Στους απολογισμούς που γίνονται εν θερμώ τα στρατόπεδα είναι δεδομένα: από τη μια οι προφήτες της καταστροφής (σύσσωμη η αντιπολίτευση) και από την άλλη οι ντελάληδες φανταστικών θριάμβων (η κυβέρνηση και οι προπαγανδιστικοί μηχανισμοί της).
Τα μανιχαϊκά σχήματα είναι η προσφιλής ερμηνευτική μέθοδος της τρέχουσας πολιτικής και υπηρετούν κομματικές σκοπιμότητες.
Η αλήθεια σ' αυτές τις περιπτώσεις βρίσκεται κάπου στη μέση και έτσι αντιλαμβάνονται τα πράγματα και οι υποψιασμένοι πολίτες, προσπερνώντας τις βαρύγδουπες αναλύσεις που προσεγγίζουν την πραγματικότητα με όρους Αποκάλυψης ή με πρόθεση αποθέωσης. Χρήσιμο είναι ωστόσο να σταθούμε σε δύο πλευρές της κυβερνητικής πρακτικής οι οποίες δείχνουν σε μεγάλο βαθμό τη νοοτροπία της ηγετικής ομάδας του κυβερνώντος κόμματος. Η μία έχει να κάνει με τη λαγνεία απέναντι στους ξένους ειδικούς, με ιδιαίτερη προτίμηση σ' αυτούς που προέρχονται από τον αγγλοσαξονικό χώρο, και η άλλη με τη φετιχοποίηση των βιογραφικών.
Η κυβέρνηση, συγκροτώντας επιτροπές από αλλοδαπούς εμπειρογνώμονες για να μας δείξουν πώς πρέπει να οργανωθεί ένα σύγχρονο πρωθυπουργικό γραφείο, πώς θα βγάλουμε την παιδεία από την κατάσταση βαθιάς κρίσης και πώς θα αντιμετωπίσουμε τα οικονομικά προβλήματα, φαίνεται να πιστεύει ότι η χώρα δεν διαθέτει ταλέντα και επιστήμονες κύρους οι οποίοι θα μπορούσαν να κάνουν εξίσου καλά αυτό που ζητάει από τους φερτούς συναδέλφους τους. Η αντίληψη αυτή (μιλάμε για πεποίθηση) υποτιμά τις δυνατότητες του εγχώριου προσωπικού και αναδίνει άρωμα συμπλεγματικού επαρχιωτισμού -ένα από τα σύνδρομα του νεοελληνικού βίου.Η ασάφεια που υπάρχει ως προς τις αρμοδιότητες των ξένων ειδικών δημιουργεί επίσης σοβαρά προβλήματα στην καθημερινή διαχείριση, ενώ σε κάποιες περιπτώσεις υπονομεύει τη συνολική προσπάθεια. Για παράδειγμα, ο κ. Σκιόπα σε πρόσφατο άρθρο του μίλησε για την ανάγκη «πειθαρχημένης αναδιάρθρωσης του χρέους των χωρών που έχουν δυσκολίες». Δεν ανέφερε την Ελλάδα, αλλά όλων το μυαλό εκεί πήγε. Την ίδια στιγμή ο πρωθυπουργός στις εμφανίσεις του στο εξωτερικό απορρίπτει μετά βδελυγμίας αυτήν την εκδοχή. Ποιον να πιστέψει ο ελληνικός λαός; Τον εκλεγμένο πρωθυπουργό ή τον διορισμένο σύμβουλό του; Οι δανειστές μας πάντως είναι βέβαιο ότι θα πιστέψουν τον δικό τους άνθρωπο, τον ιταλό πρώην τραπεζίτη, και αναλόγως θα πορευθούν.
Αλλο παράδειγμα: Ο νομπελίστας Τζ. Στίγκλιτς, φίλος, τακτικός συνομιλητής και άτυπος σύμβουλος του κ. Παπανδρέου, έγραψε προσφάτως ότι η Γερμανία πρέπει να φύγει από το ευρώ ώστε οι υπόλοιπες χώρες να προχωρήσουν σε υποτίμηση προκειμένου να κάνουν πιο ανταγωνιστικά τα προϊόντα τους. Στην προκειμένη περίπτωση ισχύει αυτό που επισημαίνει ο Μ. Ανδρουλάκης στο βιβλίο του «Ε, πρόεδρε» («Καστανιώτης») για τους κολλημένους σ' ένα σχήμα οικονομολόγους «που το αποκλειστικό ενδιαφέρον τους είναι η συνηγορία υπέρ της σχολής τους. Αν έχουν και Νόμπελ, τα πράγματα είναι πιο σοβαρά».
Το επιχείρημα της κυβέρνησης είναι ότι οι σύμβουλοι συμβουλεύουν και οι πολιτικοί αποφασίζουν. Ωστόσο δεν αρκεί αυτό για να αποφευχθεί η σύγχυση, ιδιαίτερα σε μια περίοδο ασταθών ισορροπιών. Οταν βρίσκεσαι στο στόχαστρο κερδοσκοπικών συμφερόντων, η διπλή γλώσσα και τα αμφίσημα μηνύματα μπορεί να έχουν δυσάρεστα αποτελέσματα.
Είναι η πολιτική η πιο δημοκρατική τέχνη-επιστήμη, γιατί μπορεί να την ασκήσει ο κάθε πολίτης χωρίς να διαθέτει απαραίτητα πανεπιστημιακούς τίτλους. Τα μεταπτυχιακά και τα διδακτορικά από μόνα τους δεν φτάνουν για να σχεδιαστεί και να υλοποιηθεί μια στρατηγική. Απαιτούνται πάθος, εμπειρία, αίσθηση του χρόνου, ηγετικό χάρισμα, αφηγηματικές ικανότητες, οργανωτικές δεξιότητες, γνώση των ευαισθησιών και της παράδοσης μιας παράταξης, αντίληψη για το πώς λειτουργεί η κοινωνία, στάθμιση των αντοχών της και καθαρή ματιά για να εντοπιστούν οι διεργασίες που συντελούνται στο υπέδαφός της. Ολα αυτά δεν παράγονται σε συνθήκες εργαστηρίου, στις κλειστές αίθουσες σεμιναρίων ή στα αποστειρωμένα γραφεία των διεθνών οργανισμών.
Αναθέτοντας τη λύση των προβλημάτων της κοινής ζωής στους ειδικούς με τα βαριά βιογραφικά, η πολιτική χάνει τον δημόσιο χαρακτήρα της και στριμώχνεται στην εκλογική πτυχή της. Η απάντηση στη γραφειοκρατία της μετριότητας και στους πυώδεις πελατειακούς μηχανισμούς δεν μπορεί να είναι η αριστοκρατικοποίηση της πολιτικής, αλλά «η συγκρότηση της πολιτικής ως χώρου ανοιχτού διαλόγου όλων με όλους» (Α. Ρενώ, «Το τέλος της αυθεντίας», «Πόλις»).
Είναι φυσιολογικό μια κυβέρνηση των ολίγων να απευθύνεται σε ''ειδικούς'' και μια Δημοκρατική κυβέρνηση να απευθύνεται στην Λαϊκή σοφία.
ΑπάντησηΔιαγραφήΓιατί παραξενεύεται ο Παππάς?