Πηγή: Sofokleous 10
Φοιτητής του τμήματος του ανώτερου διπλώματος στην επιστημονική τεχνική ανάλυση της ΕΚΤΑ με ρώτησε την εξής αφοπλιστικά απλή και εύστοχη ερώτηση: ‘Θα υπήρχε ελληνική κρίση αν η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα είχε τις αρμοδιότητες της Τράπεζας της Νέας Υόρκης;’
Αφορμή για την ερώτηση στάθηκε η αναφορά που έκανα σχετικά με την πρόσφατη αγορά αμερικανικών ομολόγων από τη FED ύψους 2,5 τρις δολαρίων, ώστε να μη μειωθεί η ρευστότητα στο αμερικανικό σύστημα. Η FED αγόρασε, σχεδόν, ό,τι υπήρχε προς αγορά από βραχυπρόθεσμα αμερικανικά ομόλογα, επενδύοντας χρήματα από προηγούμενα ομόλογα που έληγαν ή είχαν λήξει. Με βάση το κλασματικό αποθεματικό νομισματικό σύστημα των ΗΠΑ, η Κεντρική Τράπεζα μπορεί να παράγει χρήμα από το τίποτα και στη συνέχεια να αγοράζει αμερικανικό χρέος λαμβάνοντας τόκο από τον αμερικανικό λαό.
Έχοντας την άδεια να πράττει σε μόνιμη βάση κάτι τέτοιο, γίνεται, αυτόματα, η ισχυρότερη Κεντρική Τράπεζα του κόσμου. Όταν οι ΗΠΑ χρειάζονται χρήματα, η Κεντρική Τράπεζα τα δημιουργεί από το τίποτα και τους τα δανείζει, ενώ, για να μη δημιουργηθεί πληθωρισμός εντός των ΗΠΑ, είτε γίνεται προσπάθεια αυτός να εξαχθεί στην Ευρώπη, στην Ασία και γενικότερα οπουδήποτε εκτός της χώρας, είτε η Κεντρική Τράπεζα, κάποια στιγμή στην πορεία, τα στραγγίζει από το σύστημα πουλώντας ομόλογα και εισπράττοντας ρευστό, ανεβάζοντας τα επιτόκια και αυξάνοντας το κόστος του χρήματος. Έτσι, η FED είναι ο μεγαλύτερος δανειοδότης των ΗΠΑ και τουλάχιστον 6 φορές μεγαλύτερος ε αυτόν τον τομέα απ΄ότι η Κίνα
Ως γνωστό, η Ελλάδα έχει ένα χρέος της τάξης, περίπου, των 320 δις ευρώ το οποίο αναχρηματοδοτούσε κανονικά μέχρι τον Οκτώβριο του 2009, όταν κάτω από την πίεση των αποκαλύψεων για το πραγματικό μέγεθος του ελλείμματος και για τον τρόπο με τον οποίο η χώρα μπήκε στην ΕΕ αλλοιώνοντας το πραγματικό μέγεθος του χρέους της με χρηματιστηριακά προϊόντα, οι αγορές κεφαλαίων άρχισαν να γίνονται όλο και πιο διστακτικές στο να της δανείσουν χρήματα.
Καθώς οι εταιρίες πιστοληπτικής αξιολόγησης στηρίζουν το σύστημα βαθμολογίας τους, πρωταρχικώς, στο αν μία χώρα μπορεί να αποπληρώνει χωρίς πρόβλημα το χρέος της, όταν οι αγορές άρχισαν να κλείνουν για την Ελλάδα και το κόστος δανεισμού να αυξάνεται, εκείνες ξεκίνησαν να την υποβαθμίζουν, δημιουργώντας έναν φαύλο κύκλο όπου οι αγορές ανέμεναν μία νέα υποβάθμιση από τις εταιρίες αξιολόγησης και οι εταιρίες αξιολόγησης ανέμεναν ότι οι αγορές θα ζητούσαν πολύ μεγαλύτερα επιτόκια προκειμένου να δανείσουν στην Ελλάδα και έτσι η τελευταία δε θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της.
Το αποτέλεσμα ήταν ένας κύκλος συνεχών υποβαθμίσεων, η εκτόξευση του κόστους δανεισμού για την Ελλάδα και τελικά η αποχώρηση της από τις αγορές κεφαλαίων. Στρεφόμενη προς τους εταίρους της, αυτοί την έστειλαν, με την υπόδειξη της Γερμανίας, στο ΔΝΤ, ένα ίδρυμα που δεν είχε, μέχρι τότε, καμία απολύτως σχέση με χώρες της ΕΕ και αφού πήρε πρώτα από αυτό την έγκριση συμφώνησαν και εκείνοι για το ‘πακέτο στήριξης’.
Όλα αυτά θα μπορούσαν να είχαν αποφευχθεί αν η ΕΚΤ, ακολουθώντας στα χνάρια της FED, ανακοίνωνε ένα πρόγραμμα αναχρηματοδότησης του ελληνικού χρέους με ευνοϊκό επιτόκιο, με την παράλληλη υποχρέωση της Ελλάδας να υιοθετήσει ένα πρόγραμμα δημοσιονομικής εξυγίανσης και αποπληρωμής των κοινοτικών δανείων, με προοπτική 10-15 ή και 20 ετών.
Σε αυτήν την περίπτωση οι οίκοι πιστοληπτικής αξιολόγησης δε θα είχαν κανένα λόγο να θεωρήσουν πως η Ελλάδα δε θα μπορούσε να αναχρηματοδοτήσει το χρέος της σε βάθος χρόνου, αφού θα είχε την προστασία της ΕΚΤ για 10-15 χρόνια, οι αγορές δε θα είχαν το φόβο μελλοντικών υποβαθμίσεων, ώστε να ζητούν όλο και υψηλότερο επιτόκιο για να της παρέχουν δάνεια, το κόστος δανεισμού από αυτές θα παρέμενε χαμηλό και η ελληνική και στη συνέχεια η ευρωπαϊκή κρίση δε θα είχαν υπάρξει ποτέ.
Μα πώς θα μπορούσε η ΕΚΤ να κάνει κάτι τέτοιο αφού δεν υπάρχει ως επιλογή στη συνθήκη του Μάαστριχ;
Με τον ίδιο τρόπο που ενώ δεν είχε προβλεφθεί ως επιλογή στη συνθήκη του Μάαστριχ, υποχρεώθηκε μία χώρα μέλος της ΕΕ να συνάψει συμφωνία με το ΔΝΤ μόλις βρέθηκε σε κρίση ρευστότητας, με τον ίδιο τρόπο που η ΕΚΤ προέβη στην αγορά καλυμμένων κρατικών ομολόγων χωρών μελών, ενώ δεν υπήρχε τέτοια πρόβλεψη στο καταστατικό της και στη συνθήκη του Μάαστριχ, που τα κράτη της ευρωζώνης σε συνεργασία με την ΕΚΤ ψήφισαν το πακέτο ‘στήριξης’ έξω από την ευρωπαϊκή νομοθεσία, που ενώ καμία χώρα της ΕΕ δεν πληροί, εδώ και χρόνια, όλα τα κριτήρια του Μάαστριχ ούτε σε μία δεν έχουν υποβληθεί κυρώσεις ή δεν έχει ζητηθεί να αποχωρήσει από αυτήν, με τον ίδιο τρόπο που ψηφίστηκε το πακέτο στήριξης των ευρωπαϊκών τραπεζών, που η ΕΚΤ δέχθηκε ελληνικά ομόλογα με βαθμολογία ‘junk’ από τις γαλλικές τράπεζες ως εγγύηση για την παροχή ρευστότητας, βοηθώντας τες να τα ξεφορτωθούν ενώ η αρχική συμφωνία απαγόρευε την αποδοχή ομολόγων που δεν ήταν ΑΑΑ κλπ.
Η αλήθεια, λοιπόν, είναι πως η EKT λειτουργεί ως μία άλλη FED αλλά μόνο επιλεκτικά. Αν η Ευρώπη ήθελε πράγματι να αποφύγει, να προλάβει ή έστω και ετεροχρονισμένα να λύσει το ελληνικό πρόβλημα, το μόνο που είχε να κάνει ήταν να αγοράσει ένα μεγάλο μέρος ελληνικών ομολόγων από την Ελλάδα και όχι από τις τράπεζες και να στηρίξει τη χώρα παρέχοντας της χαμηλά επιτόκια για μεγάλο χρονικό διάστημα, επιτρέποντας της παράλληλα να έχει πρόσβαση και στην αγορά κεφαλαίων με χαμηλό κόστος.
Σταδιακά και όσο η ελληνική οικονομία δυνάμωνε, η Ελλάδα θα αποπλήρωνε το χρέος της στην ΕΚΤ, τα ομόλογα θα αποσύρονταν από την αγορά και μαζί τους θα αποσύρονταν και το χρήμα που θα είχε δημιουργηθεί.
Είναι κάτι που συμβαίνει, τουλάχιστον, επί 400 χρόνια σε χώρες με Κεντρικές Τράπεζες που έχουν την άδεια να τυπώνουν χρήμα και μάλιστα εν προκειμένω θα συνέβαινε με έναν τρόπο που θα βοηθούσε πράγματι τόσο την Ελλάδα όσο και τις υπόλοιπες περιφερειακές χώρες και όχι όπως σε εκατοντάδες περιπτώσεις σε άλλα κράτη, όπου το σύστημα αυτό χρησιμοποιήθηκε μόνο για να βοηθήσει του Κεντρικούς Τραπεζίτες και τους συνεργάτες τους να γίνουν πλουσιότεροι.
Ουσιαστικά, η ΕΚΤ θα μπορούσε να προβεί σε μία τέτοια κίνηση αύριο, με μία της απόφαση, παρόμοια με τόσες άλλες που έχει λάβει τα τελευταία δύο χρόνια για την αντιμετώπιση των προβλημάτων από διεθνή ύφεση και την ευρωπαϊκή κρίση. Ήταν και είναι θέμα επιλογής να μην το κάνει.
Τα ίδια είπε και ο Αlbert Bernal (video) της επενδυτικής τράπεζας Βulltick στο Capital.gr.
ΑπάντησηΔιαγραφή