φυσικά είναι υπέρ του ισχυρότερου, έχει κατ’ αυτόν τον τρόπο νομιμοποιητική βάση. Από αυτή την άποψη, η ενωμένη Ευρώπη είναι αναίρεση της αρχής της αλληλεγγύης, της fraternitιe της γαλλικής Επανάστασης, και προσιδιάζει περισσότερο στις ανάγκες του όψιμου καπιταλισμού. Είναι όμως, ακριβώς γι’ αυτό, διαρκώς ανασφαλής και η απειλή της διάλυσης θα τη συνοδεύει για καιρό ακόμα.
Παρά αυτή την εγγενή ανασφάλεια, το σχέδιο για την ενοποίηση της Ευρώπης είναι επιτυχές σχέδιο. Έχει εξασφαλίσει την ειρηνική συνεργασία των κρατών μελών της για πάνω από μισό αιώνα και, ιδίως μετά την κατάρρευση του αντίπαλου δέους, των καθεστώτων του πάλαι ποτέ υπαρκτού σοσιαλισμού, έχει δημιουργήσει τις πιο μοντέρνες δομές εξουσίας που γνώρισε ο αστικός κόσμος. Αυτές οι δομές λύνουν ικανοποιητικά τη μεγάλη αντίφαση της αστικής δημοκρατίας: αφενός χρειάζεται τις δημοκρατικές ελευθερίες, την περιοδική επιβεβαίωση με εκλογές και τη δημοσιότητα, διακηρύσσοντας έτσι ότι είναι καθεστώς ισότητας και ελευθερίας, αφετέρου όμως η πολιτική της στρέφεται εναντίον λαϊκών τάξεων, δηλαδή της μεγάλης πλειονότητας του λαού της, επιβεβαιώνοντας ότι αυτές είναι υπεξούσιες.
Εξουσίες
χωρίς δημοκρατικό έλεγχο
Η Ένωση, επιβάλλει τη μεταφορά εξουσιών σε θεσμούς που δεν υπόκεινται ουσιαστικά σε δημόσιο δημοκρατικό έλεγχο (το Συμβούλιο και το Ευρωπαϊκό Συμβούλιο), έχουν όμως νομιμοποίηση (εκπροσωπούν νόμιμες κυβερνήσεις). Σε αυτό το ουσιαστικά ανεξέλεγκτο όργανο, αντιμέτωπο βρίσκεται το Κοινοβούλιο. Αυτό εκλέγεται χωρίς αναλογία με τον πληθυσμό (οι μικρές χώρες έχουν δυσανάλογα μεγάλη εκπροσώπηση) και λειτουργεί έχοντας ουσιαστικά καταργήσει τον προφορικό λόγο και τη δημοσιότητα – τη δημόσια πολιτική σύγκρουση. Η «κυβέρνηση» της Ένωσης, πάλι, εκφράζει τη μόνιμη συμμαχία της Δεξιάς με τη Σοσιαλδημοκρατία (με μικρή συμμετοχή των εκάστοτε κυβερνητικών συνεργατών τους, Φιλελεύθερων και Πράσινων). Αυτό τη βοηθά να εμφανίζεται σχετικά μη πολιτική, ως υπηρέτης κατά κάποιον τρόπο μιας κοινής πανευρωπαϊκής συνισταμένης.
Οι εθνικές κυβερνήσεις, από τη μεριά τους, μπορούν κάθε τόσο να επικαλούνται την πολιτική της Ένωσης, στο πλαίσιο της οποίας είναι υποχρεωμένες να κινούνται. Κορυφαίο παράδειγμα τα μέτρα της ελληνικής κυβέρνησης για το ασφαλιστικό και για την αγορά εργασίας – μέτρα που παίρνουν όλες οι ευρωπαϊκές κυβερνήσεις, όχι όμως υπό την ίδια πίεση. Αυτός ο ρόλος της Ένωσης δεν περιορίζεται σε οικονομικά και κοινωνικά ζητήματα. Επεκτείνεται ακόμα και στην εξωτερική πολιτική και την άμυνα. Συνθήκες υποχρεώνουν τα μέλη να εξοπλίζονται διαρκώς. Η συνεργασία και η διαπλοκή της Ένωσης με το ΝΑΤΟ ασκεί πίεση και στα αδέσμευτα μέλη της (Αυστρία, Κύπρος, Φιλανδία, Ιρλανδία, Μάλτα), αν όχι να γίνουν μέλη της Συμμαχίας, τουλάχιστον να διάκεινται ευνοϊκά απέναντί της. Μόλις πριν από λίγα χρόνια ασκήθηκαν πιέσεις στο Ευρωκοινοβούλιο και από την Επιτροπή στην Κυπριακή Δημοκρατία να συμμετάσχει στη παρανατοϊκή Σύμπραξη για την Ειρήνη, τις οποίες απέκρουσε ο πρόεδρος Χριστόφιας.
Αυτό το μη απολύτως αντιπροσωπευτικό, μη απολύτως πολιτικό, μη απολύτως δημόσιο πολιτικό, ελάχιστα προσιτό για την «πολιτική του πεζοδρομίου» σύστημα λύνει ικανοποιητικά την αντίφαση της αστικής δημοκρατίας που αναφέρθηκε πιο πάνω, καθώς εξουδετερώνει τη μία της πλευρά, τις ελευθερίες, τη δημοκρατική νομιμοποίηση και τη δημοσιότητα, χωρίς ωστόσο να τις ακυρώνει κιόλας.
Η νόθα ευρωπαϊκή
ολοκλήρωση
Η αστάθεια ενισχύεται ακόμα από το γεγονός ότι η ολοκλήρωση είναι νόθα, το εθνικό κράτος παραμένει και στην Ευρώπη η κύρια μορφή οργάνωσης της αστικής εξουσίας. Η πρόσφατη ενίσχυση του ρόλου των κρατών στην αντιμετώπιση της οικονομικής κρίσης, και η απραγία των ενωσιακών οργάνων είναι χαρακτηριστική: οι γερμανοί, ολλανδοί, σουηδοί κ.λπ. καπιταλιστές αξιοποίησαν το ισχυρότερο δημιούργημά τους, το κράτος τους, και το ισχυρότερο ιδεολογικό τους εργαλείο, το εθνικό φρόνημα, προκειμένου, ως πιο εύρωστοι, να αποκτήσουν πλεονεκτήματα από την κρίση και τα μέσα καταπολέμησής της.
Αν είναι σωστή αυτή η περιγραφή, δεν δικαιώνεται η θέση του ΠΑΣΟΚ και του ΚΚΕ στην πενταετία 1975-1980 κατά της εισόδου της Ελλάδας στην ΕΟΚ, τότε; Η θέση του ΠΑΣΟΚ ήταν καθαρά προπαγανδιστική, μια στροφή του Ανδρέα Παπανδρέου μετά την πτώση της Χούντας, προκειμένου να αξιοποιήσει υπέρ του το αντιιμπεριαλιστικό φρόνημα της πλειονότητας των Ελλήνων εκείνης της εποχής. Ακυρώθηκε αμέσως μόλις το ΠΑΣΟΚ κέρδισε τις εκλογές το 1981 (όπως άλλωστε και η αντινατοϊκή ρητορεία). Το ιδεολογικό υπόβαθρο αυτής της στάσης του ΠΑΣΟΚ είναι ένας χοντροκομμένος αντιμπεριαλισμός, που κατέτασσε την Ελλάδα στα καταπιεσμένα και εξαρτημένα έθνη και δεν άφηνε ούτε την Αριστερά ασυγκίνητη.
Από τη μεριά του ΚΚΕ, η αντίθεση με την είσοδο της Ελλάδας στην ΕΟΚ συνδεόταν με τη σύγκρουση των «δύο στρατοπέδων», του σοσιαλιστικού με το καπιταλιστικό, δηλαδή με τον διπολικό κόσμο εκείνης της εποχής. Αυτή τη στάση κατά της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης, τη συμμερίζονταν αρχικά όλα τα κόμματα του εργατικού κινήματος στην Ευρώπη, κομμουνιστικά και σοσιαλδημοκρατικά. Η αλλαγή στάσης των σοσιαλδημοκρατικών κομμάτων έχει βέβαια να κάνει με την ενσωμάτωσή τους στο αστικό πολιτικό σύστημα. Όμως, η αποδοχή της ΕΟΚ από τον κόσμο, όπως και αργότερα η αποδοχή της από το ευρωκομμουνιστικό ρεύμα επηρεάστηκε σημαντικά από τη διαπίστωση του αδιεξόδου του «υπαρκτού σοσιαλισμού». Η κατάρρευση των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού στην Ανατολική Ευρώπη έκανε το ΚΚΕ να αλλάξει θέση για την ΕΟΚ παράλληλα με τη σύμπραξή του με την αλήστου μνήμης ΕΑΡ στον ενιαίο Συνασπισμό, επανήλθε όμως σύντομα. Η πρόσφατη νέα μετατόπισή του, δια στόματος Αλέκας Παπαρήγα, στο ίδιο θέμα ίσως σηματοδοτεί το τέλος αυτής της παραλλαγής της θεωρίας του ιμπεριαλισμού και της εξάρτησης.
Ιστορικός υλισμός και
«ιστορικός ρεαλισμός»
Υπάρχει ένα ρεύμα που θεωρεί ότι η συμμετοχή στη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης επιδρά ευνοϊκά για τους σκοπούς μας, λόγω της πολιτικής της Ένωσης, ως διαδικασίας εκσυγχρονισμού, ας πούμε. Αυτή η άποψη εμπεριέχει, ρητά κιόλας, το συμπέρασμα ότι η Αριστερά θα πρέπει να υποστηρίξει και υποχωρήσεις του εργατικού κινήματος, προκειμένου να επιτευχθεί ο σκοπός της Ένωσης. Το λάθος αυτής της ιδέας είναι ότι παραβλέπει πως η διαδικασία της Ένωσης διευθύνεται από άλλους, και ότι η οποιαδήποτε συμμετοχή του εργατικού κινήματος σε αυτή τη διαδικασία, δεν μπορεί παρά να είναι με τους δικούς του όρους και για το δικό του όφελος. Με μια φράση εκφράστηκε αυτό με το σύνθημα: «Καμιά θυσία για το ευρώ!» Γιατί άλλωστε, η ύπαρξη του ενιαίου νομίσματος και της ίδιας της Ένωσης κινδυνεύουν από τον ανταγωνισμό των καπιταλιστών και όχι από τις διεκδικήσεις των εργατών. Αυτό είχε εκφράσει, κατά τη γνώμη μου, ο Λένιν, όταν έλεγε ότι η Ενωμένη Ευρώπη είναι δυνατή μόνο ως σοσιαλιστική.
Ωστόσο, παραμένει το ζήτημα της προοπτικής της ενωμένης Ευρώπης και η, σήμερα ακόμα, θεωρητική τοποθέτηση του θέματος στην προσπάθεια για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Το επιχείρημα ότι η Ένωση είναι κατασκεύασμα του κεφαλαίου για την επίτευξη των σκοπών του, κι επομένως δεν επιδέχεται μεταρρύθμιση, παραγνωρίζει ότι ο κόσμος που ζούμε –π.χ. η Ελληνική Δημοκρατία– είναι κατασκεύασμα του κεφαλαίου. Όλη η δράση του εργατικού κινήματος συμβαίνει μέσα στον πεδίο που έχει φτιάξει η αστική τάξη, και η έξοδος από αυτό το πεδίο είναι έξοδος από τον πραγματικό κόσμο – εάν δεν είναι ανατροπή της αστικής εξουσίας, που όμως δεν μπορεί να γίνει σε άλλον κόσμο. Στο επίπεδο της θεωρίας πρόκειται για εγκατάλειψη του ιστορικού υλισμού (ιστορικός ρεαλισμός είναι ο άλλος χαρακτηρισμός αυτής της θεωρίας, από τους ίδιους τους εμπνευστές της). Βέβαια, όπως είπαμε, η δομή της Ένωσης είναι τέτοια που να εξουδετερώνει σε μεγάλο βαθμό την επιρροή της «πολιτικής του πεζοδρομίου», της ισχυρότερης μεταρρυθμιστικής δύναμης στον αστικό κόσμο. Αυτή όμως η πλευρά της, της στερεί τη νομιμοποιητική βάση και είναι ταυτόχρονα παράγων αστάθειας.
Το εθνικό κράτος
απέναντι στην ΕΕ
Η καθημερινή πρωτογενής πολιτική γίνεται (και θα συνεχίσει να γίνεται για πολύ καιρό) στο επίπεδο του εθνικού κράτους, στους δρόμους των πόλεών του και στα αντιπροσωπευτικά του όργανα. Τα αποτελέσματα αυτής της πολιτικής όμως επηρεάζουν την Ένωση. Κοντολογίς: η αδυναμία του εργατικού κινήματος δεν οφείλεται στον αντιδραστικό χαρακτήρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, το αντίστροφο είναι σωστό. Η όποια αλλαγή των συσχετισμών, π.χ., στην Ελλάδα οδηγεί σε, διαθλασμένη, θα έλεγε ο Πουλαντζάς, αλλαγή στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Ως εκ τούτου, είναι μεν σωστό ότι προέχει η ταξική πάλη σε εθνικό επίπεδο, όμως με το βλέμμα στραμμένο σε μεγαλύτερα μορφώματα – δηλαδή πρώτον στην Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό έχει να κάνει με την αναγνώριση ότι το εργατικό κίνημα και ο κομμουνισμός χωρίς τον διεθνή χαρακτήρα τους διαφθείρονται εύκολα σε εθνικιστικά-αντιδραστικά κινήματα. Ή διαφορετικά: ο εθνικός κατακερματισμός της εργατικής τάξης είναι το σοβαρότερο, το απόλυτο εμπόδιο για την ανατροπή της αστικής εξουσίας. Γι’ αυτό είναι επιζήμιο να ανατρέχουμε στο έθνος για προβλήματα της εργατικής τάξης, είτε αναμασώντας π.χ. την προσπάθεια του Μαρξ να δείξει με το παράδειγμα του έθνους ότι η εργατική τάξη χρειάζεται κι αυτή να ηγηθεί της κοινωνίας, όπως έκανε η αστική, ή αναπαράγοντας απολογητικά φληναφήματα των καθεστώτων του υπαρκτού σοσιαλισμού περί «νέου έθνους». Διαπιστώσαμε τα τελευταία είκοσι χρόνια ότι η άρση του εθνικού κατακερματισμού γίνεται κι αυτή στο πεδίο του αστικού κόσμου και η υλική της βάση είναι περισσότερο το διεθνοποιημένο κεφάλαιο και πολύ λιγότερο η διεθνής συνεργασία εργατικών ενώσεων και αριστερών κομμάτων. Η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι η μεγαλύτερη επιχείρηση ένωσης της εργατικής τάξης –υπό το κεφάλαιο βέβαια, αφού σε αστικό κόσμο ζούμε– και ο λόγος είναι ότι το κεφάλαιο διεθνοποιούμενο χρειάζεται, λόγου χάριν, τη δυνατότητα μετακίνησης της εργατικής τάξης, την υπέρβαση των εθνικών συνόρων και για την εργατική τάξη. Διαφορετικά η εκμετάλλευση και το κέρδος θα προσκρούσουν σε αυτά τα σύνορα. Κι αυτό δημιουργεί τη βάση για τη συνδικαλιστική και πολιτική συνένωση των εργατικών κινημάτων. Με άλλα λόγια: οι μεγάλες ευρωπαϊκές κινητοποιήσεις που ζήσαμε τα προηγούμενα χρόνια (μια από αυτές ήταν η μήτρα που γέννησε τον ΣΥΡΙΖΑ) προϋποθέτουν τη διαδικασία της ευρωπαϊκής ολοκλήρωσης.
Μεταρρύθμιση
σε μία μόνο χώρα;
Από αυτή την άποψη, η προσπάθεια που εξελίσσεται χρόνια τώρα για τη συνδικαλιστική συνένωση των εργαζόμενων στον Τύπο στην Ευρώπη, κι ας μην έχει θεαματικά αποτελέσματα, είναι από τα σοβαρότερα εγχειρήματα της εποχής μας.
Όμως, είναι δυνατή η άσκηση μεταρρυθμιστικής πολιτικής από κράτη μέλη της Ένωσης, ακόμα κι αν σε αυτά τα κράτη επικρατήσουν προοδευτικές κυβερνήσεις; Έχω την εντύπωση ότι αυτό το επιχείρημα είναι υπεκφυγή. Το πρόβλημα δεν είναι η Ένωση, αλλά η δική μας αδυναμία να επηρεάσουμε τα πράγματα προς όφελος των λαϊκών τάξεων. Βεβαίως η προσπάθεια θετικών αλλαγών θα προκαλέσει συγκρούσεις και σε ευρωπαϊκό επίπεδο. Πιστεύει όμως κανείς ότι οι σημαντικές αλλαγές συσχετισμών θα συμβαίνουν μεμονωμένες στα κράτη, ότι είναι δυνατόν να μην είναι μέρος ενός γενικότερου ρεύματος αλλαγών; Έχει συμβεί ποτέ αυτό; Ή κι αν ακόμα συνέβαινε μεμονωμένα σε μια χώρα σαν την Ελλάδα, εφόσον αυτή η χώρα έφευγε από την Ένωση, θα έπαυε η σύγκρουση σε ευρωπαϊκό επίπεδο; Δηλαδή, η αποδέσμευση θα ήταν προστασία;
Η ρεαλιστικότερη πρόβλεψη, κατά τη γνώμη μου, είναι ότι η αλλαγή συσχετισμών θα είναι μεγαλύτερο φαινόμενο, το οποίο κάπου θ’ αρχίσει, αλλά θα επιζήσει μόνο ως ευρύτερης κλίμακας διαδικασία. Γι’ αυτό ακριβώς είναι αναγκαίο ο σχεδιασμός και η δράση των αριστερών πολιτικών δυνάμεων να γίνονται στο πεδίο του εθνικού κράτους, αλλά με το βλέμμα στραμμένο στην Ευρώπη. Στην ανάπτυξη μιας διαδικασίας ανατροπών στα κράτη μέλη, φυσικά, θα τεθεί το ερώτημα της ύπαρξης ή της διάλυσης ή της διάσπασης της Ένωσης. Ας το απαντήσουμε τότε, αντί να παριστάνουμε σήμερα τον Προφήτη Ηλία.
(...) XI. Die Philosophen haben die Welt nur verschieden interpretiert; es kömmt drauf an, sie zu verändern. Karl Marx, Thesen über Feuerbach, 1845
ΑπάντησηΔιαγραφή(...) ΧΙ Οι φιλόσοφοι έχουν εξηγήσει τον Κόσμο ποικιλοτρόπως - το ζήτημα είναι να τον αλλάξωμεν. , Κάρολος Μαρξ, Θέσεις επί του Φόϋερβαχ, 184