ΠΗΓΗ: ΑΥΓΗ
Tου Χρήστου Κάτσικα*
Δεν είναι λίγοι εκείνοι οι οποίοι εξέφρασαν, ευθύς εξαρχής, την απορία τους, όταν η κυβέρνηση ανακοίνωσε την πρόθεσή της να απογράψει τους δημοσίους υπαλλήλους. Η Κοινή Υπουργική Απόφαση του υπουργού Εσωτερικών, Αποκέντρωσης και Ηλεκτρονικής Διακυβέρνησης και του υπουργείου Οικονομικών, με βάση τον Νόμο 3845/2010, κάλεσε κάθε δημόσιο υπάλληλο ξεχωριστά να καταγραφεί με δική του ευθύνη, με τη ρητά διατυπωμένη, μάλιστα, απειλή, ότι όποιος δεν απογράφονταν θα αντιμετώπιζε την διακοπή της μισθοδοσίας του το Φθινόπωρο που θα έκανε το ντεμπούτο της η νεοσυσταθείσα Ενιαία Αρχή Πληρωμών. Το βασικό ερώτημα εστιάστηκε στο γιατί η καταγραφή δεν γίνονταν με τα στοιχεία που ήδη διέθεταν οι διευθύνσεις προσωπικού υπουργείων και άλλων φορέων του Δημοσίου.
Όποιος έχει στοιχειώδη εμπειρία από τους μάγιστρους της επικοινωνιακής πολιτικής της κυβέρνησης μπορεί να διακρίνει με γυμνό οφθαλμό τις αθέατες σκοπιμότητες: Η όλη διαδικασία, με τη βοήθεια των ηλεκτρονικών μας γκουβερνάντων, με τα ατελείωτα άρθρα της δημοσιογραφίας της αυλής και με το βάρος των πρόθυμων διανοουμένων της οθόνης, ερχόταν να πριμοδοτήσει, να στερεώσει και να νομιμοποιήσει έναν από τους βολικότερους αστικούς μύθους για το «διογκωμένο συγκεντρωτικό κράτος με τους άπειρους, προνομιούχους και βαριεστημένους δημοσίους υπαλλήλους», ο αριθμός των οποίων «σχετίζεται αφενός με τα δημοσιονομικά ελλείμματα αφετέρου με τις αναχρονιστικές αγκυλώσεις της κρατικής μηχανής». Στη συνείδηση της κοινής γνώμης οι δημόσιοι υπάλληλοι παρουσιάστηκαν για μια ακόμη φορά με αριστοτεχνικό τρόπο σαν «το βαρίδι στα πόδια μιας κοινωνίας και μιας οικονομίας που θέλει να προχωρήσει και δεν μπορεί».